10/01/2019 του Χάρη Στρατιδάκη
Συμπληρώνεται αυτές τις ημέρες σαρανταήμερο από την εκδημία ενός Ρεθεμνιώτη ευπατρίδη, του Μανώλη Κούνουπα. Στον εκλιπόντα το «Αναδιφώντας το χθες» οφείλει την ύπαρξή του, αφού εκείνος προέτρεψε τον συντάκτη στη δημιουργία του και εκείνος τον ανατροφοδοτούσε κάθε τότε με τη θετική ανταπόκρισή του. Το άρθρο του, που αποτέλεσε το έναυσμα, ήταν εκείνο με τον τίτλο «Η πολιτιστική κληρονομιά των μνημείων της πόλης μας, στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» της 16ης Δεκεμβρίου του 2016. Τιμής ένεκεν λοιπόν οι 89ες Αναδιφήσεις είναι αφιερωμένες στη ανάμνησή του, όπως και μια εκδήλωση που προετοιμάζουμε να πραγματοποιήσουμε στη μνήμη του το προσεχές καλοκαίρι.
Ο Μανώλης Κούνουπας γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το έτος 1925. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Ιωάννη Κούνουπα και της δασκάλας Λέλας Καραπατάκη. Ο πατέρας του είχε βρεθεί σε παιδική σχεδόν ηλικία στην Αίγυπτο, όπου και εκπαιδεύτηκε στην τέχνη της παρασκευής φαρμάκων (φαρμακοτρίφτης). Αργότερα γύρισε στο Ρέθυμνο, όπου επί Κρητικής Πολιτείας, το 1908, εξασφάλισε κατόπιν εξετάσεων την περιπόθητη άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού. Αρχικά συνεργάστηκε με τον επίσης φαρμακοποιό Ευάγγελο Βενετάκη. Την περίοδο του διχασμού ο Ι. Κούνουπας εγκατέλειψε για λίγο το επάγγελμα του φαρμακοποιού και μεταπήδησε σ’ εκείνο του εμπόρου, εξασκώντας παράλληλα και εκείνο του ασφαλιστή. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επανήλθε στο αρχικό του επάγγελμα, δημιουργώντας όνομα για την ανιδιοτέλειά του προς τους ασθενείς και γινόμενος ονομαστός για το πολιτικό του πάθος για τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1917 παντρεύτηκε την Λέλα Καραπατάκη, με την οποία έκανε τρία παιδιά, κατά σειρά την Ανδριανή, τον Ανδρέα και τον Μανώλη. Η Λέλα προερχόταν από επιφανή χανιώτικη οικογένεια και είχε σπουδάσει δασκάλα στο Αρσάκειο. Είχε λογοτεχνικές ανησυχίες, τις οποίες εξάσκησε και στον ρεθεμνιώτικο Τύπο με το ψευδώνυμο «Σείριος», αλλά και κοινωνικές, αφού εντάχθηκε αμέσως στον Σύλλογο Κυριών Ρεθύμνης, του οποίου αποτέλεσε την «ψυχή»
. Το 1922 ίδρυσε μέσω του Συλλόγου την «Επιτροπή Αρωγής Προσφύγων», που με το «Λύκειον των Ελληνίδων Ρεθύμνης» και τα «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών» αποτέλεσαν τους μοναδικούς φορείς συμπαράστασης στους 4.300 πρόσφυγες της Μικρασίας, αφού ο κρατικός μηχανισμός είχε παραλύσει. Με ενέργειές της, ιδρύθηκε επίσης στο Ρέθυμνο το 1930 παράρτημα του Πατριωτικού Ιδρύματος, το οποίο -μεταξύ άλλων- διοργάνωνε θερινές μαθητικές κατασκηνώσεις και συσσίτια.
Ο Μανώλης Κούνουπας ήταν το μικρότερο παιδί του ζευγαριού. Όπως και τα άλλα αδέλφια του, φοίτησε στο «Ιδιωτικόν Σχολείον Αθηνά», της Αμαλίας Μανουσάκη Ζανιδάκη. Συνέχισε τις σπουδές του στο «Γυμνάσιον Ρεθύμνης», από το οποίο αποφοίτησε στο τέλος της Γερμανοκατοχής. Όντας με τον αδελφό του Ανδρέα ενταγμένοι στην ΕΠΟΝ, έζησαν με τραυματικό τρόπο τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου. Να σημειώσουμε εδώ ότι στο Ρέθυμνο τα γεγονότα αυτά πήραν το όνομα «Γεναριανά», αφού, σε αντίθεση με τα «Δεκεμβριανά» της Αθήνας του 1944, έλαβαν χώρα τον Ιανουάριο του 1945. Όπως ο Μ. Κούνουπας ανέφερε συχνά, τα ρεθεμνιώτικα «Γεναριανά» δεν ήταν καθόλου αναίμακτα, όπως άκριτα συνηθίζεται να αναφέρεται, αλλά στοίχισαν τη ζωή σε 27 Ρεθεμνιώτες, μεταξύ των οποίων και στον φίλο του Γραμματέα της ΕΠΟΝ Μανούσο Πραματευτάκη. Κι ακόμη, πολλοί ήταν οι Ρεθεμνιώτες που συνελήφθησαν και περισσότεροι από 150 εκείνοι που ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν.
Στο βιβλίο μου «Το Ρέθυμνο του τρόμου» πρόλαβα να καταγράψω, με βάση την αφήγησή του, το περιστατικό της καταδίωξής του από τις συμμορίες των Ρεθεμνιωτών εθνικοφρόνων. Γράφω εκεί: «…Στην οδό Τσαγρή, κάτω από το τοξωτό στεγασμένο πέρασμα του δρόμου, τότε κατοικία της οικογένειας Κούνουπα, θα σταθούμε για να μεταφερθούμε νοερά στις αρχές Ιανουαρίου 1945, σε μια εποχή δηλαδή ζόφου. Με αφορμή μια γραφομηχανή με την οποία είχε γραφεί προκήρυξη του ΕΑΜ (συνταγμένη από τον Δ. Βλαντά) και η οποία είχε μεταφερθεί και αποκρυβεί στο πηγάδι της κατοικίας, ένα απόσπασμα παρακρατικών είχε συλλάβει τα αδέλφια Μανώλη και Ανδρέα και, παρότι δεν την εντόπισε, επεχείρησε να τους εκτελέσει λίγο παρακάτω από το σπίτι. Εκείνο που τους έσωσε τελικά ήταν ο φόβος της αναγγελίας των εκτελέσεων των μελών μιας αξιοσέβαστης ρεθεμνιώτικης οικογένειας στους αρχηγούς της παράταξής τους Ηλία Σκουλά και Χρήστο Τζιφάκη».
Κατόπιν αυτού, τα δύο αδέλφια παραδόθηκαν στις αρχές ασφαλείας, από τις οποίες είχε συλληφθεί και η αδελφή τους. Στη συνέχεια διέφυγαν στην Αθήνα, πρώτα ο Ανδρέας και μετά ο Μανώλης με τη μητέρα τους, μέσω Σερίφου. Στην Αθήνα σπούδασε την οδοντιατρική επιστήμη, με την οποία βιοπορίστηκε, μέχρι το έτος 1978 στη γενέθλια πόλη και από εκεί και πέρα στην Αθήνα. Στο Ρέθυμνο ο Μανώλης Κούνουπας υπήρξε εξαιρετικά ενεργό μέλος της κοινωνίας, διατελώντας πρόεδρος του Οδοντιατρικού Συλλόγου, μέλος της διοίκησης του Ορειβατικού Συλλόγου, πρόεδρος του αθλητικού Συλλόγου «Ατρόμητος», μέλος της διοίκησης της Δημοτικής Φιλαρμονικής, μέλος της Δημοτικής Χορωδίας και Δημοτικός Σύμβουλος, από το 1975 μέχρι την αναχώρησή του. Πρωτοποριακός όπως πάντα, είχε ανεγείρει στον λόφο «Παπίδας» της Πηγής μια από τις πρώτες στο Ρέθυμνο θερινές κατοικίες.
Μετοικώντας στην Αθήνα εξάσκησε και εκεί με επιτυχία την οδοντιατρική, χωρίς να παραιτηθεί από τις πνευματικές και καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Αντίθετα, εκεί είχε την ευκαιρία να βρίσκεται πιο κοντά σε μεγάλα γεγονότα, παρακολουθώντας διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, λυρικό θέατρο και σημαντικά μουσικά συμβάντα, όντας πάντα ερωτευμένος με τη μουσική. Παράλληλα συμμετείχε σε ορειβατικές εξορμήσεις και ασχολούνταν ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. Στην Αθήνα έγινε ενεργό μέλος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» και αργότερα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Για την προσφορά του, μάλιστα, τιμήθηκε από την Παγκρήτια Ένωση, από τον Σύλλογο Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» με το αξίωμα του επίτιμου μέλους και από τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κρήτη είχε βραβευτεί από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Χανίων σε Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Ρεθύμνης. Μερικά μάλιστα από τα ποιήματά του μελοποίησε ο συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης και παρουσιάστηκαν στη συναυλία «Το Ρέθεμνος της καρδιάς μας» στο Ωδείο το 2011.
Το συγγραφικό έργο που κατέλειπε είναι πολυποίκιλο και σημαντικό. Το πρώτο βιβλίο που έγραψε ήταν φυσιολατρικού ενδιαφέροντος, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Καλέντης» το 1993 και είχε τον τίτλο «Ακόμα ψηλότερα» και τον υπότιτλο «Σκοπός και νόημα της πεζοπορίας-ορειβασίας. Υγεία και ψυχοσωματική ισορροπία». Αφορμή για τη συγγραφή του ήταν η παρακίνηση όσων παρακολούθησαν δύο σχετικές ομιλίες του, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου και στην Αδελφότητα Ελλήνων Ομογενών της Αμερικής, στην Αθήνα. Παρόμοιας θεματολογίας ήταν και το βιβλίο του «Κρήτη η αγαπημένη του ήλιου». Το 2001 κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Ιωλκός» το λογοτεχνικό βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια», με πολλές αναφορές στο Ρέθυμνο, και προσωπικότητες όπως ο γιατρός Μιχαήλ Ευκλείδης (Σαββόπουλος), ο παπα-Γρηγόρης Βοριαδάκης κ.ά.
Το 2002 κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο ένα βιβλίο του κοινωνικού περιεχομένου, με τον τίτλο «Μισαλλοδοξία. Η μάστιγα της ανθρωπότητας» και τον υπότιτλο «Από την εποχή του Σινικού τείχους έως τις μέρες του τείχους του Βερολίνου». Ακολούθησε η συλλογή πέντε ποιημάτων του με τον τίτλο «Αναβολέματα», η οποία πραγματοποίησε δύο εκδόσεις (η επανέκδοση το 2005). Το βιβλίο αυτό αποδεικνύει ότι, παρόλο που δεν την εξασκούσε, κατοικώντας μακριά από την Κρήτη, είχε βαθειά γνώση της κρητικής διαλέκτου. Στην πραγματικότητα το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν ύμνο της διαλέκτου αλλά και του απελθόντος κρητικού παραδοσιακού πολιτισμού γενικότερα. Το 2011 κυκλοφόρησε το ιστορικού περιεχομένου βιβλίο «Νίκησε δυο φορές το θάνατο», με τον υπότιτλο «Η εποποιία, η οδύσσεια και η ματωμένη απόδραση του ανθυπολοχαγού Παντελή Σαββάκη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Σημαντική υπήρξε η προσφορά τού Μανώλη Κούνουπα και στον τομέα της αρθρογραφίας, στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Επί πολλές δεκαετίες υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας «Ρεθεμνιώτικα Νέα», στην οποία δημοσίευσε σημαντικά άρθρα, για την ιστορική τοπογραφία των γειτονιών του Πλατάνου και του Κιουλούμπαση, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη σχέση της οικογένειάς του μ’ αυτόν και για τον Σύλλογο Κυριών Ρεθύμνης και τα Ανθεστήρια (εικόνα) που πραγματοποίησε το έτος 1938. Κι ακόμη, για το λιμάνι και τους ανθρώπους του, για τα συναλλακτικά ήθη κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και για τους επαγγελματίες του ποδαριού της πόλης. Τελευταία του συνεισφορά υπήρξε εκείνη με τον τίτλο «Ανεξίτηλες αναμνήσεις από τη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941)», που δημοσιεύτηκε στις 25 του περασμένου Αυγούστου, τις μέρες που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, σε λάθος κλινική, όπως αποδείχτηκε και όπως από τότε είχα επισημάνει με δημοσίευμά μου. Ακολούθησε η μεταφορά του σε δύο οίκους ευγηρίας της Αθήνας, όπου μαράζωσε και απεβίωσε.
Ο Μανώλης Κούνουπας ζούσε τα τελευταία χρόνια πολλούς μήνες κάθε χρόνο στο Ρέθυμνο και οδηγούσε αυτοκίνητο μέχρι σχεδόν τα τελευταία του. Παρακολουθούσε συστηματικά τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν και αποτελούσε ενεργό παράγοντα της κοινωνικής ζωής. Είχα τη χαρά να τον γνωρίσω από κοντά και στις 20 Δεκεμβρίου 2016 είχα γράψει σ’ αυτή εδώ τη στήλη, και το προσυπογράφω και σήμερα με μεγαλύτερη πεποίθηση: «Ο Μανώλης Κούνουπας αποτελεί ένα κεφάλαιο για το Ρέθυμνο. Δεν είναι μόνο η μακροβιότητά του που τον κάνει να έχει βιώσει και να μας μεταφέρει ζωντανά ιστορικές περιόδους του Ρεθύμνου όπως ο Μεσοπόλεμος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος και η μεταπολεμική περίοδος. Είναι επίσης το ευτύχημα ότι διατηρεί στο ακέραιο τις πνευματικές του δυνάμεις, ιδιαίτερα την αντίληψη, τη μνήμη και την κρίση του. Κι είναι ακόμα το γεγονός ότι ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην ιστορία και μάλιστα από μια πολιτική πλευρά που στο Ρέθυμνο δεν υπήρξε αριθμητικά ευνοημένη…».
«…Και είναι, τέλος, η ιδιοσυγκρασία του που τον έκανε να παραμένει ψύχραιμος παρατηρητής αλλά και η κοινωνική του καταγωγή, που του προσέφερε την απαραίτητη παιδεία για να μπορεί να ερμηνεύει καταστάσεις και συμπεριφορές. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα αργήσει να βρεθεί κάποιος από τη νεότερη γενιά των ερευνητών του Ρεθύμνου που θα αναλάβει να τον βιογραφήσει, καταγράφοντας παράλληλα με τη ζωή του και τις ιστορικές περιπέτειες αλλά και την μεταπολεμική ανόρθωση και απογείωση του τόπου». Πρόλαβα να νιώσω τον πόθο του για πρόσθετη γνώση, ξεναγώντας τον, μαζί με τον συμμαθητή του Βασίλη Μαράκη, στην καλοκαιρινή εξόρμηση που είχαμε το 2016 στο Σχολικό Μουσείο του Δήμου Ρεθύμνης στην Αμνάτο και στη συνέχεια στο Μουσείο του Αρκαδιού και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελεύθερνας.
Αν και θάφτηκε μακριά από το πάτριο έδαφος, ο Μανώλης Κούνουπας νεκρολογήθηκε από αρκετούς και σημαντικούς συμπολίτες. Σταχυολογώ παρακάτω αποσπάσματα από τα γραφόμενά τους. Γεώργιος Βλατάκης: «Ο τόπος σου χρωστά ευγνωμοσύνη, όπως και σε τόσες άλλες Ρεθεμνιώτικες προσωπικότητες του αυτού παλιού αυθεντικού καλού Ρεθέμνους, που δεν μπορούμε να σας ξεχάσουμε ποτέ, διότι είστε πια η ίδια μας η μνήμη». Σταύρος Φωτάκης: «Τον διέκρινε η πρεπιά, η αρχοδιά και η μεγαλοσύνη της καρδιάς. Τίμησε το ιατρικό λειτούργημα, τα κρητικά γράμματα, την Κρήτη ολάκαιρη». Εύα Λαδιά: «Μια μεγάλη μορφή, που τίμησε τον τόπο και επάξια κατέχει μια θέση αντάξια της μεγάλης προσφοράς στα Γράμματα και στη Ρεθεμνιώτικη παράδοση της αρχοντιάς και της μεγαλοσύνης». Γιώργος Φρυγανάκης: «Μισεύεις, μα η αρχοντομορφή σου / θα εξακολουθήσει να οδοιπορεί / σε «Στενοποριές και στενορύμια» / της πόλης σου, που ύμνησες εσύ / με ρίμες ή πεζά αξιολάτρευτα!… / Μισεύεις, μα θα αντηχεί η προ- / τροπή σου «Ακόμα Ψηλότερα»! / Μισεύεις, αφού «Νίκησες δύο φορές το θάνατο», / μια το σωματικό στην Κατοχή / κι άλλη μια τώρα, τον πνευματικό!».
Κωστής Η. Παπαδάκης: «Χαρακτηριστικά τής προσωπικότητάς του ήταν η ευγένεια του χαρακτήρα, η ταπεινοφροσύνη, η απλότητα και το γνήσιο χριστιανικό ήθος… Παντού εμφανιζόταν προσηνής και εγκάρδιος, απλός και λεπτός στους τρόπους, στοργικός, ήρεμος και βαθιά στοχαστικός. Οι συναναστρεφόμενοι μαζί του είχαν πάντοτε κάτι να ωφεληθούν, γιατί είχε το χάρισμα να μεταδίδει, να διδάσκει και να φωτίζει με άγνωστες και πρωτότυπες, κάθε φορά, γνώσεις και ιδέες». Χάρης Καλαϊτζάκης: «Φεύγει και μαζί του αποχωρεί ένα ωραίο και πολιτισμένο κομμάτι του τόπου μας. Η αγαθή μνήμη του θα ακολουθεί όλους όσους τον γνώρισαν, τον εκτίμησαν, τον αγάπησαν, έμαθαν από αυτόν και θα τον τιμούν με αναστοχασμό στην προσωπικότητα του». Ενώ ο Γιώργης Μαυροτσουπάκης είχε γράψει προφητικά στις 14-8-2018: «Ο Μανόλης Κούνουπας είναι μια επιβεβαιωμένη περίπτωση πνευματικού ανθρώπου με ευγενή αισθήματα, με αγάπη για τον τόπο, με ανησυχίες και γόνιμους προβληματισμούς και που με ένα επιδέξιο ποιητικό χρωστήρα αποτυπώνει εικόνες απλές, αυθεντικών αισθήσεων, που εκφράζουν πηγαία συναισθήματα. Να είναι πάντα καλά».
Ο συγγραφέας των «Αναδιφήσεων» τον αποχαιρέτησε μ’ ένα απόσπασμα από το δικό του ποίημα «Το κυπαρίσσι και η ελαί»: «Πέρα μέσα στα λιόφυτα στο μ-Πηγιανό ν-το γ-κάμπο / στέκει γερω-κυπάρισσος, το πέλαγος βιγλίζει / κι έχει τσοι κλάδους τ’ ανοιχτούς, τα μπράτσα-ν-τ’ απλωμένα… / Εγώ ‘μαι τ’ αψηλό δεντρό κι ούλοι με μπεγιεντίζου / για τα περίσσα κάλη μου και για τη λεβεδιά μου. / Δε μοιάζω με χαμοδεντρό, που σέρνεται στο χώμα / σαν τραμηθέ στον ποταμό, αστύρακα γη σκίνο… / Ποτές μου να μη-ν-τ’ αξιωθώ και να κακαποδώσω / φαμέγιος κι υποταχτικός για να γενώ γή δούλος… / Μιαν αστραπή ν’ εφώτισε, μιαν χαρακιάν εφάνη / ελάμψανε ν-τα νέφαλα κι εγίν’ η νύχτα μέρα / με μια βροντή θανατερή-ν-εσείστηκε ν’ ο κάμπος. / Τ’ αστροπελέκι του κακού, το γένημα δαιμόνου / εξάμωσέ ν-το το δεντρό, έσκισε ν-το κορμίν-του / τάξε μανάρι να ‘τονε».
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας
strharis@yahoo.gr, 2831055031