ΜΙΧΑΗΛ ΕΜΜ. ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΑΚΗ: Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΙΝΗΣ

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Στα χίλια οκτακόσια κοσιεννιά το χρόνο μήνας Γενάρης είκοσι,

βάστα καρδιά τον πόνο.

Στ’αγιου Θυμιου το πρόσαρχο πριν βγη αποσπερίτης
στο μαυρισμένο ουρανό στη Λαμπηνη της Κρήτης.
Τα νέφελα σκιστήκανε στου ουρανού τη Δόξα
για να ξορμίσει δυο πουλιά. Το χαροπούλι Γικώνη
και το κατάμαυρο πουλί π’ όλο καρδιές ματώνει.
Γκιώνη κακό πουλί- μην κλαίς κι αυτή τη μαύρη νύχτα
και τα πικρά σου δάκρυα, βρες άλλο τόπο ρίχτα.
Οσο και σκουζει πένθιμα το ίδιο που σου κάνει
δεν έμειν’ άλλςο ζωντανός επά για να ποθάνει.
Κι εσύ παντέρμο κι άραχνο μαυροκοράκι χάρε
από τον τρούλο τσ’ εκκλησιάς τα σύνεργά σου πάρε.
Άλλο Λαμπηθιανός δεν ζη να τονε κονταρέψεις
και με το μπέη του χωριού να τονε παζαρέψεις.
Ένα χωριό σου πούλησε ο Τύραννος Αλμπάνης
και δεν εχόρτασες ψυχές χριστιανώ να βγάνεις.
Εκαταστράφην το χωριο φύγετε χαροπουλια
εγώ θα μείνω να με βρει κι Αυγερινός κι η Πούλια.
Κι όταν η Δόξα Αστραπή μπήκε στην Εκκλησία
και τα κορμιά στεφάνωνε που γίνανε θυσία

για τση πατρίδος τη τιμή, για του Χριστού την πίστη
βρόντηξε κι άστραψ’ ο ουρανός κι η γη τριγύρω εσείσθη
και χαμηλώσανε βουνά στη Λαμπηνή τση Κρήτης.
Μαδάρες Ατσιπαδιανό , Κέντρος και Ψηλορείτης.
Κι’ είδαν τη Δόξα να θρηνεί τα λείψανα μονάχη
π’αδικοσκοτωθήκανε χωρίς να γίνει μάχη.
Και ζωντανή δεν έμεινε ψυχή για να τα κλάψει
και καταλύθη κι ο παππάς οπου’ θελα τα θάψει.
Τότες και τα’ ψυχα βουνά και πέτρες και λιθάρια
εκλάψανε κι αυτά «Κρίμα στα παλληκάρια».

Φεβρουάριος 1980

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ
Όταν σημάν’ η σάλπιγγα Δευτέρα Παρουσία
και συναχθουν οι Χριστιανοί στην κάθε εκκλησία
τότε θα απρουσιασθεί κι ο Αγιο – Πελαγιώτης
ο μάρτυρας της Πίστεως ο Παππά Παναγιώτης
στην Παναγιά Λαμπηνή την ολοκαυτωμένη
να κλείσει και τη λειτουργιά τη μισοτελειωμένη
να κοινωνήσει τις ψυχές τω χριστιανώ ανθρώπω
που εθυσαστήκανε σ’αυτό τον Άγιο τόπο
και αν μοιράσ’ αντίδωρο σαν Αγιος Πατέρα
σ’όλο το εκκλησίασμα της τραγικής ημέρας
της εικοστής του Γεναριου του έτους Οκτακόσα
χίλια και είκοσι εννιά , που κομποδεν’ η γλώσσα
τ’ανθρώπου του Χριστιανού να πει και ν’αναφέρει
και τρέμ’ από συγκήνηση όταν το γράφει χέρι
γιατ’ έρχονται στο νου σκηνές φρίκης κι ‘απελπισίας κλάματα,
θρήνος κι οδυρμός στα βάθη τσ’ Εκκλησίας.
Έκλαιγ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
κι ως τόσο δεν εσήμανε πένθιμα η καμπάνα
γιατι δεν έμεινε κανείς τα λείψανα να κλάψει
κι αιχμαλωτίστη κι’ ο παππάς οπου ’θελα τα θάψει.
Τόση μανία κι’εχθρήτα, λύσσα θεριού κι’ αμπούνια.
Να κάψουν ολο το χωριό μέχρι μωρό στην κούνια.
Και μάλιστα στην Εκκλησίά σε ώρα

λειτουργιάς και προσευχής για λυτρωμό από της τυραννίας.
Μάρμαρο νάχης την καρδιά και την ψυχή γρανίτη.
Θα καις για οσα γίνανε στη Λαμπηνή στην Κρήτη.
Ισως και το ιστορικό δεν άφησε το κλάμα
να γράψει περισσότερα για το μεγάλο δράμα
κι όμως χαρτιά που φέρουνε του χάρου τη σφραγίδα
και ματωμέν’ υπογραφή για πίστη στην πατρίδα
πρέπει να γράφουνε πολλά για ν ‘ ακουστεί στον κόσμο
πως όταν κόβεις γιασεμί, βασιλικό και δυόσμο
τότε σκορπούν οι μυρωδιές και πιάνουν τον αέρα
κι όσοι θυσιαστήκανε εκείνη την ημέρα
και τη ζωής τους έκοψε του Τούρκου το μαχαίρι
εφέρανε της Λευτεριάς το μυρωμένο’ αγέρι
κι η σπίθ’ από τη Λαμπηνή έλαμπε στο σκοτάδι
για να γενή μετέωρο αργότερα στ’ Αρκάδι.
Μ’ ας βαλ’ αρχή με τη σειρά να γράψω τα συμβάντα
να τα διαβάζου οι γενιές να τα θυμούνται πάντα.

Στου χίλια οκτακόσια’ εκοσιεννιά το χρόνο
με τέλος του είκοσι οχτώ αβάσταχτο’ χαν πόνο
οι άμοιροι οι Χριστιανοί που ζουσαν εις την Κρήτη
και τη ζωή την είχανε στου μαχαιριού τη μύτη.
Σε μια μπαμπακερή κλωστή εκρέμουνταν η ζήση
αυτου θελ’ αντισταθεί ή θελ’ αντιμιλήσει.
Στην άλλη Ελλάδα ρόδιζε η χαραυγή της νίκης
στην Κρήτη εβασίλευε νύχτα σκλαβιάς και φρίκης
του Τούρκου η περπατηξά εβρόντανε στο δρόμο
κι εσκόρπιζε αλλοίμονο το φόβο και τον τρόμο.
Μα δυο φορές αλλοίμονο στη Λαμπινή Ρεθύμνου
γιατ’ όπως λέει ο ποιητής του Εθνικού μας Ύμνου:
«Μαύρη σκλαβιά τα πλάκωνε και τα’ σκια’ η φοβέρα»
όλα τα χριστιανόπουλα που ζούσαν εκεί περα
γιατι’ είχανε και τοπικό τύραννο, τον Αλμπάνη
κι όσα των αξίωνεν αυτός τ’ανθρώπου ο νους δε βάνει.
Λενε πως ήταν Ενετός αλλα’ χενε τουρκέψει
για να γλυτώσει τη ζωή κι όσα χε’ κατοχέψει.
Όλα τα μπασιλίδικα χωράφια και τα δέντρα
τση κήπους και τα σόχωρα απούταν εις τα κέντρα,
το περισσότερο χωριό το’χε καταλάβει
και στα στενά ξεχώραφα δουλεύανε οι σκλάβοι.
Τον «Πετραμώνα» κράθιενε τση Λαμπινής το φάλι
κι εις την υπηρεσία του ήσανε Τούρκοι κι άλλοι
άταχτοι και Τουρκόγυφτοι λοής λογιώ λεφούσι
το αίμα τω Χριστιανώ τους είχε να ρουφουσι.
Αλλα κι ο τακτικός στρατός της κατοχής του τόπου
ήταν εις τη διάθεση αυτού τ’αγριανθρώπου,
να βασανίζει Χριστιανους να τυραννά ραγιάδες
να βάνει στο κεφάλιν τω αβάστακτους μπελάδες
γι’ αυτό κι οι ζωηρότεροι και ψυχωμένοι άντρες
εις τα βουνά γυρίζανε σε σπήλιους και σε μάντρες.
Και κάποτε ενας απ’αυτούς τ’ όνομα Φουρογιάννης
που’ χενε λιονταριού καρδιά δεν ήταν Κουρκουζάνης,
επήρε την απόφαση τον Μπέη να σκοτώσει
κι απ’ αυτόν τη Λαμπηνή να την ελευθερώσει.
Και δεν εσκέφτη πως μπορεί να μην τα καταφέρει
και τη φρικτή καταστροφή στη Λαμπινή να φέρει.
Σ’ τση Πέτρας τα υψώματα στου Τράκα την πλαγιάδα
εις την Εμίνη το πορί, στη βρήση στη Λειβάδα
είχενε βρει δυο τρεις σπηλιές σε χαρακιώ το σκίσμα
κι εκάθιζεν αργά ταχειά και φύλαε με πείσμα

κι ένα πρωί τονε θωρεί στο δρόμο καβαλάρη
κι εσειέταν και λυγίζενταν ο μπέης στο μουλάρι
στη κεφαλή του ξάμωσε και του’ ριξε μια σφαίρα
κι ύστερα καταμουλωχτός έσπασεν ίσα πέρα,
λέγοντας: «παρ’ αυτή μπουρμά στην κεφαλή πεσκέσι».
Κι όμως η σφαίρα αστόχησε και τρύπησε το φεσι.
Οι Τούρκοι πούσουρνε μαζί αντιπυροβολήσα
και τονε κυνηγήσανε στο ρίζωμα με λυσα,
αλλα δεν τον επιάσανε γιατ’ ήξερε τα μέρη
κι εκρύφτηκε μεσ’ τα κλαδιά σαν το λαγό στη φτέρη.
Ο Μπέης τότε ορκίστηκε με μάνιτα κι αμπούνια
να ξολοθρέψει το χωριό μέχρι μωρό στην κούνια.
«σε γνώρισα ταβλόπιστε» λέει στο Φουρογιάννη
κι αν τη γλίτωσες εδά το ίδι’ απου σου κάνει
την τόλμη, την απόπειρα και τη αποκοτιά σου
να την πλερώσεις θες κι εσυ κι η οικογένειά σου».
Αυτό το επεισόδιο ήταν η πρώτη αιτία
και κάψανε τσοι χριστιανους μέσα στην Εκκλησία.
Σαν είδε πως εγλύτωσε ο Τουρκος ο Αλμπάνης
δεν τον άφησε νεκρό στο τόπο ο Φουρογιάννης
πήρε τσοι υποταχτικους απού’ χενε μαζί του
κι εγύρισε στη Λαμπηνή κι έσπα την κεφαλή του
να’ βρηκαν τρόπο δόλιο ύπουλα να χτυπήσει
του Φουρογιάννη την γενιά να τη εξαφανίσει.
Ειχε ακούσει από Ρωμιούς για τον σκληρόν Ηρώδη
που χτύπησεν αλύπητα με τρόπο θηριώδη
κι έσφαξεν όλα τα παιδιά ‘πο δυο χρονώ και κάτω
για ναναι κι’ ο Χριστός γατί τον εφοβάτο
πως θα του πάρει την Αρχή όταν θα μεγαλώσει
να γίνει βασιλιάς αυτός να τον υποδουλώσει.
Παρόμοια εσκέφτηκε να δράσει ο Αλμπάνης
για να’ναι οπωσδήποτε μέσα κι ο Φουρογιάννης.
Σιγά σιγά ετοίμαζε με μυστικό τον τρόπο
τη γενική καταστροφή τω Χριστιανώ ανθρώπω.
Αυτοί διασκορπιστήκανε από τση πρώτες μέρες
π’ ακούσανε την απόπειρα κι έμαθαν τση φοβέρες
κι ουτε ψυχή δεν έμενε στη Λαμπηνή τα βράδια
γιατ’είν απαίσια και φρικτά του Αδη τα σκοτάδια.
Κι’ ήτανε μαύρη κι η ζωή εις τη σκλαβιά. Και θα’ναι.
Αλλά μπροστά στο θάνατο παλ’ η ζωή γλυκεια’ναι
και για να την κερδίσουνε οι χριστιανοί ραγιάδες
εις τη Μουρνέ ξωμένανε κι’εις το χωριό Ατσιπάδες

και στ’ αλλα κοντινά χωριά Δαριβιανά και Σπήλι,
όπου’τανε το καθενός οι συγγενείς κι’ οι φίλοι.
Ο Μπέης όμως έπαιξε πολιτική μεγάλη
δε έδειχνε την πονηριά που’ χενε στο κεφάλι.
Στον πρώτο που εσυνάντησε, στο δεύτερο και τριτο
εκανε τον αδιάφορο κι’ ατάραχος πως ήτο
κι έλεγε πως οχθρεύεται μόνο τον Φουρογιάννη
ενώ για άλλο χριστιανό κακό στο νου δε βάνει.
Σιργούλιο και μαλαγανιά των έδειχνε ο τούρκος
για να σκεπάζει τη βρωμιά και τση ψυχής το βούρκος.
Ετσι ξεθαρρευτήκανε εις το χωριό και μπαίνα
οι χριστιανοί και με καιρό στα σπίτια τους ξωμένα.
Γέροι και γυναικόπαιδα ξαναγυρισαν πάλι
και προσκυνούσαν τον αγά και σκύβαν το κεφάλι.
Οι άντρες όμως οι γεροί έφευγαν κάθε βράδυ
στα ηλιοβασιλέματα πριν πέσει το σκοτάδι
ανηφορίζαν τα Λοφιά κι επιάνανε τα όρη
κι εμπαίνανε κοιλλαχτά σκοποί και βιγλατόροι.
Μαζί με τσοι χαϊνιδες που’ταν αέρι ελεύθερο και μύριζεν θυμός.

Εβλέπανε μεσ’ τη βροχή το κρύο και τ’αέρι
μην ξεπροβάλλει άξαφνα το τουρκικο ασκέρι
να κατεβη κατσαχωστά τη νύχτα να χτυπήσει
τ’αθώα γυναικόπαιδα να τ’αποδεκατίσει
και για να μένουν ήσυχα τση νύχτες και τα βράδυα
όπου πορί και πρόβαρμα είχανε στέσει βάρδια
για να σφυρίξει κλέφτικα, το σύνθημα να δώσει
κι από τα νύχια των Τουρκώ όσους μπορεί να σώσει.
Ετσι περνούσανε οι καιροί κι οι σκλαβωμένοι χρόνοι
ώσπου μια Κυριακή πρωί έσκασε το κανόνι.
Αλμπάνης έφερε στρατό τη Λαμπηνή να ζώσει
και του Χριστού την άμπελο να την ξεκουρμουλώσει
κι ήταν η Λαμπηνή χωρίο χριστιανώ γνησίω
γιατ’είχε κει την έδρα του ο Λάμπης τω Σφακίω
αλλα τα χρόνια κεινα –δα δεν είχανε Δεσπότη
κι είχαν και ξενοχωριανό παππά τον Παναγιώτη
που κράθιενε πολλά χωριά κι αρέ και που λειτουργα
την Παναγιά του χωριου που’ναι στη κάτω ρούγα.
Κι αυτό το μαύρο πρωινό τση σκοτεινής ημέρας
πουτανε σκούντρος ο καιρός και παγωνιά κι αέρας
στσι είκοσι του Γεναριού στ’αγιου Θυμιου τη σκάλη
που πέφτει μέρα Κυριακή και τη ξαργούσαν

ολοι πρώί μολις εσήμανε ο παπα –Παναγιώτης
έτρεξε εις την εκκλησιά ο κάθε Λαμπινιώτης.
Αντρές , γυναίκες, και παιδιά ανοίγουν την καρδιά τους
κι εις το Θεό γονατιστοί λεν τα παράπονά τους
τση πίκρες και τα βάσανα τη φτώχεια και την πείνα
που σέρναν οι χριστιανοί τα μαύρα χρονια εκείνα,
βαρύς Χειμώνας, αστοχιά, στου γεωργού την τέχνη
αρρώστιες και θανατικό σ’ ανθρώπους και σε έθνη
και παν’ από όλα η σκλαβιά κι ο μπέης οργισμένος
έφερναν σε απόγνωση τω χριστιανώ το γένος
κι έκαναν όλοι δέηση μπροστά εις την εικόνα
να βοηθήσει η Παναγιά στον ιερό αγώνα
ν’ αποτινάξουν το ζυγό, ν’ απελευθερωθούνε
μια μέρα δίχως βάσανα και φωτερή να ιδούνε
κι ο ευλαβέστατος παππάς με την μορφή αγία
τελεσεν εις το ιερό τη Θεία λειτουργία
κι έψαλλε τα «ειρηνικά» με πόνο και οδύνη
κι ίσως ακούσει ο Θεός να φέρει την Ειρήνη.
Σ’ αυτή την ιερή στιγμή και τη μυσταγωγία
που εκτουσεν ο πάπας αναίμαχτη θυσία
ακούστηκε οχλοβοή και ταραχές αρμάτω
όπως ταράσσουν τα στοιχειά τση θάλασσας τον πάτο.
Ηταν οι Τούρκοι κι είχανε τη Εκκλησια ζωσμένη
κι ουρλιάζανε κι αφρίζανε σαν σκύλοι λυσσασμένοι
ρέμπελοι και τουρκόγυφτοι λοής λογιώ φρουσάτο
στον πέργιαυλο τση Εκκλησιάς σαν το θεριό βρουχάτο.
Αλμπάνης τα κατάφερε να τσοι μονομεριάσει
το Φούρο να εκδικηθεί το αίμα να χορτάσει.
Ειχενε μπει στο Ρέθυμνο κι εσύναξε τ’ ασκέρι
και τα κατάφερε κρυφά στου Τράκα να το φέρει.
Πέρασαν το χωριό Καρέ δυο –δυο και ένας – ένας
κι’ ήρθαν εις τα Σκαλώματα.

Κι αν τσ’ έβλεπε κανένας θα έλεγε πως είναι βοσκοί ή κυνηγοί τυχαίοι

είτε και υποτακτικοί σε κάποιου Τούρκου Μπέη.
Μ’ αυτό τον τρόπο σκορπιστά, το τουρκικον ασκέρι
που’ μελλε την καταστροφή στη Λαμπηνή να φέρει
εφταξ’ απαρατηρητο εις των «Καλογεράδω»
που’ ταν αυτή την εποχή Μετοχι των Αγάδω.
Στις δεκανιά του Γεναριου μέρα Σαββάτο βράδυ
την ώρα που σουρούπωνε κι είχανε το σκοτάδι
εκαταλάβα τα κελιά και τσ’ Εκκλησιάς το χώρο
χωρις τραβάγιες και φωνές, χωρίς μεγάλο ντόρο.

Τη νύχτα τση δασκάλεψε Αλμπάνης ο Προδότης
πως θα γενή το μακελιό να φρίξει η ανθρωπότης.
Ετσι την Κυριακή πρωί πριν ν’αποδιαφωτίσει
το δρομο βάλανε μπροστά για τη Μεγάλη Βρύση.
Ανηφορίσαν τση κορφές περάσαν τα «Λειβάδα»
κι ‘αλλοι σαλεύγαν την πλαγιά κι άλλοι τη σωπατάδα.
Μολιες επιάσαν τη Λοφιά είχαν το νου καρύδι
μήπως φανουν οι χριστιανοί κι αρχίσει τουφεκίδι.
Γιατί τ’ αρχαία τα Λοφιά και τση «Καθές» τα μέρη
ήτανε των Χαϊνιδω των ανταρτώ τα λημέρι.
Κι όμως κεινο το πρωί με τη διπλή τη σκόλη
εφύγαν αξημέρωτα κι απουσιάζαν ολοι.
Εκατεβήκαν στο χωριό για να λειτρουηθούνε
και τσι καϊμούς τωνε κι αυτοί στην Παναγιά να πούνε
κι αφήκαν ολομόναχο στη βίγλα στο «Κοπράνι»
νυχτερινό βιγλάτορα σκοπό , το Φουρογιάννη
τον ίδιο που’ ταν αφορμή με την απόπειρα του
να φέρει Αλμπάνης στο χωριό τα τάγμα του θανάτου
και το’ καμεν ο σατανάς λίαν πρωί να φύγει
ν’ αφήσει ερμα τα Λοφιά κι έφταιγε το κυνήγι.
Εσκότωσε ένα λαγό και τουρθενε στη σκέψη
να κατεβεί στη Λαμπηνή να τονε μαγερέψει.
Και παίρνει το καπότο του και τ’ όπλο αλε- σκάγια
και το λαγό που σκότωσε με του τσιφτέ τ’ ασκάγια
κι ίσως δεν θατανε φταχτός εις την Καθέ την κάτω
όταν επέρνα στα Λοφιά τ’ Αλμπάνη το φουσάτο
και σαν δεν ητανε κανείς αν τους αλοικοντίσει
και μάτι χριστιανού να δει να πα’ να μαρτυρήσει.
Αλμπάνης αναθάρρεψε το δρόμο συνεχίζει
κι’ εις τση Καθές το πρόβαρμα γονατιστός καθίζει
και δίχνει με την χέραν του εις την ακολουθία
τ’ Αη – Βασίλη το Λαγκό την όμορφ’ επαρχία
και τσ’ Εκκλησάς το πέριαυλο στση Λαμπηνής την άκρη
που έμελλε να ποτισθεί με αίμα και με δάκρυ.
Εκεί ειδάταξ’ Αρχηγός συγκέντρωση να γίνει
να κάψουν τσοι Λαμπηθαινούς αρθουνι να μη μεινει.
Κι όταν ο Φούρος έψηνε τση νύχτας το κηνύγι
του φωναξ’ η γυναίκα του «όπλα» για να φύγει
γιατ’ είδενε τον πέργιαυλο γεμάτο τουρκαλάδες
αρματωμένους με σπαθιά και σεσωπά και γράδες
κι αρπα κι Φουρος το όπλο του και σπα το ίσα κάτω
να φέρει το χωριό Μουρνέ το θλιβερό μαντάτο

να σώσει τσοι χριστιανους τσοι πολιορκημένους
πριν να τσοι καταλύσουνε μισολειτουργημένους
αλλα για τύχη ντω κακή είχε βροχή αντάρα
κι ο ποταμός ο Σπηλιανός δεν είχενε καμάρα
κι είχε κατέβει ορμητικός ,κ θολός κι αγριεμένος
πώς ναπεράσει αντίπερα ο Φούρος ο Καημένος,
και πως να βοηθήσουνε αντάρτες πολέμαρχοι
για να σωθουν οι χριστιανοί ελπιδα δεν υπαρχει.
Ετσι χωρίς ενόχληση Αλμπάνης επολέμα
το Φουρο να εκδικηθεί που πάλευε στο ρέμα
και δεν κατέχει άνθρωπος το τέλος του ποιον ήτο
μην τονε πήρε ο ποταμός το σκέφτομαι και φρίττω.
Αυτός να πέση να πνιγή στου ποταμού τα βάθη
κι ‘εξ αφορμής του το χωριό εκάηκε κι’ εχάθη
γιατι τ’ασκέρι των τουρκώ με λύσσα και μανία
να μπούνε προσπαθούσανε μέσα στη Εκκλησία,
να σφάξουνε άντρες χριστιανούς γυναίκες ν’ατιμάσουν
να πνίξουν και μωρά παιδιά το αίμα να χορτάσουν.
Μα ήταν οι Χριστιανοί καλά ταμπουρωμένοι
κι ειχαν και τη μοναδική πόρτα μανταλωμένη.
Δεν είχενε παράθυρα η εκκλησία τότες να μπούνε
να την πατήσουνε οι Τούρκοι στρατιώτες
κι αν είχενε στα βορεινά ή Νοτικά κανένα
τάχανε με πηλάσβεστο οι χριστιανοί χτισμένα,
εβγήκανε εις τη σκεπή, αλλα κι εκεί τα ίδια
ήτανε θόλα πέτρινα κι απανω κεραμίδια.
Μονο στον Τρούλο τσ’ εκκλησιάς δια να μπαίνει φέξη
υπήρχαν αγιοθύριδα μακρόστενα πεντέξι
για ν’ αερίζεται ο Ναός να φεύγει το λιβάνι
κι όμορφη του μυρωδιά στον ουρανό να φτάνει.
Εκείνα τ’ αγιοθύριδα που δεν είχαν κλείσει
βρήκε τον τρόπο ο εχθρός να χρησιμοποιήσει.
Τ’ αρκάλου άφτουνε φωτιά στη τρύπα κι όξω
βγαίνει και δεν βγη να σκοτωθεί ψόφιος
στην τρύπα μένει γιατ’ η φωτιά και ο καπνός φέρνουνε ασφυξία
που θανατώνει ασφαλώς κι ανθρώπους και θηρία.
Ετσι ο άπιστος εχθρός εσκέφτηκε να δράση
να βάλει στο Ναό φωτιά κι όπου το βγάλει η βραση.
Με σκάλες ανεβήκανε στου Τρούλου τσι φεγγίτες
εκεί που χτίζανε φωλιά την άνοιξη οι σπουργίτες
κι ανάβανε παλιόπανα στο λάδι βουτηγμένα
και με δαυλούς τα σπρώχνανε και πέφταν ένα ένα.
Μπροστά στα εικονίσματα εις του Ναού το μέσον

ενώ ο κάθε χριστιανός έλεγε «Κύριε Ελέησον»
Ημαρτον, θε μου σώσε μας, θε μου συγχωρέσε μας
για θα χαθούμε κι εμείς κι οι οικογένειές μας
πως θ’αποθάνωμεν ετσα δεν το’λπιζα ποτέ μου
καλια’ χα να με βρίχνανε τα βόλια του πολέμου
γιατί και με τα νύχια μου εχθρούς ‘θελα ξεσκίσω
και τη ζωή μου ακριβά ‘θελα τηνέ πουλήσω.
Αυτά περίπου λέγανε άντρες οι μεγάλοι
ενώ τα γυναικόπαιδα τάχενε πιάσει ζάλη
κι από την κρούψη ο παππάς κι οψάλτης βουβαθήκαν
και τα μωρά κι’ οι άρρωστοι ελιγομαριαστήκαν
κι εξεψυχήσα και δυο τρεις από την ασφυξία
κι έγινε μέγα σύθρηνο μέσα στην Εκκλησία
και τα πανιά συνέχεια πέφταν από τον τρούλο
όταν ακούσθηκε φωνή, γνωστή στο πλήθος ούλο:
« Παραδοθείτε χωριανοί, εγώ’ μαι ο Αλμπάνης
και δε θα πειραχθεί κιανείς εκτός ο Φουρογιάννης,
αυτόν να πιάσω κυνηγώ κι αυτό να βρω ξετρέχω
σ’αλλον κανένα από σας παράπονο δεν έχω.
Ακροπιστέψανε δυο τρεις με τον Περδικογιάννη
που’ τανε φίλος παιδικός του Τούρκου τ’ Αλουμπάνη
και λεν «Ας τον ακούσωμε, δε θα μας ε-πειράξει
γιατ’ είναι αντρας μπεσαλής και κάνει ο,τι τάξει».
Μα οι πολλοί με τον παππά τον Παναγιώτη πρώτο
που αν εμπόριε θα’ βανε στην εκκλησία μπουρλότο,
εδώκανε απάντηση κοφτή του κτηνανθρώπου
«καλύτερ’ας ποθάνωμε ολοι μας επι τόπου
παρα να προδώσωμε την πίστη την Αγία
και τση πατρίδα την τιμή και την ελευθερία».
Τότες οι τούρκοι φέρανε ξύλα, κλαδιά και χόρτα
κι άναψαν τρίπυρη φωτιά κι κάψανε την πόρτα
κι εμείνανε τα μάσκουλα κι’ οι τοίχοι μαυρισμένοι
κι ορμίσανε στην Εκκλησιά σα σκύλοι λυσσασμένοι.
Εδέσαν τσοι ζωντανούς και ψυχωμένους άντρες
όπως μπουζάζουν οι βοσκοί τα πρόβατα στσοι μάντρες
και όσα γυναικόπαιδα δεν είχαν αποθάνει
τα σύρανε στον πέργιαυλον απ’όξω μάνι μάνι
πριν καταλάβουν τα παιδιά και νιώσουν οι μανάδες
πιο τέλος άγριο φρικτό θαχουν οι πατεράδες
και με φωνές και κλάματα και με σκληρές και δάκρυ
τα δέσα και τα στέσανε στου πέργιαυλου την άκρη
μαζί με΄οσους πιάσανε εξ’ απτην εκκλησία
κι εις τω σπιτιώ το κούρσεμα και τη λεηλασία.

Και το σεβάσμιο παππά με τ ‘άμφια ντυμένο στη μέση

τον εστέσανε των αιχμαλοτισμένω για να μη δει την πρόθεση των Δώρων των Τιμίω

και την Αγία Τράπεζα που γίνανε σφαγείο.
Εκεί επανω σφάξανε πρώτο τον Καραγιάννη
με άλλους δέκα τέσσερις με εντολή τ’ Αλμπάνη.
Ο Καραγιάννης ήτανε συναργηγός του Φούρο
κι’ έμεν ο Φούρος στα «Λοφιά» κι αυτός στον «Τριαγκούρο»
το σπήλιο στην Πετρόκουρτα είχεν αυτός λημέρι
κι έστενε με τους άντρες του αργά ταχυά καρτέρι
κι έβλεπαν την Βασιλική τη στράτα του Ρεθύμνου
εκεί που οι δρόμοι Λαμπηνής και Καρηνών του τέμνου.
Μα εκεινο δα το πρωινό το μαύρο σαν το Καϊτουπεν η μοίρα
του στ’αυτί στη Λαμπηνή να πάει και πήγανε στην Εκκλησία
παρά μ’ άλλους δέκα και μπαίνοντας στην είσοδο τα όπλα καταθέκα.
Γιατι δεν ήτο μπορετό να βάλει το μυαλό τους πως ήθελα τση σφάξουνε δεμένους κι

αιχμαλώτους.

Κι όμως ο άταχτος στρατός που να κρατήσει μπεσα

εσφάξανε όσους ηύρανε στη Εκκλησία μέσα άντρες γυναίκες και παιδιά δεν
εξεκαθαρίζαν εσφάξανε και δυο μωρά που κλαίγαν και ρανίζαν και το μαχαίρι
δούλεψε με τόσο αχτιμάνι που κοψανε στη υστεριά και τον Περδικογιάνη τ΄Αγά το
συναθρεφτό και φίλο μπιστεμένο και όποιον άλλο βρήκανε ξελιγομαριασμένο

και δεν εγλύτωσε ψυχή εκτός μια Μουζουράκη
που τσ’ έδινεν υπομονή κουράγιο και μεράκι
το κλάμα του μωρού παιδιού που τση’χανε παρμένο
όταν την είδαν και ‘ πεσε και φώναξε «Πεθαίνω»
μα’χενε λιγομαριαστή με του καπνού τη βρώμα
κι έπεσε κάτω ακίνητη με άλλες τρείς ακόμα
και μόλις εσυνέφερε από την ασφυξία
και είδε τα όσα γίνονταν μέσα στην Εκκλησία
τα μάτια παλι μισοκλεί την ποθαμένη κάνει
θωρεί’ να τούρκο κι εβγανε τα μάτια τ’ Αη Γιάννη
για σαν ετελείωσε το ζωντανό σφαγείο
από τση τοίχους βγάνανε τα μάτια των Αγίω
κι’ Εκκλησια’ ν’ιστορικη, βυζαντινή αρχαία
κι έχουν οι τοιχοι ζωγραφιές κονίσματα σπουδαία.
Ισαμε χρονια εκατό έδειχνεν η ζημία
και την αναπαλιώσανε πιτήδεια συνεργεία.
Κι η Μουζουράκη ακίνητη έζησ’ αυτό το δράμα
μα ακου και του μωρού τ’απελπισμένο κλάμα
κι εσκέφτηκε πολλές φορές το σπλάχνο τζη να τρέξει
μα βλέπαν εις την έξοδο σφάχτες εχθροί πεντέξι.

Σαν εξεκουμπιστήκανε και βγήκανε όλι απ’εξω
είπεν κι αυτή ψιθυριστά «καλά ναι δα να τρέξω».
Σαν το λαγό τινάχτηκε κάνοντας το σταυρό τζη
και δυο πήδους έφταξε κι έπιασε το μωρό τζη
όπου το κράθιενε μια γραι από το ίδιο σόϊ
και τ’ αρνευε αυτή καλά μα’ θελε και να τρώει
και μόλις εξεκούμπωσεν η μάνα του τα στήθη
εις το βυζί κρεμάστηκε κι εφαε, κοιμήθη.
Κι η μάνα μ’αγαλλίαση το σφιγγε στην αγγάλη
κι εδόξαζε την Παναγιά που ξανάσμιξαν πάλι
κι εξέφυγεν εις το νάο τον κίνδυνο το μέγα
που ξεκλήριζαν οι εχθροί των χριστιανώ τη φλέγα.
Κι εγλυτώσενε μον’ αυτή να μαρτυρά να λέει
ίντα καταστροφή’ φερε μια προδοσιά του μπέη.
Μα όπως ελόγιαζεν αυτά ήρθε η μαύρη ώρα
να φύγουν ολοι οι ζωντανοί για πούλημα στη χώρα
γιατ’ ο Αγάς με το στρατό είχαν συμφωνία να φέρουν

τον αφανισμό και τη γενοκτονία

κι’ όποιος γλιτώσει τη σφαγή σκλάβος να καταντήσει
να πιάσουν οι Λαμπηθιανοί Ανατολή και Δύση.
Εμοιραστήκαν οι εχθροί και μπηκανε στη στράτα
κι είχαν και τα τουφέκια τω έτοιμα και γεμάτα.
Στη μέση τους εβάλανε τη χριστιανοπαρέα
πουχεν προστάτη κι αρχηγό τον ξένο ιερέα.
Τον ξενοχωριανό παππά τον Αγιοπελαγιώτη
το γεροντα το σεβαστό το ξενηστηκωμένο
πάφησε το μυστήριο μισοτελειωμένο
και λείψανα αδιάβαστα την εκκλησιά γεμάτη
που δεν αντίκρυσ’ αλλουνού χριστιανού το μάτι.
Εκτός η Μουζουρόνυφη που θώριενε το δράμα
μα δεν εκουνιε κι έφταιγε του κοπελιού το κλάμα.
Εκεινη μονο το ‘ζησε το μαύρο πανηγήρι
και το’πεν εις τον Πάσλεη τον Αγγλο κοσμογύρη
αργότερα που σμίξανε στη χώρα σ’ένα σπίτι
όταν αυτος εγύρισε ολόκληρη την Κρήτη
και το’γραψε εις το χαρτί κι ,ότι γραφτή’ πομένει,
διαβάζεται κι ακούεται σ’ολη την οικουμένη.
Στο δρόμο για το Ρεθεμνος τω χριστιανώ τ’ασκέρι
τούχεν η μοίρα του γραφτό πολλά να υποφέρει.
Σαν έξι ώρες νηστικοί σαλεύαν εις τη στράτα
κι’ ο βουρδουλας εδούλευε σ’όποιον δεν επερπάτα

του μαρτυρίου το σταυρό κρατούσαν εις τον ώμο
κι επεφταν κι εσηκόνονταν οι άρρωστοι στο δρόμο.
Εφταξανε με τα πολλά στο τουρκικο καράβι
εκεί που ξεπουλιουντανε οι χριστιανοί για σκλάβοι.
Εκεί τσοι παζαρέψανε κι εξεπουλήσασιν τζοι αλλους τρεις λίρες,

άλλους εξ κι άλλους ένα λοϊντζι.
Τοτες ανακαλύψανε πως έμεινε στη στράτα
΄κάποια κοπέλα όμορφη με το μωρό που κράτα.
Ηταν η Μουζουρόνυφη μαζί με το μικρό της
κι έλλειπε και εν γνωσει τους ο Παππα Παναγιώτης.
Αυτόν τον είδαν άρρωστο γέρο κι εξαντλημένο
και τον επαραδώσανε στα ιερά ντυμένο
σε τουρκους αλητόπαιδες, γύφτους και γιανιτσάρους
να τονε γιουχαϊσουνε να τονε στραπατσάρουν
Σπρωχτό τονε γυρίζανε εις τα τσαρσά» τση χώρας
κι εφτάξανε σ’ένα τζαμί στην άκρη της Σωχώρας.
Των Μεβλεβίδων ο Τεκές ακούετον ετότες
κι ήτανε τουρκικος ναός με γυριστές τση πόρτες.
Κι είδεν ο Χοτζας την πομπή με τον παππά στη μέση
κι εφωτησεν τον ο Θεός να τονε ξεμπερδέση.
Πράγματα τον ετράβηξεν εις του τζαμιου το χάος
ο Χότζας ο πονετικός ο ήρεμος και πράος.
Μα μόλις έκτσ’ ο παππάς σε τουρκικό στασίδι
το πνέυμα του εις του Θεού τα χέρια παραδίδει
λέγοντας σαν τον Συμεών την εποχην εκείνη:
«Νυν απολύοις Δέσποτα τον Δουλον σου εν ειρήνη».
Αυτό το τέλος είχενε ο Αγιος Πατέρας
και δεν επρόφτασε να δει τση λειτουργιάς το πέρας.
Γιαυτό κι όταν αναστηθούν ολοι οι ποθαμένοι
θα κλεισ’ αυτος τη λειτουργια πουχεν αρχινημένη.
Ως προς τη Μουζουρόνύφη , σαν την αναζητήξα
τελάλη βγάλαν κι’ είπενε πως την επικηρύξα
τρεις λίρες αγγλικές χρυσές σ’οποιον την παραδώσει
και μια μισή σ’όποιον βρεθεί και τους τηνε προδώσει.
Κι όμως αυτή με το μωρό την είχανε σκαμπιάρει
μια Αραπίνα Χριστιανή κι έφυγεν προς τ’ Αμάρι
κι αντάμωσε Χαϊνηδες αντάρτες Αμαριώτες
όπου δεν εφοβούντανε τσοι Τούρκους στρατιώτες.
Σ’αυτούς εδιηγήθηκε τση Λαμπηνής το δράμα

Το κάψιμο και τη σφαγή τα πάντα κατά γράμμα.
Όπως τα διηγήθηκε στον Πάσλεη στη χώρα
κι εκείνος πάλι τα’ γραψε κι’ είναι γνωστα ως τώρα.

Ρεθεμνος 31-12-1973
ΜΙΧΑΗΛ ΕΜΜ. ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΑΚΗΣ (Λαμπηνιώτης).

Αφήστε μια απάντηση