ΜΗ ΜΕ ΝΙΜΑΤΙΖΕΙΣ ΛΕΩ ΣΥΖΕΥΤΗ

 

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

– Βουλιούμαι, μπρέ γυναίκα, να πάω επαέ στου γειτόνου, να
αποσπερίσω μια ουλιά, μόνο ύστερα ύστερα, να βάλης μια μπαχνέ άχερα
του βουγιού, να μη βάλης του γαϊδάρου, μα ούλη μέρα εκοπάνιζε θύμους,
γιατί ως ταχυά ξεκάνουν κι αυτά.
– Μα το σταυρό μου Γιωργάκι, καλλιά ‘χω να πας στο ντουκιάνι,
παρά να πας στου γειτόνου, γιατί κατές την γειτόνισα –πως είναι
παράξενη και θα πη γιαμιάς, από μέσα τζη: Έ…έντονε δά ήρθε πάλι για
να τονέ κεράσω: γροικάς πως σου το λέω. Εγώ τη γροικώ ίντα λέει για
το-ν-κάθε ένα…
– Έ… και να μου πη να πιω, θα τση πω, πως είμαι μαμουρλής, και
διάλε τη σταλιά απού μου μυρίζει.
– Ίντα γιάντα, μπρε δε μπας καλλιά στου συζευτή, απού κατές ίντα
άνθρωπος είναι κι αυτός κ’ η γυναίκα του, μόνο θα πας εκειά στση
τσίφρας, απού φοβάται να γελάση να μη φυράξη, γη κάτσε μπάρε μου
επαδά απού κ’ εγώ βαρυούμαι μοναχή μου.
– Όϊ δε μπάω στου συζευτή, γιατί τα χαλάσαμε μιας κοπανιάς και θα
‘ναι και θεσμένος, γιατί εκουράστηκε σήμερο διαολοπαράξενα;
– Ίντα γιάντα δα εκουράστηκε σήμερα ετσά που λες;
– Φοβούμαι, μπρέ γυναίκα, να σου πω, γιατί ‘ναι σαν το μυστικό και
σεις, οι γυναίκες, δε χώνεται πράμα…
– Μπρέ, για το Θεό:… κ’ ίντα σου μολόησα ποτέ μου; Όϊ να σου
πω… είπες την πάλι και μύρισε:
– Μα κατές πως μ’ αβιζάρενε, να μην το πω, γιατί, να λέτι νάχη
–λέει -ά δε ξεσυζέψωμε για μιας; λοιπός θα στο πω, μα ξιά σου: μάθια
ανοικτά… μουδέ τση μάνας απού σ’ έκαμε: Έπιασε γροικάς –το βούϊ-ν-

του πόνος κι αποστάθηκε και έπεσε χάμαι. Λώ-συζευτή… να
σκολάσωμε, μα δε μπάει το ζευτικό σου. Κι όντιμως είχενε σπαρμένη τη
σπορέ κι ελυπάτονε το σπορί και μου κάνει. «Όϊ γιατί θα χάσω το σπορί
κι είναι κρίμμα, γιατί, λέω, έχει εννιά δραμές: μόνο θα μπώ –γω απού τη
μια–ν-άκρα του ζυγού, να μας-ε-λαλής απατός σου με τ' άλλο βούϊ, ν’
αποκάμωμεν τη σπορέ».
Εδά ξιά σου –του κάνω κι’ εγώ. Λοιπός του βάνω τη ζέβλα, κι’
όμως-λά-εξέχνουνε πολλές φορές και εχάντουν πως ελάλουν τα βούγια,
και επεζά του πότες-πότες που και νιματέ στο-ν-κόλο: λοιπός κάθε φορά
που θελά του καρφώση το νίμα, έπαιζε μια τσινέ και μια φωνή: Μη με
νιματίζεις λέω συζευτή:
– Ω διάολε μια δουλειά ν’ ακουστή και τούτο: Θεόψυχά μου, μεγάλη
μου φαίνεται και δε γατέω μην το πω-ά-ν ήττο σου τση γειτόνισσας…
– Ίντα εκατεχά το γω…

Απού τ Ακτούντα
Τ   ΑΝΕΖΗΝΙΟ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΥΠΟΣ

30 Μαρτίου 1933 Αρ.φ. 278

Αφήστε μια απάντηση