Μάρκος Γιουμπάκης: Ο άνθρωπος του κεφιού και της σπαρταριστής φάρσας

ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΕΔΙΝΑΝ ΨΥΧΗ ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Μάρκος Γιουμπάκης: Ο άνθρωπος του κεφιού και της σπαρταριστής φάρσας
• Μια σπουδαία προσωπικότητα που έφυγε νωρίς
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από το θάνατο του Μάρκου Γιουμπάκη. Μα δεσπόζει πάντα στη μνήμη παλιών Ρεθεμνιωτών.
Θα συναντήσεις το όνομά του σε κάθε κίνηση που είχε σκοπό την προβολή της πόλης. Εκεί όμως που δέσποζε ήταν εποχή αποκριάς. Αστείρευτη η έμπνευσή του δημιουργούσε καταστάσεις που έβγαζαν γέλιο. Αυτός ο άνθρωπος είχε γεννηθεί για να σκορπάει τη χαρά. Δεν υπάρχει αμφιβολία.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1929. Μοναδικό βιός της φαμίλιας του το φιλότιμο και η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα. Ο Μάρκος, στα γυμνασιακά του χρόνια, βίωσε τη φρίκη της κατοχής. Ο θάνατος έγνεφε πολλές φορές από μακριά και η στέρηση μαράζωνε τις μέρες.
Αυτός όμως είχε βρει το μεγάλο γιατρικό για να ξεπερνά εκείνα τα βιώματα. Διακωμωδούσε με υγιή και έξυπνο τρόπο, το κάθε τι. Και είχε τη μοναδική ικανότητα να παρασύρει και τους άλλους σε μια πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της κακομοιριάς που μάστιζε το Ρεθυμνάκι μας.
 
Το όνειρο της Βιβλιοθήκης
Η επαφή και η συνεργασία με τον τιτάνα της πολιτιστικής μας ζωής Πολύβιο Τσάκωνα τον επηρέασε βαθιά. Τον άκουγε με βαθιά προσοχή και συμφωνούσε μαζί του, πως όταν το Ρέθυμνο διαθέτει παράδοση στο πνεύμα δεν του χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να δώσει σαν πόλη το στίγμα του.
Η μεγάλη ιδέα της Βιβλιοθήκης έγινε και δικός του πόθος. Μου έλεγαν παλιά, χρόνια πάνε από τότε, ότι ο Μάρκος μάζευε φύλλο φύλλο έντυπα κι εφημερίδες για να δημιουργήσει σώματα και να υπάρχει ένα αρχείο του τόπου. Ήταν η πρώτη ας πούμε «μαγιά» για το θαύμα που θα ακολουθούσε…
Για ένα μεγάλο διάστημα τρεφόταν με το όραμα, γιατί ποιος θα τον αντάμειβε για το μόχθο του; Και δεν ήταν μόνο στην υπηρεσία της Βιβλιοθήκης, ανιδιοτελής εργάτης. Κάθε κοινωνική δράση τον συγκινούσε και τον ενθουσίαζε. Έτσι βρέθηκε και στους προσκόπους που του έδιναν την ικανοποίηση ότι συμμετέχει ένα θεσμό στα μέτρα του: Αγάπη για τη φύση, φροντίδα για τον συνάνθρωπο.
 
Ένας αγνός ιδεολόγος
Ένας ιδεολόγος ήταν πάντα. Από τους λίγους ανθρώπους που διέθετε όραμα.
Με τη στράτευσή του βρέθηκε στην Κορέα Εθελοντής από κούνια. Κάθε τι που έκρυβε αγνό ιδεαλισμό τον συγκινούσε. Σαν όλους τους ομοίους του πικράθηκε αρκετές φορές. Μα είχε τόσο μεγάλη καρδιά που χωρούσε συγγνώμη για κάθε παραστράτημα ακόμα και της ανθρωπότητας.
Σαν τέλειωσε και η περιπέτειά του αυτή, γύρισε και αφοσιώθηκε πια ολόψυχα στη Βιβλιοθήκη, πολύτιμος βοηθός του Πολύβιου Τσάκωνα.
Όπως αναφέρει στη θαυμάσια νεκρολογία, που είχε εκφωνήσει, ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο Γιουμπάκης, είχε κάνει το χώρο δίπλα από την Αγία Βαρβάρα δεύτερο σπίτι του. Εκεί στην εκκλησία παντρεύτηκε μια υπέροχη γυναίκα και εκεί επίσης βάφτισε τα παιδιά του.
Είπαν και δεν είναι ψέμα πως αν δεν υπήρχε το πάθος του Γιουμπάκη ίσως να μην είχαν Βιβλιοθήκη και μάλιστα την πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη στην Κρήτη όταν στις άλλες πόλεις λειτουργούσαν δημοτικές.
Θα μπορούσε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα κάθε κακοτυχία. Αρκεί να μην έθιγε τη Βιβλιοθήκη. Δεν άντεχε να τη βλέπει ούτε μισή ώρα κλειστή. Εκεί στο καθήκον, με την ευθύνη του διευθυντού ερχόταν σ’ επαφή με τα νιάτα κι έδινε κίνητρα για φιλαναγνωσία.
Κι όταν τέλειωνε η καθημερινή υποχρέωση στο επαγγελματικό καθήκον, στρεφόταν σε κάθε κοινωνική δράση που έδινε ζωντάνια στον τόπο.
 
Επόμενος χώρος λατρείας η σκηνή
Ένας τομέας που λάτρεψε και τον λάτρεψε, ήταν η Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου Ρεθύμνου. Ο Μανόλης ο Βογιατζάκης έπινε νερό στο όνομά του.
Ενδεικτικά, γιατί είναι πολλά τα δημοσιεύματα, στέκομαι σε ένα απόσπασμα του Κώστα Μαμαλάκη, από τη σειρά του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Γράφει μεταξύ άλλων, για την παράσταση με το έργο του Νίκου Ορφανού «Καλά ξέτελα», όπου ο Μάρκος κρατούσε ένα βασικό ρόλο:
«Ο Μάρκος Γιουμπάκης, σαν Ανεμογιακουμής, είχε μπει στο «πετσί του ρόλου του».
Ήταν απολαυστικός… Κυριαρχούσε στη σκηνή και την αλώνιζε. Έχω την εντύπωση ότι αυτοσχεδίαζε κιόλας κατά τρόπο βέβαια θεμιτό.
Είχε και κάτι ευρήματα χαριτωμένα που υποπτεύομαι πως ήταν δικής του έμπνευσης. Όπως το σπάσιμο του καρυδιού. Οι σιαγώνες του εκτελούσαν χρέη καρυοθραύστη.
Έσπαζε το καρύδι με μια απότομη κίνηση έχοντας κάνει λαβή, με τα χέρια του, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και του σαγονιού του.
Ή τσακίζοντας κούτσουρα αμπελοκουρμούλας, μ’ ένα περίεργο κωμικό τρόπο με την πατούχα του στιβανιού του.
Όλα αυτά όμως ήσαν ψυχολογημένα και γινόντουσαν σε κατάλληλη στιγμή, σαν εκδήλωση ευθυμίας, αμηχανίας, ψεύτικης οργής. Ήτανε και μαντιναδολόγος ο Ανεμογιακουμής. Έφθασε στο σημείο να μας δώσει και μικρό δείγμα μαντιναδομαχίας».
 
Και δημοσιογράφος
Βρήκα και πολλά δικά του άρθρα στον τοπικό τύπο χωρίς διάκριση. Τον ενδιέφεραν τα θέματα της πόλης και φαίνεται πολύ επηρεασμένος από τη γραφή του Λυκούργου Καφφάτου τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα.
Αυτή η συνέντευξή του, που με είχε εντυπωσιάσει, ομολογώ, ήταν από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όταν είχε έρθει στο Ρέθυμνο. Ερωτήσεις μεστές, ουσιαστικές, από τις απαντήσεις των οποίων μάλιστα έβγαινε και είδηση.
Με τον αξέχαστο Κωστή Μαυρουλάκη, άλλον επίσης αγνό ιδεολόγο, ξεκίνησαν μια εφημερίδα το «Νέο Κόσμο», χωρίς όμως να σταματήσει να γράφει και στις άλλες εφημερίδες.
Η αγάπη του για την ιστορική έρευνα μας έδωσε δυο αξιοπρόσεκτα βιβλία, για το Ρέθυμνο και τη Φορτέτζα, ενώ ένα τρίτο, που μάλλον έμεινε ανέκδοτο αναφέρεται στον Ρεθεμνιώτικο Τύπο από το ξεκίνημά του από το 1869, μέχρι τις μέρες που έσβησε τα καντήλι της ζωής του φλογερού αυτού Ρεθεμνιώτη. Γνωστός και ο τουριστικός οδηγός που έκαναν με τον Μιχάλη Τζεκάκη.
 
Ένας παράγοντας του τόπου
Ο Μάρκος Γιουμπάκης ήταν ένας παράγοντας του τόπου γεμάτος αγάπη για όλους, ένας ανιδιοτελής κοινωνικός εργάτης.
Εκεί που έδινε ρεσιτάλ κεφιού ήταν το Καρναβάλι. Στην ταινία «Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες Αποκριές» ο Μπάμπης Πραματευτάκης μιλά με θέρμη για το Μάρκο που γύριζε με δοχείο νυκτός και λουκάνικα στο παντελόνι κι έκανε τον κόσμο να ξεκαρδίζεται χωρίς να χυδαιολογεί. Γιατί ήξερε να δίνει κέφι χωρίς να σοκάρει. Σπάνιος άνθρωπος με εξαιρετική ευγένεια ψυχής.
Και ο λαμπρός εκπαιδευτικός Νίκος Δερεδάκης, δημιουργός σημαντικών πνευματικών πρωτοβουλιών προς όφελος των νέων και της εκπαίδευσης αναφέρει ένα χαριτωμένο περιστατικό. Είχε δημοσιευθεί στην «Κρητική Επιθεώρηση» το 1969 απλά σαν περιστατικό. Λεπτομέρειες όμως που παραθέτει σε ανάρτησή του, προκύπτουν από εισηγήσεις που έγιναν στο συνέδριο για την ιστορία του Μασταμπά.
Και αναφέρει χαρακτηριστικά ο λαμπρός εκπαιδευτικός:
«Μέρες αποκριάς που διανύουμε δεν μπορεί να μην είναι και η στήλη στο πνεύμα του κεφιού, του πειράγματος, της πλάκας και της φάρσας.
Ο αείμνηστος Μάρκος Γιουμπάκης, ο πρώτος διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Ρεθύμνου ήταν και γνωστός πλακατζής, πάντα πρώτος σε εκείνες τις παλιές Αποκριές. Το «δοχείο νυκτός» που κρατούσε πάνω στο αποκριάτικο άρμα μαζί με μια αρμαθιά λουκάνικα είχαν αφήσει εποχή. Δυστυχώς έφυγε πρόωρα στα 47 του χρόνια.
Οι φάρσες, πολλές φορές άκομψες και «χοντρές», εκείνη την εποχή έπαιρναν και έδιναν. Κανείς όμως δεν παρεξηγούσε τον άλλον γιατί όλοι ήξεραν ότι τα πάντα ήταν καλοπροαίρετα και μοναδικό στόχο είχαν να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της καθημερινότητας που εκείνα τα χρόνια μάστιζαν το παντέρμο Ρέθεμνος.
Κάθε βράδυ ο Γιουμπάκης με την παρέα του πήγαινε στο ρακάδικο του Χαράλαμπου Αναγνωστάκη, του γνωστού Χαραλαμπά στην Αγιά Βαρβάρα.
Ήταν απόκριες του 1969. Αργά το βράδυ χτυπάει η πόρτα του σπιτιού του Χαραλαμπά, κάπου εκεί, ψηλά στον Μασταμπά. Ο Χαραλαμπάς μόλις είχε γυρίσει από το ρακάδικό του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του περίλυπο τον φίλο του, τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα. «Έλα γρήγορα Χαράλαμπε, γιατί πέθανε κάποιος στο χωριό σου το Όρος», του λέει ο Βαλέργας. Στο χωριό ζούσαν οι γονείς και τα αδέρφια του Χαραλαμπά. Βγαίνουν όλοι έξω και βλέπουν στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα φέρετρο. Από πίσω ένα περιπολικό με αναμμένο τον φάρο καθώς και άλλα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Η Ισμήνη, η γυναίκα του Χαραλαμπά αρχίζει να φωνάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Με τη φασαρία βγήκαν όλοι οι γείτονες στα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Μέσα στο φέρετρο είχε μπει ο Μάρκος Γιουμπάκης, που είχε όμως ξεχάσει να βγάλει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Ο Χαραλαμπάς, με πόδια τρεμάμενα, πάει να σηκώσει το φέρετρο για να το βάλει στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο όμως διακρίνει τον σκελετό των γυαλιών (νεκρός και γυαλιά δεν πάνε) και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για φάρσα. Δεν λέει όμως τίποτα. Ανασηκώνει το φέρετρο και το αφήνει με δύναμη να πέσει κάτω! Έντρομος ο Γιουμπάκης από την απρόσμενη εξέλιξη, «αναστήνεται» πετιέται μέσα από το φέρετρο και το βάζει στα πόδια. Μπαίνει στο περιπολικό που ήδη έχει αρχίσει να βαράει τη σειρήνα και φεύγουν.
Η πλάκα μαθεύτηκε την επομένη σε όλη την πολιτεία. Ακόμα και ο Δεσπότης το έμαθε και την Κυριακή κάλεσε όλη την παρέα στο Δεσποτικό και τους «έψαλε τον εξάψαλμο».
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλες πλάκες…».
Πόσο δίκιο έχει ο κ. Δερεδάκης.
Αυτός ήταν ο Μάρκος Γιουμπάκης με το αστείρευτο κέφι. Ζούσε με το όραμα ενός Ρεθύμνου σε πορεία ανάπτυξης.
Κι ήρθε η αρρώστια ύπουλη εκεί που κανένας δεν φανταζόταν ότι θα φώλιαζε σε κείνο το γεμάτο ζωή σώμα.
Η γυναίκα του Αικατερίνη, μια εξαίρετη γυναίκα, προσπάθησε να του κρύψει τη φοβερή αλήθεια. Κι όταν πλησίαζε το τέλος, εκείνη συνέχιζε να του κάνει ενέσεις, δήθεν ότι η θεραπεία έπρεπε να τελειώσει. Κι ας μην άφηναν οι γιατροί καμιά ελπίδα.
Έτσι μια μέρα θλιβερή, στις 14 Ιανουαρίου 1976 η αγνή ψυχή του Μάρκου, πέταξε ψηλά για να ξεκουραστεί πια το βασανισμένο του κορμί. Ήταν μόλις 47 ετών. Τον έκλαψαν και οι «πέτρες».
Ο Μάρκος Γιουμπάκης όμως ζει μέσα στις τόσες αναφορές για το παλιό Ρέθυμνο και τους σημαντικούς ανθρώπους του. Γι’ αυτό και θα υπάρχει πάντα μέσα από τις πηγές που τον αναφέρουν να παραδειγματίζει τους νεότερους και να εμπνέει αγάπη για τον τόπο και αγώνα για την προκοπή του.
ΠΗΓΕΣ
• Νεκρολογία Μιχάλη Τζεκάκη
• Ιστοσελίδα Νίκου Δερεδάκη εκπαιδευτικού, συγγραφέα
• Ιστοσελίδα :Poltistiko-rethymno. org
• Πρακτικά συνεδρίου «Ο Μασταμπάς από το τότε στο σήμερα»
• Ντοκιμαντέρ : «Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες απόκριες»
• Εύας Λαδιά: «Μάρκος Γιουμπάκης: Έδινε ζωή στην πόλη»

 

Αφήστε μια απάντηση