Οι παραδοσιακοί καφενέδες του Χρωμοναστηρίου

Οι παραδοσιακοί καφενέδες του Χρωμοναστηρίου
 
Σήμερα οι ηλικιωμένοι αναστενάζουν που θυμούνται τα βιώματά τους όταν ήτανε παιδιά. Από το μυαλό τους περνούν όλες αυτές οι σκέψεις, όπως περνούν τα τρένα από τους σταθμούς για να μεταφέρουν τους επιβάτες στον προορισμό τους.
Πρόσφατα όπως ήτανε ημιξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο χωριό Χρωμοναστήρι ο ηλικιωμένος Στυλιανός Δ. δέχθηκε απρόοπτη επίσκεψη από τον επίσης ηλικιωμένο εξάδελφό του Γιάννη Τ. για παρέα και για να ενημερωθούν μεταξύ τους για την πορεία της υγείας τους.
Μετά από λίγο η γυναίκα του κ. Ευγενία τοποθέτησε πατάτες στη στάχτη του αναμένου τζακιού τους για να προσφέρει μαζί με τις νόστιμες χορτόπιτες, που είχε ψήσει πριν για την ρακή και για να υποδεχθούν όλοι μαζί τον χειμώνα και το κρύο.
Η συνομιλία μεταξύ όλων και με την συνοδεία των μεζέδων και της ρακής ήτανε εύχαρις, με πολλά αστεία που πρωτοπορούσε το γέλιο στα πρόσωπα όλων και αναγκάστηκε η παρέα να παρατείνει τον χρόνο αδιαφορώντας για τον λιγότερο βραδινό ύπνο τους.
Στη συνέχεια ο Στέλιος αναφέρθηκε για το καφενείο που δεν μπορεί να πάει, γιατί δεν τον βοηθούν τα πόδια του -να περάσει λίγο η ώρα του- να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα για να ψοφήσουν κατά τη διαδρομή είπε τα λίγα μικρόβια που έχουμε όλοι μας.
Ο καναπές και το κρεβάτι είναι κάθε μέρα και νύχτα η συντροφιά μας και το τζάκι που μας ζεσταίνει μαζί με την Ευγενία.
Τα παιδιά – τα εγγόνια – οι συγγενείς και οι φίλοι έρχονται και με βλέπουν συχνά αλλά κάποτε θα τελειώσουν όλα.
Μετά πήρε τον λόγο και ο εξάδελφός του Γιάννης, που θυμήθηκε όλους τους παραδοσιακούς καφενέδες του χωριού, που πηγαίνανε την κατοχή οι χωριανοί τα βράδια – τις Κυριακές και τις γιορτές να περνούν την ώρα τους. Ακόμα θυμήθηκε και τα ονόματα αυτών που τους είχανε, αλλά σήμερα κανείς δεν ζει και ούτε υπάρχουν οι καφενέδες όπως ήτανε:
Του Ατσιπουλιανάκη Ν. – του Ρισάκη Γ. – το Παπαδάκη Α. του Διβανή Χ. – του Κοτσαμπασάκη Κ. – του Παττακού Μ. – του Ποθουλάκη Σ. και του Καριωτάκη Ν.
Μετά η παρέα πήρε το τέλος της, αλλά την άλλη ημέρα ο Γιάννης θεώρησε ότι είναι απαραίτητο να περιγράψει πως ήτανε οι καφενέδες της παλιάς εποχής, αφού τους θυμάται για να τους θυμηθούν με αναστεναγμούς οι παλιότεροι και για να ενημερωθούν οι νέοι της σημερινής μας εποχής.
Το χωριό Χρωμοναστήρι αυτή την εποχή είχε τους περισσότερους καφενέδες από τα άλλα χωριά γύρω του Βρύσινα και είχανε την δυνατότητα να εξυπηρετούν τους πολλούς χωριανούς και τους κατοίκους από τα χωριά Καπεδιανά και Μύλους που είχανε πάντα καλές συνεργασίες σε όλα.
Η διαμόρφωση εσωτερικά ήτανε σχεδόν η ίδια. Το κυριότερο ήτανε το τζάκι που ήτανε φτιαγμένο σε μία πλευρά του τοίχου με καμινάδα ή χωρίς αυτής να προσφέρει την φλόγα από ξύλα και πυρήνα για να ψήνει ο καφετζής κυρίως τον καφέ και το βραστάρι. Τον δε χειμώνα στη στάχτη, τις οφτές πατάτες και τα κάστανα για τον μεζέ της ρακής.
Τη φωτιά την άναβε ο καφετζής με τις δυο πέτρες και την ίσκα – μετά ήρθε η κατασκευή του αναπτήρα με το φυτίλι και γύρω στο 1960 βγήκανε τα σπίρτα που τα αγόραζε από το μονοπώλιο της πόλης. Κοντά στο τζάκι υπήρχε το ξύλινο τεζιάκι, σε σχήμα τραπεζιού. Στο δεξιό αυτού τοποθετούσανε αυτά που χρησιμοποιούσανε πιο συχνά: μπουκάλια – πιάτα – λουκούμια – βανίλια κ.λπ. Στον ίδιο χώρο κολλητά με τον τοίχο ήτανε και ο νεροχύτης με το δοχείο από λεπτή λαμαρίνα με τη βρύση, γεμάτο νερό, κρεμαστό στον τοίχο για να πλένει ο καφετζής ή η γυναίκα του τα φλιτζάνια, ποτήρια, μπρίκια κ.λπ. Επί του τοίχου είχανε δυο ή τρία ξύλινα ράφια για τα διάφορα χρειασίδια του καφενέ και στην άκρη του ενός τις τράπουλες και την κούτα έθνος με τα 88 τσιγάρα. Εκεί κοντά είχε και τη θέση της η στάμνα με το πόσιμο της βρύσης νερό επάνω στον σταμνοστάτη με την αστιβίδα για να μην σπάσει.
Στον κενό χώρο υπήρχανε ανάλογες αυτοσχέδιες καρέκλες-τραπέζια και μερικά σκαμνιά (σκαμπό) ξύλινα ή από άρτικα.
Ο φωτισμός του καφενέ γινότανε από τον μεγάλο λύχνο με λάδι με τα τρία φυτίλια ή με λάμπα πετρελαίου και αργότερα με το λουξ.
Τα βράδια που γυρίζανε οι χωριανοί από τις αγροτικές δουλειές και από τα πρόβατα -μετά το φαγητό τους κάνανε την εμφάνισή τους στον καφενέ για λίγη ξεκούραση να μάθουν τα νέα του χωριού αλλά και να πιούνε και το ποτό τους.
Το καλοκαίρι τα τραπέζια με τις καρέκλες βγαίνανε έξω στην αυλή του καφενέ κάτω από τη σκιά της κρεβατίνας ή της τεχνικής σκεπής από καλάμια και επάνω τους μικρότερα με το φύλλωμά τους. Τουαλέτα οι καφενέδες δεν είχανε. Στην ανάγκη τους πηγαίνανε στο σπίτι του καφετζή ή στο δικό τους.
Τις Κυριακές και τις γιορτές οι καφενέδες ανοίγανε μετά την εκκλησία, οι δε χωροφύλακες περιφερότανε και κάνανε παρατήρηση σε αυτούς που τους ανοίγανε.
Όταν ο καιρός ήτανε βροχερός ή όταν χιόνιζε το καταφύγιο των χωριανών ήτανε οι καφενέδες. Όταν βγαίνανε από την πόρτα τους αποφασίζανε σε ποιον καφενέ θα πάνε για να περάσει η ώρα τους με την παρέα που θα συναντούσανε. Ορισμένοι συνέχεια είχανε τον ίδιο καφενέ δεν τον αλλάζανε μάλλον από υποχρεώσεις τους.
Πίνανε πρώτα τον καφέ τους και χαιρότανε οι βοσκοί που έβρεχε να μεγαλώσουν τα χόρτα για τα ζώα τους και οι γεωργοί για τα σπαρτά τους. Μετά χαρούμενοι πιάνανε τα χαρτιά και αυτός που θα έχανε πλήρωνε τους καφέδες.
Όμως κάποια ώρα που τελειώνανε λέγανε του καφετζή. Έχεις πράμα να πιούμε κανένα κρασί; Εκείνη την ημέρα όσοι τύχανε να πάνε στον καφενέ του Διβανή Χ. πήρανε την απάντηση. Ναι, έχω. Πριν από λίγο η Μαρία έψησε ένα λαγό που έπιασα προχθές στα τέλια. Έτσι τους έβαλε στην φαγιάντζα αρκετό λαγό με κρεμμύδια, ενώ άφησε στο πήλινο τσικάλι και για την οικογένειά του. Ακόμα τους πήγε ψωμί και μια οκά κρασί. Επειδή έβλεπε ότι δεν θα τους έφθανε τους έκανε από μια τηγανιά πατάτες και ομανίτες από τον Βρύσινα. Ο δε Χρήστος τους κέρασε άλλη μια οκά κρασί. Σε λίγο το ίδιο κέρασμα έκανε και η διπλανή παρέα του αδελφού του Δράκου.
Στο τέλος δεν θυμότανε η παρέα των έξι ατόμων πόσες οκάδες είχανε πιει. Όλοι είχανε γίνει φέσι και ψιλοτραγουδούσανε. Για την παρέα αυτή μας ενημέρωσε πρόσφατα ο κ. Γιώργος Δ. ανιψιός του καφετζή.
Την ίδια ημέρα και στου Ατσιπουλιανού τον καφενέ άλλη μια δυναμική παρέα είχε καταλήξει. Εκεί ξέρανε ότι η τσικάλα του θα είχε χοντρό μεζέ και αντικρίσανε μια χοιροκεφαλή βρασμένη που άχνιζε. Έξω βροχή και κρύο και μέσα ο μαστραπάς της οκάς γέμιζε και άδειαζε. Σε λίγο έφθασε και μια τηγανιά μεγάλη συκώτι και ο Βαγγέλης (καφετζής) κάθισε κοντά στην παρέα και η όρεξη αύξανε. Μετά από λίγο λένε στη Μαρία να κάνει άλλη μια τηγανιά. Σαν τζαμπάζης και χασάπης που ήτανε πάντα κρατούσε τον καλό μεζέ (συκώτι, αμελέτητα, γλυκάδια και τα κεφάλια αυτών που έσφαζε). Από εκεί ήτανε και η περασιά των Καπεδιανών. Με την μυρωδιά καταλαβαίνανε ότι υπάρχει βραστό κρέας και σταματούσανε να κάνουνε την παρέα τους. Για την παρέα αυτή πριν 15 ημέρες μας την διηγήθηκε ο κ. Στέλιος στο σπίτι του, ο οποίος είναι και γαμπρός του καφετζή, που είχε και αυτός συμμετοχή. Τις ημέρες του χειμώνα που αδυνατούσανε να πάνε στις εργασίες τους – όλοι οι καφενέδες ήτανε γεμάτοι σχεδόν όλη την ημέρα.
Όμως και πρόσφατα που κάναμε παρέα με την ηλικιωμένη Ευτυχία Μαραγκάκη μας είπε ότι στον καφενέ του Καρνιώτη στην πάνω πλατεία εκτός από τις παρέες που δεχότανε εξυπηρετούσε και το χωριό όπως: ο ταχυδρόμος που ερχότανε είχε στέκι τον δικό του καφενέ. Όταν έφθανε με τον γάιδαρό του – έβγαζε το μούζικο και καλούσε τους χωριανούς να πάρουν ή να δώσουν τα γράμματά τους και όσων απουσιάζανε έπαιρνε την ευθύνη να τα δώσει ο καφετζής. Μόνο καφέ ή φασκομηλιά έπινε και αναχωρούσε για να προλάβει τα χωριά Καπεδιανά και Μύλοι.
Επίσης και ο αγροφύλακας εκεί άφηνε να μοιράσει ο καφετζής τις κλήσεις από τις αγροτικές ζημιές να τις πάρουν οι κατηγορούμενοι να πάνε στο αγρονομείο στις Πρασές να δικαστούν.
Όμως και ορισμένοι καφετζήδες εκτός από την εξυπηρέτηση που προσφέρανε στους χωριανούς και κάθε Σάββατο σφάζανε μεγάλα ζώα προβατίνες – κατσίκες – κριούς τράγους, για να αγοράζουν κρέας όσοι δεν είχανε ζώα τα δε Χριστούγεννα τους είχανε και χοιρινό άγδαρτο.
Η τελευταία συνάντηση που έγινε στο χωριό ήτανε με τον κύριο Τσόγκα Σ., τον οποίο ρωτήσαμε τι θυμάται εκτός των άλλων που είπανε οι προηγούμενοι για τους καφενέδες του χωριού και μας είπε: Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν λέγανε οι χωριανοί στον καφετζή: φέρε μου ένα υποβρύχιο που εννοούσε μια βανίλια στο ποτήρι με νερό. Μια άλλη παραγγελία: Μία γκαζόζα στα τρία ή στα 4 (ποτήρια). Και ο Στέλιος ο Λευκογιαννός έλεγε: φέρε μου μια κανελάδα και εννοούσε μια κούπα κρασί. Ακόμα και ο Πράσας Ι. από τους Μύλους στον καφενέ του Διβανή Χ. είπε: Χρήστο, ένα βαρύ γλυκό και τρία τσιγάρα. Του πήγε τον καφέ τα δε τσιγάρα – του έβαλε από ένα στο κάθε αυτί του και το τρίτο στο στόμα του. Μετά με την τσιμπίδα πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο από το τζάκι και του λέει: Ρούφα να το ανάψεις. Και πρόσθεσε ότι ο Χρήστος ήτανε πολύ αστείος καφετζής και γι’ αυτό όσοι χωριανοί τους αρέσανε τα αστεία πηγαίνανε στον καφενέ του.
Τελειώνοντας οι λίγοι ηλικιωμένοι του χωριού που είχανε συμμετοχή εις την πρόσφατη παρέα στο χωριό μας μαζί με την αρθρογράφο εκφράζουν με αναστεναγμούς την λύπη τους που έχουν χαθεί τα στέκια των προγόνων τους και τα δικά τους. Αλλά και ότι αναζητούν τους καφετζήδες που έχουν φύγει πριν αρκετά χρόνια. Τα τρία καφενεία που είναι σήμερα δεν έχουν καμία ομοιότητα με τα παλιά.
Το παρόν κείμενο το αφιερώνουμε στη μνήμη των καφετζήδων μας και αποτελεί μνημόσυνο για την ανάπαυσή τους.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός

Αφήστε μια απάντηση