ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
– Εκειέ κάτω, στη λόντζα, μπρέ μου Κρουσταλιά, εφέρανε
μπεσπελί, πραμαθειές και θωρώ μονομέρτσι. Ατζέμπης να
πουλούνε χαρβά; Κι απού δε μου μπαντίδει δα να προβάλω, γιατί με
τη χιονιά, εμαγαρίσανε τα κονάκια, και πολεμώ να τα ξεπαστρέψω
μια ουλιά, απού, μα τη ψυχή μου, την αμαρτωλή, όϊ να μπη κιαείς.
Μόνο κι απού την εξώπορτα να ξανοίξη συχαίνεται! Απού την ταχυνή
βολοσέρνω την παλάμη και την παρασύρα και γροικώ, να χωρίσουνε
τα νεφρά μου. Κ’ εδά λέω, αν εφέρανε χαρβά, μπορεί να τονέ δίδουνε
με τ' αυγά, να πάρη κιαείς μιαν μπουκιά, να ξελοχιαρίση, γιατί, διάλε
την σόρτε μου, είχα μια ουλιά πετιμέζι, κι όντιμως, αφήνουνε τα
κούδεβλα πράμα, για να το ‘χη κιαείς όντε χρειάζεται;
– Όϊ, αντά μου, δεν πουλούνε χαρβά, μόνο ήρθενε ένας χρυσαφος κι
αγοράζει, γροικάς, τα μαλαματικά τω γυναικώ, θές και πης,
δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κοσάργια, ότι κι αν έη κιαμμιά.
– Μα λες κακομάζαλη, να μη μας –ε-σκα-ρώση κιαμμιά
κατσουκανιά σαν και τον αλλοτεσινό;
– Ποιόν αλλοτεσινό; μπρέ;
– Επαδά ποθές, στο χωργιό, απού ‘ναι ο Πύργος, επήγενε μια βολά
ένας σεϊτάνης –κακή ώρα να του λάχη στην περπατέντου – και κάνει
τω χωργιανώ, λω:
Χωργιανοί, ωνειρεύτηκα πως επαέ στον Πύργο είναι βέρος. Μα για
να το βρούμενε θ’ αναμαζώξετε ούλα-ν-τα μαλαματικά, να μου τα
δώσετε κι εγώ θα δώσω του κάθε νους ένα-ν-ακονάκι, κι απόης θα
σας -ε-πώ ύστερα ήντα θα κάμετε. Το βέρος θα το μοιραστούμενε
αδελφικά και θα πάρετε οπίσω τα μαλαματικά σας.
Πάνε κι αυτοί, τα ζωντόβολα και του και βαλούνε όσα ‘χενε πάσα
……..… Απής αναμαζώξανε του χωργιού τα νταλαβέργια, παίρνει
και τσι κουζουλούς και συσταίνει στην πόρτα του Πύργου. Α’ επαέ
θα στέκετε να χτυπάτε χάμαι τ' ακονάκια κ’ εγώ θα μπω στον Πύργο
να βρω το βέρος.
Εστέκανε και τα ζευτικά κ’ εκουρκουνούσανε ; ακονάκια, κι ο
σεϊτάνης μπαίνει στον Πύργο και τες χτυπά όξω απ’ άλλην πόρτα
και… Βοηθάτε μου πόδια μου! απού φύγει, φύγει! Πάει στο διάολο
μαζύ με τα μαλαματικά. Έκαμενε στσι χωργιανούς γδούρι. Εδά κ’
εδά μην πάθωμένε τα ίδια;
– Ω! διάλε τσαποθαμένους του, του πεζεβέγκη μιαν κατσουκανιά:
Θεόψυχά μου στο νου –ζαράρ-είναι!
– Κιαμ’ ήντα χαντάς πως είν εδά;
Απού τ Ακτούντα
ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ Τετάρτη 7 Μαρτίου 1934