Μια ηρωική σελίδα από τη ζωή του Νίκου Κοκονά

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΜΑΡΙ

• Η σύλληψή του από τους Ναζί και η περιπετειώδης απόδρασή  του

Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ

Από τους τακτικούς επισκέπτες των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» ήταν και ο γιατρός Νίκος Κοκονάς. Και αφού παρέδιδε τη συνεργασία του στην αρχισυνταξία, έμενε λίγο παραπάνω να ανταλλάξει δυο κουβέντες είτε με μας είτε με κάποιον επισκέπτη που θα συναντούσε παλιό του γνώριμο.

Εκείνο το μεσημέρι που θυμάμαι έτυχε να είναι στο γραφείο και ο Σπύρος Μαρνιέρος. Έπιασαν συζήτηση και παραλίγο να τους …αφήσουμε τα κλειδιά να κλείσουν φεύγοντας. Μέχρι όμως να επιβάλει την τάξη ο αυστηρός στα θέματα άσκοπης απασχόλησης των εργαζομένων αείμνηστος Γιάννης Χαλκιαδάκης πρόλαβα να ακούσω κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον από τη ζωή του Κοκονά, που έσπευσε φυσικά να καταγράψει ο Μαρνιέρος. Το ίδιο είδαμε δημοσιευμένο στο περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος» από τον ίδιο τον ήρωα (τεύχος 23 -Ιανουάριος Φεβρουάριος 1981). Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό χρονικό που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της αντιστασιακής δράσης στο Αμάρι και αξίζει της αναφοράς.

Ένα προφητικό όνειρο

Ξύπνησε αλαφιασμένος ο Νίκος εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη 1943. Εκείνο το όνειρο που είδε τον είχε αναστατώσει. Είχε δει στον ύπνο του ότι τον κυνηγούσαν τρεις μαύροι σκύλοι με λύσσα και μανία. Κι εκεί που κόντευαν να τον φτάσουν ανοίγει μια πόρτα και μια μαυροφόρα τον τραβά στο εσωτερικό του σπιτιού της και κλείνει αμέσως την πόρτα πριν προλάβουν οι σκύλοι να τους ακολουθήσουν.

Σηκώθηκε με προσοχή να μην ξυπνήσει τον σύντροφό του Δημήτρη Ι. Κραουνάκη. Είχαν ξημερωθεί στο Κέντρος γιατί είχαν πυκνώσει τα μπλόκα και οι απειλές των Γερμανών που έβλεπαν πως έχαναν έδαφος.

Ο Νίκος βρήκε από το κατάλυμα που είχαν διανυκτερεύσει και κάθισε σε ένα βράχο προσπαθώντας να συνέλθει…

Μια αδιόρατη δύναμη τον ωθούσε να πάρει το δρόμο για το πατρικό του. Όταν ξύπνησε ο Δημήτρης του ζήτησε αμέσως να φύγουν. Ανησυχούσε για τον πατέρα του. Εκείνος αφού δεν κατάφερε να τον ηρεμίσει από την ταραχή που είχε προκαλέσει το όνειρο, αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει.

Στο δρόμο συνάντησαν κι άλλους συνεπαρχιώτες που επέστρεφαν με το φόβο στην καρδιά βέβαια. Αν τους έπιαναν, αυτούς που δεν είχαν κανένα επιβαρυντικό στοιχείο τους περίμενε αγγαρεία με ξυλοδαρμό και άλλα βασανιστήρια, κάτι που θα ήταν «χάδι» για τους αποδεδειγμένα εμπλεκομένους στην αντίσταση. Γιατί ίσχυαν απαγορεύσεις κυκλοφορίας σε ορισμένες περιοχής που συνήθως κρύβονταν αντάρτες.

 

Η Μαρία Κοκονά

Μια ηρωική μάνα

Φτάνοντας στο χωριό ο μεν Δημήτρης τράβηξε για του Κάμπου το στενό (Σ.Σ. τοπωνύμιο του χωριού Γερακάρι) ο δε Νίκος μπήκε στα πατρογονικά του, αμόλαρε τη στέρνα να ποτίσει το περβόλι. Ήταν κάπου 6.30 το πρωί. Ακριβώς δίπλα στο Σόχωρο ήταν από ώρα η μάνα του Νίκου, η Μαρία Κοκονά και μάζευε φασόλια. Γυναίκα φαινόμενο κι αυτή.

Αν και καρδιοπαθής από χρόνια δεν εννοούσε να αφήσει το σπίτι της, άντρο φιλοξενίας τόσων πατριωτών, για να καταφύγει σε πιο ασφαλές μέρος. Είχε τόσο αφοσιωθεί στον αγώνα, ατρόμητη συμπαραστάτισσα στον αντιστασιακό της σύζυγο, που με τα χρόνια ξέχασε και τα προβλήματα υγείας της.

Η ψυχραιμία που έδειχνε σε ώρες δύσκολες ήταν παροιμιώδης. Αρχές της κατοχής ένας από τους Άγγλους που περιέθαλπε στο σπίτι της, καθώς ήταν και επικηρυγμένος αποτελούσε κίνδυνο για όλους. Ένας ομοεθνής του που γνώριζε τον κίνδυνο σύστησε στη Μαρία Κοκονά να τον αφήσει να φύγει για να μη πληρώσουν το τίμημα της φιλοξενίας, όλοι μαζί. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη.

– Δεν φεύγει κανένας του δήλωσε ορθά κοφτά, αν δεν γίνει τελείως καλά.

Πόσα και πόσα τέτοια περιστατικά γύρω από τη δράση της μητέρας του δεν άκουσε ο Νίκος όταν αργότερα βρέθηκε στο Κάιρο για να συνεχίσει τον αγώνα του στη Μέση Ανατολή… Παλιοί γνώριμοι που συνάντησε εκεί για τον ίδιο σκοπό, είχαν πολλά να θυμηθούν από τη φιλοξενία της Μαρίας Κοκονά, άξιας κόρης του επίσης γενναίου παπα-Νικολή Γενεράλη και πανάξιας συζύγου του Αλεξάνδρου Κοκονά.

Η  Καλλιώ παρακολούθησε όλη την περιπέτεια του Νίκου Κοκονά από πολύ κοντά      Η γιαγιά Παπανικολήνα

 

Μοιραία ενασχόληση

Κατά τις 8 η ώρα ο Νίκος είχε τελειώσει το πότισμα και κατευθύνθηκε στο σπίτι, αφού χαιρέτισε με μια κίνηση του χεριού τη μάνα του που συνέχιζε τη συγκομιδή με αργές αλλά σταθερές κινήσεις. Με το που μπήκε στο σπίτι τον υποδέχτηκε η ξαδέλφη του η Καλλιώ Κραουνάκη, μια έξυπνη κοπέλα που δεν το έβαζε κάτω και χωρίς να χρονοτριβεί τον ενημέρωσε για τις μπαλωτές που τους είχαν αναστατώσει ξημερώματα.

Ο Νίκος δεν έδωσε σημασία. Ήταν πολλοί αυτοί που είχαν όπλα και πολλές φορές τα χρησιμοποιούσαν χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Χωρίς να σχολιάσει το γεγονός παρακάλεσε την ξαδέλφη του να του βάλει να κολατσίσει και να του ετοιμάσει βουργιάλι για να ξαναφύγει αμέσως. Δεν ήξερε κανένας τι επιφύλασσε το επόμενο λεπτό και καλό θα ήταν να φύγει το συντομότερο και να ξανανέβει στο βουνό. Μέχρι να ετοιμάσει η Καλλιώ την παραγγελιά του, κατέφυγε σ’ ένα δωμάτιο και έψαξε για το αγγλοελληνικό λεξικό του. Από μήνες τώρα προσπαθούσε να μάθει Αγγλικά απαραίτητα, αφού έκρυβαν στο σπίτι τόσους Άγγλους. Μια και είχε χρόνο σκέφτηκε να επωφεληθεί και να προχωρήσει τη σπουδή του παρακάτω. Εκεί δυστυχώς ξεχάστηκε και ενώ προσπαθούσε να ολοκληρώσει τη μετάφραση μιας πρότασης συνέβη το μοιραίο. Μια φασαρία κατά τις εννιά, από τα βορεινά που ήταν το σχολείο, απέσπασε προς στιγμή την προσοχή του αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Νόμιζε πως ήταν παιδιά που έπαιζαν.

Μέχρι που άκουσε τη φωνή της γιαγιάς του της Παπανικολίνας να του φωνάζει:

«Νικολιό κοπέλλι μου Γερμανοί στσοι συκιές, γλάκα».

Τη φωνή της γιαγιάς σκέπασε βαρύ ποδοβολητό και αγριοφωνάρες από τα βορινά πάντα.

Ο Νίκος τα παράτησε όλα και κοίταξε να δει τι συμβαίνει. Ήταν όμως πολύ αργά καθώς με τη μελέτη του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο. Σε απόσταση λιγότερη από εκατό μέτρα είδε καμιά δεκαριά Γερμανούς να τρέχουν προς το μέρος του οπλισμένοι.

Αμέσως φρόντισε να εξαφανιστεί. Βγήκε στην ταράτσα, από εκεί στο διάδρομο, εν συνεχεία με τη σκάλα στο ισόγειο και πήδηξε από το νοτικό παράθυρο στην αυλή. Λίγο ακόμα και θα βρισκόταν στο Σώχωρο όπου και θα τον κάλυπταν δέντρα και το ρυάκι. Στάθηκε όμως άτυχος. Το αναγκαστικό ζικ ζακ για να αποφύγει τους διώκτες του, του στέρησε πολύτιμο χρόνο. Σύντομα βρέθηκε μπροστά σε προτεταμένη όπλα, με φωνές αλτ να τον καθηλώνουν. Με σπρωξιές και χτυπήματα τον οδήγησαν έξω. Πρόλαβε όμως να δει τη μάνα του που τραβούσε απελπισμένη τα μαλλιά της στη θέα του παιδιού της που έσπρωχναν βάναυσα οι εχθροί.

 

Κι όμως έπρεπε να αποδράσει

Τον έστησαν στη μέση της αυλής και δυο από τους Γερμανούς τον κρατούσαν τόσο σφικτά από τα μπράτσα που ένοιωθε τα δάκτυλά του να παραλύουν από έλλειψη προφανώς κυκλοφορίας του αίματος. Ταυτόχρονα οι άλλοι μπήκαν στο σπίτι και άρχισαν να το κάνουν άνω κάτω αναζητώντας επιβαρυντικά στοιχεία.

Εκείνο το καλοκαίρι η θεία του Νίκου είχε έρθει για διακοπές στο χωριό από το Ρέθυμνο και είχε μαζί και το κοριτσάκι της την Αθηνούλα. Αυτό τώρα έσκουζε από τρόμο, ενώ η καημένη η Καλλιώ μάταια προσπαθούσε να το ηρεμήσει ενώ παράλληλα έκανε ό,τι μπορούσε να καλοπιάσει τους Γερμανούς…

Ο Νίκος ήξερε τι τον περίμενε. Εκτελεστικό απόσπασμα αφού φυσικά θα γνώριζε προηγουμένως, τις σκληρές μεθόδους των ναζί προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες. Έπρεπε επομένως να βρει τρόπο να δραπετεύσει. Δεν είχε άλλη επιλογή.

Στο μεταξύ οι εισβολείς, αφού δεν βρήκαν τίποτα βγήκαν στην αυλή και πλησιάζοντας τον Νίκο κάποιος από αυτούς υποδεκανέας τον ρώτησε άγρια.

Που πάπας;

Κατάλαβε ο Νίκος πως έψαχναν τον πατέρα του Αλέξανδρο Κοκονά, με την γνωστή αντιστασιακή δράση.

Αν και σε τόσο δύσκολη θέση δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει καθώς μετά βίας κρατήθηκε να μην του πει όταν επανέλαβε πιο έντονα: «Πού πάπας».

– Στη Ρώμη.

Δεν ήταν όμως ώρα γι’ αστεία. Ωστόσο δεν μπορούσε να μην απορήσει εκείνη τη στιγμή.

Ο Αλέξανδρος Κοκονάς

 

Ο Αλβανός τους πρόδωσε

Αναζητούσαν τον πατέρα του. Το καταλάβαινε. Πώς ήξεραν όμως ότι ήταν γιος του. Ούτε ταυτότητα του ζήτησαν, ούτε ρώτησαν ποιος είναι …Άρα είχε και πάλι δουλέψει κάποιος από τους σπιούνους τους. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν ήξεραν λεπτομέρειες για τον πατέρα του άρχισε να επαναλαμβάνει ένα «Νιξ φοστέν» προσπαθώντας να βρει τρόπο να ξεφύγει. Ανησυχούσε για τον πατέρα του αν και ήξερε πως ήδη είχαν πάει να τον ενημερώσουν για τον κίνδυνο ο Γιώργης Βρανάς και ο Νίκος Δ. Ταταράκης. Οι σκέψεις ανακατεύονταν στο μυαλό του. Κι όμως έπρεπε να τους ξεφύγει. Αλλά πως;

Ενώ εκείνος είχε χαθεί σε μια θανατερή αγωνία, κάποιοι από το απόσπασμα ξαναμπήκαν στο σπίτι, άλλοι βάλθηκαν να ξεφορτώνουν την κρεβατίνα από το δροσερό της καρπό κι ένας μόνο έμεινε να φυλάει το Νίκο καθισμένο σ’ ένα μπεντένι.

Ενώ οι άλλοι ρήμαζαν τα σταφύλια, ένας στρατιώτης πλησίασε το Νίκο και του ζήτησε την άδεια να πάρει μερικά. Εκείνος φυσικά κούνησε το κεφάλι και σε λίγο καθόταν πλάι στον ευγενικό στρατιώτη που όπως έμαθε αμέσως μετά τον έλεγαν Χανς. Παντού και πάντοτε τα ίδια. Εξαιρέσεις ανθρωπιάς και στην πιο απάνθρωπη αποστολή.

Περιμένοντας ο Νίκος τις εξελίξεις βασανιζόταν από την απορία ποιος μπορεί να τους είχε προδώσει. Είχαν βέβαια από μέρες τώρα την πληροφορία από τον αρχηγό της αντίστασης στον Άγιο Βασίλειο, δικηγόρο Μιχαήλ Παπαδάκι, για την ύποπτη δράση κάποιου Αλβανού με το όνομα Τσέλιο (Κ. Τσέλος). Ήταν κάποιος πρώην συναγωνιστής που συμμετείχε στην αντίσταση αλλά ξαφνικά είχε αλλάξει στρατόπεδο και είχε γίνει πολύ επικίνδυνος για τους πατριώτες. Να λοιπόν ποιος τους είχε καταδώσει. Κάποιος που ήξερε το ρόλο του καθενός, πατέρα και γιου. Ήταν και η μόνη λογική εξήγηση. Κι όπως αποδείχτηκε σε λίγο είχε δίκιο. Ο Αλβανός τους είχε προδώσει.

Σε λίγο βγήκαν οι Γερμανοί από το σπίτι κρατώντας μια βούργια που του φόρτωσαν στην πλάτη κι ήταν αρκετά βαριά. Όπως έμαθε αργότερα από την Καλλιώ είχαν βρει και έβαλαν μέσα τα αγγλικά βιβλία που βρήκαν στο σπίτι και κάτι χρυσά και υφαντά της μάνας του που βρήκαν στο συρτάρι.

Τον έβαλαν στη μέση και τράβηξαν προς τον αμαξωτό δρόμο. Ο Νίκος άρχισε να απελπίζεται. Όπως τον είχαν κυκλώσει δεν υπήρχε περίπτωση να διαφύγει. Ο τρόπος επίσης που είχαν δέσει τη βούργια στους ώμους του δυσκόλευε περισσότερο τις κινήσεις του. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Έπρεπε να αποδεχτεί τη μοίρα του. Κι όμως δεν μπορούσε να το βάλει κάτω. Στο μεταξύ η θλιβερή συνοδεία έφτασε έξω από το καφενείο του Πολύδωρου Κοκονά (ήταν ο παππούς του πρώην βουλευτη Μανόλη Όθωνα. Αυτός που εκτελέστηκε αργότερα 22 Αυγούστου 1944 μαζί με άλλους πατριώτες). Στεκόταν στην πόρτα με τον Γιώργη Κοκονά ξάδελφο του Νίκου. Με το που πέρασε η συνοδεία ο Πολύδωρος φώναξε του ήρωα ανιψιού.

«Θάρρος Νίκο».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει και δυο τρεις Γερμανοί έπεσαν πάνω στον Πολύδωρο και το Γιώργη χτυπώντας τους με μανία.

Κατά καλή τύχη του Νίκου δίπλα του βάδιζε ο Χάνς Κι όταν σε κάποια στιγμή έκανε μια κίνηση να ξεφύγει εκείνος του είπε με αγωνία:

«Νίκο νιξ παρτί…Καπούτ».

Αν ήταν διαφορετικά θα τον είχε αρχίσει στο ξύλο. Στο μεταξύ είχε φανεί ο προδότης Αλβανός που είχε αρχίσει να μπαίνει σαν αφεντικό στα καφενεία και να βρίζει τους θαμώνες.

Σε μια στιγμή ο Νίκος είδε να πλησιάζει η θεία του Αμαλία με κάποια άλλη κοπέλα. Της έκανε νόημα να έρθει πιο κοντά δίνοντας ένα μήλο στον Χάνς. Βρίσκοντας την ευκαιρία της είπε να ειδοποιήσει μερικά κορίτσια να απασχολήσουν τον φρουρό του. Εκείνη κατάλαβε και δεν άργησε να έρθει με τις κοπέλες. Μια από αυτές βρήκε καιρό και με ένα μαχαιράκι προσπάθησε να κόψει τα σκοινιά της βούργιας για να ελευθερωθούν οι κινήσεις του Νίκου. Ο Χάνς όμως πήρε χαμπάρι. Κατάφερε όμως ο αιχμάλωτος να τον αποπροσανατολίσει.

Στο μεταξύ έπεφταν στο κενό προσπάθειες όπως του κοινοτάρχη να καλοπιάσουν το απόσπασμα για να ελευθερώσει τον Νίκο. Η πρόταση του προέδρου Δημήτρη Ταταράκη κοινώς Παντελόνη να τους προσφέρει ένα γεύμα, μήπως καταφέρει να σώσει το νεαρό Κοκονά, του στοίχισε μια γερή κλωτσιά.

Η ιδέα όμως της απόδρασης δεν εγκατέλειπε τον Νίκο. Προσπαθούσε να είναι ψύχραιμος. Και κάποια στιγμή ακολουθώντας ένα πανέξυπνο στρατήγημα, αλλά και με την εύνοια της τύχης τα κατάφερε.

Κατόρθωσε να δραπετεύσει και να καταφύγει στη Μέση Ανατολή όπου κατετάγη στην αεροπορία. Μετά από σαράντα μέρες μπήκε στη σχολή Ιπτάμενων.

Οι Γερμανοί που είχαν υπολογίσει με τη σύλληψη του νεαρού να υποχρεώσουν και τον πατέρα να παραδοθεί, μόλις διαπίστωσαν την απόδραση του Νίκου σκύλιασαν κυριολεκτικά.

Σαν πρώτη αντίδραση έκαψαν το σπίτι του Κοκονά και στη συνέχεια έσφιξαν τόσο γερά τον κλοιό γύρω από τους πατριώτες, που αναγκάστηκε η οργάνωση να διατάξει την απομάκρυνσή τους από το Αμάρι και την αναχώρησή τους για Μέση Ανατολή.

Το επεισόδιο της σύλληψής του το έγραψε ένα χρόνο μετά τα γεγονότα έχοντας ακόμα νωπές μνήμες.

Και μετά το ξέχασε κάπου στα πράγματά του. Οι πολύτιμες για τον ιστορικό ερευνητή αυτές σημειώσεις, πέρασαν, χωρίς καν να τις διαβάσει, από μπαούλο σε μπαούλο με όλα του τα προσωπικά πράγματα, μέχρι που κατέληξαν σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης του. Εκεί τα ανακάλυψε παίζοντας ο γιος του Μιχάλης και ενώ ο γιατρός απασχολημένος ούτε θα έδινε και πάλι σημασία στα χειρόγραφα, έφτασε το γεγονός στον Σπύρο Μαρνιέρο, που αυτός δεν έχανε λεπτό όταν ανακάλυπτε πηγή στοιχείων.

Κι έτσι πέρασε στον «Προμηθέα Πυρφόρο» μια ακόμα μαρτυρία από την ηρωική περίοδο της Αντίστασης στο Αμάρι που χρειάζεσαι τόμους για να την παρουσιάσεις σε όλο της το μεγαλείο. Ένα περιστατικό από την ηρωική δράση του Νίκου Κοκονά από τις τόσες που έγραψε στο ενεργητικό του χωρίς ποτέ να περηφανευθεί γι’ αυτές.

Αφήστε μια απάντηση