ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

του Μανώλη Ζαχαράκη

Γιός ενός φτωχού καφεπώλη, ο Νίκος Ξυλούρης, από τ’ Ανώγεια του Ρεθύμνου,

ξεπετάχτηκε μια μέρα από την αφάνεια για να δημιουργήση με τη ζεστή καθάρια φωνή του

κατάσταση στην ελληνική μουσική και να εξελιχθή σαν ένας από τους μεγαλύτερους

σύγχρονους ερμηνευτές. Ήταν ο πρώτος από τους γιούς του φτωχού μεροκαματιάρη από τ’

Ανώγεια. Ήταν μερακλής και του άρεσε η μουσική. Όταν άκουγε τις παρέες να περνούν

κάτω από το σπίτι του, κάνοντας καντάδες, πεταγόταν απάνω, έβγαινε έξω και πήγαινε

μαζί τους. Από πέντε χρόνων άρχισε να συναναστρέφεται με τους τραγουδιστάδες. Οι

γονείς του δεν την έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την κλίση του. Ο μικρός Νίκος

έβαζε τότε τα κλάματα, έκανε φασαρία, τελικά όμως του πέρναγε. Από τότε που μπήκε

στην παρέα των τραγουδιστάδων άρχισε να ξερογλείφεται βλέποντας τη λύρα.

Παρακαλούσε τον πατέρα του να του αγοράση μία. Αυτός τίποτα. Μπήκε τότε στη μέση ο

δάσκαλος του, και πέτυχε την αγορά. Μόνος του άρχισε να μαθαίνη σιγά – σιγά, γιατί,

όπως έλεγε ο ίδιος η λύρα δεν διδάσκεται. Από τα 15 του χρόνια γυρνούσε στα πανηγύρια

και στους γάμους τραγουδώντας. Η μοναδική του δουλειά αυτή ήταν. Η ουσιαστική του

καριέρα άρχισε όταν κατέβηκε στο Ηράκλειο, όπου μένουν πολλοί Ανωγειανοί, και

βοηθήθηκε απ’ αυτούς πάρα πολύ. Στο Ηράκλειο έπαιζε… ευρωπαϊκή μουσική!!

Οι άνθρωποι δεν συνήθιζαν τότε τις μαντινάδες και τα ριζίτικα. Τραγουδούσε

λοιπόν κι έπαιζε ταγκό, βαλς. Μέχρι και τη «Βιολετέρα» είχε παίξει.

Ότι καινούργιο έβγαινε φρόντιζε να το μάθη. Δεν ένοιωθε ικανοποίηση όμως. Αυτός

ήθελε να λανσάρη την Κρητική μουσική. Να κάνει τον κόσμο να την αγαπήση. Λίγο καιρό

αργότερα άνοιξε ο «Ερωτόκριτος» όπου πήγε λυράρης και τραγουδιστής. Παίζοντας μόνο

κρητική μουσική.

Έγραψε και δικά του τραγούδια την εποχή αυτή, που τα αγάπησε όλος ο κόσμος.

Γρήγορα έγινε γνωστός και στην Αθήνα. Οι μερακλήδες κρητικοί ήθελαν να τον πάρουν

στην πρωτεύουσα για να τους διασκεδάζη. Πήγε δοκιμαστικά. Συναντήθηκε με τον

Μαρκόπουλο και 6-7 χρόνια μετά, ο συνθέτης του ζήτησε να συνεργαστούν.

Έτσι τραγούδησε τα «Ριζίτικα» και άρχισε να γίνεται γνωστός και στην υπόλοιπη

Ελλάδα. Η νεολαία αγάπησε το λεβέντικο τραγούδι του και τη ζεστή ερμηνεία του. Στη

μπουάτ «Λήδρα» της Πλάκας έγινε το μεγάλο ξεκίνημα.

Ο Ξυλούρης ήταν ένας γνήσιος άνθρωπος. Απλός γελαστός και προ πάντων σεμνός.

Ο Κρητικός που ποτέ δεν αποχωρίστηκε τη γλυκιά Κρήτη, που τόσους και τόσους λεβέντες

έχει αναδείξει.

—————————————————————————————————

Κρητική Επιθεώρηση 08/02/1981

Σαν σήμερα πριν ένα χρόνο

Σίγησε για πάντα το αηδόνι της Κρήτης

Εβαλ’ ο Θεός σημάδι

παλικάρι στα Σφακιά

Πριν από ένα ακριβώς χρόνο. Κι ήταν το παλικάρι τούτο διαλεχτό. Ένα καύχημα της

Κρήτης. Ένα καμάρι της Ελλάδας. Ένα απόκτημα του τραγουδιού. Ήταν ο Νίκος Ξυλούρης.

Γράφανε κείνη τη μαύρη μέρα του Φλεβάρη οι εφημερίδες:

«Ο Νίκος Ξυλούρης, ο μεγάλος λυράρης και τραγουδιστής της Κρήτης δεν υπάρχει

πια. Πέθανε τα ξημερώματα νικημένος από την καταραμένη αρρώστια, που από μήνες τον

είχε καθηλώσει στο κρεβάτι του πόνου. Ο θάνατος ήρθε να σφραγίσει τη μαγική λύρα και

την ανεπανάληπτη φωνή του μεγάλου λαϊκού καλλιτέχνη και να στερήσει την Κρητική και

γενικότερα την Ελληνική μουσική, από έναν από τους πιο δυνατούς και γνήσιους

εκφραστές της».

Τι ήταν ο Νίκος για το πλατύ κοινό αρκεί να δει κανείς τις εκδηλώσεις που γίνονται

στη μνήμη του για να καταλάβει. Ο κόσμος τον λάτρευε γιατί εκείνο το παλληκάρι

ευωδίαζε περηφάνεια, ανθρωπιά, ντομπροσύνη.

Ήταν αναθρεμμένος με τ’ αγέρι του Ψηλορείτη και γαλουχημένος με τις αθάνατες

ηθικές αξίες που τούτο το νησί αιώνες κράτησε ιερά κειμήλια.

Νοιώθοντας βαρύ πάνω του το χρέος αυτής της κληρονομιάς έκανε το παν για να

μην προδώσει τον τόπο της καταγωγής του. Έτσι «ποτέ δεν έσφιξε χέρια μουλιασμένα στο

αδελφικό αίμα» κι ούτε αποζήτησε τιμές κανακίζοντας αφέντες. Τα τραγούδια του ήταν

αναλαμπές παρηγοριάς στο μαύρο σκοτάδι της επτάχρονης τυραννίας. Έστρεφαν το

κουράγιο και φούντωναν την προσμονή.

Μπροστάρης πάντα δεν δείλιασε ούτε κι όταν τα τανκς έπεσαν πάνω στην Πόρτα

του Πολυτεχνείου. Η λύρα του ακόμα και τότε με πιότερη ένταση εμψύχωνε τους

ελεύθερους πολιορκημένους του κτιρίου.

Πότε θα κάνει ξαστεριά…

Πότε θα φλεβαρίσει…

Κι ήρθε η μέρα της χαράς. Και σκόρπισαν τα σύννεφα από τον ουρανό της πατρίδας.

Τώρα ο καλλιτέχνης έπρεπε να στραφεί σε νέες αναζητήσεις.

Ξαναγύρισε λοιπόν σε τούτα τ’ άγια χώματα. Ξέθαψε από τον τάφο της λησμονιάς

ότι παλιό τραγούδι άκουγε. Τόφερε το δίσκο.

«απού θυμούμε τραγουδώ»

Ακολούθησαν κι άλλοι δίσκοι που άντεξαν και αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου.

Και τότε που ήταν στ’ απόγειο της δόξας του έστειλε ο χάρος την ύπουλη αρρώστια του

αιώνα μας να ρίξει στο στρώμα το παλικάρι για να μπορέσει πιο εύκολα να του κόψει το

νήμα της ζωής. Μα και τότε σαν νέος Διγενής ο Νίκος πάλεψε. Όσο γινόταν. Όσο

μπορούσε. Δεν λύγισε μια στιγμή. Μα ήρθε το τέλος. Και τότε το μοιρολόι άρχισε απ’

άκρου σ’ άκρο.

Χιλιάδες λαού, τραγουδώντας τα «Ριζίτικα» τον συνόδευσε στη τελευταία του

κατοικία.

Τον νεκρολόγησαν υπουργοί και βουλευτές. Τον τίμησαν άρχοντες και λαός. Και

σήμερα ακόμα, ένα χρόνο μετά το θάνατο του αυτοί που δεν ξεχνούν ετοιμάζουν

εκδηλώσεις στη μνήμη του. Θα γίνουν τέτοιες σήμερα στην Αθήνα, στα Χανιά, το Ηράκλειο.

Στο Ρέθυμνο όμως τίποτα. Ο τόπος που τον γέννησε και τον γαλούχησε σήμερα

θάναι απλός θεατής. Ο τόπος, που τόσο λάτρεψε το παλικάρι, σήμερα το αγνοεί. Γιατί; Για

ποια αιτία; Είναι ν’ απορεί κανείς. Ν’ απορεί και να ντρέπεται…

Αφήστε μια απάντηση