ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
13/03/2019 της Εύας Λαδιά
Στην ενότητα «Οικογένειες με παράδοση» θα βρούμε σημαντικές μορφές. Καιρός να τις θυμηθούμε ή και να τις γνωρίσουμε. Αυτός είναι ο στόχος μας άλλωστε.
Ας μεταφερθούμε σήμερα ανατολικά του Ρεθύμνου, εκεί που άνθισε η οικογένεια Βογιατζάκη. Φαμίλια με ρίζες στις πιο ηρωικές περιοχές της Κρήτης μας.
Όπως μας ενημερώνει σχετική μελέτη του Πάρη Κελαϊδή, στις 20 Οκτώβρη 1866, στη μάχη που έδωσε ο Πάνος Κορωναίος, στην τοποθεσία Ακόνια του Βρύσινα, έλαβαν μέρος μαζί με άλλους Χρωμοναστηριώτες ο Μπογιατζηδογιώργης, ως απλός ακόμη πολεμιστής μαζί με τον αδελφό του Νικόλα και τα εξαδέλφια του Μανόλη, Παναγιώτη και Στυλιανό.
Κατά τη θρυλική άμυνα του Αρκαδίου ο Μιχάλης, ο Δημήτρης και ο Αλέξης μαζί με το θείο τους Μανόλη έπεσαν μαχόμενοι στο δυτικό προμαχώνα τ’ Αρκαδιού στις 8 του Νοέμβρη.
Τ’ άλλα δυο αδέλφια ο Γιάννης και ο Μάρκος πήραν μέρος στην περιώνυμη και αφαντάστου ηρωισμού έξοδο του Ντελή Δράκου στις 9 του Νοέμβρη. Κατά την έξοδο αυτή και οι 40 παράτολμοι πολεμιστές εσφάγησαν μέχρις ενός σε μια άνιση μάχη σώμα με σώμα, αφού κατέστρεψαν περί τους 200 Τούρκους στα αμπέλια και τις κουκουναριές.
Μεγάλη μορφή ήταν και ο Παναγιώτης πατέρας του Γεωργίου Βογιατζάκη. Ήταν μοναχογιός του καπετάν Γιώργη με το όνομα, που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1874.
Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής θα έπαιρνε το όνομα Κωστής του παππού του. Είχε προηγηθεί ένας γιος που δεν επέζησε. Γι’ αυτό στη δεύτερη εγκυμοσύνη της η μητέρα του έταξε το παιδί στην Παναγία. Κι έτσι όταν γεννήθηκε ένα αγόρι του έδωσαν το όνομα Παναγιώτης.
Πήρε εκδίκηση για τον πατέρα του
Ήταν πολύ νέος όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του από Τούρκους που ήθελαν να κόψουν την ορμή της ομάδας του καπετάν Μπογιατζηδογιώργη που είχε γίνει εφιάλτης τους.
Πήρε την εκδίκησή του, ωστόσο μέσα στις 40 μέρες που όριζε το έθιμο της βεντέτας. Μόλις τέλειωσε τις τυπικές υποχρεώσεις με το νεκρό, ζώστηκε τα άρματά του και βγήκε στο βουνό. Ξαναγύρισε παραμονές του μνημοσύνου και ζήτησε από τους φίλους του να τον ενημερώσουν για τις κινήσεις του φονιά. Οι πρώτες πληροφορίες τον γέμισαν μια άγρια χαρά. Την ημέρα ακριβώς του μνημοσύνου ο φονιάς είχε πρόγραμμα να πάει στους Μύλους για δουλειά περνώντας με τη συνοδεία του από τη θέση που είχε δολοφονήσει το Μπογιατζηδογιώργη.
Ο νεαρός Παναγιώτης θεώρησε ότι ήταν εύνοια της Νέμεσης αυτή η σύμπτωση. Και με τρία ξαδέλφια του παρέα έστησαν ενέδρα του Τούρκου.
Άλλος πλήρωσε για τον φονιά
Τελικά εκείνος αποφάσισε να στείλει κάποιον άλλον στη θέση του, ο οποίος τα ‘χασε όταν είδε μπροστά του τον γιο του σκοτωμένου. Όταν κατάλαβε τις προθέσεις του μάταια ορκίστηκε πως δεν ήταν αυτός ο αίτιος. Δυο σφαίρες τον έριξαν νεκρό.
Άστραψαν και βρόντησαν οι Τούρκοι του Χρωμοναστηρίου μετά το φονικό αυτό. Επικήρυξαν τον Παναγιώτη που δεν είχε άλλη επιλογή από την ένωση με τους επαναστάτες της Μεταπολίτευσης. Και η δράση που ανέπτυξε ήταν εντυπωσιακή.
Όταν τέλειωσε η επανάσταση και δόθηκε αμνηστία ο Παναγιώτης επέστρεψε στο χωριό. Ένας άντρας με λεβεντιά και χάρη. Και τι παράξενο. Τώρα που είχε λείψει από την ατμόσφαιρα η μυρωδιά του μπαρουτιού κι είχε σβήσει ο αχός της μάχης δεν ήταν πια ο άγριος πολεμιστής. Είχε γίνει πια ένας ήρεμος άνθρωπος με μια έμφυτη αρχοντιά στους τρόπους και στην ομιλία του. Κέρδισε το γενικό σεβασμό χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Το 1898 πήρε την απόφαση να κάνει κι αυτός οικογένεια.
Ένας πράος πολυφαμελίτης
Παντρεύτηκε την Αμαλία Χατζηδάκη από την Παντάνασσα. Μόλις είχε αρχίσει να απολαμβάνει τις χαρές του πατέρα από τα πρώτα του παιδιά σήμανε ο Βενιζέλος στα 1905 το προσκλητήριο του Θερίσου.
Ο Παναγιώτης ήταν ο πρώτος που έτρεξε κι έμεινε από τότε απόλυτα αφοσιωμένος στον Εθνάρχη. Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Και για τις ανάγκες του κόμματος των Φιλελευθέρων δεν δίστασε να θυσιάσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του.
Την εποχή που αναφερόμαστε η Κρήτη είχε διαιρεθεί σε δήμους. Ένας από τους επτά δήμους της επαρχίας Ρεθύμνης ήταν ο Δήμος Βρυσιναίων. Δήμαρχος από το 1906 μέχρι το 1912 ήταν ο Παναγιώτης.
Πάμπτωχος αλλά πάντα αξιοπρεπής
Το υψηλό αξίωμα έγινε αφορμή για πολλές δαπάνες, ο Παναγιώτης ήταν άνθρωπος της προσφοράς και βράχος εντιμότητας, οπότε δεν άργησε να μείνει πάμπτωχος και με μεγάλη οικογένεια.
Αν και είχε κάνει ένα όνομα στο εμπόριο αναγκάστηκε να αφήσει τα επόμενα μεγάλα του σχέδια και να ψάξει για καμιά θέση στο Δημόσιο. Γιατί στο σπίτι τα έφερνε πια πολύ δύσκολα και τα παιδιά του δεν έπρεπε να ζουν τόσο στερημένα.
Στην απελπισία του αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα του Βενιζέλου. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά και τον ρώτησε με αγάπη ποια θέση θα ήθελε να επιλέξει ο ίδιος.
– Βρες δήμαρχε του είπε σαν τι σου ταιριάζει κι εδώ είμαστε. Έλα πάλι να δούμε.
Βρήκε άνθρωπο να καταλάβει το πνεύμα του. Ο Παναγιώτης ήταν τύπος της ξεκάθαρης κουβέντας. Περίμενε από το Βενιζέλο μια συγκεκριμένη πρόταση. Τι να διαλέξει και κουραφέξαλα. Θύμωσε και δεν ξαναπάτησε στο πρωθυπουργικό γραφείο. Είχε κι έναν εγωισμό…
Διορισμός στο τελωνείο
Για καλή του τύχη διοικητής νήσων του Αιγαίου υπηρετούσε τότε ένας μακρινός του συγγενής. Ο Μίνως Πετυχάκης που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον και τον διόρισε στο Τελωνείο Μυτιλήνης. Από εκεί πήρε μετάθεση στο Τελωνείο Χανίων και το 1919 ανέλαβε καθήκοντα στον Πειραιά, όπου και συγκέντρωσε στην Αθήνα όλη την πολυμελή του οικογένεια.
Η ζωή τα έφερε να ζήσει τα επόμενα σαράντα χρόνια με την οικογένειά του, που λάτρευε και να επισκέπτεται κατά διαστήματα την Κρήτη που ποτέ δεν ξεχνούσε.
Είχε την ευτυχία να δει τις πρώτες επιτυχίες του Γιώργη του που είχε εξελιχθεί μόνος και χωρίς καμιά στήριξη από πουθενά και να καμαρώσει τις κόρες του καλοπαντρεμένες. Πήρε όμως κι ο χάρος μερτικό το δεύτερο αγόρι του που πέθανε στα εννιά χρόνια του από θανατηφόρα επιδημία και μια από τις κόρες του. Ήταν η Ιωάννα που πέθανε από πλευρίτιδα, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη και ετοιμαζόταν για το γάμο της.
Ένας μεγάλος Κρητικός
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών στις αρχές του 1957. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Αναρίθμητα ήταν τα στεφάνια που έστειλαν οι άνθρωποι που τον τιμούσαν και αρκετές ήταν οι προσωπικότητες που παρέστησαν στην κηδεία. Ανάμεσά τους και ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Αρκετά και τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες της εποχής που αναφέρθηκαν στη ζωή και το έργο του.
Αντιπροσωπευτικό το παρακάτω μικρό απόσπασμα:
«Ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης καθόλον το μακρόν διάστημα του βίου του διεκρίθη δια τα εξαίρετα χαρίσματά του. Υπήρξεν η προσωποποίησις της εννοίας του καλού Κρητικού εις όλας του τας εκδηλώσεις. Θαρραλέος πολεμιστής, χρηστός πολίτης, πρότυπον οικογενειάρχου, πιστού και αφοσιωμένου συντρόφου.
Επικήδειο, όπως μαθαίνουμε επίσης από τον Πάρη Κελαϊδή, εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της Παγκρητίου Ένώσεως Ανδρέας Νάθενας απόστρατος αξιωματικός που σκιαγράφησε με απόλυτη ακρίβεια το έργο και την προσφορά του Παναγιώτη Βογιατζάκη.
Του αγέρωχου πολεμιστή, του πρώτου δημάρχου Βρυσιναίων, που έδωσε τα πάντα για το Δήμο και τους δημότες του απομένοντας ο ίδιος πάμπτωχος μα πάντα αξιοπρεπής και περήφανος. Σαν γνήσιος Κρητικός.
Ο μέγας Κρητικάρχης
Ο γιος του Γιώργος Βογιατζάκης ο μέγας Κρητικάρχης είδε το πρώτο φως της ζωής στο Χρωμοναστήρι το 1904.
Αν και από νωρίς μπήκε στα βάσανα δεν τον πήρε από κάτω η ζωή. Στα 13 του χρόνια, όταν αποκλείστηκε ο πατέρας του στη Μυτιλήνη όπου υπηρετούσε στο εκεί Τελωνείο, πριν λείψει από το σπίτι το καθημερινό, ο μικρός Γιώργης σαν πρωτότοκος πήρε την ευθύνη της οικογένειας. Χωρίς να χάσει ούτε μια μέρα από το σχολείο του, έκοβε ξύλα, τα φόρτωνε στο γάιδαρο και ερχόταν στο Ρέθυμνο να τα πουλήσει.
Μπορεί να έκοβε δρόμο από μονοπάτι αλλά ο ποδαρόδρομος κάλυπτε πέντε χιλιόμετρα σωστά. Αυτή η δραστηριότητα που έφερνε ψωμί στην οικογένεια ήταν και η …πρώτη επιχείρηση του μεγάλου Κρητικού.
Στις 6 του Γενάρη 1920 βρέθηκε στην Αθήνα. Ήταν πάμπτωχος αλλά κουβαλούσε μαζί του τη δύναμη των 16 χρόνων του. Το περίεργο είναι ότι αν και μικρός ήξερε τι ήθελε. Αναζητούσε μια απασχόληση που θα είχε μέλλον. Και στο μεταξύ δούλευε όπου εύρισκε. Δούλευε και αναζητούσε την ευκαιρία. Και την βρήκε όταν κατάφερε να προσληφθεί κλητήρας στα γραφεία μεγάλης επιχείρησης εισαγωγών εξαγωγών.
Αμέσως τον ξεχώρισαν
Αυτή την πρόσληψη χρωστούσε στην αξιοσύνη του και μόνο γιατί εκείνος που τον πρόσεξε και τον επέλεξε ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Ασημακόπουλος επικεφαλής της εταιρείας. Ο μικρός Κρητικός από το Χρωμοναστήρι έπεσε με κέφι στη δουλειά κι αυτό δεν πέρασε επίσης απαρατήρητο από τους προϊσταμένους του. Έτσι δεν άργησε να γίνει από κλητήρας ταμίας και μάλιστα πολλές φορές κατέπληξε το αφεντικό του με την παροιμιώδη του εντιμότητα. Κι ας μην είχε στον ήλιο μοίρα που λένε.
Όταν στρατεύθηκε εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο το χρόνο του κατά την θητεία του στο Αρχηγείο Χωροφυλακής. Έκανε τα καθήκοντά του το πρωί και το απόγευμα δούλευε πάλι στου Ασημακόπουλου. Έπαιρνε έτσι δυο μισθούς. Έστελνε τον ένα στην οικογένειά του και με τον άλλο περνούσε ο ίδιος με αξιοπρέπεια, γιατί μισούσε κάθε τι μίζερο και ακαλαίσθητο. Λάτρευε το καλό ντύσιμο και γι’ αυτό φρόντιζε να είναι πάντα κομψός. Είχε τον αέρα της αρχοντιάς από τα πολύ νεανικά του χρόνια ακόμα. Κι ήθελε οι παρέες του να είναι άνθρωποι ξεχωριστοί. Δεν ήταν τάση σνομπισμού αυτό αλλά μια βαθειά πίστη που είχε στην παροιμία «Με τον καλλιά σου κάθισε και νηστικός σηκώσου».
Σκόπευε πάντα ψηλά
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, δεν ησύχαζε. Ήθελε να φτάσει ψηλά. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία έφυγε από την εταιρεία που δούλευε κι άνοιξε την πρώτη δική του επιχείρηση. Κεφάλαιό του ήταν 40.000 δραχμές που πήρε ως αποζημίωση και μια παλιά γραφομηχανή. Με τις γνωριμίες και το ταλέντο του στην επικοινωνία αξιοποίησε κάθε λεπτό για να δρέψει τις πρώτες του επιχειρηματικές δάφνες.
Τα είχε καταφέρει καλά όταν τον βρήκε η Κατοχή. Και σαν γνήσιος απόγονος των Τουρκομάχων Μπογιατζήδων δεν μπορούσε να καθίσει με χέρια σταυρωμένα.
Οργανώθηκε στην Αντίσταση, ενώ παράλληλα κατάφερε να μην απολύσει κανένα υπάλληλό του και το σπουδαιότερο να οργανώσει συσσίτιο για το προσωπικό του!
Είναι από τις λίγες φορές που δεν ξέρω τι να αφαιρέσω για οικονομία χώρου από τις τόσες λαμπρές σελίδες που συνθέτουν τη ζωή του Γεωργίου Βογιατζάκη. Κι ήταν τυχερός πραγματικά που ανέλαβε να γράψει τη βιογραφία του ο χρονογράφος των Σφακίων Πάρις Κελαϊδής. Κρίμα που αυτό το βιβλίο έκδοσης 1994 δεν επανεκδόθηκε για να γνωρίσει η νέα γενιά τον μεγάλο Κρητικό, ιδρυτή της ασφαλιστικής εταιρείας «Φοίνιξ».
Θυσίασε σπουδές για τον συνάνθρωπο
Αντιλαμβάνομαι την απορία ορισμένων. Ποια επιστήμη να ακολούθησε ο μεγάλος αυτός άνδρας από τη στιγμή που λάτρευε τα γράμματα και περίπου σκιαγραφήσαμε με πόσες θυσίες συνέχιζε τις σπουδές του. Πράγματι το επόμενο όνειρό του ήταν το Πανεπιστήμιο και ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά και μάλιστα σε ηλικία 37 ετών. Αλλά υποχρεώθηκε να διακόψει τις σπουδές του για να βοηθήσει τους πληγέντες από τον πόλεμο.
Ο Γιώργης Βογιατζάκης ποτέ δεν συντήρησε ανθρώπους ανίκανους να βρουν το δρόμο τους στη ζωή. Αντίθετα ευεργέτησε εκείνους που το άξιζαν. Κι ο χρόνος δικαίωσε τις επιλογές του. Γενικά όμως ήταν πάντα μια πηγή ελέους και η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε στην κρούση της ανάγκης.
Άφησε εποχή στην παγκρήτιο
Εκεί βέβαια που άφησε εποχή ήταν στην Παγκρήτιο Ένωση που κράτησε το πηδάλιό της για 24 χρόνια.
Από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του ήταν ο δεύτερος όροφος της Παγκρητίου Ενώσεως, η συμβολή στη δημιουργία της Κρητικής Εστίας για τους άπορους φοιτητές του νησιού, τα παγκόσμια συνέδρια Κρητών, η έκδοση βιβλίων και πάνω από όλα η διάδοση της ιδέας του συγκρητισμού. Πάλεψε γι’ αυτό ο Βογιατζάκης, επειδή δεν ήθελε να βλέπει διχασμένο το Κρητικό στοιχείο. Ίδια στάση είχε κρατήσει και στο ξέσπασμα του Εμφύλιου Κόντρα στο ρεύμα προσπαθούσε να νουθετήσει τους φανατικούς.
Όσο γενναιόδωρος ήταν με το Ρέθυμνο και τις ανάγκες του άλλο τόσο φρόντιζε και για την άλλη Κρήτη. Από τις μεγαλύτερες δωρεές του ήταν αυτή στην Ιστορική και Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Κρήτης την εποχή που γινόταν οι μεγάλες ανασκαφές στο Βρύσινα. Γι’ αυτό και η Εταιρεία τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη της.
Η πιο οδυνηρή εμπειρία
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πίστευε στη φιλία και αφοσιωνόταν στους φίλους του. Για παράδειγμα είναι γνωστή η πολύχρονη φιλία του με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που είχε την ατυχία μάλιστα να τον δει να ξεψυχά στα χέρια του! Αυτή η εμπειρία ήταν από τις χειρότερες που βίωσε ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ευεργέτης.
Διατηρούσε φιλίες όμως και με ηγέτες κρατών, με πολιτικούς, με ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν βαθειά.
Το αρχοντικό του στο Χρωμοναστήρι γέμιζε κατά καιρούς με προσωπικότητες από το διεθνές πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό στερέωμα. Κι όλοι είχαν να κάνουν με τη φιλοξενία του Άρχοντα Βογιατζάκη.
Αν κάποιος γνώστης των πραγμάτων της Κρήτης, θα ήθελε σήμερα να διακρίνει στοιχεία του λαμπρού αυτού Ρεθεμνιώτη δεν έχει παρά να προσέξει την κόρη του Φαλή. Αυτή τη σπάνια και αξιοθαύμαστη γυναίκα. Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του πατέρα της κατάφερε να είναι κι η ίδια τόσο πολύτιμη και μοναδική όσο κι εκείνος.
Αυτό είχε αναγνωριστεί από πολλούς φίλους του κι ο Βογιατζάκης καμάρωνε όταν το άκουγε.
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πέθανε στις 27 Απριλίου του 2001.
Αλλά ζει πάντα μέσα από τις ζωές εκείνων που ευεργέτησε και βοήθησε να προκόψουν και από τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα έργα που είχε υπογράψει η μεγάλη του γενναιοδωρία.