Μαρτυρίες από το Αλβανικό μέτωπο μέσα από το ημερολόγιο του Εμμ. Σταγάκη

 

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ’40
Μαρτυρίες από το Αλβανικό μέτωπο μέσα από το ημερολόγιο του Εμμ. Σταγάκη
• «Βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας…»
24/10/2017
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Ο Μανόλης Σταγάκης πατέρας του εκλεκτού συμπολίτη κ. Νίκου Σταγάκη ήταν η καλύτερη πηγή μου όταν έκανα αφιερώματα στην εποποιία του 1940. Πρόθυμος πάντα μου έδινε στοιχεία να πλουτίζω τα αφιερώματά μου. Και μια μέρα με ξάφνιασε ευχάριστα δίνοντας τις αναμνήσεις του σε βιβλίο.
Αυτό μπορεί για τους σύγχρονους να μην έχει σημασία αλλά όταν σε αναφορές μνήμης δεσπόζουν οικεία πρόσωπα η συγκίνηση είναι μεγάλη.
Από το ημερολόγιο αυτό τα σημερινά μας αποσπάσματα. Είναι από τις μοναδικές πηγές που αναδεικνύει και άλλες παραμέτρους, λιγότερο ρομαντικές. Ο Μανόλης Σταγάκης άλλωστε ποτέ δεν «μασούσε» τα λόγια του. Έλεγε πάντα την αλήθεια όσο πικρή κι αν ήταν. Με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι οι ήρωες πρέπει να τιμώνται στο σωστό χρόνο. Όταν κάναμε μια επετειακή εκδήλωση σαν «Πολιτιστική Αναγέννηση» υπό την αιγίδα της τότε Νομαρχίας, είδαμε στην αίθουσα και το βετεράνο αυτό του μετώπου. Αμέσως του ζητήσαμε να πάρει θέση στο πάνελ. Τιμούσαμε στο πρόσωπό του Εμμ. Σταγάκη όλους τους αγωνιστές. Η ικανοποίηση φαινόταν στο πρόσωπό του. Μετά από λίγο έφυγε για τη γειτονιά των Αγγέλων. Πάντα όμως τον θυμόμαστε με συγκίνηση.
Ας γυρίσουμε όμως στο ημερολόγιό του που αφιέρωνε στη μνήμη της μητέρας του και ας διαβάσουμε εκείνες τις συγκλονιστικές εμπειρίες που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει. Αναφέρει μεταξύ άλλων λοιπόν ο ήρωας του σημερινού μας αφιερώματος:
 
Ένας βετεράνος αφηγείται
Η ταλαιπωρημένη ζωή του Έλληνα Στρατιώτη εις το αλβανικό μέτωπο είναι χαρακωμένη εις την μνήμη μου και όσα γράφω είναι προσωπικώς εκείνα που είδα και έζησα ως επιλοχεύων του 5ου Λόχου 44ου Συντάγματος.
Εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση. Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμαι.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομαι εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεώς μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το Μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισα να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο Ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το Σχολείο και εις την εκκλησία. Μου απέσπασε φρουρά να παραμένομε για φύλαξη. Όταν συγκροτήθηκαν Λόχοι, με απέσπασαν καταρχήν εις 2ον Λόχο με Διοικητή λόχου τον Ιωάννη Φουσκάκη που ως κληρωτός ήτον μόνιμος λοχίας, ως επιλοχίας του 2ου λόχου του 14 συν/τος πεζικού που ήτον φίλος μου. Εις αυτόν το λόχο δεν κάθισα πολύ και πήρα μετάθεση εις 5ον Λόχο ως επιλοχίας του λόχου που ο λόχος έμενε εις την ύπαιθρο εις Μισσίρια. Μετά την ολική επιστράτευση που συγκροτήθηκε το Σύνταγμα, έλαβε διαταγή να μεταβεί εις την Σούδα, όπως και έγινε. Εκεί παραμείναμε εις την θέση Τσικαλαργιά περίπου μια εβδομάδα μέσα σε αντίσκηνα μέχρι που ήρθε διαταγή ολόκληρος ή Μεραρχία να επιβιβασθεί εις τα πλοία με προορισμό τον Πειραιά. Σε 10 πλοία επιβιβασθήκαμε και μας συνόδευσαν 2 Αντιτορπιλικά. Έτσι φτάσαμε εις Πειραιά τέλη Νοεμβρίου.
Ο λαός του Πειραιά μας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από όπου περνούσαμε πεζοί για να φθάσομε εις το Δαφνί για διανυκτέρευση.
Φτάσαμε και στήσαμε σκηνές να κοιμηθούμε μα το τσουχτερό κρύο δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Πρώτη φορά αντικρίζομε τόσο κρύο. Έτσι μείναμε άυπνοι όλη την νύχτα.
 
Στο Σταθμό Λαρίσης
Την επόμενη μέρα παίρνομε τσάι και ετοιμαζόμεθα για το σταθμό Λαρίσης. Εγώ ως επιλοχίας ελλείψει Αξιωματικού μου αναθέτουν την Τετάρτη Διμοιρία. Φεύγοντας για το Σταθμό επιβιβαζόμεθα σε βαγόνια μαζί με τα Μεταγωγικά στριμωγμένοι στο ένα μέρος του βαγονιού γιατί στο άλλο μέρος ήσαν τα μουλάρια. Εκεί πολλαπλασιάστηκε η ψείρα και η κόπρος των αλόγων μας προξενούσε ασφυξία. Δύο νύχτες και μια μέρα χρειάστηκε για να φθάσομε στο Αμύνταιον.
Αποβιβαζόμενοι αισθανόμεθα το φοβερότερο κρύο. Η μύτη μας έτρεχε και σχημάτιζε κορδόνι, οι δρόμοι ήσαν παγωμένοι και τα μουλάρια γλιστρούσαν και δυσχεραίνετο η πορεία μας για να φθάσει η δύναμη του τάγματος εις χωριό Φιλιοτά. Εκεί καθίσαμε επάνω από μια εβδομάδα και οι στρατιώτες εις τις ταβερνούλες έτρωγαν και έπιναν, λησμονώντας το συνωστισμό εις τα βαγόνια μα κανείς δεν διεμαρτύρετο. Ήταν μια αρχή δοκιμασίας τόσο εις τα βαγόνια, όπως ήταν και η απόσταση από Αμύνταιο μέχρι τη Φιλιοτά, φιλόδοξοι για τον Αγώνα φωνάζοντας, ζήτω ο πόλεμος. Κανείς δεν σκεπτόταν πως πάμε για σφαγή ως πρόβατα. Εις την ψυχή όλων ήταν η νίκη. Μετά της ημέρες της παραμονής μας εις το χωριό Φιλιοτά άρχισαν οι ημερήσιες και νυχτερινές πορείες για να φθάσομε εις Καστοριά και να μείνομε έξω της πόλεως σε μια ρεματιά ονομαζόμενη Κολοκυνθού.
 
Πορεία για την Αλβανία
Την επομένη, αφού πήραμε τρόφιμα και μια ρέγκα, ο λοχαγός μου λέει να πάρω έξι στρατιώτες αν ακολουθήσω τον Αξιωματικό Στρατοπεδάρχη του τάγματος να φύγομε να βρούμε σπίτια να μείνομε. Επρόκειτο για Αλβανικό χώρο. Φεύγομε φορτωμένοι με τους γυλιούς περνούμε το χωριό Ιεροπηγή και εισερχόμεθα στο Αλβανικό έδαφος. Ο τόπος ήταν χιονισμένος και δεν έβλεπες φύλλο δένδρου, όλα καλυμμένα με χιόνι. 15 ώρες βαδίζομε με ξεναγό. Απελπισμένοι τον απειλούσαμε γιατί μας οδηγούσε λάθος. Τέλος φθάσαμε βραδινή ώρα εις το χωριό Κεμπετιστα. Εκεί για πρώτη φορά βλέπομε τη φθορά του πολέμου από εχθρικά λάφυρα εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο κάθε στρατοπεδάρχης προσδιορίζει τα οικήματα που θα μένει ο λόχος. Είχα εξασφαλίσει 5 οικήματα. Ήρθε ο λόχος και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί, αφού πήραμε το τσάι συνεχίζομε την πεζοπορία νύχτα και μέρα με βροχή και χιόνι, πολλές φορές νηστικοί και χωρίς ψωμί, με λασπωμένους δρόμους και νυχτερινές διανυχτερεύσεις σε δάση για να μη δίνουμε στόχο σε ιταλικά αεροπλάνα, με δύσκολες διαβάσεις και εξαθλιωμένοι από πείνα κούραση και την οδυνηρή ψείρα.
Έτσι βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας και την κούρασή μας που δεν ήταν μόνο η πεζοπορία, αλλά τις περισσότερες φορές αναβαστούσαμε και τα μουλάρια σε δύσβατους και κρυσταλλιασμένους δρόμους, που διχαλώνανε τα πόδια τους. Τα ξεφορτώναμε και τα φορτώναμε και περνούσαμε τους δύσβατους δρόμους και λέγαμε «καλύτερα στην πρώτη γραμμή».
Μια μέρα βαδίζομε σε δύσβατο δρόμο, που ‘πεφταν τα μουλάρια. Εμείς κουρασμένοι χωρίς ψωμί δύο μέρες. Στο τάγμα οι Στρατιώτες κάνουν στάση και με φωνές υβρίζον και βλασφημούν. Δεν προχωρούμε, θέλομε ψωμί. Ειδοποιείται ο Διοικητής του Συντάγματος και μας βγάζει ενθαρρυντικούς λόγους και μας λέει ο πόλεμος δεν είναι το τουφεκίδι, μα είναι οι κακουχίες, που υποφέρει ο στρατιώτης. Μας ενεθάρρυνε και διέταξε να μας δώσουν μισή κουραμάνα. Έτσι συνεχίζομε την πορεία να φτάσομε σε κανένα χωριό γιατί πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων.
Αναφέρομαι προσωπικώς σε ό,τι είδα και έζησα εις την εκστρατεία του Αλβανικού μετώπου στον πόλεμο με τους Ιταλούς που όλοι υποφέραμε και ο καθένας μπορεί να αναφέρεται προσωπικά το πώς πέρασε μα εγώ θεώρησα σκόπιμο να τα αναγράψω να διαβάζονται από τους νεώτερους. Οι πορείες μέρα και νύκτα με χιόνια και βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι μας έφερνε πολλές φορές σε απόγνωση μα παίρναμε κουράγιο όταν μας έλεγαν για τις νίκες του στρατού και νοσταλγούσαμε να φθάσομε πιο γρήγορα εις την Πρώτη Γραμμή του Πολέμου. Με αυτές τις νυχθημερόν πορείες φθάσαμε εις την πόλη Κορυτσά και διασχίζομε νυχτερινή ώρα την πόλη και πηγαίνομε έξω σε μια κωμόπολη Λεσκοβίστη που είχε τζαμί και μιναρέ και Ιταλικά εφόδια εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο λόχος στεγάζεται σε σπίτια και το επιτελείο του λόχου σε ένα διώροφο σπίτι ελληνικό που ήταν βαμμένο με τα χρώματα ης Ελληνικής Σημαίας. Μέσα έμενε μια γυναίκα με δύο κόρες και μας υποδέχθηκε εγκαρδίως και μας ετοίμασε φαΐ με πατάτες. Μας ανέφερε ότι ο άνδρας της είχε πάει εις Βουλγαρία. Αφού φάγαμε μας είπε, απάνω σας έχω στρώσει να βγείτε να βγάλετε τα εσώρουχά σας να τα βάλετε πάνω από το προσκέφαλό σας. Θα έρθω να τα πάρω να τα πλύνω, να τα σιδερώσω να σας τα φέρω πάλι να τα βάλετε το πρωί. Πράγματι έτσι έγινε. Όλη την νύχτα έπλενε και σιδέρωνε με τις δύο της κόρες και το πρωί τα φορέσαμε για λίγο, απαλλαγμένοι από την οδυνηρή ψείρα. Κάναμε μια εβδομάδα για ξεκούραση που μας έμεινε αξέχαστη. Φεύγοντας μας χαιρέτησε με δάκρυα και με ευχή τη Νίκη, να γυρίσουμε εις τα σπίτια μας. Ποτέ άλλοτε δεν συναντήσαμε τέτοια φιλοξενία γιατί πολλές φορές που μέναμε σε χωριά ζητούσαμε νερό και μας έλεγαν «σκα» (δεν έχει).
 
Υπόθεση ζωοκλοπής στο μέτωπο
Βαδίζαμε μέρα και νύχτα παραμονές γιορτής Χριστουγέννων. Φθάνουμε στο χωριό Λουμπόνια που θα μείνει ο λόχος μας υπό στέγη μα έχει χιόνι 40 πόντους. Το επιτελείο του λόχου σε ένα σπίτι, διώροφο περιμανδρωμένο με ρουγόπορτα μα όπου μένουν οι Αξιωματικοί του λόχου και ο επιλοχίας βγάζει σκοπούς να φυλάγουν τα βράδια. Μαζί μένω και εγώ ως επιλοχίας του λόγου. Το κρύο είναι τσουχτερό και ανά μισή ώρα φυλάει κάθε σκοπός μα είναι 6 Νούμερα και ξυπνά ο ένας το άλλο. Αυτός που είχε το σπίτι μένει στο ισόγειο. Μαζί του είχε και μια αίγα. Αναφέρω την υπηρεσία και πέφτομε να κοιμηθούμε. Οι σκοποί είναι φρουροί εις την εξώπορτα. Την επομένη είναι Χριστούγεννα μα πριν να σηκωθούμε χτυπά την πόρτα και ο Λοχαγός μου λέει σήκω να δεις ποιος χτυπά. Ανοίγω την πόρτα και ο Αλβανός κλαίει γιατί του κλέψαν την αίγα. Με ρωτά αν είχα σκοπό. Του φέρνω την υπηρεσία και λέει εις τον υποδιοικητή να καλέσει τους σκοπούς να ρωτήσει πως αφού ήταν σκοποί μπήκαν και πήραν την κατσίκα. Τους ερωτά ένα – ένα μα κανείς δεν είδε. Τότε λέγει εις τον Κατσιράκη να με πάρει να βρούμε που μένουν… γιατί αυτοί σίγουρα την έχουν πάρει και να πληρώσει ο λόχος την κατσίκα. Βγήκαμε έξω που είχε χιονίσει και οι πατιές της κατσίκας και οι πατιές των στρατιωτών μας οδήγησαν στο σπίτι που έμεναν οι… επτά παρέα. Χτυπούμε την πόρτα και μας ανοίγουν, μας έλουσε ο καπνός του ψητού. Τους λέμε ποιος ο σκοπός μας και μας λένε ευχαρίστως κάνετε έρευνα. Αυτοί κάθονται τριγύρω σε φωτιά. Εμείς ερευνούμε. Γυρίζομε τέκια σανό που είχαν για τροφή των προβάτων, μα δε βρίσκομε τίποτα. Βγαίνομε έξω, πίσω από το σπίτι είναι το αίμα. Πηγαίνομε και λέμε εις το Λοχαγό ό,τι είδαμε, μα δεν βρήκαμε κρέας. Τότε πληρώνει του Αλβανού την κατσίκα 350 δραχμές να πάρει άλλη και λέει εις τον κύριο Κατσιράκη να καθίσει εις διανομή το μεσημέρι να δει, αν έλθουν να πάρουν συσσίτιο.
 
Φακές χωρίς λάδι για χριστουγεννιάτικο γεύμα
Ήταν ημέρα Χριστουγέννων και ο λόχος είχε φακές χωρίς λάδι και χωρίς αλάτι και μια σαρδέλα να βγάλομε αλάτι να αλατίσομε τη φακή. Ήρθε η ώρα της διανομής και ο λόχος μπαίνει στη γραμμή να πάρει τη φακή και να και ένας της παρέας των επτά και μπαίνει στη γραμμή και κρατά επτά καραβάνες.
Έρχεται η σειρά του και ο μάγειρας του βάζει φακές και στις επτά καραβάνες και φεύγει μα ο κύριος Κατσιράκης μου λέει να τον ακολουθήσω από απόσταση. Τον ακολουθώ και σε μια στροφή του δρόμου βλέπω να χύνει τις φακές. Του φωνάζω να με περιμένει, τον πλησιάζω και τον ερωτώ γιατί έριξε το φαγητό. Μου απαντά: «όλοι είστε μπουνταλάδες. Αύριο θα πάμε να σκοτωθούμε και θα πάμε πεινασμένοι;» του λέω «το ξέρω ότι εσείς πήρατε την αίγα και την φάγατε γιατί έβγαινε η μυρωδιά του ψητού, μα δεν βρήκαμε τίποτα και να μου πεις που την ψήνετε», να μου δώσεις το λόγο σου να έρθεις να σου δείξω και να φας και εσύ. Σου δίνω το λόγο μου. Ακολούθησε με. Μόλις φθάσαμε, ανοίγει την πόρτα και λέει εις τους άλλους: ο επιλοχίας μου έδωσε το λόγο του. Ετοιμάσετε να φάμε. Παρακολουθώ με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάζω τη φωτιά βλέπω να βγάζουν τη φωτιά δεξιά αριστερά και τη στάχτη. Σηκώνουν τα ξύλα και βλέπω σε ένα λάκκο σε σούβλα την κοιλιά γεμάτη μπουκιές κρέας, ροδοκόκκινο και μου προτείνουν να κάτσω. Αρνήθηκα επειδή ήταν κλεμμένο. Έφυγα με ικανοποίηση γιατί έμαθα πως ψήνουν. Πήγα, ανέφερα πως είδα να χύνει τις φακές. Τον ακολούθησα και είδα που έψηναν το κρέας και να πληρώσομε την κατσίκα εις τον Αλβανό πως μπήκαν εις το σπίτι και έκλεψαν. Έμαθα αργότερα, μου είπε ο σκοπός πως τον απείλησαν να τον σκοτώσουν, εάν δεν τους άφηνε να μπούνε και εάν τους μαρτυρήσουμε».
Παντού τα πάντα λοιπόν. Από την αφήγηση του Εμμ. Σταγάκη αφαιρέσαμε στοιχεία που αναφέρονται στους δράστες. Δεν έχει πια καμιά σημασία ποιος έκλεψε τι. Κι η πείνα πάντα είναι ένας κακός σύμβουλος. Δίνει όμως και την ευκαιρία να αναδειχθούν ήρωες και άλλων κατηγοριών. Γιατί τάχα δεν είναι μεγάλος ηρωισμός να μην αφήνεις την αδυναμία σου να σου προκαλέσει ηθική ζημιά; Και να μένεις νηστικός όταν πεινούν κι οι άλλοι;;;

Αφήστε μια απάντηση