20 Αυγούστου του 1994, ηµέρα Σάββατο, αρχίζει η καταγραφή των αποµνηµονευµάτων του κ. Κώστα Ξεξάκη, από τον Αντώνη Σανουδάκη.
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ – ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ
– Σανουδάκης: κ. Ξεξάκη, το χωριό σας είναι τα Καψαλιανά;
– Ξεξάκης: Ναι. Τα Καψαλιανά, επαρχία και νοµός Ρεθύµνου κοντά
στο Αρκάδι. Είναι µικρό χωριό, δεν είχε σχολείο και γι’ αυτό εφοίτησα στο Δηµοτικό Σχολείο της Αµνάτου. Γεννήθηκα στις εικοσιτρείς του Μάη το χίλια εννιακόσια έντεκα. Ο πατέρας µου Ανδρέας Ι. Ξεξάκης, κατήγετο από το χωριό Αναχουρδοµέτοχα, που τώρα λέγεται Ελεύθερνα. Είχε αρκετή µόρφωση, γιατί είχε φοιτήσει μέχρι την Τρίτη τάξη του Σχολαρχείου στο Ρέθυμνο.
Η μάνα του τον απέσυρε από το σχολείο και γύρισε στην Ελεύθερνα, γιατί υπήρχε φόβος σφαγής από τους Τούρκους στο Ρέθυμνο. Είχε δυο μπαρµπάδες καλογέρους στ’ Αρκάδι, τον Παϊσιο Νικολουδάκη, αδελφό της μητέρας του Γαρoυφαλιάς Nικoλoυδάκη και τον Παρθένιο Κανακάκη, επίσης θείο του, οι οποίοι είχαν διασωθεί από το ολοκαύτωμα του 1866. Αυτοί οι μπαρµπάδες του, επειδή ο ανιψιός των Ανδρέας ήξερε πολλά γράµµατα, τον επήραν στ’ Αρκάδι που σαν μορφωμένος σίγουρα θα γινότανε αργότερα Γούµενος. Έμεινε εκεί στο κελί του Παϊσιου σχεδόν δύο χρόνια ‘Εμαθε το Τυπικό τής Εκκλησίας στην εντέλεια και όπως ήταν και καλλίφωνος µε μουσικό αυτί έμαθε τη Βυζαντινή ψαλμωδία, τους οκτώ ήχους και τα ιδιόμελά των. Τότε “εκάρη” Αναγνώστης.
Αλλά, “βαριά η καλογερική … “. Εγκατέλειψε το Αρκάδι και γύρισε στο χωριό του. Παρακάτω θα πούμε άλλες λεπτομέρειες.
– Σανουδάκης: Ηθελα, αν σας διηγότανε ο πατέρας σας σχετικά µε την ανατίναξη του Αρκαδιού να µου πείτε όσα εκείνος άκουγε.
– Ξεξάκης: Θα σας πω πολλά. Στο σπίτι µας, στα Καψαλιανά, έφταναν συχνά συγγενείς, χωριανοί και άλλοι Μυλοποταµίτες γνωστοί του πατέρα µου, που επορεύοντο προς το Ρέθυμνο, αλλά επειδή η απόσταση ήτο μεγάλη, διανυκτέρευαν, μεσόστρατα, στο σπίτι µας, και την άλλη μέρα έφθαναν στο Ρέθυμνο. Έτρωγαν, έπιναν και εβεγγέριζαν, και, συχνότατα, η κουβέντα ήτανε “πες µας για το Αρκάδι τουλόγουσου που ξέρεις πολλά”. Έτσι, εγώ παιδί, από μικρό άκουγα να ιστορεί την ανατίναξη τ’ Αρκαδιού. Και κάποτε σκέφτηκα να ρωτήσω τον πατέρα µου – “Μα πώς τα ξέρεις τόσα πράγματα για το Αρκάδι;” ”Δυό χρόνια που έμενα στου Παϊσιου το κελλί, όταν επρόκειτο να γίνω καλόγερος, δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά εκείνον να δηγάται όσα είδε και έζησε τότε στο Αρκάδι”.
– Σανουδάκης: Αυτοί οι καλόγεροι πώς εσώθηκαν;
– Ξεξάκης: Όσοι καλόγεροι πιάστηκαν ζωντανοί, δεν τους εκτέλεσαν
οι Τούρκοι. Και μια λεπτομέρεια: όλους που πιάστηκαν ζωντανοί, οι Τούρκοι το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου τους μετέφεραν στην απέναντι τοποθεσία στο Μετοχάκι, και καθώς περνούσαν μέσα από το δασωμένο φαράγγι πηγαίνοντας προς τα εκεί, ο Παρθένιος και ο Παϊσιος, που ήξεραν καλά τα κατατόπια, τρύπωξαν στο πυκνό δάσος και διέφυγαν.
Και θα κάμω τώρα εδώ μια παρένθεση για τον πατέρα μου. Ήταν περιζήτητος τραγουδιστής στα γλέντια και στα πανηγύρια και χορευτής περίφημος, ιδίως στον Καστρινό. Μερικά από τα τραγούδια που τραγουδούσε, εκτός από τα ριζίτικα: “Του Κίτσου η μάννα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε … Σαράντα παληκάρια κι’ από τη Λιβαδιά, Κάτω στου Βάλτου τα χωριά … Στη Μπόμπια το’ πα το νερό μια μέρα μεσημέρι από γυαλένιο μαστραπά κι από Φουντούλας χέρι. Πιάστε κορίτσια στο χορό να μάθετε τραγούδια, να δείτε και μια παπαδιά που πάει με τους λεβέντες … , Ήρθεν η μάνα κι’ ηύρε με σε λυγερής αγκάλη …..
-Σανουδάκης: Kαι τώρα περιστατικά από το_66
– Ξεξάκης: Και τι να πω πρώτο। Να ένα. Ένας Τούρκος, λέει,- μετά την κατάληψη τ’ Αρκαδιού παρακολουθούσε κάτι περιστέρια που πετούσαν πάνω από την Εκκλησία. Σημάδεψε, λοιπόν, ένα και του έριξε. Το περιστέρι φάνηκε να-πέφτει ανάμεσα στο κοίλωμα που είναι στα δύο κλίτη της Εκκλησίας. Για να βεβαιωθεί ο Τούρκος ότι σκότωσε το περιστέρι, ανέβηκε στη στέγη κι’ εκεί εκρύβετο κάποιος που ήταν βέβαια ζωντανός. Ήταν άτυχος. Ο Τούρκος τον εσκότωσε.
Για το θάνατο του Γουμένου:
Όταν είχαν μπει ήδη οι Τούρκοι μέσα στην αυλή του Μοναστηριού και είχε αρχίσει η άγρια σφαγή, πολλοί από τους ανθρώπους που ήσαν στην αυλή κοντά στο κελί του Γούμενου Γαβριήλ, άρχισαν να φωνάζουν διαμαρτυρόμενοι εναντίον του Γούμενου ότι αυτός φταίει και κλειστήκανε στο Αρκάδι και τώρα θα τους σφάξουνε οι Τούρκοι και άλλα πολλά λόγια εναντίον του. Ο Γούμενος ασφαλώς άκουσε πολλά απ’ αυτά τα λόγια. Θα σκέφθηκε ασφαλώς ότι, κατά κάποιο τρόπο, επήρε στο λαιμό του τόσους ανθρώπους. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα είχε υπόψη του και τι τον περιμένει, εάν τον πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανό. Το γδάρσιμο του Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη. Γνωστό είναι ότι τον έγδερνε ένας αράπης, αρχίζοντας από το πρόσωπό του κι ένας άλλος κρατούσε. ένα καθρέπτη, για να βλέπει τα χάλια του. Ακούγονταν η κακή ευχή: “απού να σε γδάρουνε σαν το Δασκαλογιάννη”. Και ο Γούμενος σκεπτότανε το δικό του γδάρσιμο … Τη συνέχεια την άκουσα σχεδόν από πρώτο χέρι.
Ο μικρόσωμος Αδαμάκης Παπαδάκης από του Πίκρη, ο έμπιστος ταχυδρόμος του Γούμενου που ξεπόρτισε’ δυο φορές και πήγε τις δυο επιστολές της Επιτροπής στον Κορωναίο στο Κλησίδι, και είχε γυρίσει και ευρίσκετο πάντοτε κοντά στο Γούμενο, είδε και άκουσε τη συνέχεια.
Τον εφώναξε ο Γούμενος και μπήκε στο κελλί του και του λέει:
– “Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ, Αδαμάκη, που ξέρεις και περνάς μέσα από τους Τούρκους, πρέπει να φύγεις, για να ζεις και να δηγάσαι … “. Ήταν διαταγή για τον Αδαμάκη. Βγήκε από το κελλί του Γουμένου και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα προς την αυλή.
Μόλις είχε κατεβεί λίγα σκαλοπάτια, άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελλί του Γουμένου και γύρισε αμέσως πίσω και βρήκε το Γούμενο πεσμένο κάτω και νεκρό. Επήρε από τη μέση του ένα ασημωτό μαχαίρι που φορούσε, το έκρυψε στα ρούχα του και από τον υπόνομο που οδηγεί έξω από το Μοναστήρι, εβγήκε πάλι έξω, πέρασε ανάμεσα από τους Τούρκους και κατέβηκε προς το “φαράγγι. Αλλά εκεί εκυκλοφορούσαν πολλοί Τούρκοι από τα γύρω χωριά και φοβούμενος μήπως τον αναγνωρίσουν, κρύφθηκε σ’ ένα σπηλιαράκι που είναι ακριβώς κάτω από τα αλώνια της Μονής, στου Καρακατζόλη το Σπήλιο.
Οι θυγατέρες του Αδαμάκη, η Μαριγώ και η Παρασκιώ, ήταν, πολύ αργότερα βέβαια, μαζώχτρες στις ελιές του πατέρα μου, και άκουσα πολλές φορές τη Μαριγώ να δηγάται τα παραπάνω. Και επί λέξει: “Ώστεν απού’ ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου τόλεγε και το ξανάλεγε:
“Γιάντα ‘γω να μην πάρω τη κεφαλή του, μόνο πήρα το μαχαίρι του και άφηκα την κεφαλή ντου να τηνε κάμουνε οι Τούρκοι μπαϊράκι, να τη γυρίζουνε στα στενά τση χωρας. Τόλεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό”.
Και προσθέτω μιαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Άμα πέθανε ο Αδαμάκης, περί το 1905 (;), το μαχαίρι το κληρονόμησε ο γιος του Γιώργης κι’ Όταν πέθανε και αυτός, χωρίς παιδιά, άναψε καυγάς ποια θα πάρει το μαχαίρι Έμαθε για τον καυγά αυτό ο ανιψιός των Γεώργιος Εμμ. Σχιζάρης και πήγε να λύσει τη διαφορά. Ο Σχιζάρης ήτο πολύ φίλος μου και μου διηγείται: – “Πάω και τωνε λέω, εσείς, μωρέ, τσακώνεστε για το ασήμι πούχει το φουκάρι του μαχαιριού. Εγώ θα το κάμω δυο κομμάτια να πάρει η καθεμιά σας το μισό”. Όπως και έγινε κι’ ο καυγάς έληξε.
Πριν λίγα χρόνια, περί το 1990, επήγα επίτηδες στου Πίκρη, βρήκα την κόρη της Μαριγώς και με δώρα και καλοπιάσματα μ’ εβεβαίωσε ότι εκείνη έχει το μισό από το ασημένιο φουκάρι. Την έπεισα ότι αυτό πρέπει να μπει στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, για να σώζεται για πάντα. Μου έδωσε δυο κομμάτια του ασημένιου φουκαριού, τα οποία και παρέδωσα στο Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, όπου και φυλάσσovται Και ακόμα ένα στοιχείο – ντοκουμέντο: Με το Γιώργη Σχιζάρη πήγαμε επίτηδες στο Αρκάδι και μου έδειξε την τρύπα του υπονόμου, δηλαδή το πόρο του που είναι μέσα στην αυλή, είσοδος, και τη έξοδό του έξω σ’ ένα σόχωρο που είναι νότια της Μονής και την κρύβουν κάτι αγριόκλαδα.
Σχετικά με το θάνατο του Γουμένου υπάρχει και σχετικό έγγραφο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, όπου ο Πρόξενος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο εκθέτει τα της ολοκαύτωσης του Αρκαδίου και μεταξύ άλλων αναφέρει: “ο δε ηγούμενος ηυτοκτόνησε”.
Επίσης, µια άλλη λεπτομέρεια: Ακούγοντας πολλές φορές ότι ο Κωστής Γιαµπουδάκης έβαλε φωθιά στο μπαρούτι κι ανατινάχτηκε η μπαρουταποθήκη, κάποτε εσκέφτηκα και ρώτησα το µπαµπά µου: “Μα, καλά, αφού έβαλε αυτός φωθιά στο μπαρούτι και ανατιναχθήκανε όλοι, (το παράξενο δε πώς σώθηκε ένα παιδί, η Σφακιαναντώναινα, που ζούσε στην Αμνάτο και μετά τον πόλεμο), πώς, λοιπόν, εµάθανε, ποιος είδε το Γιαμπουδάκη να βάζει φωτιά στην μπαρουταποθήκη, αφού είναι αδύνατον, αφού όλοι σκοτωθήκανε;” Κι ο μπαμπάς µου αμέσως µου απάντησε και µου λέει: “Μα, πολλή ώρα πριν γίνει η ανατίναξη, εφωνάζανε όσοι ήταν απάνω στη μπαρουταποθήκη, δυνατά εφωνάζαν πολλές φορές: ‘Όσοι δε θέλετε να πιαστείτε ζωντανοί στους Τούρκους, ελάτε ‘παέ κοντά στη μπαρουταποθήκη, απού θα βάλει φωθιά στο μπαρούτι ο Γιαµπουδής.” Και έτσι µαζεύτηκαν πολλοί εκεί.
Η σημερινή δε μπαρουταποθήκη όπως είναι και φαίνεται προς το βορεινό τμήμα της ένα μέρος μεσοχτισµένο και μάλιστα ένα μέρος της οροφής της, αυτά είναι μεταγενέστερα κτίσματα, διότι η μπαρουταποθήκη εξεθεμελιώθηκε τελείως κι από το παλαιό κτίσμα της μπαρουταποθήκης σώζεται µόνο ένα μικρό κομμάτι του τοίχου που είναι, όπως μπαίνοµε από την τωρινή πόρτα της μπαρουταποθήκης, αριστερά µας. Χαμηλά μόλις κατεβούμε 2-3 σκαλοπάτια είναι ένα κομμάτι μεγάλο από τον παλιό τοίχο, τον αυθεντικό τοίχο της μπαροuταποθήκης, ‘Ένα μεγάλο δε κομμάτι του τοίχου της μπαρουταποθήκης είναι έξω από τη μπαρουταποθήκη προφυλαγμένο µε κάγκελα, το δε υπόλοιπο τμήμα της μπαρουταποθήκης ‘εξηφανίσθη τελείως.
Το υπάρχον τμήμα της μπαρουταποθήκης που φαίνεται σαν νά’ ναι υπόλειμμα ερειπωμένο και μισερό, είναι διότι εξαναχτίστηκε μετά η μπαρουταποθήκη από χρήματα που έστειλε ο σουλτάνος μετά τη συνθήκη του ’69, που ειρηνεύτηκε, ετελείωσε η επανάσταση και εγίνηκε κάποια συμφωνία µε την Τουρκία, έστειλε χρήματα και για την ανοικοδόμηση του Αρκαδιού.
Με τα χρήματα αυτά ανοικοδομήθηκε η Χανιώτικη πόρτα, η οποία είναι όπως ακριβώς ήτο πρώτα, διότι αυτή δεν υπήρχε, ήτανε χαλασμένη από τις κανονιές που έριχνε το κανόνι. Τότε ανοικοδομήθη και ένα μέρος της μπαρουταποθήκης. Όταν δε είχαν συμπληρωθεί οι τοίχοι της και ένα μέρος της οροφής μικρό, προς το βόρειο τμήμα της, τα λεφτά ετελείωσαν και τότε εζήτησαν να τους στείλει κι άλλα ο Σουλτάνος και η απάντηση ήταν ότι: “όσα σας έστειλα, φτάνουνε και δε στέλνω άλλα” κι έτσι έμεινε ημιτελής η ανακατασκευή της μπαρουταποθήκης, ώστε το κομμάτι που φαίνεται μισερό, δεν είναι ότι αυτό εσώθη από την ανατίναξη, αλλά αυτό εχτίστηκε μετά. Τα αυθεντικά κομμάθια της μπαροuταποθήκης είναι µόνο αυτά που σας είπα στην αρχή.
Ο πατέρας της μαμάς µου, ο παππούς µου Αντώνιος Γεωργίου Σταµατάκης, του οποίου ο πατέρας είχε πουληθεί σαν σκλάβος (από τα Χανιά κατήγετο και πουλήθηκε σαν σκλάβος σ’ ένα Τούρκο στο Καβούσι, ο οποίος και μετά τον ελευθέρωσε και τον βοήθησε κιόλας. Κατοίκησε στην Αμνάτο κι εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά του). ο παππούς μου, λοιπόν, από τη μητέρα μου, Αντώνης Σταματάκης, ήτο ένας άντρακλας πανύψηλος και ήτο εις την υπηρεσία του Αρκαδιού και μάλιστα τον είχε ο Ηγούμενος, ως επί το πλείστον, στα κοπάδια, στην υπηρεσία του Αρκαδιού.
Όταν, λοιπόν, επρόκειτο να κλειστούν στο Αρκάδι, όταν επέκειτο η περικύκλωση του Αρκαδιού, ο Γούμενος ανέθεσε στον παππού μου, Αντώνη Σταματάκη, να σώσει τα βόδια τ’ Αρκαδιού, που ήτανε καμμιά πενηνταριά, γιατί λίγες μέρες πριν την πολιορκία εσφάζανε κάθε μέρα ένα δυο και τα τρώγανε. Ο Γούμενος, λοιπόν, για να γλυτώσει μερικά βόδια, είπε στον παππού μου να τα πάρει και να τα κρύψει κάπου, για να σωθούνε. Επήρε, λοιπόν, ο παππούς μου τα βόδια αυτά και πήγε σε μια τοποθεσία πού’ ναι κοντά στο χωριό Αναχουρδομέτοχα, σε ένα μέρος που είναι το μιτάτο Κυπαρίσσι, που είναι σε ένα ύψωμα. Δυτικά του μιτάτου Κυπαρίσσι είναι φαράγγι. Στο βάθος του φαραγγιού είναι μια πεζούλα κατάβαθα, αρκετά επίπεδη και μεγάλη, που ήτανε κατάφυτη από πελώριους δρυγιάδες και πρίνους, κι όταν έμπαινε κανείς εκεί μέσα, δεν έβλεπε ουρανό καθόλου, αλλά βάδιζε κάτω από τα δέντρα κι ανάμεσα σε χόρτα. Αποπάνω δε από το ύψωμα που ήταν το μιτάτο κοιτάζοντας κάτω στo φαράγγι, έβλεπε κανείς μόνο τα δέντρα και τι ήταν αποκάτω δεν εφαίνετο. Ήτονε, λοιπόν, κρύπτη ιδεώδης εκεί. Εκεί έκρυψε τα βόδια ο παππούς μου, εγώ δε, όταν μεγάλωσα κάποτε, επήγα επίτηδες εις τη θέση που ήτο το μιτάτο Κυπαρίσσι, εκατέβηκα στο φαράγγι και πήγα εκεί μέσα στο δάσος κι επερπάτησα ανάμεσα στα δέντρα που ήτανε κρυμμένα τα βόδια. Πράγματι εκεί μπορούσανε να κρυφτούνε εκατοντάδες ίσως βόδια, να μη βλέπει κανείς τίποτα, παρά μόνο αν κατεβεί και μπει μέσα, εκεί μέσα στα ζώα.
Έτσι λοιπόν, ο παππούς μου διέσωσε τα ζευγάρια, τα βόδια του Αρκαδιού.
– Σανουδάκης: Στην επανάσταση του ’97 ο πατέρας σας πού ήτανε;
– Ξεξάκης: Ακριβώς λίγο πριν την επανάσταση του ’97 ήτο εις το Ρέθυμνο και εφοιτούσε στην τελευταία τάξη του Σχολαρχείου.
Είχε ήδη φοιτήσει στο Δημοτικό Σχολείο του Πρινέ Μυλοποτάμου.
Είχε φοιτήσει στο Σχολείο που ήτανε στο Πάνορμο, δύο χρόνια ή τρία νομίζω, και μετά ήρθε στο Ρέθυμνο και φοιτούσε στο Σχολαρχείο και εκόντευε να τελειώσει το Σχολαρχείο, όπου είχε διδαχθεί πολύ καλά τα αρχαία Ελληνικά και αρκετά καλά και τα Γαλλικά κι όταν ήμουν εγώ μαθητής με βοηθούσε πολλές φορές και στα αρχαία Ελληνικά αλλά και στα Γαλλικά. Αλλά όταν επρόκειτο να εκραγεί η επανάσταση του ’97, η μητέρα του πατέρα μου, επειδή ήτο μοναχογιός τον επήρε από το Ρέθυμνο και τον εκράτησε στο χωριό για να μην είναι στο Ρέθυμνο και κινδυνεύει από κάποια σφαγή.
Μετά απ’ αυτό, οι μπαρμπάδες του που ήσαν στο Αρκάδι, ο Παϊσιος και ο Άνθιμος, τον επήρανε στο Αρκάδι, επειδή ήταν έτσι μορφωμένος και σίγουρα θα εγίνετο μια μέρα Γούμενος. ……………………………………………………………….
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ‘ΠΑΤΡΙΣ”