Πολλά χρόνια περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα, από αυτούς που τα ζήσανε στην περιοχή μας. Τα θυμούνται και τα περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια όπως ακριβώς τα βιώσανε στην Κατοχή και αδυνατούν να τα ξεχάσουν.
Σε όποιο περιβάλλον και να βρεθούν σήμερα που είναι ηλικιωμένοι, το κρίνουν απαραίτητο να τα διηγούνται εις τους νεότερους για να γνωρίζουν ότι η ζωή τους είναι δική μας προσφορά από τον σκληρό αγώνα που είχανε δώσει οι πρόγονοί τους για να διατηρηθεί και για να υπάρχει.
Όμως οι νέοι αδιαφορούν. Τα θεωρούν όλα ως ασήμαντα για τη ζωή τους. Ίσως γιατί δεν τα έχουν ακούσει ούτε τα έχουν διαβάσει από αυτούς που είχανε και έχουν την υποχρέωση να το πράξουν. Πρώτα να ενδιαφερθούν να ενημερωθούν και μετά να σεβαστούν τους αγώνες τους.
Και αυτή τη φορά θα μεταφερθούμε πάλι στους πρόποδες του Βρύσινα στο χωριό Καπεδιανά, στο πλέον γραφικό και παραδοσιακό χωριό της περιοχής μας για να ενημερωθούν όσοι δεν γνωρίζουν πως οι κάτοικοί του ζήσανε τα χρόνια της Κατοχής και τα βιώματά τους.
Οι 40 οικογένειες που κατοικούσαν εκεί πριν 80 χρόνια είχαν δώσει σκληρό αγώνα σε όλες τις γεωργικές εργασίες για να ζήσουν, παρά τις πολλές δυσκολίες που συναντήσανε ακόμα και με τις εμπόλεμες καταστάσεις.
Μια από αυτές κάθε καλοκαίρι που είχε σε εξέλιξη από όλους, μετά το θέρος ήτανε το αλώνισμα των σιτηρών και των οσπρίων τους στα 13 αλώνια σε διάφορες περιοχές του χωριού. Πρώτα είναι απαραίτητο να ενημερώσουμε τους νέους τι είναι ο καμπανός ή καντάρι και ο μουκατάς (φόρος) που και τα δυο τα παλιά χρόνια παίρνανε μέρος στο αλώνι, στο ελαιοτριβείο και σε άλλα προϊόντα του αγρότη για το ζύγισμα και το φόρο αυτών αντίστοιχα.
Ο καμπανός αποτελείτο από ένα μεταλλικό τετράγωνο βραχίονα χαραγμένος στις δυο πλευρές του σε υποδιαίρεση της οκάς από 1 οκ. έως 44 οκ. περίπου για τα βαριά βάρη και από μια οκά έως 25 περίπου για τα ελαφρά βάρη και με ένα γάντζο για κάθε κατηγορία εις το αριστερό του βραχίονα. Επίσης και με έτερο γάντζο από κάτω με προέκταση αλυσίδας για τη συγκράτηση και ανύψωση του υπό ζύγιση προϊόντος. Τέλος και το βόλι «αντίβαρο» το οποίο κινούμενο δεξιά επί της κλίμακας του βραχίονα, εκεί που ισορροπούσε προσδιόριζε το βάρος.
Ο μουκατάς είναι λέξη οθωμανική που σημαίνει στην ελληνική γλώσσα, φόρος. Λέγεται ότι από όταν εγκατασταθήκανε μόνιμα οι Μικρασιάτες στον τόπο μας, έγινε η εφαρμογή του νόμου φορολόγησης των προϊόντων των κατοίκων σε κάθε κοινότητα και πόλη για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους.
Μετά λοιπόν από το αλώνισμα και το λίχνισμα, ο γεωργός έκανε σωρό τον καρπό εις το μέσον του αλωνιού τοποθετώντας ένα ξύλινο σταυρό εις το μέσον αυτού ως ένδειξη ευχαριστίας της του Θεού για το αγαθόν που απέκτησε με την βοήθειά του.
Στη συνέχεια έφθανε ο φοροεισπράκτορας «μουκατατζής» από την κοινότητα συνοδευόμενος πάντα με ένα χωροφύλακα έχοντας μαζί του ένα γάιδαρο για να φορτώσει τον φόρο που θα έπαιρνε, τα τσουβάλια που θα τον έβαζε και το καντάρι με το παλάγκο «ξύλινο κοντάρι» που θα τον ζυγίζανε.
Αφού τελείωνε το τσουβάλιασμα του καρπού, ο γεωργός και ο μουκατατζής βάζανε στους ώμους τους τις άκρες του παλάγκου, τον καμπανό εις το μέσον αυτού ζυγίζοντας ένα – ένα όλα τα τσουβάλια και από το σύνολο έπαιρνε το φόρο που αναλογούσε με το 10% και αναχωρούσε.
Ορισμένες φορές με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο χρησιμοποιούσαν την κατ’ εκτίμηση όλου του βάρους του καρπού προς αποφυγή χρόνου και κόπου παίρνοντας τον φόρο φεύγοντας από το αλώνι.
Υπήρχε όμως και η φοροδιαφυγή. Ορισμένοι αγρότες απέκρυπταν μέρος του καρπού να μην ζυγιστεί. Όταν γινόταν αντιληπτό τότε πληρώνανε διπλό φόρο 20% σε όλο το σύνολο ως τιμωρία.
Με την ίδια διαδικασία έπαιρνε το φόρο από τα όσπρια και από τις πατάτες, κρεμμύδια κ.λπ. αλλά με λιγότερο φόρο 5% συνεχίζοντας όλο το καλοκαίρι μέχρι να τελειώσουν όλοι στο χωριό. Το χειμώνα ο ίδιος έφθανε και στο ελαιοτριβείο του χωριού έχοντας μαζί του τον γάιδαρο και ασκιά για να βάλει το λάδι που θα έπαιρνε φόρο. Το μετρούσανε με δοχεία που χωρούσανε 1 (μία) οκά – 2 οκάδες – 5 οκάδες και 10 οκάδες, βάζοντας τον φόρο στα ασκιά και αναχωρούσε με την εκτροφή του πάλι στον επόμενο παραγωγό.
Η φορολόγηση για τον αγρότη δεν τελείωνε στο χωριό του. Συνέχιζε και όταν μετέφερε μέρος από την παραγωγή του στην πόλη να την πουλήσει για να αγοράσει ρούχα – παπούτσια, τρόφιμα κ.λπ. για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Στην είσοδό της τον περίμενε και η επόμενη φορολόγησή του. Ο Δήμος είχε τοποθετήσει σε τρεις κύριες εισόδους της πόλης, φοροεισπράκτορα να εισπράττει φόρο από όσους εισέρχονται με προϊόντα προς πώληση για να μπορεί και αυτός να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών του. Η μία ήτανε πριν το φούρνο Σταγάκη, η άλλη στον Αγιοβασιλιώτικο δρόμο και πριν τον Άγιο Κωνσταντίνο η άλλη. Υπήρχε και φοροδιαφυγή από ορισμένους αγρότες που μπαίνανε στην πόλη από διάφορα μονοπάτια που γνωρίζανε.
Μετά από χρόνια η μονάδα μέτρησης του βάρους με την οκά έχει μετατραπεί στο κιλό. Αμέσως στο καντάρι άλλαξε η κλίμακα εις τον βραχίονά του σε κιλό εις τα βαριά και ελαφρά βάρη. Το ίδιο έγινε και σε όλα τα υπόλοιπα μέσα ζυγίσματος.
Αργότερα κάνανε την εμφάνισή τους νεότερα μέσα της νέας τεχνολογίας, οπότε όλα τα παλιά σιγά – σιγά φύγανε και μείνανε κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών των αγροτών και περιμένανε την πλήρη εξαφάνισή τους. Ευτυχώς με το ενδιαφέρον ορισμένων που σεβαστήκανε τα όσα έχουν προσφέρει στους προγόνους τους, τα έχουν μεταφέρει για προστασία να διατηρηθούν σε οργανωμένα κρατικά μουσεία αγροτών. Με το ενδιαφέρον της αρμόδιας υπηρεσίας, ενημερώνονται οι νέοι μας για το καθένα χωριστά τι έχει προσφέρει πριν πολλά χρόνια για να διατηρηθεί η ανθρώπινη ζωή. Το ίδιο άλλαξε και ο τρόπος φορολόγησης με τον πιο σύγχρονο τρόπο χωρίς να απαιτεί πολύ χρόνο και κόπο.
Έτσι όλα όσα βιώσανε οι πρόγονοί μας αποτελούν παρελθόν. Οι νέοι μας σήμερα οφείλουν να σεβαστούν τα όσα κληρονομήσανε και τα οποία προέρχονται από τις θυσίες των προγόνων τους, να τα διατηρήσουν, αλλιώς η κάθε αδιαφορία τους, τους περιμένει να μετατραπεί το παρελθόν να γίνει μέλλον.
Γιάννης Τσακπίνης
απόστρατος αξιωματικός