«Την αναπάντεχη σύλληψή μου στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας» μου διηγείται ο στρατηγός Παντελής Σαββάκης «ακολούθησε η κράτησή μου σε διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Ιταλίας για δυόμισι ολόκληρα χρόνια. Μαζί με χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους περάσαμε μέρες και νύχτες μέσα σε μπουντρούμια εξαντλημένοι και εξαθλιω-μένοι από την πείνα, από τη βρομιά κι από το κρύο. Όλες αυτές οι δοκιμασίες είχαν σαν επακό-λουθο, να στριφογυρίζει ολοένα στο μυαλό μου η απόδραση.
Ήμουν νεαρός, είκοσι τριών χρόνων και παρ’ όλα αυτά οι κακουχίες της αιχμαλωσίας δε με είχαν καταβάλει. Εκτός από τα Αγγλικά είχα την ευκαιρία να μάθω και τα ιταλικά στο στρατόπεδο αιχμαλώτων και να μυηθώ στις ιδιαίτερες εκείνες συνθήκες της ζωής του δραπέτη.
Για μια τέτοια απόφαση, με μεγάλο ρίσκο και ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, έπρεπε η κάθε στιγμή και το δευτερόλεπτο της απόδρασης, να μελετηθούν στο έπακρο.
Επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις, κράτησα την ψυχραιμία μου και συγκεντρώθηκα.
Ενώ το τρένο κατάμεστο αιχμαλώτους -σε μια αναγκαία μεταγωγή τους – συνέχιζε το δρόμο του και τραβούσε προς το βορά, την ίδια ώρα τα συμ-μαχικά στρατεύματα είχαν αποβιβαστεί στα νότια της Ιταλίας κι είχε αρχίσει η προέλασή τους προς τη Ρώμη.
Άξαφνα το τρένο σταμάτησε σε κάποια ερημιά. Οι Γερμανοί φρουροί κατέβηκαν και κάθισαν χάμω για ένα πρόχειρο φαγητό. Δεν είχα καμιά αμφιβο-λία, ότι η ευκαιρία για απόδραση ήταν μοναδική. Εξάλλου οι Γερμανοί είχαν αφήσει τα πολυβόλα στο τρένο, κι ακουμπούσαν στα παράθυρα του δικού τους βαγονιού.
Μέχρι ν’ αποφασίσω το τρένο ξεκίνησε και πάλι αργά-αργά. Χωρίς να περιμένω άλλο και να σκέ-φτομαι καβάλησα το περβάζι του παραθυριού. Ένας συνταγματάρχης Σέρβος φοβήθηκε και προ-σπάθησε, να με αποτρέψει. Ασυναίσθητα του ά-στραψα ένα χαστούκι, ώστε σαστισμένος να μ’ αφήσει. Αμέσως σάλταρα από το παράθυρο και κουτρουβάλησα μερικά μέτρα. Σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω όσο μπορούσα πιο γρήγορα, για να φτάσω σ’ ένα χαντάκι με καλαμιές. Ακούστηκαν τα πολυβόλα να μου ρίχνουν πυκνές βολές. Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα μου, αισθάνθηκα, ότι μια με βρήκε στο πίσω μέρος του κρανίου. Το βλήμα καρφώθηκε και έμεινε μέσα στο οστούν. Ζαλίστηκα και λιποθύμησα, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, καθώς φαίνεται, γιατί μόλις συνήλθα άκουσα τους Γερμανούς να φωνάζουν, να ωρύονται εξαγριωμένοι και να έχουν πλησιάσει. Έτρεχα κι όλο έτρεχα παραπαίοντας. Οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν, ενώ οι Γερμανοί έψαχναν μέσα στις καλαμιές, για να με βρουν. Τώρα τους έβλεπα καθαρά κρυμμένος πίσω από την πλάτη τους μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα και μόλις που γλίτωσα.
Το σφύριγμα του τρένου τους ειδοποιούσε να επιστρέψουν. Οι δύο φαντάροι έριξαν δύο πυρο-βολισμούς στα τυφλά και πήραν δρόμο. Ανακου-φίστηκα. Από εκείνη την ευλογημένη στιγμή ήμουν ελεύθερος».
Το χρονικό της απόδρασης του στρατηγού τε-λειώνει εδώ, αλλά η μυθιστορηματική του περιπέ-τεια δεν τελειώνει. Μετά ταύτα θεωρήθηκε επισή-μως νεκρός και ως εκ τούτου του έκαναν μνημό-συνο στο χωριό του το Σπήλι.
Ο Παντελής Σαββάκης εν συνεχεία, υπηρετεί στον Ιερό Λόχο και εκπαιδεύεται ως κομάντο αλε-ξιπτωτιστής. Λαβαίνει μέρος σε άκρως επικίνδυνες αποστολές και συνεχίζει να πολεμά σε όλα τα μέ-τωπα. Δωδεκάνησα, Ρόδο, Ελ Αλαμέιν, Κύπρο. Δι-ευθυντής και καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Πολέμου. Συγγράφει Μεθόδους Εκπαιδεύσεως και την ιστορία του ΕΚΣΕ.
Τραυματίζεται σε διάφορα πολεμικά πεδία πέντε φορές και λαβαίνει δέκα εννέα (19) παράσημα μεταξύ των οποίων το ιδιαίτερα τιμητικό Ανώτατο Ελληνικό πολεμικό Παράσημο: «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας». Σημαντικό είναι, όπως αναφέρουν τα στοιχεία του ατομικού του μητρώου, ότι κανένας από τους αξιωματούχους του και τους άνδρες του δε σκοτώθηκε. Αυτό συνέβη, γιατί στις επιθέσεις εκείνες πάντοτε έτρεχε μπροστά κι έβαζε το σώμα του ασπίδα, για να προστατεύσει και να κατευθύνει τους άνδρες του.
Προσηνής και μειλίχιος, ήπιος και πράος, με τη φιλική, υποδειγματική συμπεριφορά του ετύγχανε την αμέριστη αγάπη και την εμπιστοσύνη των α-ξιωματικών και των φαντάρων.
ΜΑΝΟΛΗΣ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ
Παντελής Σαββάκης
Αφήστε μια απάντηση