ΜΑΝΩΛΗΣ Ι. ΛΕΜΟΝΑΚΙΣ

ΑΜΑΡΙΩΤΙΚΑ ΠΕΝΘΗ

Το Δεκέμβρη του 1909 ήμουν στο Ανωμέρος μαθητής την Πέμπτη Τάξι του Δημοτικού Σχολείου. Το πώς βρέθηκα εκεί, μίλλια μακρυά από το χωριό μου και σ’ άλλη επαρχία, δεν είναι θέμα που σήμερο ενδιαφέρει. Πάντως, στο Ανωμέρος έμενα στο σπίτι των Γονέων του Μανώλη. Του σημερινού νεκρού. Των Ιωάννης και Χαρίκλειας Λεμονάκι το γένος Καλλέργη.

Οι ιδικοί μου Γονείς με είχαν εμπιστευθή στους εκλεκτούς αυτούς συγγενείς μας γιατί ήσαν αξιόλογοι χαρακτήρες και άνθρωποι. Μας αγαπούσαν και τους αγαπούσαμε και η συγγένεια μας ήταν στενή. Η Χαρίκλεια, η Μητέρα του Μανώλη, με τη Μητέρα μου, ήσαν πρώτες εξαδέλφες. Οι Μητέρες τους ήσαν γνήσιες αδελφές!

Στα δέκα χρόνια της ηλικίας μου βάδιζα τότε. Παιδί. Όμως ποτέ δεν θα ξεχάσω την καλωσύνη, την υποχρεωτικότητα, τους καλλούς και μελίχιους τρόπους, την άδολη αγάπη αυτών των στοργικών συγγενών. Αλλά και των κατοίκων του Ανωμέρους. Ανεξαιρέτως όλοι ήσαν συγκινητικά ευγενείς, καλόκαρδοι, καλωσυνάτοι μαζί μου. Με υποδέχονταν όπου περνούσα με ανυπόκριτη συμπάθεια κι ευχαρίστησι. Ήσαν αυθόρμητοι, γελαστοί, θερμοί. Και στον υπέρτατο βαθμό φιλότιμοι και φιλόξενοι.

Η θεία Χαρίκλεια ήταν έγγυος τον Μανώλη. Το πρώτο της παιδί. Και κοιμώμαστε οι δυό μας στο σπίτι γιατί ο Θείος Λεμονογιάννης, δούλευε σε φάμπρικα ελαιοτριβείου και δεν ερχόταν τις νύχτες.

Ένα βράδυ, καλά προχωρημένη η ώρα, η θεία Χαρίκλεια δεν αισθανόταν καλά. Με ξύπνησε, πήγα και φώναξα την άριστη γυναίκα και συγγενής της, Ειρήνη σύζυγο Γεωργίου Λεμονάκι, υποδηματοποιού. Το σπίτι της ήταν δίπλα. Έτρεξε κείνη και πήγε πριν από μένα στη Χαρίκλεια. Κι όταν εγώ έφτασα μου είπε:

-Πήγαινε να φωνιάξης τση Λαλάς σου (Έτσι έλεγα τη μητέρα της θείας Χαρίκλειας που ήταν αδελφή της ιδικής μου Λαλάς = Γιαγιάς!) και πρόσθεσε:

-Πάρε και το φύλακά σου να κοιμηθής εκειά και το πρωί από κεια να πας στο Σκολειό σου. Επαέ έχομενε απόψε δουλειές!

Όπως μου είπεν η καλή γυναίκα έτσι και έπραξα. Στο διάστημα της ίδιας νύχτας γεννήθηκε ο σημερινός νεκρός.

Και το πράγμα αναγγέλθηκε στο χωριό με πέντε πυροβολισμούς που έπαιξε με το γκρανάκι του ο δυναμικός Λεμονογιάννης για να μάθη ο κόσμος πως εγεννήθη ο διάδοχός του!

Στο Ανωμέρος έμεινα μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 1910 που έκλεισαν τα Σχολεία. Εκεί πέρασα και την περιπέτεια του Κομήτη του Χάλεϋ. Έβλεπα την κεφαλή του τα βράδυα στην κορυφή του Ψηλορείτη, μεγάλη σαν ένα κίτρινο υπέρυθρο πορτοκάλλι. Και η ουρά του, μια βραδυά πέρασε κι από μας σαν ένα αραιότατο σύννεφο χωρίς ευτυχώς να βλάψη κανένα. Παρά το ότι είχε διαδοθή πως είναι η συντέλεια του Αιώνος.

Θα χαθή ο κόσμος από τα δηλητηριώδη αέρια της ουράς του Κομήτη! Ήσαν άνθρωποι που έβλεπαν τη Δευτέρα Παρουσία, έκαναν δεήσεις παρακλήσεις προσευχές. Κι ο εξαίρετος Κληρικός Παπά Θεόδωρος Φουρφουλάκις, έλεγε πως ποτέ δεν έκαμε μαζεμμένες τόσες Μεταλήψεις Αχράντων Μυστηρίων!

Σε λίγες μέρες από τότε, έφυγα από το Ανωμέρος. Και όλα τ’ ανωτέρω και το θαυμάσιο χωριό έμειναν στη ζωή μου γλυκειά οπτασία και θελκτική, νοσταλγική ανάμνησις.

Αλλά ας γυρίσωμεν στον αείμνηστο Μανώλη. Νομίζω πως αν του έκανα συνωφρυωμένη, περίλυπη, μελαγχολική, ξερή νεκρολογία θα δυσανασχετούσεν η ωραία, χαρούμενη κι ευχάριστη ψυχή του. Που δεν είχε καμμιά σχέσι με την κατήφεια, την απογοήτευσι, τον μαρασμό.

Ο Μανώλης όταν μεγάλωσε παρακολούθησε ξυλουργός κι έμαθε την Τέχνη. Γι’ αυτό γροικάτονε στο χωριό του κι αλλού που τον γνωρίζανε: Μαραγκός. Ο Ανωμερειανός Μαραγκός.

Έχτισε δικό του σπίτι και παντρεύτηκε γυναίκα χωριανή του από τις αργιόβρωτες. Τη Μαρία Εμμ. Χανδράκι. Η ευτυχισμένη και ομονοημένη ζωή που πέρασαν αυτοί οι σύζυγοι, χάρις στην αμοιβαία κατανόησι που είχαν, είναι μεγάλο παράδειγμα. Χωρίς λύπες έκαμαν τη διαβιωσί των. Πέτυχαν το στόχο που χρειάζεται στη ζωή.

Σιγά – σιγά ο Μανώλης έγινε νοικοκύρης. Οικονομικώς ανεξάρτητος. Και με σημαντική ακίνητη περιουσία. Η Γυναίκα του, η αξέχαστη Μαρία, σκλάβωνε με την καλωσύνη της. Ένας πρώτος θείος της Παντελής Χανδράκις στην Αμερική που δεν είχεν οικογένεια την έκαμε με διαθήκη που άφησε γενικό κληρονόμο του. Και με τα χρήματα αυτά αγόρασεν ο Μανώλης τη μεγάλης αξίας περιουσία που είναι ο κινηματογράφος «Παντελής» όνομα προς χάριν του δωρητού, και το άλλο συγκρότημα κτιρίων δίπλα του. Ο Θεός, για να συμπληρώση την ευτυχία του ζεύγους, των έστειλεν άριστα και συναισθηματικά παιδιά. Τα καλοανάθρεψαν και των έδωσαν τις θαυμάσιες Κρητικές – Ανωμερειανές – αρχές των. Κι αυτά τις πίστεψαν σαν προορισμό του ανθρώπου επί της Γης Τίμιοι, ευθείς, σωστοί άνθρωποι. Προώδευσαν και σαν επαγγελματίες. Είναι δακτυλοδεικτούμενοι στην Κοινωνία μας. Κι η αδελφή των, υποδειγματική μητέρα και σύζυγος.

Για τον θάνατο του Μανώλη είπε πολλά η Επιστήμη. Εγώ όμως πιστεύω πως ήταν αποτέλεσμα του προ δύο μηνών θανάτου της αγαπημένης του Μαρίας. Δεν μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν χωριστά ο ένας από τον άλλο. Και αυτό το έντονο, το ασίγαστο συναίσθημα, παρά την παροιμιώδη περιποίησι των παιδιών του που την είχεν ειλικρινή και πληθωρική, έφερε και τον Μανώλη στο θάνατο!

Στέλνω τα θερμά μου συλλυπητίρια στα παιδιά των. Εύχομαι η μνήμη των Γονέων των να είναι αιώνια. Και να κληρονομήσουν την αγάπη, την ομόνοια και την ευτυχία των.

Μ.Μ.Π.

ΑπάντησηΠροώθησηΠροσθήκη αντίδρασης

Αφήστε μια απάντηση