Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης: Μια τραγική μορφή

Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης: Μια τραγική μορφή του παλιού Ρεθύμνου
Από τους πιο πράους και αξιαγάπητους Ρεθυμνιώτες ήταν ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης.
Γεννήθηκε στο Άδελε το 1860 και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια.
Ήταν όμως καιροί δίσεκτοι και η μιζέρια ταλαιπωρούσε τον περισσότερο κόσμο. Ο μικρός Κωνσταντίνος, χαρακτήρας αποφασιστικός, φαίνεται πως είχε αποφασίσει να αλλάξει τη μοίρα του.
Από νωρίς έδειχνε πως ονειρευόταν μια από τις πρώτες θέσεις στην αγορά κι ας μην είχε τα απαραίτητα εφόδια. Η βαθιά του πίστη στον Θεό τον όπλιζε με δύναμη και πίστη. Αν και ο σεβασμός στους μεγαλύτερους τον υποχρέωνε να ακούσει σιωπηλός τις συμβουλές τους, εκείνος περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να υλοποιήσει τα όνειρα της ζωής του.
Σαν να έλεγε το πιο παράλογο πράγμα στον κόσμο, κανένας δεν ενθάρρυνε τις ιδέες του να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Ήταν οι εποχές που δεν άφηναν περιθώρια στους ανθρώπους να ονειρευτούν. Οι πάντες αναζητούσαν τη σιγουριά. Κι αυτή την έδινε μόνο η παραμονή στον τόπο του καθενός. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν εννοούσε να συμβιβαστεί και να προδώσει τα όνειρά του, αλλά και δεν θύμωνε με τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να τον προσγειώσουν.
Ήξερε πως εκείνοι που επιδίωκαν να του ψαλιδίζουν τα φτερά της φιλοδοξίας του δεν το έκαναν από κακία. Ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης κρίνοντας από τον εαυτό του, πίστευε πως κανένας δεν θέλει το κακό κανενός. Κι όσοι τον πίκραιναν προσπαθώντας να τον προσγειώσουν, μάλλον πως ήθελαν να τον προστατεύσουν από τις απογοητεύσεις που θα έκρυβε σίγουρα η μεγάλη πόλη με το σκληρό ανταγωνισμό. Έτσι άκουγε χωρίς να φέρνει αντίρρηση. Και γιατί άλλωστε;
 
Αρχή με ένα μαγαζάκι
Εκείνος πίστευε στον εαυτό του και στις ιδέες του. Και μόλις βρήκε την ευκαιρία ήρθε στο Ρέθυμνο κι άνοιξε στην αρχή ένα μικρό μαγαζί. Έντιμος και εργατικός καθώς ήταν, γλυκομίλητος κι ευγενικός δεν άργησε να κερδίσει τους Ρεθεμνιώτες. Ακτινοβολούσε καλοσύνη αυτός ο άνθρωπος.
Κι όλοι το εκτιμούσαν αυτό.
Σιγά σιγά το ταμείο του άρχισε να γεμίζει. Ο κόπος του ανταμειβόταν με τρόπο ευλογημένο. Η περιουσία του μεγάλωνε με τη σκληρή δουλειά του. Όπως το περίμενε είχε καταφέρει να πλησιάσει το όνειρό του και να γίνει ένας δακτυλοδεικτούμενος έμπορος. Εντελώς αυτοδημιούργητος έγινε ξαφνικά ο «πρώτος» του χωριού.
 
Ένας καλός Χριστιανός
Η επιτυχία ποτέ δεν τον ζάλισε. Έμενε απλός και ταπεινός. Ο τακτικός εκκλησιασμός έδειχνε πόσο κοντά ήθελε να είναι στον Θεό. Η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε σε συμπολίτη του που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Κι η περιουσία του όλο και μεγάλωνε.
Κάθε φορά που η πατρίδα του τον καλούσε στο καθήκον, ανταποκρινόταν με θέρμη. Και διακρινόταν στις μάχες τιμώντας τον τόπο του με τη γενναιότητά του.
Τύπος παραδοσιακός δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει με όλους τους κανόνες της ευπρέπειας μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Στάθηκε κι εδώ τυχερός. Παντρεύτηκε μια όμορφη και άξια γυναίκα που του χάρισε τρεις χαριτωμένες κόρες, αξιαγάπητες. Η ζωή για τον Τζαγκαράκη χαμογελούσε με τα πιο πλατειά της χαμόγελα. Τι άλλο να επιθυμούσε από τη ζωή του; Και η ευτυχία τον έκανε ακόμα πιο γενναιόδωρο και φιλάνθρωπο. Ήθελε και οι άλλοι γύρω του να ζουν καλά. Και φρόντιζε να συμβάλει σ’ αυτό.
 
Ο πρώτος κάτοικος του Ευλιγιά
Ο λόφος του Ευλιγιά ήταν η αγαπημένη του γωνιά. Από εκεί ήθελε να αγναντεύει πέρα τη θάλασσα.
Αναφερόμαστε σε μια εποχή που η πόλη επέτρεπε στο βλέμμα να ταξιδέψει στην ονειρεμένη φύση. Ιδανικά την περιγράφει ο αξέχαστος Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις.
«Το μάτι έφτανε μέχρι το Ακρωτήρι, το στόμιο και το Φανάρι της Σούδας, το υπερκείμενο βουνό της Σκλόπας και του σημερινού αεροδρομίου. Τα Λεύκα Όρη με τις πολλές και κομψές κορυφές των και τον επιβλητικό όγκο των. Στον εγγύτερο ορίζοντα ήσαν τα νοτικά της πόλεως βουνά, ο Ευλιγιάς μέχρι του Κουλέ, ο Βρύσινας, το πρασινοφανές της περιφέρειας Γάλλου – Ατσιποπούλου. Στον απέναντι μυχό της θάλασσας, ο Κουμπές με τα νερά του και στην άκρα του ακρωτηριού του, το χαριτωμένο εκκλησάκι της Αγιάς Τριάδος».
Από τις περιγραφές αυτές μπορούμε να φανταστούμε το ειδυλλιακό περιβάλλον του Ευλιγιά, που σε πολλά ακόμα δημοσιεύματα υμνεί ο Μιχαηλ Παπαδακις.
Η περιοχή που έγινε αργότερα ο αγαπημένος προορισμός σχολικών περιπάτων (εκδρομές εθεωρούντο εκείνες τις εποχές) έχει και ιστορική σημασία. Μια σημαντική μάχη που έγινε εκεί μας περιγράφει με λεπτομέρειες ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης σε σχετικό δημοσίευμά του. Δεν ξέρουμε αν κι αυτό συνετέλεσε ώστε να θέλει οπωσδήποτε ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης να απομονωθεί εκεί και να χαίρεται τη φύση με την οικογένειά του.
Κι επειδή εννοούσε πάντα να πετυχαίνει τον στόχο του άρχισε να ονειρεύεται την κατοικία του στον Ευλιγιά.
Κατάφερε στο τέλος να εκπληρώσει και το όνειρό του αυτό. Ήταν ο πρώτος που κατοίκησε στο λόφο, όπως μας βεβαιώνει η εφημερίδα «Τύπος» στη νεκρολογία του Κωνσταντίνου Τζαγκαράκη, που δημοσιεύει σε περίοπτη θέση. Δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός ξεχώριζε με τη δράση του στην τοπική κοινωνία.
Τώρα ο δημοφιλής Ρεθεμνιώτης είχε τα πάντα. Έτσι πίστευε.
 
Κι ήρθε η θύελλα
Φαίνεται όμως πως η ευτυχία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Ξαφνικά η ζωή άρχισε να δείχνει λιγότερη εύνοια στον Κωνσταντίνο Τζαγκαράκη. Και δεν άργησε ο πόνος να του φορτώσει ένα βαρύ σταυρό.
Πρώτα έχασε μια κόρη. Η σωστή χριστιανική του αντίληψη δεν του επέτρεψε να λυγίσει. Προσπάθησε να κρατηθεί από τη μεγάλη του πίστη στον Θεό. Κι ήρθε αμέσως και το επόμενο πλήγμα. Πέθανε και η γυναίκα του, έχασε και μια ακόμα κόρη. Ο κόσμος σκοτείνιασε γι’ αυτόν.
Ο μαρασμός άρχισε να δείχνει τα σημάδια του. Ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης δεν θύμιζε καθόλου τον παλιό εαυτό του. Κι έτσι αναζήτησε τον θάνατο που ήρθε να τον λυτρώσει.
Μια κοσμοσυρροή τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, εκείνο τον Μάρτιο του 1937.
Οι Ρεθεμνιώτες με ειλικρινή αισθήματα πένθους αποχαιρετούσαν τον υπέροχο άνθρωπο που κοσμούσε την τοπική κοινωνία με το ήθος και την ανθρωπιά του.
Κάποιοι πρότειναν να δοθεί το όνομά του εκεί στον Ευλιγιά για να θυμίζει τον πρώτο κάτοικο και να αποτελεί κι ένα αιώνιο μνημόσυνο.
Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές ο κόσμος σύντομα ξεχνά. Δεν άργησε να χαθεί στη λήθη και ο αξιαγάπητος έμπορος που έδινε μόνο χαρά. Ακόμα κι οι ευεργετηθέντες από αυτόν τον λησμόνησαν. Εκείνος όμως θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένος, αφού είχε σμίξει με τις αγαπημένες του υπάρξεις που έδιναν τόσο φως ευτυχίας στην επίγεια ζωή του.

Αφήστε μια απάντηση