Μουσείο «Λαϊκής Τέχνης» «ΕΛΕΝΗ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗ»

 

 

 

 

Το Μουσείο «Λαϊκής Τέχνης» «ΕΛΕΝΗ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗ»του Δήμου Ρεθύμνης, εγκαινιάστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1994

Η συλλογή Ελένης Φραντζεσκάκη, που είναι η ιδρύτρια του μουσείου, περιλαμβάνει έργα παραδοσιακής χειροτεχνίας, όπως υφαντά, κεντήματα, κοσμήματα, πανάκριβες δαντέλες και άλλα.Στεγάζεται σε κτίριο της οδού Χειμάρρας, ακριβώς απέναντι από την Πινακοθήκη «Λ. Κανακάκις»

Κεντρική ομιλήτρια στα εγκαίνια ήταν η καθηγήτρια Ελένη Ανυφαντάκη που είχε δεσμευτεί στη φίλη της να παραδώσει τη συλλογή στο Δήμο για τον εμπλουτισμό του μουσείου Λαϊκής Τέχνης.Η κ. Ανυφαντάκη είπε τα εξής:

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΥΦΑΝΤΑΚΗ

 

Ελένη Ανυφαντάκη

Είμαι σίγουρη ότι θα αισθάνεσθε κι ολας να σας πλημμυρίζει η ομορφιά του διακοσμητικού πλούτου και η ζεστασιά των χρωμάτων των εκθεμάτων του μουσείου , κομμάτια περι-συλλεγμένα ένα- ένα με αγάπη από την Ελένη Φραντζεσκάκη, που ο Δήμος Ρεθύμνης ειχε την χαρά να δεχτεί και την ευαισθησία να εκτιμήσει ανάλογα με τη δημιουργία αυτού του Μουσείου.

Εχουμε γύρω μας έναν θησαυρό της λαϊκής μας παράδοσης , ανεκτίμητα κομμάτια, δείγματα της καλλιτεχνικής ευαισθησίας της ανώνυμης γυναίκας της Κρήτης, που εμπεριέχουν ταυτόχρονα όλη τη δημιουργικότητα του κοινωνικού συνόλου μέσα στο οποίο γεννήθηκαν όπως η κοινή γλώσσα  και θρησκεία ενός λαού ενώνουν τον λαό αυτό, δημιουργούν και ενδυναμώνουν την εθνική ταυτότητα και συνείδηση, το ίδιο και η λαϊκή τέχνη , εκφράζοντας μια κοινή αισθητική και λειτουργική αντίληψη, αποτελεί έναν ακόμα συνδετικό στοιχείο του κοινού πολιτισμού.

(Η μελέτης της Λ.Τ) Μας αποκαλύπτει την έμφυτη καλαισθησία του λαού μας, την εφευρετικότητα του στο πλαίσιο της λειτουργικής φόρμας,  και την έφεσή του να διακοσμήσει αυτήν τη λειτουργική φόρμα.

Λειτουργικότητα της φόρμας και αισθητική αρτιότητα βρίσκονται σε ισορροπία και αποτελούν και την καθοριστική διαφορά από τις καλές τέχνες. Η λαϊκή φόρμα γεννιέται για να καλύψει πρώτα μια λειτουργική ανάγκη της καθημερινής ζωής, η γέννησης της φόρμας- που εξυπηρετεί τέλεια την ανάγκη- δίνει την αφορμή και το ερέθισμα να διακοσμηθεί καλαίσθητα και να υπερκεράσει μερικές φορές την λειτουργική αρτιότητα.

Στο διακοσμημένο έργο κάθε καλού λαϊκού δημιουργού, κάθε ανώνυμου δημιουργού , κάθε γυναίκας που αφήνει την καλαισθησίας της να εκφραστεί στο υφαντό, στο κέντημα στο  ταίριασμα του σπιτικού της, ζει και ακτινοβολεί όχι μόνο η δική της δημιουργικότητα και ιδιοσυγκρασία  αλλά και η δημιουργικότητα της φυλής, και η επίδραση του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ζει και εργάζεται. Και η επίδραση φυσικά του περιβάλλοντος  είναι σύνθεση περισσοτέρων παραγόντων, από τους οποίους οι κυριότεροι είναι η επαφή με έργα άλλων κλάδων της τέχνης, ή άλλων χωρών ή και το ίδιο το φυσικό του περιβάλλον, η φύση.

Έργα απλοϊκών τεχνιτών, που ποτέ δεν ταξίδεψαν, που μαθήτευσαν σε ξένα εργαστήρια, ούτε γνώρισαν την τέχνη άλλων χωρών και λαών, είναι αυτονόητο , ότι θα φέρουν εντονότερα την σφραγίδα του φυσικού περιβάλλοντος και της εγχώριας καλλιτεχνικής παράδοσης, από άλλα έργα των οποίων οι δημιουργοί έχουν περισσότερα οπτικά και αισθητικά ερεθίσματα, όπως των ελληνικών νησιών με ανεπτυγμένο εμπόριο ή τόπων που έζησαν την Βενετοκρατία όπως η Κρήτη και τα Επτάνησα.

Στην Κρήτη τώρα, μπορούμε να διαπιστώσουμε, τουλάχιστον στα υφαντά της συλλογής Ρεθύμνου ότι οι ευρωπαϊκές επιρροές, φερμένες μέσω των Ενετών στο νησί, δίνουν δίνουν  βέβαια νέα ερεθίσματα, που εντοπίζονται σε μοτίβα, και τρόπο διάταξης του μοτίβου στη σύνθεση, αλλά δεν μεταβάλλουν καθοριστικά το χαρακτήρα του κρητικού υφαντού.  Σημαντικότερες επιδράσεις από την Ευρώπη έχουν στα ασπροκεντήματα.

Γονιμότερη είναι η συνάντηση με τον διακοσμητικό πλούτο της Ανατολής , κατά την Τουρκοκρατία αλλά και μέσα από το Βυζάντιο, το χωνευτήρι αυτό του πολιτισμού.

Το κρητικό υφαντό διατηρεί άρρηκτη τη σχέση του με την βυζαντινή, με την παλαιοχριστιανική αλλά και με την ελληνική διακοσμητική παράδοση ανατρέχοντας μέχρι και την μινωική τέχνη.

Τα σχέδια και τα χρώματα ζουν και παραδίνονται από γενιά σε γενιά  με τη συνείδηση ότι συνεχίζοντας να ζουν με αυτά τα σύμβολα – σχέδια, μοτίβο, και χρώμα- όπως οι προηγούμενες γενιές, ενεργούν σύμφωνα με άγραφους νόμους της φυλής, με την ευλογία των προγόνων και του θεού, σαν να αποτείνουν τιμές, προσδοκώντας την προστασία τους από κάθε κακό.

Αρχέγονες πίστες και συμπεριφορές, ανάλογες με την διαδικασία στη γένεση μια λατρευτικές εικόνες που αποκτά αυθεντικότητα υιοθετώντας πιστά παλαιότερα πρότυπα.

Όπως επανέρχομαι στο κρητικό Υφαντό.

Στην Κρήτη δεν υπήρξαν βιοτεχνίες υφαντών  όπως στη Μακεδονία, Ήπειρο και Ιωνία. Η κάθε κοπέλα, ή νοικοκυρά ύφαινε η ίδια, ότι χρειαζόταν για το σπίτι της, για την προίκα της.

Η επεξεργασία των νημάτων, μάλλινων βαμβακερών –λινών και βαμβακερών- έπαιρνε μεγάλο μέρος του χρόνου των γυναικών της κάθε οικογένειας. Απαιτούσε κόπο, υπομονή, επιδεξιότητα και αντοχή.  Παρόλο που η δημιουργία του υφαντού στον αργαλειό ήταν το πιο εντυπωσιακό μέρος της ολης διαδικασίας, το στάδιο αυτό αποτελούσε το τελικό επιστέγασμα ατέλειωτων ωρών δουλειάς που προηγήθηκε.

Βέβαια μια πατανία πλουμιστή για να υφανθεί χρειαζόταν πολλές φορές και χρόνια. Έργο ζωής αποτελεί η κάθε μια τους. Ανάλογη και η εκτίμηση και η σπουδαιότητα που έχαιραν.

Ακόμα μέχρι και την εποχή μετά την κατοχή, μια ξομπλιαστή πατανία έδινε –όταν από ανάγκη πουλιότανε οσο –οσο- το ποσό που αντιστοιχούσε για την αγορά των επίπλων ενός νέου σπιτικού.

Την τέχνη του υφαντού στην Κρήτη μπορούμε να παρακολουθήσουμε ιστορικά χειροπιαστά με μουσειακά εκθέματα μόνο από τα μέσα του 18ου αι.

Τα σχέδια, τα πιο παλιά, αρκετά γεωμετρικά δοσμένα, συνδέονται- όπως προαναφέρθηκε- με τη Χριστιανική και Ελληνική παράδοση και χρησιμοποιούν θέματα με πλούσια συμβολικά και λατρευτική η ακόμα και μυθολογική διάσταση.

Παραστάσεις όπως την καθημερνή αγροτική ζωή, στιγμές της ζωής των ανθρώπων  διακοσμητικά- εικονογραφικά θέματα του Κρητικού υφαντού.

Τα πιο συνηθισμένα είναι βέβαια τα φυτικά κλωνάρια με φύλλα, άνθη και καρπούς- σύμβολα ευτυχίας και ευζωίας- συνηθισμένο το κλήμα αμπέλου σαν διονυσιακό αλλά και χριστιανικό σύμβολο γονιμότητας και ευμάρεια, συναντάται συχνά στα κρητικά υφαντά, και είναι ένα από τα αρχαιότερα μοτίβα.

Πουλιά-αετοί-περιστέρια, πάπιες και μικρότερα- καθώς και ζώα ακολουθούν στην προτίμηση της υφάντρας της Κρήτης.

Οι αετοί- συχνά παριστάνονται αντικρυστά σε εραλδική διάταξη συμμετρικών , που  ανατρέχει σε μυθολογικές συνθέσεις του Βυζαντίου, με ανατολίτικές καταβολές.

Ιδιαίτερα προσφιλές σύμβολο της οικογενειακής ευτυχίας- αποτροπαϊκό μοτίβο- το «δέντρο της ζωής». Παρουσιάζεται σε πολλές παραλλαγές από την πιο λίγη γεωμετρική, μέχρι τη πιο πληθωρική -γεωγραφικά δοσμένη, σε υφαντά και σε κεντήματα, το ίδιο συχνά.

Στους κλάδους του εμφανίζονται σχεδόν πάντα πουλιά και ζώα ή και ακόμα κι σχηματοποιημένες ανθρώπινες μορφές.

Θρησκευτικά σύμβολα , όπως σταυροί, κηροπήγια, ακόμα και εκκλησίες μπορούν επίσης να κοσμούν τα κρητικά υφαντά ή κεντήματα.

Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα διακοσμητικά θέματα πάνω στο υφαντό και το κέντημα ποικίλει.

Η τεχνική του υφαντού υπαγορεύει βέβαια  των έντονη σχηματοποίηση, για να ενσωματωθεί το μοτίβο μέσα στην ύφανση, τοτε μιλάμε για ενυφασμένο διάκοσμο.  Μπορεί όμως να επικεντηθεί στο ήδη έτοιμο υφαντό. Τότε δεν είναι η γεωμετρική απόδοση του μοτίβου υποχρεωτική. Από δίδεται με καμπύλες , ελεύθερα, ζωγραφικά.

Στα ασπροκεντήματα ή στα έγχρωμα κεντήματα διακρίνουμε την μετρητή απόδοση του θέματος – όταν μετρούμε κλωστές του υφάσματος ή την γραπτή – όταν σχεδιάζεται το μοτίβο πρώτα αχνά στο ύφασμα.

Με ποιο τρόπο τώρα, (ο λαϊκός δημιουργός, στην περίπτωση των υφαντών, κεντημάτων) ή γυναίκα της Κρήτης, αποδίδει το θέματα που αντλεί από τη παράδοση, που κατέχει από τις παλαιότερες γενιές ,έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υφαντή και κεντητή διακόσμηση.

Ήδη μετά τον  Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδίδεται το ξεσήκωμα του σχεδίου «από χαρτιού» όπως πληροφορούν οι πηγές. Δεν κεντούν παλαιϊνά , κατά που ξέρουν οι παλαϊίνές, ανυφαντούδες» (1922).

Για τις αρχές του 19ου αι. Μας πληροφορεί ο Γάλλος περιηγητής και πρώτος βαλκανιολόγος Anni Boue “το πιο παράξενο είναι, γράφει, ότι κατορθώνουν να υφαίνουν πολυσύνθετα σχέδια χωρίς να έχουν μπροστά τους πρότυπα και χωρίς να έχουν μάθει σχέδιο».

Η διακόσμηση λοιπόν γινόταν από μνήμες, χωρίς περιοριστικό πρότυπο.

Κάθε τόπος, κάθε χωριό είχε λοιπόν τα δικά του υφαντά σχέδια, που παραδίδονται από γενιά σε γενιά και αποτελούσαν το κοινό καλλυντικό απόθεμα του τόπου. Όλες οι γυναίκες αντλούν από το ίδιο απόθεμα, καθεμιά αποδίδει τα πατροπαράδοτα -σχέδια με το δικό της τρόπο και σύμφωνα με την καλλιτεχνικής της διάθεση.

Η ίδια μάλιστα πιστεύει ότι κάθε φορά δημιουργεί κάτι καινούριο.

Στην πραγματικότητα η εφευρετικότητα της περιορίζεται σε μια νέα σύνθεση των ίδιων τυπικών διακοσμητικών στοιχείων που βρίσκει στην παράδοση. Πολλές φορές η δημιουργικότητά της οδηγεί σε σύνδεσμο περισσότερων τυπικών θεμάτων , όπως συμβαίνει στα δημοτικά τραγούδια ή στα παραμύθια.

Δημιουργία εντελώς καινούρια και πρωτότυπη δεν υπάρχει στη παράδοση της υφαντικής, ούτε όμως και στη λαϊκή τέχνη γενικότερα. Γιατί είναι πολύ δύσκολο για τον λαϊκό δημιουργό να ξεπεράσει τους περιορισμούς , που του επιβάλλει η παράδοση του τόπου του, και  περιορισμούς τεχνικής , ύφους , έκφρασης, τεχνοτροπίας.

Υπάρχουν βέβαια και οι χαρισματικοί δημιουργοί ανάμεσα στο λαό, που συνδυάζουν καλλιτεχνική ευαισθησία με τέτοια τεχνική δεξιοτεχνία, ώστε να παίζουν με το υλικό τους και να δημιουργούν καινούρια πρότυπα, εμπνεόμενος είτε από τη φύση, είτε αφομοιώνοντας απο γόνιμα ξένα πρότυπα και αν τα παραδίνουν στου άλλους ενσωματωμένα πια στη τοπική παράδοση.

Η χρονολόγηση τώρα των εκθεμάτων αποτελεί ένα ιδιαίτερα ανασφαλές επιχείρημα. Πολλά κομμάτια ανήκουν με βεβαιότητα στον 19ο αιώνα, για αρκετά από αυτά θα τολμούσα και μια χρονική τοποθέτηση και στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα όσο και αν δεν είμαι σε θέση – αυτή τη στιγμή- να εδραιώσω συγκριτικά μια τέτοια θέση.

Προτού δούμε μαζί τα ξεχωριστά κομμάτια  της συλλογής του Μουσείου, θα ήθελα να κλείσω αυτές τις γενικότερες σκέψεις, με μια άμεση αναφορά- ελάχιστη ένδειξη τιμής- στον εξαίρετο άνθρωπο και καλλιτέχνη  Ελένη Φραντζεσκάκη:

Στην Λαϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στο κρητικό υφαντό η Ελένη Φραντζεσκάκη επέβλεπε και αισθανόταν – ακόμα και στο ψυχοραγημα του τον πλούτο και την ωραιότητα της λαϊκής καλλιτεχνικής ευαισθησίας.

Η Λαίκή Τέχνη αποτελούσε για εκείνη «σκοπό ζωής» και πηγή ζωής» απ’ όπου αντλούσε δύναμη  αλλά και έμπνευση στην προσωπική της ζωγραφική δημιουργία.

Είχε συνηδειτοποιήσει ότι εκεί μέσα σώζονται ακόμα πολύτιμα στοιχεία της πολιτιστικής μας ταυτότητας, και πως αν χαθούν και αυτά παραδινόμαστε έρμαιοι στην απρόσωπη καταναλωτική επέλαση του πλαστικού και των αντικειμένων μιας χρήσης.

Διέβλεπε ότι αν χαθεί η επαφή και η γνώση της Λαϊκής Τέχνης, ολοκληρώνεται η ισοπέδωση και η ομοιομορφία της σύγχρονης βιομηχανοποιημένη κοινωνίας.

Η δημιουργία αυτού του Μουσείου, αποτελεί πραγματικά μια φωτισμένη προσπάθεια ν’ αναχαιτιστεί η παντελής απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας, και ιδιαίτερα της Κρητικής Λαϊκής καλλιτεχνικής παράδοσης.

Εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές όλων των βαθμίδων, για φοιτητές, αλλά και διάφορες κοινωνικές ομάδες θα φέρουν την Λαϊκή και καλλιτεχνική κληρονομιά κοντά στους νέους, που υα κληθούν με τη σειρά τους να την εκτιμήσουν και να τη διαφυλάξουν. Κάτι τέτοιο όμως περνά πάντα μέσα από τη γνώση.

Στη συλλογή που δώρισε η Ελένη Φραντζεσκάκη στο Ρέθυμνο είχαμε την τύχη και την ευτυχία να διαπιστώσουμε περιπτώσεις που πατανίες των αρχών του 20ου αι. ή του τέλους του 19ου αναπαράγουν παλαιότερα πρότυπα , τα οποία υπάρχουν στη συλλογή και αυτό ειναι το πολύτιμο στοιχείο – διοτι συγκρίνοντας καινούριο για παλιό διεισδύουμε  στη διαδικασία συνέχισης των εικονογραφικών θεμάτων από γενιά σε γενιά.

Διαβάζουμε τη σκέψη και τον τρόπο αντίδρασης της νεότερης υφάντριας και διαπιστώνουμε αρχέγονους κανόνες που αφορούν την εξέλιξη της μορφής.

Αφήστε μια απάντηση