Οι πρόσφυγες μέσα από τους Πρεβελάκη και Νενεδάκη

Η ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων στο Ρέθυμνο είναι ένα θέμα που πρέπει να απασχολήσει την έρευνα όχι μόνο στο επίπεδο των αρχειακών δεδομένων[1] αλλά και στο λογοτεχνικό επίπεδο, εφόσον η πεζογραφία του Μεσοπολέμου καθώς και νεότερα έργα μπορούν να δώσουν μιαν απτή εικόνα του θέματος της Καταστροφής και κυρίως των πρώτων χρόνων των προσφύγων στη νέα πατρίδα. Ειδικότερα τώρα το θέμα των προσφύγων της Μ.Ασίας στο Ρέθυμνο του 1922 είναι ουσιαστικά ανέγγιχτο τόσο στο θέμα των ιστορικών μελετών όσο και στο επίπεδο της λογοτεχνίας. Θεωρήσαμε λοιπόν χρήσιμο να διερευνήσομε το θέμα κατ’αρχήν μέσα από το έργο του Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας πολιτείας και κατόπιν μέσα από το έργο του Ανδρέα Νενεδάκη, Οι Βουκέφαλοι και Άδεια Ηνιοχείας. Το πρώτο ανήκει στην πεζογραφία του Μεσοπολέμου,ενώ τα άλλα δύο είναι έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Όπως θα φανεί, υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στους δύο συγγραφείς που είναι ρεθεμνιώτες και η μαρτυρία τους είναι πράγματι ένα χρονικό στα γεγονότα που ακολουθούν το 1922.

Ο ρεθεμνιώτικος τύπος της εποχής μετά το 1922 παρά το πιεστικό από πάσης πλευράς προσφυγικό θέμα δεν είναι πλούσιος σε πληροφορίες . Η Κρητική Επιθεώρηση είναι πιο πλούσια σε πληροφορίες σε σχέση με το Βήμα Ρεθύμνης. Περισσότερες από πολιτικής κοινωνικής απόψεως εικόνες των προσφύγων δίνει η εφημερίδα Δημοκρατία του Ν.Ανδρουλιδάκη και η Αστραπή του Δρακάκη.Στην μελέτη λοιπόν αυτή θα καταφεύγομε όπου είναι επιβεβλημένο εκτός του Πρεβελάκη και στον τύπο για να επιβεβαιώσομε όσα μας αναφέρει στο Χρονικό ή όσα δεν μας αναφέρει.

Το χρονικό μιας πολιτείας

Το Χρονικό μιας πολιτείας είναι έργο, το μοναδικό χρονικό στην πεζογραφία του Μεσοπολέμου, που εκδόθηκε το 1938, όταν ο Πρεβελάκης είχε φύγει από το Ρέθυμνο και αναπολούσε τη γενέθλια πόλη και μας έδωσε την εξέλιξή της στον 20ο αι με αναφορές όμως και στον 19ο αι . Μέσα λοιπόν από το έργο αυτό θα συναισθανθούμε καλύτερα το όλο θέμα των προσφύγων και του δράματος που εκτυλίχθηκε στο Ρέθυμνο και στην Ελλάδα ευρύτερα. Φυσικά ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να παρασυρθούμε από τη λογοτεχνική αφήγηση του Χρονικού, όμως θα τον αποτρέψομε, ώστε να φανεί η ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία.

Στο Μέρος Δεύτερο του Χρονικού εκτυλίσσεται η ιστορία της προσφυγιάς στο Ρέθυμνο.Θα περίμενε κανείς να αναφερθεί διεξοδικά στον ερχομό τους ο Πρεβελάκης, όμως δεν το κάνει ,αλλά εισάγει στo προσφυγικό θέμα με την αναφορά στη δυσκολία που παρουσίασε η θάλασσα του Ρεθύμνου στους Μικρασιάτες, δυσκολία να τη συνηθίσουν και να ζήσουν με αυτήν, όπως στην πατρίδα.Η περιγραφή της θάλασσας του Ρεθύμνου έρχεται να ορθωθεί ως ένα επιπλέον εμπόδιο στην πορεία των Μικρασιατών στο Ρέθυμνο. Αρχίζει με μιαν περιβαλλοντική καταστροφή την οποία σύμφωνα με τους ρεθεμνιώτες ψαράδες επέφερε η δράση των Μαλτέζων συναδέλφων τους , των μαλτέζικων τρατών.Θυμίζει έντονα ανάλογα θέματα των σημερινών αλιέων του Ρεθύμνου .Ο Πρεβελάκης αναφέρει ότι τελικά οι ρεθεμνιώτες πήραν το νόμο στα χέρια τους και εξεδίωξαν τους Μαλτέζους. Χρονικά το γεγονός τοποθετείται από το συγγραφέα «ύστερα από την Ένωση, κι ο Έλληνας πήρε να μαλλιοτραβιέται με τον Εγγλέζο, μα από το χρόνο εκείνο δεν ξαναφουντάρισε κανένας τους στα νερά μας»[2]. Δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια το γεγονός, αλλά η αναφορά στη διαμάχη Ελλήνων και Άγγλων μάλλον αναφέρεται στην εποχή του Διχασμού 1916-17.Παραλείπεται ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος και η ελληνική συμμετοχή καθώς και η Μικρασιατική εκστρατεία. Στο σημείο λοιπόν αυτό εμφανίζονται οι πρόσφυγες.

« Για κάποια χρόνια , οι ντόπιοι δούλευαν τη θάλασσα με τους γρίπους, τα παραγάδια, τον πεζόβολο και τάλλα φτωχικά σύνεργα της ψαρικής , ώσπου ήρθαν οι πρόσφυγες , με την καταστροφή της Σμύρνης»[3].Ακολουθεί η περιγραφή τους ως ψαράδων συνηθισμένων σε ποτάμια και ασυνήθιστων σε μεγάλια μπογάζια.

« Χάθηκαν ένας –δύο στα νερά μας , δοκιμάστηκαν από την άγρια θάλασσα, μα στο τέλος της βρήκανε το κολάϊ, φέρανε μαθές στον τόπο μας τα δικά της συνήθια κι ορδινιάσανε τα δικά τους σύνεργα της ψαρικής, σαν εκείνα που σέρνονται στον Τσεσμέ να πούμε ή στο Αϊβαλί. Από τούτα είναι και το γριγρί , που δουλεύεται μόνο τη νύχτα, και είναι πολύ θεορατικό να το βλέπεις όταν πελαγίζει συντροφιασμένο με άλλα και οι λάμπες τους παίζανε στο σκοτεινό νερό»[4].

Οι πρόσφυγες λοιπόν του Ρεθύμνου εισέρχονται στο Χρονικό μέσα από τη θάλασσα, τη θάλασσα που τους έφερε από την πατρίδα και αυτό είναι σκόπιμο από το συγγραφέα.Οι πρόσφυγες του Ρεθύμνου , ειδικά της πόλης, συνδέθηκαν στενά με τη θάλασσα , το ψάρεμα και όσα εμπερικλείει. Ακόμη και σήμερα αρκετοί επίγονοι αυτών των ανθρώπων συνεχίζουν την ενασχόληση με τη θάλασσα και το ψάρεμα[5]. Θα είχε κοινωνιολογικό ενδιαφέρον να μετρηθεί η συγκεκριμένη ενασχόληση των ανθρώπων αυτών.

Για να μπει στο θέμα του προσφυγικού δράματος ο Πρεβελάκης αρχίζει με την εξιστόρηση της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη, πώς οι Βενετοί έδωσαν τη θέση τους στους Τούρκους ως το 1896 , την αυγή της Αυτονομίας και της Ένωσης. Ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει την αγάπη των Τουρκοκρητικών για τον τόπο τους λέγοντας : « Ωστόσο, μ’όλο το ματοκύλισμα και το γινάτι , οι Τούρκοι ξέχασαν από γενιά σε γενιά πως ήρθαν ακάλεστοι στον ξένο τόπο και σιγά- σιγά τον πήραν για δικό τους, τον αγάπησαν. «Κρητικά ‘ναι και μένα τα σκώτια μου», άκουσε πολλές φορές τον Τουρκοκρητικό να λέει στο Χριστιανό». Προσπαθεί δηλαδή ο Πρεβελάκης μέσα από την αναφορά αυτή να εννοήσει το μέγεθος του ξερριζωμού στην ψυχή των ανθρώπων αυτών που από τη μια σήμαινε την πλήρη απελευθέρωση , από την άλλη ένα δράμα όπως ήταν πράγματι. Πιο κάτω λέει : « δεν είχαμε σε αμάχη τους αλλόθρησκους μ’όλο το συνδαύλισμα που γινόταν από τους μεγαλύτερους, πούχαν απάνω στο κορμί τους λαβωματιές αγιάτρευτες ακόμα»[6]. Φαίνεται λοιπόν ότι κατά την Ανταλλαγή παρά την έχθρα υπήρχε μια κατανόηση και συμπόνια στο Ρέθυμνο προς τους εκπατριζόμενους Τουρκοκρητικούς. Το παράδοξο εδώ είναι ότι δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στον ερχομό των προσφύγων. Ο λόγος πιστεύω είναι ότι για κείνον μέτρησε περισσότερο η εκδίωξη των Τούρκων με τους οποίους έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και είχε μνήμες καθώς και ιστορικές εμπειρίες.

Έχει ενδιαφέρον να ακούσομε την περιγραφή της Μικρασιατικής Καταστροφής και την άφιξη των πρώτων προσφύγων: « Στον χαλασμό της Σμύρνης, η καρδιά των Τούρκων αναγάλλιασε, μα δεν τό’δειξαν σε τίποτα, και τότε που πλάκωσαν οι πρόσφυγες και τους πήραμε τα περισσότερα τζαμιά τους να κονέψουμε τους ρημοσπίτηδες, κάμανε τα πικρά γλυκά και δεν τους ξέφυγε παράπονο»[7]. Ο τοπικός τύπος όμως άλλα λέει και διαψεύδει τρόπον τινά τον Πρεβελάκη, εφόσον γνωρίζομε ότι οι Τούρκοι του Ρεθύμνου πανηγύρισαν την Καταστροφή και μάλιστα έκαμαν διαδήλωση , αλλά τους έγιναν συστάσεις διά του τύπου να συγκρατηθούν[8].Σίγουρα δεν εξετράπησαν σε βιαιότητες ή άλλα παρόμοια όπως έκαναν παλιότερα. Η προσωρινή στέγαση των προσφύγων εντοπίζεται από το συγγραφέα μόνο στα τζαμιά, ενώ αυτό δεν είναι αληθές, εφόσον στεγάστηκαν παντού όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος από τις εκκλησίες έως τα σχολεία, το θέατρο και το τζαμί της Φορτέτζας[9]. Όμως αυτό βολεύει τον Πρεβελάκη να δείξει ότι , ενώ επιτάχθηκαν τα τζαμιά, δεν αντέδρασαν οι Τούρκοι προσπαθώντας να συμβιβάσει στο έργο του τα δύο στοιχεία, τους Τούρκους και τους πρόσφυγες και ντόπιους Έλληνες..

Η Σύμβαση της Λωζάνης και η μετέπειτα Συνθήκη το καλοκαίρι του 1923 εμφανίζεται στο «Χρονικό»: « Πέρασε έτσι λίγος καιρός ,όλοι θαρρούσαμε πως κεφαλώσαμε τον κάβο, οπόταν φτάνει το μαντάτο πως τα συμφώνησαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλης να κάνουν αλλαγή το τούρκικο ψυχομέτρι της Κρήτης με την προσφυγιά πούχε πλακώσει από Μικρασία…» .Ο Πρεβελάκης συμμερίζεται εδώ την πλευρά των Τούρκων χαρακτηρίζοντας το μαντάτο «φαρμακωμένο» , λυπάται για τους Τούρκους του Ρεθύμνου ως άνθρωπος και δεν συμφωνεί με την Ανταλλαγή. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να μιλήσει για « διχονισμένο αντρόγυνο που’ ρχεται ο Δεσπότης και το χωρίζει την ώρα που εκείνο έχει ξεχασμένη την αμάχη του» θεωρώντας ότι το 1923 δεν χώριζε τίποτε τα δύο στοιχεία στο Ρέθυμνο[10] . Πάλι ο τοπικός τύπος διαψεύδει το συγγραφέα μας με τη δολοφονία του Τούρκου Αλή Μεχμέτ Περβανάκη στο Μετόχι του Φουρφουριανού και τις εκκλήσεις του τύπου προς τους χριστιανούς για αυτοσυγκράτηση[11].

Στη συνέχεια ο συγγραφέας παρουσιάζει την έξοδο των Τουρκοκρητικών του Ρεθύμνου: « τους έδωσαν διορία μερικούς μήνες να προετοιμαστούν και παράγγειλαν στα βαπόρια νάρθουν να τους πάρουν μιαν ορισμένη μέρα. Σ’όλο το νησί να λογαριάσεις ζούσανε περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, κι από τούτους δύσκολο να βρισκες διακόσιους να στέργουν να ξενιτευτούν. Οι αποδέλοιποι είχαν το Χάρο στην καρδιά που θα τους σήκωναν από τη γης που τους ανάστησε , από τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους, και καθένας τους γύριζε σαν τη σβούρα, μελετώντας τι να πάρει μαζί του , μα τι να προφθάσει ο φουκαράς, που όλοι τους την έπαθαν σαν τη νοικουρά του Ρεθέμνου πούπιασε φωτιά το σπίτι της και κείνη άρπαξε το τηγάνι και πετάχτηκε στο δρόμο να το γλιτώσει , σα νάτανε το τεφαρίκι του νοικουριού της. Έβρισκες Τούρκους που ότι είχαν αποχτισμένο το κονάκι τους και πάνω στην ώρα που σκόλαγαν οι μαστόροι , τους έλεγαν να αφήσουν τα κλειδιά στην πόρτα και να του δίνουν. Ήταν άλλοι που κείνον το δίσεχτο χρόνο περίμεναν τον πρώτο καρπό από τις ελιές τους, που για να αναστηθούν και να καρπίσουν θέλουν πέντε και περισσότερα χρόνια . Ήτανε παζαρίτες που ότι είχαν παραλάβει την πραμάτεια της χρονιάς και τώρα ζορίζουνταν να την ξεκάμουν όσο-όσο. Τέτοια όσα θες! Άλλοι είχαν τ’ αμπέλια φυτεμένα κι άλλοι θα πιναν τα κρασιά»[12]. Η περιγραφή αυτή ισοδυναμεί με την προσπάθεια σύλληψης του δράματος της Ανταλλαγής για τους Τούρκους και γι’αυτό δίνει τόσες εικόνες και περιπτώσεις του δράματος. Στο σημείο αυτό προσπαθεί να κατανοήσει και τη θέση των προσφύγων λέγοντας : « Όποιος πονεί, γαιδουρινά φωνάζει. Άκουγες λοιπόν από τη μια το σύθρηνο της Τουρκιάς που ξεσηκώνουνταν να φύγει κι από την άλλη την προσφυγιά που χτυπιόταν κι αυτή γιατί ξεσπιτώθηκε κι αναρωτιόσουν τι θεόργιστα θεριά πρέπει να’ναι εκείνοι που αστοχούνε τον πόνο του ανθρώπου και τι περιμένουν να βγάλουν απ’αυτόν»[13]. Η αναφορά στο δράμα των προσφύγων είναι μικρή και λιτή, αποτυπώνει όμως και τη δική τους δεινή θέση και ο Πρεβελέκης εδώ θέτει το ζήτημα της ρύθμισης των συμφερόντων που παίχτηκε όλο αυτό το δράμα μεταξύ των Δυνάμεων και των αντιμαχομένων πλευρών. Γι’αυτό μιλά για θεόργιστα θεριά , δηλαδή άδικα και θεοκατάρατα που προξένησαν τόσο κακό στο βωμό των συμφερόντων τους.

Ακολουθεί η περιγραφή του φευγιού με όσα παρατράγουδα σημειώνει από πλευράς Τούρκων: « Ήρθε η πικραμένη μέρα, τα βαπόρια φουντάρισαν αρόδο, αντικρυστά στην πολιτεία, κι οι Τούρκοι κίνησαν να μπαρκαρίζουνται . Αποβραδί είχαν κατεβασμένα τα πράματά τους στο λιμάνι – που να σου δώσω να καταλάβεις τι παίρνει μαζί του ο δύστυχος που ξενητεύεται για πάντα!- και πήγαν ν’αποχαιρετίσουν τα αδειανά κονάκια τους . Εκεί , τι τους έπιασε Χριστέ μου! Κανένας παλαβός ξεκρέμασε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του να τα σηκώσει κι αυτά στην ξενιτιά και τούτο το πήρε ο ένας απ’ τον άλλο σαν μόλεμα κι όλη η Τουρκιά έπεσε πάνω στην ξυλική των σπιτιών κι έριχνε κάτω τα καφάσια, ξήλωνε τι πορτωσιές , ξεπέτσωνε τα πατώματα- κι όλα τούτα μέσα σ’ένα μπουρίνι ζουρλό κι αγριεμένο που ήταν το ανάποδο από τη φρονιμάδα πούχανε δείξει από τη μια στιγμή στην άλλη , ο τούρκικος μαχαλάς ανταριάστηκε , βογγούσε σα δάσος που το λοτομούν , τριζοκοπούσε, μούγκριζε σα βουβάλι που το σφάζουν»[14]. Η όλη περιγραφή είναι μεν συγκινητική , αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια πηγή πληροφοριών που δεν μας δίνει ο Τύπος του Ρεθύμνου. Ο συγγραφέας γίνεται ένας ανώνυμος που περιγράφει τους αλλόφρονες Τούρκους να καταστρέφουν τα σπίτια τους θέλοντας αφενός να τα πάρουν μαζί τους αφετέρου να μη τα αφήσουν άθικτα στους Έλληνες. Η αφαίρεση παραθύρων ή άλλων υλικών από τα σπίτια ήταν γεγονός που ο Τύπος το αφήνει άθικτο, ενώ παράγοντες της εποχής του Ρεθύμνου ,όπως ο ιατρός Ρολόγης, επισημαίνουν, αναφερόμενοι σε σπίτια που θα γίνουν χαλάσματα[15],διότι ήδη στα 1925 τα σπίτια αυτά είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από τους φεύγοντες Τούρκους του Ρεθύμνου.

Η κινητοποίηση των ρεθεμνιωτών ήταν άμεση στην καταστροφή των σπιτιών και ο στρατός επενέβη και επέβαλλε την τάξη λέει ο Πρεβελάκης και οι Τούρκοι επιβιβάστηκαν με τάξη στα πλοία[16]. Ακολουθεί η σπαρακτική σκηνή της αναχώρησης : « …ακούσαμε τα βαπόρια που σφύριζαν τρεις φορές, τους χαλκάδες και τις άγκυρες που κάμανε ν’αχολογήσει ο γιαλός ….Κι ύστερα μια φωνή από χιλιάδες στόματα , από άντρες , από παιδιά και γυναίκες, μια φωνή που να μη σου οργιστεί ο θεός να την ακούσεις ποτέ σου…»[17]

Στο θέμα των προσφύγων επανέρχεται στη σελίδα 97 του Χρονικού αναφερόμενος και πάλι στο θέμα της ρεθεμνιώτικης θάλασσας που προξενούσε φόβο στους πρόσφυγες. Σαν να κλείνει κυκλικά το θέμα αυτό επικεντρωνόμενος στους Τούρκους σχεδόν αποκλειστικά. Ούτως ή άλλως την προσφυγική ιστορία δεν την έζησε λόγω των σπουδών και της όλης σταδιοδρομίας του εκτός Ρεθύμνου και είναι λογικό να αναφερθεί στους Τούρκους που τους έζησε. Η διαπάλη των Χριστιανών και Οθωμανών είναι κυρίαρχη στο έργο του Πρεβελάκη, την Παντέρμη Κρήτη, τον Κρητικό, το Δέντρο, την Πρώτη Λευτεριά και είναι λογικό και αναμενόμενο την ιστορική στιγμή της αποχώρησης των Τούρκων να την αποτυπώσει αδρά και τραγικά. Για τους Μικρασιάτες δεν λέει πολλά, υπονοεί όμως τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και σίγουρα κατανόησε πλήρως τη δύσκολη θέση τους στο Ρέθυμνο του 1922.

Οι Βουκέφαλοι

Διαφορετική και περισσότερο πληροφοριακή εικόνα για τους πρόσφυγες του Ρεθύμνου στα 1922 δίνει ο Νενεδάκης στο έργο του Βουκέφαλοι 1922. Στην απογραφή του ’18 λέει: «οι Χριστιανοί στο Ρέθυμνο ήταν 6000 και 4000 οι Τούρκοι και τούτες τις μέρες του 1922, βγήκαν εννιά οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι δυόμισι[18]».

Η σχέση Χριστιανών και Τούρκων στην εποχή μετά το 1913 αποτυπώνεται ως σχέση ανισότητας όσον αφορά την ισχύ των πρώτων έναντι των δεύτερων. Το κεφάλαιο του Σερίφ αγά μπέη αναλύει και παρουσιάζει πως οι Χριστιανοί κατάφεραν μετά το 1878 και έως το 1913 να υπερτερήσουν των Τούρκων σε όλους τους τομείς στην Κρήτη και στο Ρέθυμνο. Οι σχέσεις λοιπόν είχαν οξυνθεί μετά το 1913, οπόταν οι Κρητικοί, οι Ρεθυμνιώτες έδειχναν πια τις διαθέσεις τους έναντι του τουρκικού στοιχείου με δολοφονίες, όπως του Αλμπάνη στο Μετόχι και του Καράλη στον Πηγιανό Κάμπο.[19]

Ο πρόλογος για τη Μικρασιατική Καταστροφή άρχισε με τη δολοφονία του Ι. Δραγούμη, την έξαψη των πολιτικών παθών και τον κακομοίρη που ζητούσε στο Ρέθυμνο να σταματήσει ο πόλεμος στη Μ. Ασία και αφού ανακρίθηκε ως μπολσεβίκος και δεν αποδείχτηκε, παραδόθηκε στο Φρουραρχείο και από κει στο φρενοκομείο της Σούδας.[20] Το Δημοψήφισμα της επαναφοράς του Κωνσταντίνου και η μεταστροφή των Συμμάχων υπέρ του Κεμάλ και του κινήματός του δίνονται περιληπτικά[21] σε σχέση με την αντιφατική στάση των εμπόρων του Ρεθύμνου, του Λαρδότυρου που ήταν και βασιλικοί και βενιζελικοί.

« Η Μικρασία έπεσε.»[22] Είναι ένα κεφάλαιο που ανοίγει το θέμα των συνεπειών, των προσφύγων που κατέκλυσαν το Ρέθυμνο. Το κεφάλαιο αρχίζει με την παγωμάρα όλων, Τούρκων και Χριστιανών, στο Ρέθυμνο στο άκουσμα της κατάρρευσης του Μετώπου.

« Βδομάδες τώρα δεν έρχονται τα βαπόρια. Είναι στη Μικρασία και βοηθούν στη μετακόμιση του πληθυσμού και του στρατού. Μιλάνε περισσότερο για τον πληθυσμό παρά για το στρατό……»[23] Ο Νενεδάκης μπαίνει στο θέμα. Οι ελληνικές αντεκδικήσεις αποτυπώνονται στον πυροβολισμό κατά του ιμάμη του τζαμιού του Χουσεΐν. « Η αγορά είχε νεκρώσει. Άδειασαν τα μαγαζιά. Έκρυψαν οι έμποροι τις πραμάτειες και τα τρόφιμα……… Οι φακές και οι κονσέρβες είναι λίγες……»[24]. Έγινε συλλαλητήριο του λαού για συμμετοχή του στη Μικρασιατική εκστρατεία[25] που δεν έβγαλε αποτέλεσμα : « Οι περισσότεροι δάκρυζαν. Σιγά-σιγά σηκώνονται και ένας ένας αποχαιρετά. Αμίλητοι ξεχωρίζουν, φεύγουν και χάνονται στα σοκάκια με τους γκράδες και τα φυσεκλίκια που βάρεναν και φάνταζαν παράξενα…….»[26] .

Η στάση του τουρκικού στοιχείου στο άκουσμα της Καταστροφής αποτυπώνεται στη φράση : « οι Τούρκοι εύχονταν και περίμεναν να χάσουν οι Ρωμιοί ….οι Ρωμιοί ήταν δυνατότεροι γιατί ήταν περισσότεροι ( στο Ρέθυμνο εννοείται)….οι ίδιοι οι Τούρκοι δεν εκδήλωναν καμιά χαρά ή ικανοποίηση για τις νίκες τους, για την καταστροφή του στρατού των Ρωμιών.Έτσι δεν είχε στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου, δεν έφτασαν στο σημείο να αλληλοσφαγούν»[27].

Το κεφάλαιο «Γύρισαν….» αναφέρεται στην επιστροφή των αιχμαλώτων στρατιωτών του Ρεθύμνου που είχαν σπασμένα νεύρα και ηθικό. Ο Νενεδάκης λέει : « στη Μικρασία , ένας κόσμος , εκατομμύρια άνθρωποι, στρατιώτες, παιδιά, γριές και γέροι πλέουν μέσα στο αίμα»[28].

Με το κεφάλαιο «Πατρίς» οι πρόσφυγες πλέον κάνουν την εμφάνισή τους στο έργο του Νενεδάκη. Η περιγραφή των εικόνων των προσφύγων τις πρώτες μέρες απουσιάζει από τον τοπικό τύπο από τον οποίο έχει αντληθεί και η πληροφορία για την άφιξη του ατμοπλοίου στις αρχές Αυγούστου: « Κοιτάζουν όλοι τον κόσμο….. σπάνια κρατούν κάτι. Σα να τά χουν χαμένα, δεν έχουν λεφτά, δεν αγοράζουν. Όμως προσπαθούν να μάθουν τον κόσμο, την πολιτεία…… Το μόνο πράγμα που αγοράζουν είναι το ψωμί. Πολλοί φαίνεται δεν έχουν μήτε γι΄αυτό. Μερικά παιδιά που τους ακολουθούν περπατούν ξυπόλητα μέσα στο νερό και στη λάσπη. Και χάσκουν και οι μύτες τους τρέχουν….. Και τώρα η πολιτεία μας έγινε μεγάλο χωριό. Και οι ξυπόλητοι περίσσεψαν.»[29]

Αυτές οι περιγραφές απαντώνται και σε τοπική εφημερίδα, τη Δημοκρατία του Ν. Ανδρουλιδάκη. Ο συγγραφέας μας όμως είναι και αυτόπτης μάρτυς, ήταν και αυτός παιδί. Η αντίδραση των Ρεθυμνιωτών στους πρόσφυγες είναι ρατσιστική: « Είναι οι Μικρασιάτες που δεν τους γνωρίζει κανείς και κανείς δεν τους χαιρετά, μήτε τους μιλεί. Και λένε πως θα καθίσουν για πάντα εδώ. Αλήθεια τι θα κάνουν, πως θα ζουν και γιατί δεν πήγαν κάπου αλλού, αλλά ήρθαν στη δική μας πολιτεία.»[30] Και αυτό είναι παρμένο από τη Δημοκρατία και φανερώνει τη διάσταση προσφύγων ντόπιων που άρχισε να εμφανίζεται: « …. δεν βρίσκουν όχι μαγαζί, αλλά μήτε στα πεζοδρόμια δεν τους θέλουν.» Ο Νενεδάκης είναι στηριγμένος στη Δημοκρατία και στη θετική στάση της στο προσφυγικό, αναφερόμενος στις δουλειές του ποδαριού που κάνουν για να ζήσουν.

Η στέγαση είναι ένα άλλο θέμα : « Λένε πως θα τους δώσουν σπίτια να μένουν, στο μεταξύ όμως κοιμούνται στις εκκλησίες και σε μερικά σπίτια ακατοίκητα που τα νοίκιασε η δημογεροντία. Στους παλιούς στρατώνες, στο φρούριο, όπου υπάρχει κανένα κλειστό το ανοίγουν. Αλλά τούτοι οι άνθρωποι δε χρειάζονται μόνο σπίτι. Χρειάζονται απ΄ όλα…… Αν και εδώ ακούγεται πως τρώνε, λένε, κατάχαμα, πως δεν τους χρειάζονται αυτά τα έπιπλα.»[31]

Η αδυναμία υποδοχής του τεράστιου όγκου των προσφύγων στο Ρέθυμνο του 1922 καταδεικνύεται από την περιγραφή της εικόνας των 2800 προσφύγων του Πατρίς: «Μέρες τώρα…… είναι σωριασμένοι τρεις χιλιάδες άνθρωποι.» Εδώ ο Νενεδάκης είναι αυτόπτης. Η περιγραφή που κάνει είναι αυτόπτη μάρτυρα: « Από τη λέρα και την ταλαιπωρία αυτό το ανθρώπινο ερπετό έχει ένα χρώμα μολυβένιο, γκρίζο, που μετακινείται και αναταράζεται μια στιγμή, ύστερα πέφτει σε μια νάρκη που τρομάζει.» Η αντίδραση των ντόπιων: « Τα σπίτια τριγύρω (στην προκυμαία) είναι κατάκλειστα, σκοτεινά. Λες και δεν κατοικούν άνθρωποι. Έρημα, σφιγμένα από την αλμύρα φαίνονται εγκαταλελειμμένα. Από το μέσα όμως δρόμο, το δρόμο των Τσάρων, τα φανάρια της δημογεροντίας φέγγουν στους αραιούς περιπατητές και οι κλειστές πόρτες των μαγαζιών είναι κλειδωμένες με πελώρια λουκέτα και μπεράτια σα να φοβούνται το ερπετό της προκυμαίας.»[32]

« Όλοι στην πολιτεία ξέρουν πως εκεί κοιμούνται χιλιάδες Μικρασιάτες που περιμένουν μέρες τώρα να τους ταχτοποιήσει η διοίκηση, η δημογεροντία, τα σωματεία των Κυριών και των Ελληνίδων.»[33] Ο Νενεδάκης επιρρίπτει την αδράνεια : «όλοι διερωτώνται…….. τι έγινε γιατί δεν τους παίρνουν από την προκυμαία. Γιατί η εκκλησία δεν ενδιαφέρεται, γιατί τα σωματεία δε συγκινούνται, γιατί ο κόσμος δεν ξεσηκώνεται;». Από την άλλη αντιδιαστέλλει την υποκριτική στήριξη των πολλών που συμπονούν μεν τους δυστυχείς, από την άλλη αδρανούν και κοιτάζουν τη βολή τους με πρώτο το δεσπότη που ζει στην πολυτέλεια και άνεση. Ο Νενεδάκης εκθέτει, επικρίνει την απραξία αυτή και επισημαίνει ότι η προσπάθεια της Κρητικής Επιθεώρησης να αφυπνίσει τις συνειδήσεις δεν απέδωσε.

« Μα όλους θα τους φέρουν εδώ; » λέει ο Νενεδάκης[34] μεταφέροντας το φόβο, την ανησυχία και την απελπισία των ντόπιων, διότι πρέπει να πούμε ότι ως το 1924 έρχονταν νέοι πρόσφυγες. Οι Τούρκοι προσέφεραν 1500 δρχ., λέει, όμως η κοινή γνώμη θεωρεί ότι είναι λεφτά που έχουν οικειοποιηθεί ως κατακτητές « Άλλοι πάλι τους καταλογίζουν φόβο, υστεροβουλία.»[35]

Η οργάνωση της υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων αναφέρει ο Νενεδάκης είναι υπό την εποπτεία των μεγαλουσιάνων « Κανένα από τα πρώτα ονόματα του τόπου δε φαίνεται στον έρανο» Ο Νενεδάκης είναι αποκαλυπτικός στο ρόλο τους : «Κρατούν μάλιστα και το κουτί που ρίχνουν τα λεφτά και ευχαριστούν εκ μέρους της επιτροπής, εκ μέρους των προσφύγων, αλλά στην τσέπη δε βάζουν το χέρι τους. Ποιος μπορεί να πει κουβέντα γι΄αυτούς».[36]

Η εικόνα της ζωής του πρώτου καιρού των προσφύγων στο Ρέθυμνο δίνεται από το Νενεδάκη πολύ αναλυτικά. Προσπαθεί να παρουσιάσει την ψυχολογία τους και τη δύναμη να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον. Ο ρόλος του παπά Γρηγόρη (Βοργιαδάκη) εκθειάζεται στο έργο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί Ενεστώτα χρόνο : «Είναι δικός τους. Ξαναγυρνά, παίρνει δυο τρεις οικογένειες. Ανεβοκατεβαίνει στο διοικητήριο, στους στρατώνες. Η εκκλησία του της Κυρίας των Αγγέλων είναι γεμάτη γυναίκες και παιδιά».[37] Σε αντίθεση με το ρόλο του άξιου Λευΐτη ο Νενεδάκης αντιδιαστέλλει την αυταρχική, μηδενική παρουσία του Δεσπότη (Τιμόθεου Βενέρη). Η εικόνα του βοσκού, που έφερε τα πρόβατα να αρμεχτούν για να πάρουν γάλα οι πρόσφυγες, είναι συγκινητική.[38] « Ύστερα από βδομάδες η προκυμαία αδειάζει. Γέμισαν τα σχολεία, οι στρατώνες, τα γυμνάσια θηλέων, οι εκκλησίες».[39] Συμπυκνωμένη εικόνα – παρουσίαση της εκκένωσης της προκυμαίας που επανήλθε στην παλιά της εικόνα.

Ο Σιμιτσής με το πρόχειρα στημένο μαγερειό του, η κατανόηση των Τούρκων που συμβουλεύουν υπομονή τους πρόσφυγες είναι μια άλλη εικόνα της εποχής. Οι έφεδροι και οι πρόσφυγες επίσης κατανοούνται. Οι πρώτοι τονίζουν στους δεύτερους την ανάγκη να ανασκουμπωθούν και να δουλέψουν στο φτωχό αυτό τόπο λέγοντας ότι αν δεν είχαν νικηθεί θα έμεναν κι εκείνοι στη Μικρασία. « Μπήκαμε στη μέγκενη και θα πληρώσουμε όλοι τα λάθη και τις προδοσίες των μεγάλων. Αυτά που χάσαμε είναι πολύ μεγάλα. Και θα πληρώνει το μιλέτι μας στους αιώνες».[40]

« Τι είναι ο άνθρωπος; Με μια κούπα γάλα μπορούν να πιουν και να διατηρηθούν τρία παιδιά και μ΄ ένα ψωμί να τραφεί ολόκληρη οικογένεια»,λέει, ο Νενεδάκης αναφερόμενος στα γλίσχρα εισοδήματα και τις δουλειές του ποδαριού που έκαναν οι πρόσφυγες τον πρώτο καιρό προσπαθώντας να ζήσουν. Ο Νενεδάκης θεωρεί τους ανθρώπους αυτούς ήρωες, καθαρούς Έλληνες: « Τόσα χρόνια, τόσους αιώνες πως βάσταξαν. Διωγμούς, καταπίεση, φοβέρα. Κι έμειναν καθαροί Έλληνες, οι καλύτεροι Έλληνες…… Και τώρα…… και τώρα είναι οι καλύτεροι».[41]

Η οικονομική κρίση, συνέπεια της Καταστροφής, η τεχνητή έλλειψη αγαθών, πολυτελείας κυρίως, επιρρίπτεται τεχνηέντως στη μικρή πολιτεία στους πρόσφυγες,λέει, ο Νενεδάκης: « Σιγά-σιγά αρχίζει να δημιουργείται ένα μέτωπο, κάτι που δεν είναι κολακευτικό για κανέναν». Ο Νενεδάκης συγκρίνει πόσο αυστηροί έγιναν οι επίτροποι των εκκλησιών στη διανομή του άρτου, που ενώ πριν τον μοίραζαν απλόχερα ακόμη και στους άπιστους Τούρκους, τώρα « είναι όλοι κατηφείς και αυστηροί για τους πρόσφυγες, για τα παιδιά τους ιδιαίτερα που συνωστίζονταν στις εκκλησίες για την παραμυθίαν, για ν΄ ακούσουν το δεσπότη, αλλά προπάντων για να πάρουν κανένα κομμάτι «άρτου», να χορτάσουν την πείνα τους. Μετά το εκκλησίασμα γίνονται μάχες, αναποδογυρίζονται οι κόφες με το γλυκό ψωμί και ακούγονται βρισιές ακατανόμαστες. Ποιοι φταίνε για όλη αυτή την κατάσταση; Οι πρόσφυγες, απαντούν οι επίτροποι».[42]

« Οι πρόσφυγες. Δεν τους βλέπεις πόσο κακομοίρηδες είναι, λένε. Πόσο βρώμικοι, τεμπέληδες, άπληστοι, άρπαγες. Όλα τα θέλουν, όλα τα ζητούν και μάλιστα διά μιας….. και βέβαια επειδή άργησε να καθαριστεί ο δρόμος των Τσάρων έφταιγαν οι πρόσφυγες και γιατί καθυστερεί η σκυρόστρωση είναι υπεύθυνοι αυτοί».[43] Είναι η εικόνα της αντιπροσφυγικής προπαγάνδας που εξαπλώθηκε ρατσιστικά στο Ρέθυμνο του 1922. Οι εφημερίδες από την άλλη γράφουν το Σεπτέμβρη του 1923: « Οι πρόσφυγες εξακολουθούν να μένουν στο ύπαιθρο χωρίς στέγη και εργασία , στερούμενοι των πάντων». Ο ρατσισμός κατά των προσφύγων δεν έχει όρια: « αφού και στο λιμάνι οι ντόπιοι και οι παπάδες ακόμη δεν μπαίνουν στις βάρκες που πάνε στο βαπόρι όταν οι βαρκάρηδες είναι πρόσφυγες».[44] Η ρεμούλα γύρω από τις τουρκικές περιουσίες από την άλλη και οι δήθεν ανησυχίες για την τύχη των προσφύγων με σκοπό την ανάληψη εργολαβιών και χρυσών δουλειών είναι η εικόνα που δίνει ο Νενεδάκης[45] : « ό,τι μας συμφέρει είναι το καλύτερο και το συμφέρον μας το χάνουμε με τους πρόσφυγες. Πρέπει να μοιράσουμε πολλά, το ψωμί μας, τις περιουσίες που νομίζαμε πως θα κληρονομήσαμε, όλα»[46], λέει παράγοντας του Ρεθύμνου στο βουλευτή Τ., υπουργό Οικονομικών της Κυβέρνησης Παπαναστασίου, οδυρόμενος για το ότι οι τουρκικές περιουσίες το 1923 θα δίνονταν στους δυστυχείς και όχι στους Ρεθυμνίους.

Η αναχώρηση των Τούρκων με τη Σύμβαση και Συνθήκη αργότερα της Λωζάνης παρουσιάζεται στην όλη τραγικότητά της στο Κεφ. « Οι Τούρκοι φεύγουν»: « Ο θρήνος ακούγεται ως πέρα τα σεπέρια στα τούρκικα σπίτια και μέσα στους μαχαλάδες, στα σοκάκια κρατά ο ένας τον άλλο, λιποθυμούν οι γυναίκες κι οι γέροι είναι δακρυσμένοι. Με δυσκολία κατεβαίνουν στο λιμάνι και ξαναγυρνούν στα σπίτια τους, δεν μπορεί να τους περιμαζέψει κανείς».[47] « Και κάτω απ’τα τούρκικα σπίτια που αδειάζουν περιμένουν οι πρόσφυγες μ’ ένα μπόγο. Μια κουβέρτα, ένα κατσαρόλι,ένα σκαμνί. Πολλοί γελούν, άλλοι κλαίνε…….».[48] Οι ντόπιοι πάλι πετροβολούσαν τους αναχωρούντες Τούρκους: « Να πάτε στην Κόκκινη Μηλιά, μπουρμάδες, να ξεκουμπιστείτε. Άλλοι φωνάζουν ονόματα φίλων, γειτόνων και τους αποχαιρετούν και φιλιούνται σταυρωτά και κλαίνε…..»[49]

Η εικόνα λοιπόν, που δίνει ο Νενεδάκης στο δράμα που παίχτηκε στο Ρέθυμνο το 1922-23, είναι αποκαλυπτική και ιστορική σε μια αναπαράσταση που θα μπορούσε να παιχτεί σε έργο θεατρικό ή κινηματογραφικό. Ναι μεν εφόδιό του οι μνήμες του οι παιδικές – εφηβικές και ο Τύπος της εποχής, όμως η κριτική του ματιά, η αριστερή του συνείδηση, η ιστορική του οπτική τον καθιστούν πραγματικό ιστορικό στις σελίδες των Βουκεφάλων που αναφέρθηκαν. Λείπει και έλειπε από την ιστορία του Ρεθύμνου το προσφυγικό θέμα, καλύτερα μια αποτύπωση του τι έγινε. Όσο και αν είναι παρακινδυνευμένο να καταφύγει κανείς στη Λογοτεχνία γι αυτό, εντούτοις οι εικόνες του Νενεδάκη στους Βουκέφαλους αποτυπώνουν την ακριβή σχεδόν πραγματικότητα του 1922-23 που και οι εφημερίδες της εποχής υπαινίσσονται ή παρουσιάζουν μέσα από άρθρα, διαταγές και γνώμες. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να ήταν καλό για τους πρόσφυγες, όμως δεν πέρασαν αβρόχοις ποσί έως να φτάσουν εκεί. Η υποκρισία, το όψιμο ενδιαφέρον, η αδιαφορία και ο κυνισμός δυστυχώς και τότε επικράτησαν.

Ο Νενεδάκης λοιπόν ανασυνθέτει σε όλη της τη δραματικότητα, πολύ καλύτερα από τον Πρεβελάκη, την εποχή του 1922 για το Ρέθυμνο, φανερώνει όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε η πόλη και οι πρόσφυγες, τις λύσεις καλές ή κακές, και την εξέλιξη της προσφυγικής εγκατάστασης. Ο Πρεβελάκης τίποτε απ’ αυτά. Μένει στη σχέση των προσφύγων ψαράδων με τη θάλασσα, και αποτυπώνει και αυτός το φευγιό των Τούρκων, ιστορική στιγμή που μέτρησε περισσότερο γι’ αυτόν από’ κείνη της έλευσης και εγκατάστασης των προσφύγων στο Ρέθυμνο.

Άδεια Ηνιοχείας

Η εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος στο Ρέθυμνο μετά το 1922-23 που παρουσιάστηκε στους Βουκέφαλους συνεχίζεται και στην Άδεια Ηνιοχείας του Α. Νενεδάκη. Εκεί τα κεφάλαια με τον τίτλο «Η Χρυσή» είναι εκείνα όπου μπορεί κανείς να βρει πληροφορίες για τη μετά την Ανταλλαγή περίοδο και ως τα ύστερα χρόνια του Μεσοπολέμου στο Ρέθυμνο.

Η ελίτ της πόλης ,που ήταν στη βάση της αντιβενιζελική, ο Δεσπότης (Τιμόθεος) μορφωμένος με συγγραφικό έργο, οι ανηψιές του, οι Κυρίες και Ελληνίδες παρελαύνουν στο έργο αυτό του Νενεδάκη ως άνθρωποι που προσαρμόζονται σε κάθε περίσταση κρατώντας πάντα τον ηγετικό ρόλο τους ντυμένο με φιλάνθρωπες εικόνες και πράξεις που μεγενθύνουν την αρχοντιά τους και την ισχύ τους.

Ο συγγραφέας στο κεφ. « Ο δρόμος των Τσάρων», όπου διέμεναν όλοι αυτοί, αναφέρεται στην ιστορική φωτογραφία των Κυριών με τα πειναλέα προσφυγάκια του Ρεθύμνου « Από κείνες εξαρτώνται τα πάντα. Άλλωστε και στη φωτογραφία ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος δείχνει όχι μόνο το σεβασμό του σ’ αυτές , αλλά και πως είναι δεύτερο πρόσωπο σ’ όλη αυτή τη μάζωξη. Οι Κυρίες του αριστερού πλάνου είναι σύζυγοι ή συγγενείς προξένων, εμπόρων, με ονόματα γνωστά και τρανταχτά, με ύφος αδιαφιλονίκητα επιβλητικό,ευπρέπειας,με επιφάνεια πλούτου και περγαμηνών».[50] Ο Νενεδάκης επισημαίνει ότι η νυν εικόνα δεν είναι αληθής, διότι: «οι ιδρυτές των οίκων και των οικοσήμων υπήρξαν υπάλληλοι και μερικοί φαμέγοι και συνεργάτες των Τούρκων τα τέλη του περασμένου αιώνα».[51]

Η Χρυσή, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, θυμάται την εικόνα την εντυπωσιακή των Κυριών που στημένες περίμεναν με την κουτάλα να φωτογραφηθούν. «Ήταν όλες παχιές, άσπρες, καθαρές, μα τα χέρια τους δε μας άγγιζαν. Φοβούνταν μη λερωθούν».[52]

Το σπίτι όπου στεγάστηκε η Χρυσή και η οικογένειά της είναι αντιπροσωπευτικό των σπιτιών που δόθηκαν τότε στους πρόσφυγες στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου. «Κι όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν κατορθώναμε να το ασπρίσωμε. Οι σοβάδες είναι πεσμένοι,η στέγη μισοχαλασμένη και τα πορτοπαράθυρα λείπουν τα μισά».[53] «Κοιμόμαστε κι οι τρεις σκεπασμένοι την ίδια κουβέρτα. Δεν είχαμε ένα ρούχο, παπούτσια, ένα πιάτο περίσιο, κουτάλια, πηρούνια. Πέρασε καιρός για να αποχτήσουμε αυτά τα πράγματα».[54]

Η Χρυσή συνεχίζει: «Μας έδωσαν αυτό το σπίτι, αλλά δεν ήταν ακόμη δικό μας. Μπορεί και να μην μέναμε πάντα εδώ. Μπορεί να μας έδιναν άλλο….. Είναι. Εποικισμός, λένε….. Μας έδωσαν σε μια απλωσιά κοντά στη θάλασσα δυο τρία στρέμματα γης, στ’ ανατολικά της πολιτείας……».[55]

Στο Ρέθυμνο μετά το 1924 «οι ανακατατάξεις πολιτικές και κοινωνικές έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση ανυπόφορη μετά το Μικρασιατικό. Οι περισσότεροι από τους μεγαλεμπόρους, τους μεγαλοιδιοκτήτες και τους μικροαστούς……. Είναι παροπλισμένοι, όσοι ζουν.Και στην τάξη των έχουν εισχωρήσει μικρέμποροι άσημοι, χωρικοί…… ακόμη και κάποιοι Μικρασιάτες πρόσφυγες…..».[56] Την ίδια εικόνα έχομε και από τον τοπικό τύπο.[57] Όμως ο Νενεδάκης απεικονίζει την οικονομική κρίση του 1922-30: «Όμως τη σήμερον ημέρα που είναι γεμάτοι οι δρόμοι ξυπόλητους, που οι Μικρασιάτες είναι οι περισσότεροι άνεργοι, που το Κουβέρνο έχει φτωχύνει με τον πόλεμο και την καταστροφή, δυσκόλεψαν όλα».[58]

«Οι Μικρασιάτες δεν έχουν συνηθίσει ακόμη, Δεν στεριώνουν. Πολλοί φεύγουν για την Ελλάδα. Νομίζουν πως είναι περαστικοί, πως θα ξαναγυρίσουν στα χώματά τους».[59] Αυτή είναι η εικόνα που δίνει ο Νενεδάκης για την περίοδο αυτή και τους πρόσφυγες. Ο Νενεδάκης σημειώνει χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής που δεν απαντώνται στον τύπο παρά μόνο στη μνήμη. «Γνωρίζω τους ανθρώπους από τα παπούτσια τους. Οι Μικρασιάτες έχουν παπούτσια με φαγωμένα τακούνια, το πετσί τους σκασμένο, άβαφο. Αλλά οι ντόπιοι φορούν άλλα παπούτσια και τα βάφουν κάθε Κυριακή, εκεί στον Πλάτανο».[60]

Ο διαχωρισμός των μαθητών σε ντόπιους και πρόσφυγες είναι μια άλλη πληροφορία – εικόνα του Ρεθύμνου της εποχής: «Δε μπορώ να καταλάβω γιατί είμαστε έτσι χωρισμένοι. Μόνο στα διαλείμματα συναντιόμαστε. Όμως δεν έχουμε πολλές σχέσεις μαζί τους.Κάτι μας χωρίζει εχτός από τα ρούχα και τα παπούτσια που φορούμε…. πως εμείς είμαστε τα προσφυγάκια…. Σα να βρισκόμαστε σε ξένο σπίτι επισκέπτες. Κάνουμε γυμναστικές εξετάσεις διαφορετικές μέρες, χωριστά, τραγουδούμε άλλα τραγούδια εμείς,άλλα εκείνοι. Και μόνο τον ίδιο εθνικό ύμνο τραγουδούμε εμείς και κείνοι».[61]

Έτσι ο Νενεδάκης μας δίνει την εικόνα του ρατσισμού που διέπει την εκπαίδευση στο Ρέθυμνο, οι ντόπιοι αλλού (στο 2ο Δημοτικό) και στο Τούρκικο οι πρόσφυγες. Ως παιδί η Χρυσή δεν καταλάβαινε τότε το διαχωρισμό, τον αναπολεί χρόνια μετά.

Στην εποχή του Πάγκαλου και της δικτατορίας του η «Αστραπή» του Δρακάκη διαμαρτύρεται για την τύχη που διαβλέπει ότι θα έχουν τα προσφυγόπαιδα: «Κάποια πρόνοια πρέπει να ληφθεί δια τα προσφυγόπαιδα εκείνα τα οποία άνευ προστασίας τινός διατελούντα και ούτω εις τους δρόμους ανατρεφόμενα θα δημιουργήσουν εις το μέλλον ασφαλώς ομάδας επικινδύνους αλητών». Και επισημαίνει ο Νενεδάκης ( κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τις μέρες που ήλθαν οι πρόσφυγες).[62]

Οι μνήμες των Μικρασιατών από την πατρίδα επανέρχεται κάθε τόσο, όταν συναντούν δυσκολίες στο Ρέθυμνο του Μεσοπολέμου. Τα παιδιά, που ήλθαν μικρά, δεν καταλάβαιναν από πολιτική και δεν κατανοούν τις ιστορίες της Μικρασίας με τις οποίες οι γονείς «δικαιολογούνται στα παιδιά τους για το τωρινό κατάντημά τους σαν τη μάνα της Χρυσής που ξενοπλένει, ξενοδουλεύει για να τα φέρει βόλτα».[63]

Η οικονομική κρίση του 1925 στην Ελλάδα και στο Ρέθυμνο παρουσιάζεται με το κεφάλαιο «Κρίση» με το οποίο και αραιώνει πια η προσφυγιά στο έργο «Άδεια Ηνιοχείας». Βλέπετε, είχαν ήδη ενταχθεί οι πρόεσφυγες στη ρεθεμνιώτικη κοινωνία και ο συγγραφέας δεν τους κάνει πια ιδιαίτερη μνεία πλην ελαχίστων περιπτώσεων όπως οι ιστορίες των Μικρασιατών για τον Κεμάλ, για τους Τσέτες για τους δικούς τους που χάθηκαν, για τα παιδιά τους, τους γονείς τους[64] ή όταν αναφέρεται στους δύο συλλόγους των Μικρασιατών , την Ομόνοια και τον Αλληλοβοηθητικό σύλλογο προσφύγων που ανταγωνίζονταν. Ο Νενεδάκης ήδη στα 1927 πλέον επιμένει ότι το μεγάλο πρόβλημα στο Ρέθυμνο παρέμεναν οι Μικρασιάτες που αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα όμως «αυτό που τους πληγώνει και τους απασχολεί είναι η συμπεριφορά μερικών ντόπιων. Οι Μικρασιάτες αισθάνονται πως είναι δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Καταλαβαίνουν που είναι τοποθετημένοι από τη συγκρατημένη περιφρόνηση και το στρίμωγμά τους. Και καταλαβαίνουν πως τους θεωρούν ξένο σώμα, ακόμη και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της ντόπιας κοινωνίας και αντιδρούν αναλόγως».[65] Γι’ αυτό είχαν δημιουργηθεί τα δύο σωματεία. Ο Νενεδάκης λέει : « ότι αυτοί που είχαν ταχτοποιηθεί μόλις έφτασαν, υποδύονταν τους εκπροσώπους του προσφυγικού κόσμου»[66] Έγιναν «παράγοντες» εκείνων που τους ταχτοποίησαν τότε, λέει. Πράγματι ο τύπος της εποχής το αποδεικνύει : «Ήταν εκείνοι που έθεσαν υποψηφιότητες στις δημοτικές εκλογές».[67]

Η υπηρεσία του Εποικισμού μεταστέγασε την οικογένεια της νεκρής πια Χρυσής σε άλλο σπίτι, πιο μικρό, στις Φυλακές, τους πήρε το σπίτι στο λιμάνι για να το δώσει σε πιο μεγάλη οικογένεια προσφύγων κι ο π. Γρηγόρης έβαλε το ορφανό σε μια προσφυγική οικογένεια καπνοκαλλιεργητή.[68] Έτσι ο Νενεδάκης έχει την αφορμή να αναφερθεί στην καπνοκαλλιέργεια που γνώριζαν και εφάρμοσαν οι πρόσφυγες στο Ρέθυμνο. Ακολουθεί η εικόνα της καπνοκαλλιέργειας επεξεργασίας του καπνού[69] , η σεξουαλική εκμετάλλευση της ορφανής και η φυγή της σε άλλη πόλη σε «σπίτι». Με αυτή την ιστορία ουσιαστικά λαμβάνει τέλος η εκτενής αναφορά, αναπαράσταση της προσφυγικής ζωής στο Ρέθυμνο από το 1922 ως το 1927 από το Νενεδάκη. Θεωρώ ότι είναι εκτός του λογοτεχνικού της χαρακτήρα, μυθιστορηματικού, πραγματική απεικόνιση της εποχής στο Ρέθυμνο. Ο Νενεδάκης χρησιμοποίησε τον τοπικό τύπο εξαντλητικά, τις εφημερίδες που απεικονίζουν κι αυτές ,ελλειπτικά όμως, τη ζωή αυτή. Έρχονται όμως τα βιώματά του, οι σχέσεις που είχε με τα προσφυγάκια ως μαθητής, γείτονας και θεωρώ ότι η εικόνα που έδωσε δεν είναι υπερβολική ή μεγαλοποιημένη. Αυτή ήταν η θέση των προσφύγων του ’22 στο Ρέθυμνο που με κόπους και μόχθους ξεπέρασαν, όσοι μπόρεσαν φυσικά, και δημιούργησαν μια νέα ζωή τόσο στην πόλη που αποβιβάστηκαν όσο και στις άλλες περιοχές της χώρας όπου ρίζωσαν. Είναι λοιπόν ο Νενεδάκης ουσιαστικά ένας χρονικογράφος των γεγονότων αυτών και ως τέτοιο θεώρησα χρήσιμο να αποδελτιώσω όσα σημαντικά αναφέρει, τα οποία έζησε και που ο τύπος της εποχής δεν ανέφερε σκόπιμα.

Αν θέλαμε να προβούμε σε κάποιας μορφή σύγκριση των δύο συγγραφέων επί του θέματος των προσφύγων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Νενεδάκης είναι λόγω ιδεολογίας και κριτικής ματιάς στη ρεθεμνιώτικκη κοινωνία πιο οξύς κριτής και αδιάψευστος μάρτυρας όσων έτρεξν στο Ρέθυμνο μετά το 1922.Ο Πρεβελάκης στάθηκε περισσότερο στο ιστορικό γεγγονός της Ανταλλαγής και της απαλλαγής του Ρεθύμνου από τους Τούρκους, γεγονός σημαντικό για κεινον που άξιζε να καταγραφεί στο Χρονικό. Όμως δεν ασχολήθηκε παρά επιφανειακά με τους πρόσφυγες που κατέκλυσαν την πολιτεία.

[1] Βλ.Π.Παρασκευά, Οι πρόσφυγες του Ανατολικού Ρεθύμνου, Ένα κατάστιχο του 1923. , Ρέθυμνο 2008. Εκτός του συγκεκριμένου αρχειακού υλικού δεν έχει δημοσιευτεί κάτι ανάλογο για την πόλη ή το θέμα γενικότερα για το Ρέθυμνο ή την Κρήτη.

[2] Χρονικό, σ.79

[3] Χρονικό, σ.79

[4] Χρονικό , σ. 80

[5] Θα αναφερθώ ενδεικτικά στην οικογένεια Π.Παρασκευά, Δ. Τεργιακή και άλλες που στη Σωχώρα έβλεπες να ψαρεύουν με διάφορους τρόπους .

[6] Χρονικό, σ. 81.

[7] Χρονικό , σ. 82

[8] Π.Παρασκευάς, ό.π.σ. 15, = Βήμα Ρεθύμνης 694/30-8-1922

[9] Κρητ. Επιθεώρησις 747/16-3-1925

[10] Ίσως ο Πρεβελάκης στο θέμα αυτό να έχει υπόψη του και την οικονομική συνεισφορά των Τούρκων του Ρεθύμνου προς τους πρόσφυγες , βλ. Π.Παρασκευά, ό.π.σ. 17.

[11] Κρητ. Επιθ. 644/6-11-1922

[12] Χρονικό σ. 83.

[13] Χρονικό, σ. 83-84.

[14] Χρονικό , σ. 84

[15] Κρητ.Επιθ. 941/9-2-1925

[16] Χρονικό , σ. 85

[17] Χρονικό , σ. 86

[18] Βουκέφαλοι, σ.16

[19] Βουκέφαλοι , σ.19

[20] Βουκέφαλοι, σ.227-228

[21] Βουκέφαλοι, σ.233

[22] Βουκέφαλοι, σ.257

[23] Βουκέφαλοι, σ.258

[24] Βουκέφαλοι, σ.258

[25] Βουκέφαλοι, σ.259-260

[26] Βουκέφαλοι, σ.261

[27] Βουκέφαλοι , σ. 263.

[28] Βουκέφαλοι σ. 267.

[29] Βουκέφαλοι, σ. 267

[30] Βουκέφαλοι, σ. 268

[31] Βουκέφαλοι, σ. 268

[32] Βουκέφαλοι, σ. 269

[33] Βουκέφαλοι, σ. 270

[34] Βουκέφαλοι, σ. 271

[35] Βουκέφαλοι, σ. 271

[36] Βουκέφαλοι, σ. 272

[37] Βουκέφαλοι, σ. 272-3

[38] Βουκέφαλοι, σ. 273

[39] Βουκέφαλοι, σ. 274

[40] Βουκέφαλοι, σ. 274

[41] Βουκέφαλοι, σ. 276

[42] Βουκέφαλο, σ. 277

[43] Βουκέφαλο, σ. 279

[44] Βουκέφαλοι, σ. 282

[45] Βουκέφαλοι, σ. 282-86

[46] Βουκέφαλο, σ. 289

[47] Βουκέφαλοι, σ. 289

[48] Βουκέφαλοι, σ. 290

[49] Βουκέφαλοι, σ. 291

[50] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 21

[51] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 21-22

[52] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 24

[53] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 25

[54] Άδεια Ηνιοχείας, σ.25

[55] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 29

[56] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 35

[57] βλ. Κρητ. Επιθ. 760/9-6-1925,826/2-10-1926, Αστραπή 26/9-10-1925,86/11-7-1926,120/7-11-1926

[58] ‘Αδεια Ηνιοχείας, σ.37

[59] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 39

[60] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 41

[61] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 45-46

[62] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 48

[63]Άδεια Ηνιοχείας, σ. 53

[64] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 107

[65] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 124

[66] Άδεια Ηνιοχείας, σ.124

[67] Βλ. Κρητ. Επιθ. 826/2-10-1926 και Αστραπή 7-11-1926. Επρόκειτο για τον Κ.Καράβα, Αντ. Αρναούτογλου, τον ιατρό Ευκλείδη κ.α.

[68] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 146. Βλ. για τη συνεισφορά των προσφύγων στην καπνοκαλλιέργεια Κ.Ξεξάκη, Οι Έλληνες από τη Μ.Ασία έφεραν πολιτισμό, Κρητ. Επιθ.31-12-1993

[69] Άδεια Ηνιοχείας, σ. 146-152

Παρασκευάς Παναγιώτης — Άγονη Γραμμή

Αφήστε μια απάντηση