Ο ΦΟΒΟΣ ΤΣ’ ΕΠΙΑΣΕ

–Μπρέ συ ξαδέρφη Γιωργάκαινα… ίντα μαγερές;
–Χιλιόκαλα, κερά ξαδέρφη, μον’ ορίστε.

–Ορίζ’ ο Θεός να ‘στε καλά.. του λόγου σας, λέω, αν έχετε και Σαρακοστή, δε σας
–ε—γνοιάζει, γιατί θα πήρετε και το χταπόδι σας, και το χαλβά σας και το νταραμά
σας, μα μεις, οι κοποδομένοι, του Θεού να είναι να έωμε να βάλωμε στο τσικάλι,
απού το λαχανικό και πέρα, κι εμπέζαρα—μά τη φέδε μου—να γυρίζω κάθε μέρα

στα χωράφια…κι’ απόης και μ’ετσέ κρυγιότη…

Όϊ να μην σου μνώξω –αν δεν εβ ρέθηκα το μπαντέρμο κόσμο: Και εδαέ έρχομαι η
τσιφτελίνα, και μουδέ φωθιά δεν άναψα ακόμη και γροικώ τα σκόθια μου και

τρέμουνε, έμου απού τ’ απόϊ έμου απού τη ξενηστικοσιά.

–Κάτσε μπρέ, να σου ζεστάνω στο μπουτάτσο μια σταλέ κρασί, να συνεφέρης,
κακομάζαλη, μα δεν έχω—Θέ μου κατές το—μαγειρεμένο, κι’ ώφου—ώφου πως
σεν ντρέπομαι μια τζη μιάς απού κόπιασες, όξω α σου δώσω κιαμιάν ελέ.
–Μη πειράζεσαι, καλέ ξαδέρφη, μα δεν ήρθα ‘γω κι για να πιώ, μόνο ήρθα για να
φύγω απού το σέρτι των κοπελλιώ και να γελάσωμε κιόλας, απού, λέω, έπιασε ο

φόβος τσι γυναίκες

με τ’ Ανεζηνιώ και λένε όπου το ιδούνε: Κακομοίρες. . έντ΄Ανεζηνιό φράξετε τσι
μπούκες σας με τα τζεμπέρια σας να μην σας –ε—φύγη λόγος.
–Άδικο να βρή τη σόρτε τωνε, α δεν είναι τρωζές: απού δε γράφει αυτό, το
κακομάζαλο, κακό για κανένα σαν απού το κάμανε οπροθές η Λουλούδα, στα Χανιά
και επεριπαίζενε, λέω, και το Διευθυντή τωνε, πως δεν βγήκε λέει, βουλευτής και
νάχα—ν—ακούσης ίντα δεν του ‘’λεγε: Κιόντιμως ζάβαλε, να ιδής πως τη μπεγιεντά
ο γυιός μου: και μας ήλεγεν οπροθές, πων νάχε γατέη αν είναι λεύτερη, θελά τση

πέψη προξενιό, αν έη και του χοίρου τη μούρη.

–Αλήθεια το λές; Κ’ ίντα γιάντα δεν παίρνει μπάρε μου τ’ Ανεζηνιώ απού το κατέει

κιόλας;

–Είπα του το κι’ εγώ, μα τη φέδε μου, μα ‘ναι—λέει—το μικρό και μουδέ σε τελάρο

δεν έκατσεν ακόμη, να φάνη μουδέ κιάς κοντάδα…

Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ

Αφήστε μια απάντηση