Ο έρωτας είναι συνήθως τυφλός. Κι όμως ποιητές και συγγραφείς επιμένουν να θεωρούν προϋπόθεση μεγάλου πάθους την ομορφιά που προκαλεί το βλέμμα. Αν δεχτούμε την άποψη αυτή, αμέσως έρχονται στο νου μορφές που είτε ζήσαμε, είτε μας γνώρισαν τα βιβλία, οι οποίες πρωταγωνίστησαν σε ιστορίες αγάπης, διαθέτοντας όμως και εξαιρετική ομορφιά.
Και στο Ρέθυμνο υπήρξαν πολλοί που «έκαψαν» καρδιές με την ομορφιά τους και ενέπνευσαν έρωτες ανεκπλήρωτους επί το πλείστον.
Ένας πραγματικός Άδωνις, που άφησε εποχή, ήταν ο Ανατόλ Ντομπριάνσκυ, που έζησε στο Ρέθυμνο πριν από τον πόλεμο.
Ήταν γιος ενός Ρώσου αξιωματικού, στενού φίλου του Ιωσήφ Κοβάλσκυ. Ο πατέρας Ντομπριάνσκυ ήρθε στην πόλη μας με την οικογένειά του το 1921, αναζητώντας καλύτερες μέρες. Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως δεν είχε την καλή τύχη του Κοβάλσκυ. Για τον ίδιο η ζωή στάθηκε σκληρή. Ευτυχώς που είχε ένα θείο χάρισμα που του έδινε ψωμί. Ο χρωστήρας του δημιουργούσε έργα τέχνης. Ζωγράφιζε λοιπόν για να ζήσει.
Αυτή την οικογένεια περιγράφει αριστοτεχνικά και λεπτομερέστατα η δέσποινα του Ρεθύμνου κ. Μαρία Τσιριμονάκη στο πολύτιμο για την ιστορία του τόπου βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω».
Αναφέρει λοιπόν ότι η τοπική κοινωνία είχε αγκαλιάσει με αγάπη την οικογένεια των Ρώσων προσφύγων, που φιλοξενούσε ο Κοβάλσκυ. Κι ένας τρόπος διακριτικής βοήθειας, ήταν να εμπιστεύονται οι καλές οικογένειες τις κόρες τους στον πατέρα Ντομπριάνσκυ για μαθήματα ζωγραφικής. Έστω κι αν η Μικρασιατική καταστροφή και το κύμα προσφύγων είχε κάνει τη ζωή πιο δύσκολη και τα μαθήματα αυτά ήταν πολυτέλεια. Εκείνος τυπικός, ευγενέστατος, φρόντιζε να μη δίνει δικαιώματα που θα τον εξέθεταν στα μάτια των ευεργετών του και ήταν πρότυπο ηθικής και υποδειγματικής ζωής.
Άλλωστε όλος του ο κόσμος ήταν η γυναίκα του που λάτρευε και ο γιος του.
Καλλονή η κυρία Ντομπριάνσκυ είχε κληροδοτήσει την ομορφιά και στον μικρό Ανατόλ.
Ένας μικρός Απόλλωνας
Όσο μεγάλωνε ο νεαρός Τόλικ ή Τόλια, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν οι φίλοι της οικογένειας, τόσο εντυπωσίαζε με την ομορφιά του κι ας ήταν κάπως «ζωηρός». Ήταν πολύ ψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια. Είχε το σμιλεμένο αθλητικό κορμό ενός Ερμή και την αρμονία των χαρακτηριστικών ενός Απόλλωνα.
Ήταν όμως δύσκολη η ζωή και από αξιοπρέπεια ο πατέρας Ντομπριάνσκυ δεν μπορούσε να μείνει για πολύ ακόμα φιλοξενούμενος και να γίνει κάποια στιγμή βάρος με τους δικούς του, λόγω της μεγάλης τους ανέχειας.
Αρχικά η οικογένεια μετοίκησε στον Πύργο της Ηλείας, αφήνοντας κι εκεί ο πατέρας πολλά έργα ζωγραφικής όπως και στο Ρέθυμνο. Αργότερα έφυγαν από την Πελοπόννησο, ήρθαν στην Αθήνα και βολεύτηκαν κάπως σε ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο.
Ο Τόλια στο μεταξύ είχε μεγαλώσει κι «έκαιγε» καρδιές πραγματικά. Είχε όμως από τον πατέρα του κληρονομήσει την έμφυτη ευγένεια και γνωρίζοντας καλά τη θέση του απέφευγε να δίνει αφορμές που θα έβαζαν σε περιπέτεια και την οικογένειά του.
Έρωτας με την πρώτη ματιά
Το 1936, ενώ το Βερολίνο ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο γνωστός πρύτανης της χιτλερικής προπαγάνδας, ο Γκαίμπελς ήρθε στην Ολυμπία να παραλάβει την Ολυμπιακή φλόγα.
Μαζί με τον Γκαίμπελς ήταν και μια ιδιαίτερα ταλαντούχα και μοιραία γυναίκα, η Leni Riffensthal σκηνοθέτιδα των αγώνων, πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου της Γερμανίας και δεύτερη ευνοούμενη του Χίτλερ (μετά την Εύα Μπράουν).
Είχε γεννηθεί το 1902 στο Βερολίνο. Οι πρώτες ταινίες που πήρε μέρος, ήταν του βωβού κινηματογράφου και ειδικεύτηκε σε ένα είδος, που είναι γνωστό ως «ταινίες βουνού» για το οποίο, έκανε αναρρίχηση σε πραγματικά βουνά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ξεκίνησε να σκηνοθετεί δικές της ταινίες, ξανά με λήψεις σε υψηλά βουνά και γρήγορα απέκτησε φήμη ως εξαιρετική σκηνοθέτης.
Στα έργα της περιλαμβάνεται «Ο Θρίαμβος της Θέλησης» και η ποιο διάσημη δουλειά της, ένα ντοκιμαντέρ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, με τίτλο «Ολυμπία».
Ήταν η εξαίρεση η όποια μιλούσε απευθείας στο Χίτλερ, διαχειριζόταν τεράστιους προϋπολογισμούς και δούλευε με δικά της χρονοδιαγράμματα.
Όταν η φράου Riffensthal συγκέντρωσε τους λαμπαδηφόρους να τους σκηνοθετήσει για το δρώμενο, ήταν φυσικό να προσέξει αμέσως τον Τόλια που ξεχώριζε.
Πως κατάφερε τώρα ο νεαρός Ρώσος να βρεθεί ανάμεσα στους λαμπαδηφόρους, δεν χρειάζεται φαντασία για να το υποθέσουμε, αφού διέθετε τέτοιο παράστημα.
Εντυπωσιασμένη από τον Ανατόλ η Γερμανίδα κατάλαβε πως την είχε συγκινήσει τόσο που δεν επρόκειτο να τον αποχωριστεί. Και χωρίς να χάσει καιρό προσπάθησε να τον πάρει μαζί της με την υπόσχεση να τον κάνει μεγάλο σταρ του κινηματογράφου.
Η επιλογή αυτή φάνηκε σαν ένα τεράστιο χαμόγελο τύχης για τους γονείς του Τόλια, που δεν έφεραν καμιά αντίρρηση στην αναχώρηση του γιου τους. Δεν είχαν κι άλλη επιλογή, καθώς η ανέχεια τους είχε πια γονατίσει.
Η σιωπή του σπαραγμού
Στην αρχή όλα ήταν καλά για όλους τους πρωταγωνιστές της σημερινής μικρής ιστορίας μας. Έστελνε το μοναχοπαίδι τον πρώτο χρόνο μηνύματα προόδου και βοηθήματα οικονομικά στους γονείς. Αργότερα ήρθε ο πόλεμος και η σιωπή του σπαραγμού. Ακολούθησαν τα μαύρα χρόνια της κατοχής.
Από ένα σημείο και μετά όμως χάθηκαν τα ίχνη του Τόλια και πολλές εκδοχές άρχισαν να συνοδεύουν την εξαφάνισή του. Χάθηκε σε βομβαρδισμό; Απομονώθηκε επειδή είχε χρεωθεί τη «ρετσινιά» του Γ’ Ράιχ; Έπαθε βλάβη των φωνητικών χορδών και δεν κατάφερε να παίξει στον ομιλούντα κινηματογράφο;
Που να κρυβόταν η αλήθεια;
Ο πατέρας του, σε πλήρη απελπισία για το χαμό του παιδιού του εύρισκε καταφύγιο στην Αθήνα, στο γραφείο του αξέχαστου συμπολίτη λογοτέχνη Κώστα Μαμαλάκη, ο οποίος τον εκτιμούσε και τον βοηθούσε όπως έκανε πάντα με κάθε αναξιοπαθούντα. Είχε μάλιστα τόσο συγκινηθεί από το γεγονός που έκανε κι ένα συγκινητικό αφιέρωμα για την οικογένεια και τη θλιβερή της κατάληξη στη σειρά των δημοσιευμάτων του «ΑΝΑΛΕΚΤΑ».
Και σ’ αυτό γράφει μεταξύ άλλων:
«Τα γκράψει ο μοναχογιός μου έτσι δεν είναι;»
«Περνούσε ο Ντομπριάσκυ από το γραφείο μου στην τράπεζα κάθε Σάββατο. Κάτι μου είχε ζωγραφίσει και μου το έδινε. Δεν τον αφήσαμε ποτέ αβοήθητο οι υπάλληλοι του τμήματος. Μοιραζόμαστε τα σκίτσα που έφερνε.
Κάθε φορά φεύγοντας, αφού με ευχαριστούσε μου έκανε στερεότυπα την ερώτηση με ραγισμένη φωνή:
«Τα γκράψει ο μοναχογιός μου, έτσι δεν είναι;».
«Θα γράψει ασφαλώς του απαντούσα. Πόλεμος είναι, αποκλείστηκε. Και τον Ερυθρό Σταυρό (πρόσθετα εγώ για εγκαρδίωση -γιατί και μέσω αυτού δεν έπαιρνε είδηση) δεν τον αφήνουν να ψάχνει στην Γερμανία».
Η απάντηση είχε έρθει και μεσολαβούσαμε να του το κρύψουν. Είχε σκοτωθεί σε βομβαρδισμό το μονάκριβο αγόρι του.
Ανθρώπινο ερείπιο
Πέρασε ένας χρόνος κι ένα πρωί ήρθε σέρνοντας τα πόδια, ερείπιο ανθρώπινο.
– Αρρώστησε βαριά η γυναίκα μου, μας λέει.
– Μη φοβάσαι, τον καθησυχάζουμε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Θα στείλουμε καλό γιατρό και φάρμακα. Τα σβησμένα μάτια του ζωήρεψαν.
– Και τα την κάνει ο γιατρός καλά έ;
– Βεβαίως.
– Και τα γκράψει και το αγκόρι μου, έτσι ντεν είναι; Και έκλαιγε με λυγμούς.
– Θα γράψει οπωσδήποτε κ. Ντομπριάνσυ. Καλά είναι. Δεν μπορεί να μην είναι. Έχει γερή προστασία. Η φράου θα τον έχει μαζί της στο ασφαλέστερο καταφύγιο του Βερολίνου. Θα έχουν και του πουλιού το γάλα. Ο Χίτλερ στη μέση βλέπεις!
Μια τραγωδία στα «ψιλά»
Έφυγε παρηγορημένος, σχεδόν ευτυχής. Την επομένη διαβάζοντας την εφημερίδα, είδα μια μικρή συνηθισμένη ειδησούλα με ψιλά γράμματα:
«Χθες κατερχόμενος τρικλίζων την οδόν Πανεπιστημίου και εις το ύψος του «Πικαντύλι» ο Ρώσος πρόσφυξ Ντομπριάνσκυ, κατέπεσε νεκρός. Το πτώμα του μετεφέρθη στο νεκροτομείον».
Αισθάνθηκα τα μάτια μου υγρά. Η εφημερίδα έτρεμε στα χέρια μου».
Για το θάνατο του Τόλικ πέρα από την εκδοχή που αναφέρει ο Κώστας Μαμαλάκης υπάρχουν άλλες πέντε, τις οποίες καταθέτει λεπτομερώς η κυρία Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω». Η έρευνά της μάλιστα φθάνει στο σημείο να έχει ζητήσει στοιχεία από την ίδια την Riffensthal, που κατάφερε να εντοπίσει, η οποία της απάντησε πρόθυμα. Έχει ενδιαφέρον να αναζητήσετε το βιβλίο που αναφέρεται και σε άλλες οικογένειες του Ρεθύμνου.
Όσο για την κυρία Ντομπριάνσκυ την τραγική μητέρα η κυρία Τσιριμονάκη μας πληροφορεί ότι γριούλα πια, μα με τα ίχνη της παλιάς της ομορφιάς εξακολουθούσε να ζει -το 1952 ήταν η τελευταία μαρτυρία- και να ελπίζει…
Διατήρησε τη φιλία της με την Μελπομένη Κοβάλσκυ και την επισκεπτόταν στο ξενοδοχείο «Πάνθεον» των Αθηνών κάθε φορά που η φίλη της ερχόταν από το Ρέθυμνο στην πρωτεύουσα.
Μέχρι που πήγε κι εκείνη να συναντήσει τους αγαπημένους της στο χώρο της αιώνιας γαλήνης…
Το τέλος της Λένι
Όσο για τη Λένι παρά το γεγονός ότι, πριν το πόλεμο ήταν μια σκηνοθέτης με ακριβές ταινίες, μετά τον πόλεμο αποβλήθηκε από την βιομηχανία του κινηματογράφου και ποτέ δεν έκανε ταινία μεγάλου μήκους ξανά, αν και το 1954 κυκλοφόρησε το Tiefland, μια ταινία που γύρισε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια στις φυλακές των συμμάχων, αλλά ένα Γερμανικό Δικαστήριο την απάλλαξε από τις κατηγορίες των Εγκλημάτων Πολέμου το 1952. Στην ηλικία των 70 ετών ξεκίνησε τις καταδύσεις, τα επόμενα 18 χρόνια έκανε υποβρύχια ντοκιμαντέρ, στη συνέχεια 90 ετών εντάχθηκε στην Greenpeace. Απεβίωσε το 2003 πλήρεις ημερών, στην ηλικία των 101 ετών.
Εύα Λαδιά