Το Κέντρος σιγογύρισε και λεειτσιΣαμίτου:
-ντα γίνεται μωρέ βουνί’ κεια κάτω στα παιδιά μου
και αγροικώ οχλοβοή κι αθίζομαι τραγούδι;
Μη και γιουρούσι κάμανε μη και χαροκοπούνε;
-Μουδέ γιουρούσι κάμανε μουδέ χαροκοπούνε.
Ο Οττο παίρνειτσι καλούς διαλέειτσι διακόσους,
να τσι χαλάσει αποσπερίς τσιείκοσιδυο τ’ Αυγούστου.
– Στεσετ’ αδέλφια το χορό να σύρετε τσι δίπλες
να σύρετε τσι δίπλες να φέρετε γυροβολιά να πείτε ‘να τραγούδι
μα να μη ν-είναι θλιβερό μη ν-είναι μοιρολόϊ
μονο τραγούδι τσι χαράς, το χάρο να πλαντάξει.
Κι ο Κωνσταντίνος κάθεται και περγελά τον Οττο:
-Βρε Οττο πώς μαράθηκες, πώς μαυροκιτρινίζεις;
Τα πόδια σου λυθήκανε επάνας’ η θωριά σου.
Εμείς θε να ποθάνουμε κι εσύ βρωμείς λιβάνι…
* Απόσπασμα τραγουδιού αφιερωμένου σε εκτελεσμένους με παραλλαγή στους στίχους και τον τίτλο.
Σ.Μ