Μιχάλης Παπαδάκης

 Οι κάλπες δεν είχαν κλείσει ακόμη την Κυριακή της ψηφοφορίας  όταν μαθεύτηκε ο χαμός του εκλεκτού Ρεθυμνιώτη. Πολλές φορές έγραψα για τον αξέχαστο και τόσο αγαπητό “Μιχαλάκη” με θαυμασμό, εκτίμηση και αγάπη. Ποτέ μα ποτέ όμως δεν θα ήθελα να γράψω για το χαμό του αγνού αυτού Ρεθυμνιώτη που τίμησε τον τόπο και έσκυψε τόσο λεπτομερειακά στην Ιστορία του Ρεθυμνιώτικου χώρου και άφησε φεύγοντας πλούσια κι άφθονη την πνευματική προσφορά του.
Το χαροχτύπημα τον βρήκε σκυμμένο πάνω στη βιογραφική μελέτη για τον Γυμνασιάρχη και υποψήφιο Καθηγητή Πανεπιστημίου μακαρίτη Μάρκο Δασκαλάκη από τα Ρούστικα. “Δεν μπορώ Λεωνίδα να φανταστώ πως ένας άνθρωπος με τόση αξιόλογη προσφορά σαν το Μάρκο να παραμένει ακόμα στην αφάνεια. Τόσα χρόνια που έχει πεθάνει και δε βρέθηκε ένας Ρεθυμνιώτης να χαρίσει δυο λόγια για αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο”.
Αυτά μου τόνιζε σε γράμμα του πριν λίγο καιρό όταν άρχισα ύστερα από παράκληση του να ερευνώ και να τον τροφοδοτώ με συμπληρωματικά βιογραφικά στοιχειά και κυρίως με την μοναδική φωτογραφία που βρήκα του Δασκαλάκη την οποία μου παρέδωσε η εκλεκτή συμπολίτισσα Κα Ελένη Κουτσουράκη – Τσουδερού. Ανησυχία μου είχε προκαλέσει το τελευταίο γράμμα του μετά την εγχείρηση για να του στείλω επειγόντως ότι στοιχεία είχα μαζέψει γύρο από τα πρόσωπα που ήταν στην φωτογραφία, γιατί όπως μου τόνιζε, ο χρόνος είναι πολύτιμος.
Το ίδιο μου επανέλαβε και στο τηλέφωνο στις αρχές του Μάη. Δεν φαντάστηκα όμως πως εννοούσε το χαρομήνυμα κι ήθελε να προλάβει να τελειώσει τη μελέτη τόσο βιαστικά. Πίστευα απόλυτα πως ύστερα από λίγο και πάλι θα τον υποδεχόμαστε εύθυμο και ευθυτενή όπως πάντα. Η αγαπημένη του γειτόνισσα η Κυρία  των Αγγέλων θα έπρεπε να του χαρίσει λίγο ακόμα χρόνο ζωής μια που κι εκείνος της είχε χαρίσει τόση ευλάβεια. “Το χρονικό του Ναού της Κας των Αγγέλων” μια αξιόλογη παρουσία του στην εκκλησιαστική Ιστορία του τόπου. Η σκιαγράφηση της μορφής, της συμβολής και του έργου του Παπαδάκη, υπήρξε τόσο περιεκτική στις νεκρολογίες των αγαπημένων εκλεκτών Δικηγόρων Κ. Αντωνακάκη και Γ. Δρανδάκη που εντελώς να περιτεύει η δικιά μου βιογραφική αναδρομή.
Ο Παπαδάκης κατά κοινή ομολογία υπήρξε όχι μονό ο θερμός πατριώτης, ο Λοχίας της Μικρασιατικής εκστρατείας, ο διαπρεπής νομομαθής δικηγόρος, μα πάνω από όλα ο αγνός άνθρωπος, ο Ιστορικός ερευνητής, ο συγγραφέας, ο εκλεκτός από τους εκλεκτούς Ρεθυμνιώτες, ο άνθρωπος με τη ζεστή καρδία για τον τόπο, ο ειλικρινής, ο ευθύς, ο υποδειγματικός οικογενειάρχης και σύζυγος, ο φιλόστοργος πατέρας.
Τον Μιχάλακη και την αδερφή του Ιωάννα τους γνώριζα από παιδί τα καλοκαίρια στο Βυζάρι.
Μα τον γνώρισα καλύτερα από πολύ κοντά μετά την επιστροφή μου από το στρατό και συνδέθηκα στενά μαζί του όταν είδαν το φως της δημοσιότητας στον τοπικό τυπο ευγενικά δημοσιεύματα του γύρο από τη ζωή και το έργο του Πατέρα μου, πτυχές άγνωστες για μένα. Ποικιλότροπα αργότερα ευεργετήθηκα από την ανιδιοτελή προσφορά του. Για φέτο είχε προγραμματίσει από πέρυσι μια μας περιήγηση στο Αμάρι για να πάρει διάφορα στοιχεία και για ένα μνημόσυνο στο χωριό Βιζάρι, χωριό του παππού του, ήταν από μητέρα Σιγανού.
Δεν ήταν μόνο ο Βάτος και το Βυζάρι, διεκδικεί μέρος της καταγωγής του δικαιωματικά γιατί εκεί είχε περάσει όπως έλεγε όμορφα παιδικά χρόνια. Ο ευπρεπισμός του τάφου Σιγανού στο Βυζάρι αρκετά τον απασχολούσε. Ο Μιχαλάκης πονούσε τον τόπο του και είχε έντονη τη διαίσθηση μιας αισθητικής αλλοίωσης της πόλης με το τουριστικό δαιμονιώδη κτιριακό οργανισμό.
Θυμάμαι μέσα στα τόσα καυτά δημοσιεύματα του και το θρήνο του για το ξερίζωμα των πεύκων που ήταν μπροστά στο Νομαρχιακό Μέγαρο που θεωρούσε τιμητική φρουρά του μεγαλόπρεπου κτιρίου και οι ψευδείς μάρτυρες ενός όμορφου παρελθόντος της Σοχώρας.
Όλα τα Ρεθυμνιώτικα προβλήματα τα ζούσε με ξεχωριστό ενδιαφέρον και πονούσε αρκετά στις εκάστοτε βεβηλώσεις τόσο των ιστορικών μνημείων όσο και της παράδοσης. Κάτω από το κοφτό μουστάκι του και τα ροδοκόκκινα μάγουλα διέκρινες ένα ώριμο φιλοσοφημένο ιδιόρρυθμο χαμόγελο που πλάταινε όλο και περισσότερο μαζί με δυο έξυπνα μεγάλα μάθια με οραματισμούς μα και αναδρομές στα περασμένα από τη Μικρά Ασία και τη Γερμανική κατοχή, από τα Αγιοβασιλιώτικα ακρογιάλια ως τις κορφές του Ψηλορείτη, από το Αρκάδι ως την αγαπημένη του Μονή Πρέβελη άλλα και με έκδηλες τις ανησυχίες του για τη μελλοντική πορεία της ανθρωπότητας. Το ανάτυπο του από το περιοδικό “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ” με παρατηρήσεις του στη χορογραφία της Κρήτης του Ζαχαρία Πρατικίδου νέα έκδοση, Ηράκλειο 1983 με την κάτοψη στο εξώφυλλο της τεράστιας τρίκλιτης Βασιλικής του Αη Βλάση ( Αρχαία Σύβριτος) Βυζάρι ήρθε στα χέρια των φίλων του με ξέχωρες αφιερώσεις στο καθένα με ημερομηνία 30-04-1985.
Ήταν το αποχαιρετιστήριο γράμμα του για το μεγάλο ταξίδι.
Το όμορφο, αξιόπρεπο και ζηλευτό πέρασμα του από τη ζωή, η μεγάλη προσφορά του στον τόπο μας και το πιστεύω του για την αναγνώριση των ηθικών αξιών, χάρισμα που του έδωσε μια ξεχωριστή φωτινάδα στο επιστημονικό και συγγραφικό στερέωμα μα και η αγάπη η μεγάλη που του είχαν όλοι και τον γνώρισαν, ας είναι μια δυναμική παρηγοριά στην καλή σύντροφο του, στα παιδιά και τα αδέρφια του.
Λεωνίδας Καούνης  1985

Αφήστε μια απάντηση