(Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 22 Ιουνίου 2014 που είναι πληρέστατο και από τα καλύτερα που έχουν δημοσιευθεί και αναφέρονται στα ήθη και έθιμα του τόπου μας)
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
•
Η άγνωστη παράδοση των Κρητικών που επιβιώνει μέχρι τις ημέρες μας και υπαγορεύει την μεσολάβηση σε συμβιβασμούς για να μην κλιμακωθεί η βία στα χωριά του Ψηλορείτη.
•
Η γη και τα ζώα είναι οι κυριότερες αιτίες διενέξεων που πολλές φορές οδηγούν ακόμη και σε βεντέτες στην ορεινή Κρήτη.
•
Οι «μεσίτες» που μεσολαβούν στις διαφορές είναι συνήθως πάνω των 30, προτιμώνται οι κτηνοτρόφοι που θεωρούνται ελεύθεροι, καθώς οι γεωργοί λογίζονται ως «στατικοί και εγκλωβισμένοι από την γη».
•
Στα ρεθυμνιώτικα κεφαλοχώρια των 2000 κατοίκων που επικρατεί η παράδοση του σασμού, σχεδόν όλοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και δύο στα τρία αυτοκίνητα στους δρόμους είναι αγροτικά.
•
Παρά τις προσπάθειες για περιορισμό της οπλοφορίας, η αγάπη των Κρητικών για κάθε είδους οπλισμό είναι έκδηλη παντού στα χωριά του Ψηλορείτη.
•
Για πολλούς από τους κατοίκους των χωριών του Ψηλορείτη οι σασμοί – συμφιλιώσεις είναι ένδειξη συλλογικής συνείδησης και ενδιαφέροντος για τα προβλήματα του συμπολίτη.
•
Δεν είναι λίγες οι ιστορίες στην Κρήτη για βεντέτες που ξεκίνησαν από κάποια παρεξήγηση. Ακόμα και το σκαμπίλι ενός παιδιού, λένε οι Κρητικοί, θα μπορούσε να θεριέψει σε αλυσιδωτές συγκρούσεις, εάν οι «μεσίτες» δεν αναλάμβαναν την αποκλιμάκωση.
•
«Εμείς το δικαστήριο το θεωρούμε δευτερεύον» ως προς την επίλυση των διαφορών εξηγεί ο κτηνοτρόφος Στεφανής Χαιρέτης (δεξιά).
• «Πέρασαν εποχές που δεν λειτουργούσαν οι νόμοι» εξηγεί ο 85χρονος Χρήστος Χνάρης, ο γηραιότερος «μεσίτης» στα Λιβάδια. «Έπρεπε να προστατευτούμε, αλλιώς θα ήταν ζούγκλα», λέει.
Ο ορεσίβιος γέροντας με το παχύ μουστάκι ξέρει να μετρά τις λέξεις. Τι κι αν δεν τελείωσε το δημοτικό, στα σοκάκια των Λιβαδίων μπορεί με τις κουβέντες του να πείθει.
«Εδώ είμαστε ορεινοί, έχουμε το φιλότιμο αλλά και τον εγωισμό και δεν ανεχόμαστε να μας προσβάλει ο άλλος. Έτσι δημιουργούνταν καταστάσεις και γίνονταν πολλές φορές και φόνοι», λέει όταν τον συναντάμε σε ένα καφενείο του χωριού, μόνο, να κοιτάζει στον ορίζοντα.
Στα 85 του χρόνια, ο Χρήστος Χνάρης υπήρξε κτηνοτρόφος και διετέλεσε πρόεδρος του τοπικού αγροτικού συνεταιρισμού. Οι Λιβαδιώτες όμως τον είχαν ξεχωρίσει για την ψυχραιμία του. Από τη δεκαετία του ’60 του ζητούσαν να παρεμβαίνει για να αμβλύνει διαφορές. Κατέχει σε αυτό το χωριό της Κρήτης τον ρόλο του «μεσίτη»: εδώ και μισό αιώνα μεσολαβεί και συμφιλιώνει αντιμαχόμενες πλευρές για να μη μιλήσουν τα όπλα.
Σε κάθε γειτονικό οικισμό υπάρχουν τουλάχιστον δυο-τρεις άντρες σαν κι αυτόν που λειτουργούν ως ειρηνοποιοί. Ένας ξυλοδαρμός, μια ζωοκλοπή ή καταπάτηση εδαφών, κάποια παρεξήγηση, ακόμα και το σκαμπίλι ενός παιδιού, θα μπορούσε να θεριέψει σε αλυσιδωτές συγκρούσεις, εάν οι «μεσίτες» δεν αναλάμβαναν την αποκλιμάκωση. Μόνο σε περίπτωση φόνου δεν μπορεί να γίνει συμφιλίωση.
Στα Λιβάδια, στα γειτονικά Ανώγεια και σε άλλα κρητικά χωριά οι συμβιβασμοί που επιτυγχάνουν «μεσίτες» σαν τον Χνάρη αποκαλούνται «σασμοί». Είναι μια διαδικασία που το ξεκίνημά της χάνεται στα βάθη του χρόνου και διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Ένας πολύπλοκος θεσμός που έχει ριζώσει στο θυμικό των ντόπιων και συχνά δρα παράλληλα με την αυτεπάγγελτη λειτουργία των Αρχών, ή επηρεάζει αποφάσεις δικαστηρίων. Ακόμα και σε περιπτώσεις ξυλοδαρμού ο σασμός προλαμβάνει την καταγγελία στις Αρχές.
Νομικοί της Κρήτης εκτιμούν ότι κάθε χρόνο με τις ενέργειες των συμφιλιωτών αποτρέπονται δεκάδες νέα κακουργήματα. Πριν από τρία χρόνια στο Αμάρι Ρεθύμνου, σε συμπλοκή δύο οικογενειών, ένας άντρας πυροβόλησε και τραυμάτισε έναν άλλο στο γόνατο. Οταν έφτασε η ώρα της εκδίκασης, οι οικογένειες είχαν ήδη συμφιλιωθεί. Το δικαστήριο επέβαλε μικρότερη ποινή στον κατηγορούμενο για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και όχι για απόπειρα ανθρωποκτονίας.
«Τα τελευταία 16 χρόνια που δικηγορώ στην Κρήτη ο σασμός λειτουργεί με αμείωτη ένταση. Στο βαθμό που έχει επέλθει καταλαγή τα δικαστήρια το λαμβάνουν πολύ σοβαρά στην ποινική μεταχείριση,» λέει ο νομικός Νίκος Κοτζαμπασάκης.
Άλλες φορές οι «μεσίτες» καλούνται να παίξουν τον ρόλο του διαπραγματευτή, αναζητώντας φυγόδικους ή έχουν τελέσει συμβιβασμούς και μέσα στις φυλακές. Ο Κοτζαμπασάκης πάντως δεν βλέπει ανταγωνιστικά με το επάγγελμά του τον θεσμό του σασμού. Ο «μεσίτης» άλλωστε δεν αναλαμβάνει ρόλο δικαστή. Δεν μοιράζει ενοχές. Γεφυρώνοντας τις δύο πλευρές φροντίζει να μη θίξει τον εγωισμό τους και να μη σπιλώσει την εικόνα τους στην υπόλοιπη κοινωνία. «Προέχει η κοινωνική ειρήνη. Δεν έχει αξία να αναλάβεις μια φορά, μια υπόθεση, που μπορεί να είναι οικογενειακή τραγωδία», λέει.
«Εμείς το δικαστήριο το θεωρούσαμε δευτερεύον. Μπορεί να λύσει οικονομικές διαφορές αλλά δεν κάνει βαφτίσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις επαέ που χάνουν και οι δύο το δίκιο τους»,λέει ο Στεφανής Χαιρέτης κτηνοτρόφος και πρόεδρος του τοπικού συνεταιρισμού στα Ανώγεια. «Στο δικαστήριο πας όταν εξαντλείς τα περιθώρια. Τα μεταχειρίζονται στους κάμπους. Οχι στην ορεινή Κρήτη», προσθέτει.
Η ζωή στα χωριά του Ψηλορείτη
Στα ρεθυμνιώτικα κεφαλοχώρια των 2.000 κατοίκων, όπου ο άνεμος σμιλεύει την πέτρα και αυλακώνει τα πρόσωπα, η καθημερινότητα ακολουθεί άλλο βηματισμό. Γίνονται προσπάθειες να περιοριστεί η οπλοφορία, ωστόσο σε γλέντι μπορεί να τύχεις κάποιον που κουβαλάει πιστόλι στη ζώνη του. Οι περισσότεροι ντόπιοι παντρεύονται νέοι και γίνονται πολύτεκνοι. Σχεδόν όλοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και στους δρόμους στα τρία αυτοκίνητα τα δύο είναι αγροτικά 4Χ4. Με αυτά σκαρφαλώνουν στις πλαγιές για να σαλαγήσουν τα πρόβατά τους στα οροπέδια. Η ζωοκλοπή ήταν για χρόνια –και παραμένει– βασική πηγή προβλημάτων. Είναι ένας τρόπος να ανακοπεί ο ανταγωνισμός ειδικά όταν κάποιος έχει αυξήσει αισθητά το ζωικό του κεφάλαιο και εισβάλει με αυτό στον ζωτικό χώρο του διπλανού του. Από τη δεκαετία του ’60 οι χωριανοί στα Λιβάδια είχαν συμφωνήσει να σταματήσουν οι αρπαγές των ζώων. Το 2011 όμως δηλώθηκαν στην αστυνομία 47 ζωοκλοπές και το 2012 άλλες 26 σε όλο τον νομό Ρεθύμνου.
Δέκα ημέρες πριν από την επίσκεψή μας στα Λιβάδια και στα Ανώγεια σημειώθηκε ακόμα ένα κρούσμα ζωοκλοπής. Δεν είναι σίγουρο ότι οι Αρχές θα αναλάβουν τη λύση του. Μπορεί να μη δηλωθεί καν. Όπως ορίζει η τοπική παράδοση, «μεσίτες» έχουν ήδη μεσολαβήσει. Θα ρωτήσουν ποιος πήρε τα πρόβατα και αφού τον βρουν θα τον πείσουν να παραδώσει μεγάλο αριθμό τους. Ο κλέφτης ενδεχομένως να κρατήσει λίγα ζώα –για τον κόπο του– ενώ το θύμα δεν πρόκειται να μάθει το όνομα του παραβάτη. Μια μέρα θα του υποδείξουν οι μεσολαβητές το σημείο όπου βρίσκεται το κοπάδι του για να το πάρει.
Πριν από 20 χρόνια ο Γιώργος Μανουράς γνώριζε τον δράστη μιας ζωοκλοπής.
«Μας είχαν κλέψει πρόβατα και είχαμε παρεξηγηθεί. Μου είχανε κάμει τότε σασμό. Από τη μια κουβέντα στην άλλη άμα δεν γίνεται σασμός οι ανθρώποι μπορεί να σκοτωθούνε»,λέει ο 43χρονος κτηνοτρόφος όταν τον συναντάμε στο οροπέδιο που έχει το μαντρί του. «Παίζει σημασία το πώς θα μιλήσεις σε κάθε άνθρωπο και θα τον φέρεις να καταλάβει τι συμβαίνει», προσθέτει.
Τα σεβάσμια πρόσωπα και το τελετουργικό
«Είναι μετρητοί, λίγοι, αυτοί που έχουν την ειδικότητα του μεσίτη», λέει ο Χνάρης.
«Αν δεν ξέρεις να μιλήσεις μπορεί να πας για καλό και να κάνεις ζημιά. Μια κουβέντα μπορεί να εξορίσει μια υπόθεση».Ο ίδιος, όπως και όλοι οι μεσίτες, είναι αυτοδίδακτος. «Είμαστε διαβασμένοι από τη φύση, από τα περιστατικά και ξέρουμε κάθε περίπτωση πού πονάει», λέει.
Το 1992 ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Άρης Τσαντηρόπουλος έζησε ένα χρόνο στο χωριό του Χνάρη μελετώντας το έθιμο του σασμού.
Αφού τον εμπιστεύτηκαν οι ντόπιοι έγινε και ομοτράπεζός τους σε συμβιβασμούς παρακολουθώντας από μέσα τη διαδικασία. Όπως εξηγεί, τον ρόλο του «μεσίτη» αναλαμβάνουν πρόσωπα κύρους στην τοπική κοινωνία. Εκείνοι που σύμφωνα με την κρητική διάλεκτο έχουν το «κόζι», δηλαδή αξιοσύνη και κοινωνική δύναμη. Συνήθως είναι άνω των 30 ετών και κτηνοτρόφοι, όχι γεωργοί καθώς οι πρώτοι θεωρούνται ελεύθεροι ενώ οι δεύτεροι στατικοί και εγκλωβισμένοι στη γη που καλλιεργούν. «Μεσίτες» γίνονται και δάσκαλοι, γιατροί και ιερείς.
Ο πατέρας Αντρέας Κόκκινος έχει αναλάβει αρκετές μεσιτείες στα Λιβάδια. «Ο σασμός σημαίνει ότι ακόμα υπάρχει λόγος και αξιοπρέπεια», λέει.
«Αν έλειπε από την Κρητή δεν θα είχαμε ισορροπία σήμερα». Συχνά ένας συμβιβασμός επικυρώνεται με μια βάφτιση, συντεκνιά όπως την αποκαλούν στην Κρήτη. Στα καφενεία των Ανωγείων οι ντόπιοι διηγούνται την ιστορία μιας γυναίκας. Εξήντα χρόνια πριν, εβδομήντα κατ’ άλλους, δύο χωριανοί τσακώθηκαν και πρόλαβε ο ένας να μπήξει στον άλλον το μαχαίρι. Και οι δύο ήταν δύσκολοι άνθρωποι, «αγύριστες κεφαλές» όπως λένε οι σύγχρονοί τους. Η γυναίκα του τραυματία πρόλαβε να δώσει ένα της παιδί στον θύτη και να το βαφτίσει προτού πάρει εξιτήριο ο άντρας της από το νοσοκομείο. Συντεκνιές σαν κι αυτή έχουν γίνει σε απρόσμενες ώρες προκειμένου να αποτραπεί μια σύγκρουση. Ο πατέρας Αντρέας έχει κάνει βάφτιση ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. «Οι οικογένειες είναι μεγάλες εδώ, υπάρχουν πολλά παιδιά και πολλοί νέοι και δεν μπορείς να τους δαμάσεις όλους με μια συζήτηση. Χρειάζονται και τα μυστήρια», λέει ο 40χρονος ιερέας.
Το τελετουργικό που ακολουθούν οι «μεσίτες» προσαρμόζεται πάντα στην υπόθεση που αναλαμβάνουν. Οι πρώτες διερευνητικές επαφές και παρεμβάσεις ξεκινούν μόλις γίνει γνωστή μια διαμάχη. Συχνά οι «μεσίτες» αξιοποιούν και περιφερειακά πρόσωπα, συγγενείς ή φίλους, για να πλησιάσουν τις δύο πλευρές. Οι διαπραγματεύσεις διαρκούν μέρες, ή μήνες. Σε αυτό το διάστημα μπορεί να ζητηθεί από τον ένα εμπλεκόμενο να μην περνά από ορισμένους δρόμους για να μην ανταμώσει τον αντίπαλό του. Εφόσον οι δύο πλευρές δεχτούν να μπουν στο σασμό ορίζεται ως χώρος συνάντησης ένα ουδέτερο σπίτι, συχνά αυτό του μεσολαβητή. Όπως περιγράφει ο Αρης Τσαντηρόπουλος στο βιβλίο του «Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη», ακολουθεί γεύμα στο οποίο παρίστανται οι πιο ισχυροί κοινωνικά εκπρόσωποι κάθε οικογένειας. Με το τσούγκρισμα των ποτηριών, το εβίβα, οι δύο πλευρές συμφιλιώνονται.
Στη θέση των δύο αντιπάλων μπορεί να βρεθεί κάποια στιγμή και ο «μεσίτης» για προσωπικές του διαφορές. Στα μάτια του τα δικά του προβλήματα μπορεί να φαντάζουν δυσεπίλυτα. Όπως ο ψυχολόγος ζητάει τη βοήθεια συναδέλφων του για να ψυχαναλυθεί, έτσι και ο «μεσίτης» απευθύνεται στην αμεροληψία άλλου διαμεσολαβητή.
«Σασμός» ακόμη και στον εμφύλιο
Ο Χνάρης, ο γηραιότερος «μεσίτης» στα Λιβάδια, ανιχνεύει τις απαρχές του σασμού στα χρόνια της Κατοχής.
«Επεράσαμε αναρχικές εποχές. Υπήρχαν εποχές που δεν λειτουργούσαν οι νόμοι και έπρεπε να αυτοπροστατευτούμε και εμείς οι ίδιοι γιατί αλλιώς θα ήταν ζούγκλα»,λέει.
Ο Τσαντηρόπουλος βρίσκει τις πρώτες αναφορές συμβιβασμών στην κρητική κοινωνία στα χρόνια της ενετοκρατίας. «Δύο οικογένειες υπέγραφαν ένα συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου) ότι δεν θα συνεχιστεί η έχθρα», λέει. Τριάντα τρία σχετικά έγγραφα της περιόδου 1612-1639 βρέθηκαν στα αρχεία του νοτάριου Ιωάννη Κρούσου του Γιώργη. Ο ίδιος τα χαρακτήριζε «ιστρουμέντια της αγάπης». Συντάσσονταν με πρωτοβουλία των εμπλεκομένων ή μεσολαβητών και αφορούσαν κλοπές, φιλονικίες, βεντέτες, βιασμούς.
Αιώνες αργότερα συναντάται στην Κρήτη μια ακόμη παραλλαγή συμφιλίωσης. Προτού επεκταθεί στο νησί ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει στην υπόλοιπη χώρα, ολόκληρα χωριά δήλωναν δημόσια ότι προέχει η ειρήνη και ζητούσαν να σταματήσει οποιαδήποτε αντιπαλότητα. Και πάλι πρόσωπα κύρους από την κοινότητα εγγυούνταν τη συμφωνία και τα πρακτικά συμφιλίωσης δημοσιεύονταν στον Τύπο.
Ενδεικτικό είναι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελεύθερη Κρήτη», οργάνου του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ, στις 16 Μαΐου 1947.
Πρώτη είδηση είναι το πρακτικό συμφιλίωσης των κατοίκων του Σκαλανίου. Είχαν μαζευτεί πέντε ημέρες νωρίτερα στο χωριό και παρουσία ιερέα και δασκάλου αποφάσισαν: «1) Να ζήσωμεν εις το μέλλον περισσότερον αγαπημένοι και ηνωμένοι. 2) Η συμφιλίωσίς μας θα βασίζει εις τον αλληλοσεβασμόν των πολιτικών φρονημάτων μας».
Μέσα στα χρόνια, εκεί όπου δεν πρόφτασαν οι ντόπιοι να κάνουν σασμό, αψιμαχίες κατέληξαν σε βεντέτες. Υπάρχουν μέχρι και σήμερα οικογένειες που δεν έβγαλαν τα μαύρα, χωριά που ερήμωσαν και μέρη όπου δεν τελούνται άλλο τοπικά πανηγύρια. Ο θάνατος από βεντέτα είναι όπως λέει ο Τσαντηρόπουλος «τσαλακωμένος θάνατος». Δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Το τραύμα που προκαλεί σαλεύει ακόμα στο παρόν.
Γι’ αυτό και οι «μεσίτες» συχνά αγωνιούν πριν τελέσουν ένα σασμό. Εάν αποτύχουν ρισκάρουν να στιγματίσουν την εικόνα τους. Θα φανεί ότι ο λόγος τους δεν μετράει. Νιώθουν συνυπεύθυνοι, καθώς το πρόβλημα του ξένου γίνεται και δικό τους. Ο Χρήστος Χνάρης στα 85 του χρόνια πια δεν θέλει να παίρνει άλλα ρίσκα. Κινείται καμαρωτά στους δρόμους του χωριού και γραπώνει το χέρι του συνομιλητή του όποτε κάνει χειραψία. Μέχρι πριν από τρία χρόνια ήταν ενεργός συμφιλιωτής. «Δεν έλειπα από κανένα σασμό», λέει.
«Τώρα σιγά- σιγά αποσύρομαι γιατί θέλω να προστατεύσω τον εαυτό μου. Μπορεί να πω τις κουβέντες μου, να δώσω οδηγίες. Αν δεν πάει καλά μια δουλειά όμως και αύριο τραυματιστούν ή σκοτωθούν φέρεις την ευθύνη».
Παρά την απόσυρσή του ο Χνάρης δεν ξεχνά τις υποθέσεις που ανέλαβε. Έχει τύχει να συνεργαστεί και με άλλους «μεσίτες» από γειτονικά χωριά. Όταν του ζητάμε όμως να μιλήσει για τα περιστατικά αποφεύγει να μπει σε βάθος. «Αυτά τώρα κοιμούνται και δεν θέλω να τα ξυπνήσω», λέει.