Διάλεξη με τίτλο “Κρητικό Ιδίωμα , ένα γλωσσικό μνημείο που άντεξε στο χρόνο” έδωσε ο πρώην δήμαρχος Ρεθύμνου Δημήτρης Αρχοντάκης στην αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων , την Κυριακή 17 Απριλίου 2016
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας έχει ως εξής :
Σεβασμιώτατε
Αισθάνομαι αληθινή συγκίνηση αυτή την ώρα για ένα καθαρά ανθρώπινο λόγο: Πριν από 51 χρόνια ακριβώς, στις 4 Απριλίου 1965, νεαρός φιλόλογος τότε, από τη θέση αυτή έκανα την πρώτη δημόσια ομιλία μου με θέμα: «Η Αριστοφανική κωμωδία ως πολιτική πράξη», στα πλαίσια του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Θεάτρου.
Σήμερα, λοιπόν, ύστερα από μισό αιώνα, από το ίδιο φιλόξενο βήμα του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου έχω την αίσθηση ότι κλείνω τον κύκλο των δημόσιων ομιλιών μου και θα ήθελα να εκφράσω τις πιο θερμές ευχαριστίες μου προς το Λύκειο, τις Προέδρους του, με τις οποίες συνεργάστηκα, κυρίες Μαρία Τσιριμονάκη, Ιωάννα Βαλαρή και Φέφη Βαλαρή, και τα Διοικητικά Συμβούλια και τα μέλη του. Στα 51 αυτά χρόνια είχα αναρίθμητες ευκαιρίες να βιώσω το πνεύμα του Λυκείου και παγιώθηκε μέσα μου η πεποίθηση ότι ενσαρκώνει το σύστημα αρχών και αξιών του Ρεθύμνου, ότι αποτελεί κιβωτό της παράδοσης ανθρωπισμού, ήθους, ευπρέπειας, πνευματικότητας και όλων των ευγενικών κανόνων ζωής που αποκρυστάλλωσαν οι προπάτορές μας και παρέδωσε στην αθανασία ο Παντελής Πρεβελάκης και άλλα πνευματικά τέκνα του.
Είναι εύλογη η συγκίνησή μου.
Ας έρθομε τώρα στο θέμα μας, «Το Κρητικό Ιδίωμα, ένα Γλωσσικό Μνημείο που άντεξε στον Χρόνο”.
Η διατύπωσή του θέτει ήδη δύο ερωτήματα; Το ένα είναι: «Είναι πράγματι Γλωσσικό Μνημείο; Είναι σωστό να του απονέμεται ο τιμητικός πολιτισμικός τίτλος «Μνημείο»;
Και το άλλο είναι: «Ποιο είναι το μέλλον του; Ποιες προοπτικές έχει ως ζωντανό εκφραστικό μέσον»;
Για τη διαπραγμάτευση του πρώτου ζητήματος φαίνεται λογικό να εξεταστεί ένα κείμενο γραμμένο σε αυθεντικό κρητικό λόγο και συνέταξα ένα με βάση τις προσωπικές μου εμπειρίες από την αγροτική ζωή στην Ορνέ και στο Μοναστηράκι με την ελπίδα ότι είναι αντιπροσωπευτικό. Ας το ακούσουμε:
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΤΣΥΦΟΜΥΡΟΥ
Ταχινή-ταχινή εξύπνησεν’ ο Κοτσυφομύρος με αδυνατό βήχα και κεφαλαργιά. Αποταυρίστηκεν’ κι εμουρμούριζενε. Η γυναίκα -ν-του η Αλεξάντρα τού ‘βρασενε μια σφακομηλέ, έβαλεν’ και μιαν κόρδα μέλι και τού την έδωκενε.
- «Πιέ τηνε, μα καλό θα σου κάμει κι ύστερα να πιεις και δυο κουταλές χοντροζούμι ζεστό-ζεστό. Εκρύγιωσες πρέπει, καλότυχε, οψές απού εκαλλούργιζες. Εφώνιαζά σου ‘γω όντεν εφόρτωνες τα ζυγάλετρα στη χελυά να ντυθείς καλά, γιατί εβρεχούλιζενε, μα εσύ διάχνεις ως σου διόξει. Δε σου λέω να πας στο γιατρό, μα μη βγεις σήμερο όξω με τόση ανεμική απού ‘χει, μόνο κάτσε να σε τρίψω με ‘κείνη την καυτερή αλοιφή με το δαφνόλαδο και το σιναπόσπορο, απού μου ‘δωκεν’ η κερά μου, να ζεστοκοπηθείς να σου περάσει το κρύγιος και μην κάνεις το νέο, δεν είσαι δα γέρος ακόμη, μα δεν είσαι μπλιο κι ως ήσουνε».
- «Όϊ δα, πως θα κάτσω ‘γω μέσα να χάσω τη δουλειά μου και να σε γροικώ ούλη μέρα να μπάζεις και να βαταλαλείς. Θα κατεβώ στη Ρίζα, στο Μαχαιριδέ, να σάξω τα έχνη, να ιδώ αν εκάμανε κιαμιάν εζημιά στσι κυψέλες τα βουκόλια, απού βοσκολογούνε γύρου – γύρου στα ξένα χωράφια του Περικλή και του Ιδομενέα τσ’ αίγες και τα κουτρουβάρια –ν-τωνε, τάξε πως δεν έχομεν’ αγροφύλακα. Λέω να κόψω και μερκούς αρουπάκους και θύμους απού το κλαδερό απού πολεμώ να ξερημάξω».
- «Κατέω το ‘γω πως ότι σου πω, εσύ θα κάμεις το ανάποδο, μα φουκρού. Αποταχιάς απού πήγαινα στη βρύση με το σταμνί μέ ’στεσεν’ η γειτόνισσά μας η Θοδώρα με την κόρη τζη την Αθηνά και μου ‘πανε πως οψάργας η αϊλέ του Δημητρονικολή, η μονόκερη, εγλίστρηξενε στην αυλήν τωνε μέσα κι έσπασεν’ τον πόδα τζη κι αυτός την απόσφαξενε και κλαίει η γυναίκα –ν-του τ’ Αργυρώ και δεν αρνεύγει. Και ‘δα ίντα θα το κάμουνε τόσονά κρέας; Μόνο πάνε οι χωριανοί κι αγοράζουνε ένα –ν-κομμάτι ο κάθε εις να μη σοχάσει ο κακομοίρης. Άμε κι εσύ εδά πριχού να φύγεις να πάρεις ένα –ν-κομμάτι. Στο μπαρτσαμί έχομεν’ τα λεφτά, εκειά ’ναι και το κλειδάκι –ν-του».
- «Οϊ δα, πως θα φάω την ψωραϊλέ του Δημητρονικολή. Άθρωπος είμαι και δε μού ‘ρχεται να γίνομαι κακός, μα κατέω ’γώ α δεν του ψόφησεν’ και λέει πως την έσφαξενε; Αυτός είναι γύφτος. Μα είναι και τ’ άλλο απού τό ‘χω γραμμένο στο τεφτέρι μου και δεν το ξεχνώ, ώστε να σει ο αέρας την τρίχα μου. Αυτός ο κακομοίρης απού λες και τον απολυπάσαι οπέρσις εμεταξέσυρεν’ τα σταλίκια στην Αναβάλλουσα να μας –ε- φάει μιαν ασκελέ χωράφι κι έναν αγρούλιδα και δεν εντράπηκενε. Κι όντιμως τό ειδα και τού πέταξα πέρα τσ’ ασπαλάθους, απού ‘χενε βαρμένους, και του ‘πα πως αν ξαναγγίξει τ’ ανυχάκι –ν-του στο χωράφι μου, θα τον –ε-κάμω να μην τονε γρωνίσει η μάν’ απού τον εγέννησενε και ν’ ακουστεί στην Κρήτη. Θα τον αφήσω ‘γω να μου τσιλημπουρδά; όϊ δά. Κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, την ευκήν του να ‘χομενε από ‘κεια που κοίτεται, το ξένο πράμα δεν τό ‘θελενε, μα το εδικόν του δεν το χάριζενε σε κιανένα.
Κι απόκειας, εγώ ‘χω πρόβατα, βουινό θα φάω; Λέω να σφάξω σήμερο τον περυσινό μαρτή τον πρωτολάτη, γιατί σκοτώνουνται με τον παλιό κριγιό, απού ‘χει καλή σπορά και βγάνει δυο – δυο και τρία-τρία τ’ αρνιά. Μεγάλος είναι, μα θα βαστήξει ακόμη το ελάϊστο δυό χρόνους κι ως τότεσάς θ’ αγοράσω έναν άλλο ν’ ανακατευτούνε τα αίματα στο κουράδι μου. Λέω να ξεχωρίσω μπλιο και τα φετεινά θηλυκά αρνιά απού θα κρατήξω, όσά ‘ναι από καλόγαλες μανάδες, να τα σακάσω και να τα σαμώσω, δεξό μαχαίρι – ζερβό πιρούνι».
- «Άγωμε και κάμε ότι σε φωτίσει ο Θεός. Δε σου ξαναλέω πράμα. Ο δάσκαλος μας είπενε μια φορά στο Δημοτικό πως η σιωπή είναι χρυσάφι, μα ετσά ‘ναι κιόλας».
Ο Κοτσυφομύρος επήγε στο χειμαδιόν του κι έκαμεν’ τσι δουλειές του. Έκοψεν’ κι ένα δεμάτι κύπερη ν’ αναγεμίσει το σομάρι τση χελυάς, απού ‘χενε φυράξει και την επλήγωνεν’ το ξύλο, κι απόεις έσφαξεν’ τ’ ωζό, το ‘γδαρενε και το κατάστεσενε στο ργυάκι με το τρεχούμενο νερό, να μη γεμίσει την αυλήν του αίματα και βρόμες, απού σέρνουνε τσι μύγες και τα μιαρά. Ύστερα ετύλιξεν’ το κρέας με την προβέ κι έδεσεν από ‘ξω ακονυζές για τσι μύγες, το φόρτωσεν’ απού τη ζερβή μεριά του σομαριού κι έκατσεν’ απού την άλλη. Eσφούγγιξεν’ τον ιδρώτα απού το κούτελόν του κι εγιάειρενε στο χωριό, πάρωρα μπλιο. Το πουλάρι ακλούθιενε κι εκυνηγιούντονε με το σκύλον του τον Κουτσαύτη.
Απής έδεσεν’ τη χελυά και τσή ‘βαλεν΄ άχερα, εμέλιασεν’ τον άρνακα, απού ήτονε παχιός-παχιός, σε τρία μερίδια κι επήγεν’ ένα του γιου ντου κι ένα τση θυγατέρας του και το επίλοιπο το κράτηξεν΄ ο ίδιος.
Ωστόσο η γυναίκα –ν-του επήρεν΄ένα –ν-καλάμι να κρεμάσει την προβέ ξανάστροφα να ξεραθεί στον ήλιο, μα ελυπήθηκεν’ τσι τουλούπες το μαλλί τζη να το πάρει ο προβιδάς γή το γναφεδαργιό. «Έχω άλλο –ν-ένα μποκάρι αρνές», έβαλε με το νου τζη, «θα τσι μονομεριάσω με τούτεσές, θα τσι βράσω να φύγει το μαλλιόρουπο, θα τσι ξάνω με το χερόχτενο και θα βγάλω ανίτοσου δέκα αλεκατισές. Φτάνουσί μου να πλέξω πράμα του ανάποδού μου να το βρίχνει στεγνό όντεν έρχεται δρωμένος απού τα χωράφια. Μόνο μην ξεχάσω να φυλάξω το μαλλιόρρουπο για στύψη, όντε θα τσι βάψω, μην το χύσω». Έπιασεν την ψαλλίδα κι εκούρεψεν’ την προβέ κι ύστερα άναψεν το λύχνο.
Το βράδυ ο Κοτσυφομύρος είπε στη γυναίκα –ν-του: «Κατέβασε μπρε απού τη φωθιά το μαγεριό σου κι απόψησέ το αύριο με την απομονή σου, με το λάδι –ν-του, ετσά που σ’ αρμήνευγεν η πεθερά μου. Μην του βάλεις πάλι σέλινα και κύμινα και κόλιαντρα κι ότι γροικάς στη γειτονιά. Απόψε θα μαγερέψω ΄γώ».
Έσυρεν’ την αθρακιά όξω-όξω απού την παραθιά, έστεσεν’ τη σκάρα κι έψησενε τα πλευρουδάκια. Έκοψεν’ και τυρί και σταρένιο ψωμί κι εκάτσανε στο τραπέζι κι εφάγανε οφτό, ήπιαν’ και το κρασάκι –ν-τωνε κι επήγανε κι εθέκανε στη στρωματέ –ν-τωνε με τα στρίποδα.
- «Ταϋτέρου θα πάω στο Δρυγιαδέ, στ’ αόρι, να κόψω δυο στραβόξυλα ν’ αλλάξω τα παρούθια τ΄ αλετριού, γιατί ΄ναι φαωμένα κι εξεσφηνώσαν’ κιόλας. Θέλω κι ένα στελιάρι για τη σκαλίδα. Να θυμηθώ να βρω κι ένα λούμακα να σάξω ένα βουκέντρι. Και το βραδάκι απού θ’ αναμαζωχτεί ο Χαρίλαος ο χαρκιάς θα του πάω το υνί να μου το βάψει, γιατί εστόμωσεν’ και θα το χρειαστώ να κάμω δυο ζευγαρές σώχωρο στην ποταμίδα να το φυτέψω άνοιξη καιρού περβολικά, να κοπρίσω και τσι κυδωνές και τσι ροδαρές, απού κάνεις τα γλυκά σου. Γδέχομαι πως θα δουλεύγει ως το βράδυ με τον εργάτην του στην Αλώνα. Έχω και εγώ τον ξερότοιχο στη Λίμνη και τον τράφο στον Κυπαρισσέ, μα θα τ΄ αφήσω γι΄ άλλη ώρα».
- «Φέρε μου μπρε κι εμένα απού το Δρυγιαδέ μιαν αγκαλέ φινοκαλές να σάξω δυο παρασύρες, γιατί θέλω να παστρέψω τσι κοπρές και να διαρμιστώ την αυλή, μάζωξέ μου κι ένα –ν-πιάσμα θρύμπη. Κι απής γιαγείρεις, σάξε και ’κείνα τα κεραμίδια απού ‘ξεκούνησεν΄ ο βορρές, για θα βάνουνε νερό στην κατοικιά μας μέσα.
Να μην ξεχάσω κι εγώ ταϋτέρου να σπαθίσω δυο πιάσματα λινάρι, απου απομείνανε απ’ οπροθές, κι ύστερα να κάτσω στο φασίδι γη στ’ αναρραψίδια μου. Αν προλάβω, θα πεταχτώ κι ως τη Βρυσίδα στο σώχωρο να κόψω μερκά κοκκινογούλια να τα βράσω. Θέλω να φυτέψω και το βασιλικό, απού μού ‘δωκεν’ η μητέρα μου. Πού λές να τονέ βάλω, μπρέ»;
- «Ίντα θες εδά ν’ ακούσεις και με ρωτάς, βάλε τονε όπου θές. Μόνο να ‘ναι κοπρισά», ετσιμογέλασεν ο Κοτσυφομύρος στο σκοτίδι.
Η σκόπιμα εκτενής αυτή αφήγηση θα ήταν εντελώς κατανοητή σήμερα σε οποιοδήποτε χωριό της Κρήτης με την προϋπόθεση ότι ο αφηγητής και οι ακροατές είναι γηγενείς και τουλάχιστον μεσήλικες. Μέχρι το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η γλώσσα των αγροτών της Κρήτης με επουσιώδεις τοπικούς ιδιωματισμούς, αυτός ήταν ο κόσμος τους και τα βιώματά τους και όχι σπάνια αυτός ήταν ο προσωπικός τους χαρακτήρας, ο ανταγωνιστικός, εγωιστής δουλευτής και η υπομονετική και άξια αλλά και λιγάκι γλωσσού γυναίκα του. Ας δούμε τώρα τη γλωσσική παράμετρο.
Η αφήγηση διαρθρώνεται με βάση 328 ρήματα, ουσιαστικά και επίθετα χωρίς τα σύνθετα και τα παράγωγά τους και χωρίς τα υπόλοιπα μέρη του λόγου. Το αξιοσημείωτο έγκειται στο ότι το γλωσσικό υπόβαθρο και των 328 αυτών λέξεων, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, βρισκόταν σε ζωντανή χρήση δυόμισυ ή τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από μας. Όλες είναι βλαστήματα γλωσσικού ριζώματος της εποχής του Πλάτωνα ή του Ισοκράτη ή και πολύ παλαιότερου καμιά δεν είναι ξενικής προέλευσης και όλες επέζησαν χάρη στην προφορική παράδοση του κρητικού λόγου.
Ας κάμομε επιτροχάδην μια επισκόπηση του γλωσσικού αυτού υλικού:
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ | ΑΡΧΑΙΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ | |
1.
2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53. 54. 55. 56. 57. 58. 59. 60. 61. 62. 63. 64. 65. 66. 67. 68. 69. 70. 71. 72. 73. 74. 75. 76. 77. 78. 79. 80. 81. 82. 83. 84. 85. 86. 87. 88. 89. 90. 91. 92. 93. 94. 95. 96. 97. 98. 99. 100. 101. 102. 103. 104. 105. 106. 107. 108. 109. 110. 111. 112. 113. 114. 115. 116. 117. 118. 119. 120. 121. 122. 123. 124. 126. 127. 128. 129. 130. 131. 132. 133. 134. 135. 136. 137. 138. 139. 140. 141. 142. 143. 144. 145. 146. 147. 148. 149. 150. 151. 152. 153. 154. 155. 156. 157. 158. 159. 160. 161. 162. 163. 164. 165. 166. 167. 168. 169. 170. 171. 172. 173. 174. 175. 176. 177. 178. 179. 180. 181. 182. 183. 184. 185. 186. 187. 188. 189. 190. 191. 192. 193. 194. 195. 196. 197. 198. 199. 200. 201. 202. 203. 204. 205. 206. 207. 208. 209. 210. 211. 212. 213. 214. 215. 216. 217. 218. 219. 220. 221. 222. 223. 224. 225. 226. 227. 228. 229. 230. 231. 232. 233. 234. 235. 236. 237. 238. 239. 240. 241. 242. 243. 244. 245. 246. 247. 248. 249. 250. 251. 252. 253. 254. 255. 256. 257. 258. 259. 260. 261. 262. 263. 264. 265. 266. 267. 268. 269. 270. 271. 272. 273. 274. 275. 276. 277. 278. 279. 280. 281. 282. 283. 284. 285. 286. 287. 288 289. 290. 291. 292. 293. 294. 295. 296. 297. 298. 299. 300. 301. 302. 303. 304. 305. 306. 307. 308. 309. 310. 311. 312. 314. 315. 316. 317. 318. 319. 320. 321. 322. 323. 324 325. 326. 327. 328. |
Ταχινή
Εξύπνησεν’ (ε) Κοτσυφο- Μύρος Με αδυνατό Βήχα Κεφαλαργιά Αποταυρίστηκεν’ (ε) Εμουρμούριζενε Η γυναίκα Αλεξάντρα Του ‘βρασενε Σφακομηλέ Έβαλεν’(ε) Κόρδα Μέλι Έδωκενε Πιε Καλό Θα σου κάμει Δυο κουταλές Χοντροζούμι Ζεστό Εκρύγιωσες Πρέπει Καλότυχε Εκαλλούργιζες Εφώνιαζά σου Εφόρτωνες Τα ζυγάλετρα Η χελυά (όνος) Να ντυθείς Εβρεχούλιζενε Διάχνεις Ως σου διόξει Λέω Να πας, άμε, άγωμε Στο γιατρό Μη βγεις Ανεμική Απού ‘χει Κάτσε Να σε τρίψω Την καυτερή Αλοιφή Το δαφνόλαδο Το σιναπόσπορο Η κερά μου Να ζεστοκοπηθείς Να σου περάσει Το νέο Γέρος Είσαι Να χάσω Τη δουλειά Γροικώ Ούλη Μέρα Να μπάζεις Να βαταλαλείς Θα κατεβώ Στη Ρίζα Στο Μαχαιριδέ Να σάξω Τα έχνη Να ιδώ Εζημιά Στσι κυψέλες Τα βουκόλια Βοσκολογούνε Στα ξένα Χωράφια Του Περικλή Του Ιδομενέα Τσ’ αίγες Τα κουτρουβάρια Τάξε Δεν έχομεν’ (ε) Αγροφύλακα Να κόψω Μερκούς Αρουπάκους Θύμους Το κλαδερό Πολεμώ Να ξερημάξω Το ανάποδο Φουκρού Στη βρύση Το σταμνί Με ‘στεσεν’(ε) Η γειτόνισσα Η Θοδώρα Την κόρη Την Αθηνά Η αϊλέ Του Δημητρονικολή Η μονόκερη Εγλίστρηξενε Στην αυλή Έσπασεν’ (ε) Τον πόδα Την απόσφαξενε Κλαίει Τ’ Αργυρώ Δεν αρνεύγει Κρέας Αγοράζουνε Ο κακομοίρης Να φύγεις Να πάρεις Στο μπαρτσαμί Τα λεφτά Το κλειδάκι Θα φάω Την ψωραϊλέ Άθρωπος Δε μού ‘ρχεται Να γίνομαι Ψόφησε Γύφτος Γραμμένο Στο τεφτέρι Να σει Ο αέρας Την τρίχα Τον απολυπάσαι Εμεταξέσυρενε Τα σταλίκια Στην Αναβάλλουσα Μιαν ασκελέ Έναν αγρούλιδα Δεν εντράπηκενε Του πέταξα Τσι ασπαλάθους Αν ξαναγγίξει Τ’ ανυχάκι Να γρωνίσει Η μάνα Τον εγέννησε Ν’ ακουστεί Στην Κρήτη Θα τον αφήσω Να τσιλημπουρδά Ο μακαρίτης Ο πατέρας Την ευκή Το πράμα Το ‘θελε Το εδικό Τα χάριζενε Πρόβατα Βουινό (κρέας) Τον περυσινό Το(ν) μαρτή Πρωτολάτης Σκοτώνουνται Τον παλιό Κριγιό Σπορά Τ’ αρνιά Μεγάλος Θα βαστήξει Το ελάϊστο Δυο χρόνους Ν’ ανακατευτούνε Τα αίματα Στο κουράδι Τα φετεινά Τα θηλυκά Θα κρατήξω Από καλόγαλες Να σακάσω Να σαμώσω Δεξό Ζερβό Πιρούνι Ότι σε φωτίσει Ο Θεός Ο δάσκαλος Μια φορά Στο Δημοτικό Η σιωπή Χρυσάφι Στο χειμαδιό Ένα δεμάτι Κύπερη Ν’αναγεμίσει Το σομάρι Είχενε φυράξει Επλήγωνεν’ (ε) Το ξύλο Το ωζό Το ‘γδαρενε Το κατάστεσενε Στο ρυάκι Το τρεχούμενο Νερό Βρόμες Σέρνουνε Τσι μύγες Τα μιαρά Ετύλιξεν (ε) Την προβέ Ακονυζές Μεριά Εσφούγγιξεν (ε) Τον ιδρώτα Το κούτελο Εγιάειρενε Το πουλάρι Ακλούθιενε Εκυνηγιούντονε Το σκύλο Τον Κουτσαύτη Άχερα Εμέλιασεν’(ε) Παχιός Του γιού Τση θυγατέρας Το επίλοιπο Καλάμι Να κρεμάσει Να ξεραθεί Στον ήλιο Τσι τουλούπες Το μαλλί Το γναφεδαριό Το μποκάρι Το νου Θα τσι μονομεριάσω Το μαλλιόρουπο Θα τσι ξάνω Το χερόχτενο Αλεκατισές Φτάνουσι Να πλέξω Να το βρίχνει Στεγνό Στύψη Θα βάφω Μην το χύσω Έπιασεν’(ε) Την ψαλλίδα Άναψεν’(ε) Το λύχνο Το βράδυ Το μαγεριό Απόψησε Την απομονή Το λάδι Αρμήνεύγεν’(ε) Η πεθερά Σέλινα Κύμινα Κόλιαντρα Την αθρακιά Την παραθιά Τη σκάρα Τα πλευρουδάκια Τυρί Σταρένιο Ψωμί Στο τραπέζι Οφτό Το κρασάκι Εθέκανε Στη στρωματέ Τα στρίποδα Στο Δρυγιαδέ Στ’ αόρι Στραβόξυλα Ν’ αλλάξω Τα παρούθια Εξεσφηνώσαν’(ε) Στελιάρι Σκαλίδα Να θυμηθώ Ένα λούμακα Βουκέντρι Θ’ αναμαζωχτεί Ο Χαρίλαος Ο χαρκιάς Το υνί Εστόμωσεν’(ε) Θα το χρειαστώ Δυο ζευγαρές Σώχωρο Στην ποταμίδα Να φυτέψω Άνοιξη καιρού Περβολικά Να κοπρίσω Τσι κυδωνές Τσι ροδαρές Τα γλυκά Γδέχομαι Τον εργάτη Στην Αλώνα Τον ξερότοιχο Στη Λίμνη Τον τράφο Στον Κυπαρισσέ Ώρα Φέρε Μιαν αγκαλέ Φινοκαλές Δυο παρασύρες Να παστρέψω Να διαρμιστώ Θρύμπη Τα κεραμίδια ‘ξεκούνησεν’(ε) Ο βορρές Στην κατοικιά Να σπαθίσω Λινάρι Απομείνανε Στο φασίδι Στ’ αναρραψίδια Αν προλάβω Κοκκινογούλια Το βασιλικό Η μητέρα Ρωτάς Ετσιμογέλασεν’ σκοτίδι |
Ταχύς
Έξυπνος (εξ+ύπνος) Κόσσυφος Μύρων Δυνατός Βήξ Κεφαλαλγία Από + ταύρος Μορμυρίζω Γυνή Αλεξάνδρα Βράσσω, βράττω Σφάκος + μηλέα Βιβάζω Δωρ. Χορδά Μέλι Δίδωμι Πίνω Καλός Κάμνω Κώταλις Χόνδρος + ζωμός Ζέω Το κρύος Πρέπω Καλός + τύχη Καλός + έργον Φωνώ Φόρτος, φέρω Τα ζυγά + άροτρον Έγχελυς Ενδύω, ενδύομαι Βρέχω Διάγεις Δοκεί Λέγω Υπάγω Ιατρός Εκβαίνω Άνεμος Έχω Κάθημαι Τρίβω Καυ(σ)τός, καίω Αλοιφή Δάφνη + έλαιον Σίναπι-σίναπυ + σπόρος Κύριος Ζέω + κόπτω Περώ Νέος Γέρων Ειμί Χάος (χαώ) Δουλεία Άγροικος Όλος Ημέρα Βάζω Βάτ(τ)αλος + λαλώ Καταβαίνω Ρίζα Μαχαιρίς (ισάζω) ίσος Έθνη Ορώ, είδον Ζημία Κυψέλη Βουκόλος Βόσκω + λέγω Ξένος Χώρα Περικλής Ιδομενεύς Αίξ Οικοτροφάρια (οίκος + τρέφω) Τάσσω, τάττω Έχω Αγρός + φύλαξ Κόπτω Μέρος Ρώπαξ – κος Θύμος Κλάδος, κλάω Πολεμώ Εκ + έρημος Ανά+ πούς Επί + ακροώμαι Βρύσις Στάμνος Ίστημι Γείτων Αρχ. Θεόδωρος (θεός+δώρον) Κόρη Αθηνά Αγελαία (βούς) Δημήτριος + Νικόλαος Μόνος + κέρας Εκ + λιστρώ, λίστρον Αυλή Σπάω-ώ Πούς Από + σφάττω Κλαίω Άργυρος Ειρηνεύω Κρέας Αγορά Κακός + Μοίρα Φεύγω Επαίρνω Παραθαλαμίδιον (παρά+θάλαμος) Λεπτός Κλείς Φαγείν Ψώρα + αγελαία (βούς) Άνθρωπος Έρχομαι γίγνομαι ψοφώ Αιγύπτιος Γράφω Διφθέρα (τουρ. Tefter) Σείω Αήρ Θρίξ Από + Λυπέ-ω, λυπούμαι Μετά +εκ+σύρω Στάλιξ αναβάλλω σκέλος άγριος + ελαία εντρέπομαι πετάννυμι ασπάλαθος εξ+ανά+εγγίζω όνυξ γνωρίζω μάμμη γεννώ ακούω Κρήτη Αφίημι Σιληπορδώ Μάκαρ Πατήρ Ευχή Πράγμα (ε) θέλω Ίδιος Χαρίζομαι, χάρις Πρόβατον Βούς Πέρυσι(ν) Ημερωτής, ήμερος Πρώτος + ελαύνω Σκοτό-ω, σκότος Παλαιός κριός Σπορά, σπείρω (ο αμνός), τού αρνός Μέγας, τού μεγάλου Βαστάζω Ελάχιστον Χρόνος Άνω + κάτω Αίμα Κουρά, κείρω Επί + έτος Θήλυς Κρατέ – ώ Καλός + γάλα Σηκός, δωρ. Σακός Σημαία, δωρ. Σαμαία Δεξιός Σάβος ή Σαβός Περόνη, πείρω Φωτίζω Θεός Διδάσκαλος Φορά Δημοτικός Σιωπή Χρυσός Χειμάδιον Δέμα, δέω Κύπειρον, κύπερος Ανα+γεμίζω, γέμω Σάγμα, σαγή, σάττω Φυρά-ω Πληγή, πλήττω Ξύλον Το ζώον Εκ+δέρω Καθίστημι Ρύαξ Τρέχω Νεαρόν (ύδωρ) Βρομέ-ω Σύρω Μυία Μιαρός Τυλίσσω, τυλίττω Πρόβατον Κνύζα, κόνυζα Μέρος, μείρομαι Σπογγίζω Ιδρώς Κότυλος, κοτύλη Διεγείρω Πώλος Ακολουθέ-ω Κυνηγέ-ω (κύων+άγω) Σκύλαξ Κοψαύτης (κόπτω + ούς) Άχυρον Μελίζω Παχύς Υιός Θυγάτηρ Επίλοιπος Κάλαμος Κρεμάννυμι Ξηραίνω Ήλιος Τολύπη Μαλλός Κναφεύς, γναφεύς Πόκος Νούς Μόνος+μέρος Μαλλός + ρύπος Ξαίνω Χείρ+κτείς Ηλακάτη Φθάνω Πλέκω Ευρίσκω Στεγανός Στύφω Βάπτω Χέω Πιέζω Ψαλλίς Ανάπτω Λύχνος Βραδύς Μάγειρος Από+έψω Υπομονή Έλαιον Ερμηνεύω Πενθερός –ά Σέλινον Κύμινον Κορίαδνον Άνθραξ Παρά + εστία Εσχάρα, Πλευρόν Τυρός Σίτος Ψωμός Τράπεζα Οπτός Κράσις (οίνου), κεράννυμι Τίθημι Στρώμα, στρώννυμι Τρίπους Δρύς Όρος Στραβός + ξύλον Αλλάσσω, αλλάττω Παρώτια (παρά+ούς) Εκ + σφήν Στελεός Σκαλίς, σκάλλω Εν-θυμούμαι Λείμαξ Βούς+κέντρον Ανά+ομαδεύω, ομάς Χάρις + λαός Χαλκεύς Ύν(ν)ις Στομό-ω Χρεία Ζεύγος Έσω + χώρος Ποταμός Φυτός, φυτόν Ανοίγω καιρός Περίβολος Κόπρος Κυδωνία, κυδώνιον (μήλον) Ρόδον Γλυκύς Εκδέχομαι Εργάτης Άλως Ξηρός + τοίχος Λίμνη Τάφρος Κυπάρισσος Ώρα Φέρω Αγκάλη Φιλόκαλος Παρά + σύρω Σπάρτος Διαρμόζω Θύμβρα Κέραμος Εκ+κινώ Βορέας, βορράς κατοικία Σπάθη Λίνον Από + μένω Υφαίνω Ανά+ράπτω Προλαμβάνω Κόκκος+άγλις Βασιλικός Μήτηρ Ερωτώ Κύμα(ιταλ. cima) + γελώ σκότος |
Το ανωτέρω λεξιλόγιο των 328 ρημάτων, ουσιαστικών και επιθέτων είναι μικρό αλλά νομίζω αντιπροσωπευτικό δείγμα του ζωντανού κρητικού λεξιλογίου και αποδεικνύει ότι αντλεί την εκφραστική του δύναμη από το πλούσιο έδαφος του αρχαίου λόγου, όπως ο Ανταίος από τη γη. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα πεπραγμένα ενός ζευγαριού Κρητικών σήμερα μπορούν να εκφραστούν με μένα λεξιλόγιο εικοσιπέντε τουλάχιστον αιώνων.
Όμως ακόμη εντυπωσιακότερο είναι ένα άλλο γεγονός: Από τα 328 αυτά ρήματα, ουσιαστικά και επίθετα τα 115, δηλαδή ποσοστό 35%, βρίσκονται στις πήλινες Πινακίδες της Κνωσσού, των Μυκηνών, της Πύλου κλπ, που διασώζουν την αρχέγονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, τη Γραμμική Γραφή Β. Οι Πινακίδες της Κνωσού ανάγονται κατά τους ειδικούς μέχρι και τον 14ο αιώνα π.Χ., χίλια χρόνια πριν από τον Πλάτωνα και τον Ισοκράτη, αλλά η γλώσσα τους είναι φυσικά ακόμη παλαιότερη.
Επειδή η Γραμμική Γραφή Β δεν είναι ευρύτερα γνωστή, είναι ίσως ενδιαφέρον να γίνει εδώ μια πολύ σύντομη αναφορά, ώστε το επιπλέον χρονικό βάθος να προστεθεί στην ιστορική αξία του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης.
Οι πήλινες Πινακίδες είναι λογιστικά κατάστιχα, κατά κάποιο τρόπο, των ανακτόρων της Κνωσσού, των Μυκηνών, της Πύλου κλπ. Και σώθηκαν μόνο όσες ψήθηκαν από τις πυρκαϊές που κατάστρεψαν τα ανάκτορα. Είναι μια από τις αντιφάσεις της Ιστορίας: Η φωτιά που κατάστρεψε τον πολιτισμό των Μινωιτών και των Μυκηναίων διέσωσε τα αξιολογότερα πολιτισμικά στοιχεία τους, τα εκτενέστερα γραπτά τεκμήριά του.
Η Γραμμική Γραφή Β είναι συλλαβογραφική και απαρτίζεται από συνδυασμό 88 συμβόλων, που εκφράζουν συλλαβές, και 172 ιδεογραμμάτων, που εκφράζουν έννοιες. Τα 73 από τα συλλαβογράμματα αποκρυπτογραφήθηκαν το 1952 από δύο Άγγλους επιστήμονες, τον αρχιτέκτονα Michael Ventris και τον ελληνιστή John Chadwick. Τα 15 ανερμήνευτα είναι σπάνια ή διασώθηκαν ελλιπώς και δεν επηρεάζουν την κατανόηση της όλης Γραφής. Ο Πίνακας των συλλαβογραμμάτων είναι ο εξής:
Τα συλλαβογράμματα αποδίδουν ατελώς τη μινωική ελληνική γλώσσα. Η φωνητική αξία τους αποδίδεται διεθνώς συνήθως με λατινικούς χαρακτήρες. Ακολουθεί ένας Πίνακας με 60 ιδεογράμματα, ενδεικτικά:
Το λεξιλόγιο που διασώζουν οι πήλινες Πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β είναι φυσικά πολύ περιορισμένο και λόγω του είδους του περιεχομένου τους και λόγω του σχετικά μικρού αριθμού αυτών που διασώθηκαν. Αν είχαμε πληρέστερο λεξιλόγιο της αρχέγονης αυτής μορφής της ελληνικής γλώσσας, ασφαλώς το ποσοστό των λέξεων που επιζούν στο σημερινό κρητικό γλωσσικό ιδίωμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από 35%, που ήδη είναι εκπληκτικά μεγάλο.
Αξίζει να παρατεθεί εδώ ένα μικρό δείγμα από τις πήλινες Πινακίδες, η Sa 287:
«A-ku-ro de-de-me-no τροχός ζε 1», που μεταφράζεται στην αλφαβητική ελληνική: «αργύρω δεδεμένω τροχός ζεύγος 1» Και μεταφράζεται: «ένα ζευγάρι τροχοί “δεμένοι” με ασήμι». |
Ας δούμε τώρα επιτροχάδην τiς 115 λέξεις από το μινωικό λίκνο της ελληνικής γλώσσας που επιζούν με κάποια εξελικτική μορφή στην αφήγηση του Κοτσυφομύρου.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ | ΜΙΝΩΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ | |
1.
2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18.
19. 20.
21. 22.
23. 24. 25.
26. 27. 28.
29. 30. 31. 32. 33.
34. 35. 36. 37.
38. 39.
40.
41.
42. 43. 44. 45. 46. 47.
48. 49. 50.
51. 52. 53. 54. 55. 56.
57. 58. 59. 60. 61. 62. 63.
64. 65. 66. 67.
68. 69. 70.
71.
72.
73. 74. 75. 76.
77. 78.
79.
80.
81. 82.
83.
84. 85. 86. 87.
88. 89.
90. 91. 92.
93. 94.
95. 96. 97. 98. 99. 100. 101. 102. 103. 104.
105. 106. 107.
108.
109. 110. 111. 112. 113. 114. 115. |
Αποταυρίστηκενε
Αλεξάντρα Μέλι Έδωκε Στο γιατρό Ανεμική Καυτερή Αλοιφή Το νέο Γέρος Τη δουλειά Θα κατεβώ Στη ρίζα Να σάξω Να ιδώ Στσι κυψέλες Τα βουκόλια Βοσκολογούνε
Στα ξένα Του Περικλή (περί + κλέος) Του Ιδομενέα Τσ’ αίγες
Έχομεν’ (ε) Αγροφύλακα Πολεμώ
Να ξερημάξω Πήγαινα Η Θοδώρα
Την κόρη Την Αθηνά Η μονόκερη Τον πόδα Την απόσφαξενε
Τ’ Αργυρώ Αγοράζουνε Κακομοίρης Στο μπαρτσαμί (παραθαλαμίδιον)
Τα λεφτά Το κλειδάκι
Άθρωπος
Δε μού ‘ρχεται
Να γίνομαι Γύφτος το τεφτέρι Μιαν ασκελέ Έναν αγρούλιδα (άγριος+ελαία) Εντράπηκενε (εν+τρέπομαι)
Το είδα Τ’ ανυχάκι Κρήτη
Ο πατέρας Την ευκή Το πράμα (πράττω) Δεν το χάριζενε (χάρις) Βουϊνό (βους) Τον περυσινό
Τον παλιό Σπορά Αρνιά Φετεινά (επί+έτος) Δεξό Ο Θεός Ο δάσκαλος
Στο Δημοτικό Χρυσάφι Κύπερη Το ‘γδαρενε (εκ+δέρω)
Τα μιαρά Έδεσεν Το πουλάρι
Εκυνηγιούντανε
Τον Κουτσαύτη (κόπτω+oύς)
Παχιός Το επίλοιπο Το μαλλί (μαλλός) Το γναφεδαριό (γναφεύς)
Μποκάρι (πόκος) Αρνές
Αλεκατισές (ηλακάτη)
Να πλέξω
Για στύψη Μην το χύσω (χέω)
Απόψησέ το (από+έψω=βράζω)
Το λάδι Σέλινα Κύμινα Κόλιαντρα
Σκάρα Τα πλευρουδάκια
Τυρί Σταρένιο Το τραπέζι
Εθέκανε Τα στρίποδα
Στο Δρυγιαδέ Στ’ αόρι Εξεσφηνώσανε (σφήν) Ο Χαρίλαος (χάρις+λαός) Ο χαρκιάς Δυο ζευγαρές Να φυτέψω Κυδωνές Ροδαρές Τα γλυκά
Γδέχομαι (εκ+δέχομαι) Τον ξερότοιχο (ξηρός+τοίχος) Στη Λίμνη
Στον Κυπαρισσέ
Φέρε Κεραμίδια Λινάρι Στην κατοικιά Τα αναρραψίδια Το βασιλικό Η μητέρα |
a-pu+ta-u-ro (από+ταύρος)
a-re-ka-sa-da-ra me-ri do-ke i-ja-te (ιατήρ) a-ne-mo (ανέμων) ke-ka-u-me-no (κεκαυμένος) a-ro-pa ne-wo (νέFος) ke-ro-ta (γέροντα) do-e-ra (δο-έ-λα = δούλη) a-pi-qo-to (αμφίβοτος, αμφι-βαίνω) wi-ri-za (Fρiζα = ρίζα) wi-so-wo (FiσFos=ίσος) o-wi-de (ως είδε = έτσι είδε) ku-pe-se-ro (Κύψελος) qo-u-ko-ro (βουκόλος) su-qo-ta-o (συ-βόταο = συβότου, χοιροβοσκού) ke-se-ni-wi-ja (ξένFια, ξένια) na-u-si-ke-re-we (ναυσι–κλέFης = Ναυσικλής) i-do-me-ne-ja=Ιδομένεια a-ki-pa-ta (αιγι-πάστας=αιγο-βοσκός) e-ke (έχει) a-ko-ro (αγρός) po-to-re-ma-ta (Πτολεμάτας, πβ.Νεοπτόλεμος) e-re-mo (ερήμον) a-ke (άγειν) te-o-do-ra (te-o-i-θεοί + do-ra =δώρα) Ko-wa (κόFρα, κόρη) a-ta-na (Αθάνα, Αθηνά) ke-ra (κέρας) po-de (pοδεί – ποδί = με το πόδι) pa-ka-na (φάσφανα, σφάγανα-σφάζω a-ku-ro (αργύρω, δοτική) a-ko-ra (αγορά) Ka-zo-e (κάσσοhes = κακίους) Ta-ra-ma-ta (θαλαμάτας, εθνικό του Θαλάμαι) Re-po-to (λεπτόν) Ka-ra-wi-po-ro (κλαϊφόρος, κλειδούχος) a-to-ro-qo
e-ko-me-na-ta-o (Ερχομενάταο – γεν. κυρίου ονόματος) pa-ro-ke-ne-to (παρεγένετο) a-ku-pi-ti-jo (Αιγύπτιος) di-pte-ra-διφθέρα (τουρκ. tefter) ke-re-a (σκέλεα, σκέλη) e-ra-wo (ελαιFον, έλαιον) to-ro-qe-jo-me-no (τροπεόμενος – τροπούμενος) wi-de(Fίδε – είδε) o-nu (όνυξ) Ke-re-si-jo we-ke (κρησιο-Fεργής – κρητικής κατασκευής) Pa-te (πατήρ) e-u-ke-to (εύχετοι – εύχεται) pa-ra-ke-se-u (Πραξεύς) Ka-ri-si-jo (Χαρίσιος) Qo-o (βους) Pe-ru-si-nu-wo (περυσινFόν – περυσινόν). Pa-ra-ja (παλαιά) Pe-ma (σπέρμα) Wa-ni-ko (Fαρνίσκος – Αρνίσκος) We-to (Fέτος – έτος) De-ki-si-wo (ΔεξίFω-Δέξιος) Τe-o-jo (θεοίο-Θεού) di-da-ka-re (διδασκαλεί – εν διδασκάλου, στο σχολειό) da-mo (δήμος) Ku-ru-so (χρυσός) Ku-pa-ro (κύπαρον) o-wi-de-ta (o Fi-δερτας – εκδορέας προβάτων) mi-ja-ro (μιαρός) de-de-me-na (δεδεμένα) po-ro (πώλω δυϊκός = δυο πουλάρια) Ku-na-ke-ta-i (κυναγέτα(h)ι= στους κυνηγούς a-no-we (an-ώFες = χωρίς αυτιά. Πβ qe-to-ro-we= τετρώFες με τέσσερα αυτιά) pa-ke-we (παχήFες = παχιοί) o-pi-ro-qo (επίλοιπος) ma-ri-ne-u (Μαλλινεύς) ka-na-pe-we (κναφήFει= στον γναφέα) po-ka wo-ro-ne-ja (Fρόνεια=άρνεια, από αρνιά) a-ra-ka-te-ja (αλακατεία=στην αλακάτεια, στη γυναίκα που κλώθει) pe-re-ke-we (πλεκή Fει – στον πλεκέα, αυτόν που πλέκει) tu-ru-pte-ri-ja (στ[ρ]υ-πτυρία) po-ro-ko-wo (πρό-χοοι+κανάτια νερού) e-we-pe-se-so-me-na (ευεψησόμενα = προοριζόμενα να βαφούν όμορφα) e-ra-wo (έλαιFον, έλαιον) se-ri-no (σέλινον) ku-mi-no (κύμινον) Ko-ri-ja-do-no (κορίαδνον, κόλιαντρο) e-ka-ra (εσχάρα) pe-re-u-ro-na-de (πλευρώναδε, προς την Πλευρώνα) tu-ro (τυρός) si-to (σίτος) to-pe-za (τόρπεζα = τετράπεζα, τράπεζα. Πβ.we-pe-za = έσπεζα, με έξι πόδια) te-ke (έθηκε) ti-ri-po-de (τρίποδε=δύο τρίποδες) du-ru-to-mo (δρυ-τόμοι, ξυλοκόποι) wo-wo (FoρFos, όρος) wi-so-wo-pa-na (ισό-σφηνα) ra-wo-do-ko (Λαό-δοκος) Ka-ke-u (χαλκεύς) Ze-u-ke-si (ζεύγεσσι, για ζεύγη) Pu-to (φυτόν) Ku-do-ni-ja (Κυδωνία) Wo-do-we (ροδόεν, γεμάτο ρόδα) De-re-u-ko (δλεύκος-γλεύκος-γλυκύς) De-ka-sa-to (δέξατο) To-ko-do-mo (τοιχο-δόμοι) o-pi-ri-mi-ni-jo (οπιλίμνιος = επιλίμνιος, δίπλα στη λίμνη) Ku-pa-ri-se-ja (κυπαρίσσεια, από κυπαρίσσι) Pe-re (φέρει) Ke-ra-me-u (κεραμεύς) Ri-no (λίνον) Wo-ko (foiκos = οίκος) Ra-pte (ραπτήρ, ράφτης) Qa-si-re-u (βασιλεύς) Ma-ta (μήτηρ) |
Βρίσκω όχι απλά εντυπωσιακό αλλά συναρπαστικό το φαινόμενο της επιβίωσης τόσο μεγάλου λεξιλογίου της πανάρχαιας Ελληνικής Γλώσσας στο ζωντανό Γλωσσικό Ιδίωμα της Κρήτης από την εμφάνιση της πρώτης ελληνικής γραφής μέχρι σήμερα. Και η επιβίωση αυτή αποκτά εντελώς ιδιαίτερη βαρύτητα, όταν τοποθετηθεί στο ιστορικό πλαίσιο του πολυτάραχου νησιού μας.
Συγκεκριμένα, από τους 35 αιώνες ιστορικού βίου της Κρήτης περισσότεροι από το ένα τρίτο, περίπου 12 αιώνες και κάτι αθροιστικά, διανύθηκαν κάτω από την κυριαρχία αλλόγλωσσων κατακτητών:
- Με τους λατινόφωνους Ρωμαίους 67π.Χ. – 330 μ.Χ.
- Με τους αραβόφωνους Σαρακηνούς 824 μ.Χ. – 961 μ.Χ.
- Με τους νεολατινόφωνους Βενετούς 1204 μ.Χ. – 1669 μ.Χ.
- Με τους τουρκόφωνους Τούρκους 1669 μ.Χ. – 1898 μ.Χ. και μια ενδιάμεση δεκαετία με τους Αιγύπτιους (1830 – 1840). Δεν έλειψαν και οι Γενουάτες από τη Δυτική Κρήτη το τέλος του 13ου αιώνα.
Και ας μη φανταστούμε ότι αυτοί οι δώδεκα και πλέον αιώνες δουλείας ήταν περίοδοι δημογραφικής άνθησης, το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε: ο κρητικός πληθυσμός έφθινε κάτω από τις πιέσεις της ξένης κατοχής και αυξανόταν κατά τους αιώνες της ελευθερίας. Και ήταν ένα ασυνήθιστο φυλετικό κράμα. Ο Όμηρος γράφει για τον πληθυσμό και τη γλώσσα της Κρήτης (τ. 175 – 177):
«Άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη΄ εν με Αχαιοί,
εν δ’ Ετεόκρητες μεγαλήτορες, Κύδωνές τε
Δωριέες τε τριχάϊκες δίοι τε Πελασγοί»,
που οι Καζαντζάκης – Κακριδής μεταφράζουν:
«Πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους και Δωριείς που ζούνε σε τρεις φυλές κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς αρχόντους».
Ο εμπλουτισμός της Κρήτης με νέο αίμα συνεχίστηκε και σε μεταγενέστερους αιώνες. Επί Βυζαντίου πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένοι εποικισμοί λόγω της αραίωσης του εγχώριου πληθυσμού κατά τις περιόδους ξενικής κατοχής. Αυτός είναι ο ιστορικός πυρήνας στην παράδοση των 12 αρχοντόπουλων του Βυζαντίου που ήρθαν στην Κρήτη και αδιάψευστη μαρτυρία της αποτελούν, εκτός από τις γραπτές πηγές, οι αναρίθμητες αγιογραφημένες εκκλησίες υστεροβυζαντινής τέχνης και τα ερείπια, συνήθως, των αρχοντικών και των πύργων τους.
Αυτό λοιπόν το πολυσύνθετο φυλετικό αμάλγαμα ομογενοποιήθηκε πλήρως στο πέρασμα του χρόνου και επέδειξε εκπληκτική γλωσσική αντοχή, αφού κρατεί ακόμη σήμερα ζωντανό ένα Γλωσσικό Ιδίωμα που οι ρίζες του χάνονται στην αχλύ της Προϊστορίας.
Και δεν είναι μόνο οι αρχαίες λέξεις που διασώζει η ζωντανή παράδοση της Κρήτης, είναι και πλήθος άλλων φωνητικών και εννοιολογικών στοιχείων, πολλά από τα οποία δεν έχουν διασωθεί στη γραπτή παράδοση της ελληνικής γλώσσας.
Ένα παράδειγμα φωνητικής επιβίωσης είναι το ρήμα «μπάζω» που χρησιμοποίησε προηγουμένως ο Κοτσυφομύρος. Σημαίνει «μιλώ πολύ και με επικριτικό τόνο» και είναι αυτούσιο το αρχαίο ρήμα «βάζω» που σήμαινε «μιλώ». Το ενδιαφέρον βρίσκεται όχι μόνο στην επιβίωση της λέξης, αλλά και στο ότι και οι αρχαίοι πρόφεραν το ίδιο ρήμα ως «μπάζω», όπως διδάσκει ο στίχος του Κρατίνου «ώσπερ πρόβατον βη – βη λέγων βαδίζει»: «περπατεί κάνοντας μπε μπε σαν το πρόβατο». Τα πρόβατα και πριν από 25 αιώνες δεν έκαναν ασφαλώς «βη – βη» αλλά μπε – μπε. Διασώζεται η αρχαία προφορά στο στόμα ανθρώπων που δεν έχουν την παραμικρή γνώση του αρχαίου λόγου.
Ένα ακόμη παράδειγμα εννοιολογικής επιβίωσης αυτή τη φορά, ακόμη αρχαιότερο, η λέξη «ζευγαρέ», που είπε επίσης ο Κοτσυφομύρος. Η σειρά παραγωγής είναι:
- Ζεύγος και υποκοριστικό του
- Ζευγάρι, (καθετί διπλό και τα δυο βόδια που σέρνουν το αλέτρι). Και παράγωγό του
- Ζευγαρέ (το χωράφι που οργώνουν δυο βόδια σε μια μέρα δουλειάς).
Από τον ειδικό στη Γραμμική Γραφή Β καθηγητή Ι. Προμπονά μαθαίνουμε ότι «ζεύγος» στην απώτατη ελληνική γλώσσα εσήμαινε και «την υπό ζεύγους αροτήρων βοών καλλιεργουμένην εντός μιας ημέρας έκτασιν γης».
Το ωραίο είναι ότι με την έννοια αυτή η λέξη ζεύγος δεν διασώθηκε στη γραπτή ελληνική παράδοση, διασώθηκε όμως στο ζωντανό Κρητικό ιδίωμα και ζει ακόμη.
Η ανωτέρω συνοπτική διαπραγμάτευση του ιστορικού βάθους του Κρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος δίδει απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως, αν έχει μνημειακό χαρακτήρα. Κατά την άποψή μου αποτελεί αξιοθαύμαστο Γλωσσικό Μνημείο μεγίστης επιστημονικής αξίας.
Ας δούμε τώρα το δεύτερο ερώτημα, ποιες προοπτικές περαιτέρω επιβίωσης έχει το Γλωσσικό Ιδίωμα της Κρήτης ως ζωντανό εκφραστικό όργανο.
Είναι λυπηρό, αλλά πρέπει να ειπωθεί ότι η ίδια η φύση των πολιτισμικών πραγμάτων και οι ήδη σημειωθείσες εξελίξεις στον γλωσσσικό τομέα φαίνεται να αποκλείουν την επ’ αόριστον επιβίωσή του. Ακούγεται απαισιόδοξο και είναι, όμως εκεί φαίνεται να οδηγεί η γλωσσική πραγματικότητα.
Η Γλώσσα εκφράζει δύο κόσμους, τον εσωτερικό του νου και της ψυχής μας, και τον εξωτερικό, των υλικών συνθηκών του Περιβάλλοντος. Εκφράζει ακόμη τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους ως άτομα και ως σύνολα, δηλαδή όλο το πλέγμα της ζωής μας.
Επόμενο είναι ότι η Γλώσσα δεν έχει στατικό χαρακτήρα, δεν «παγώνει» στον χρόνο, αλλά εξελίσσεται ακολουθώντας και εκφράζοντας τις εκάστοτε νέες πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες συνθήκες. Ελάχιστα στοιχεία της παραμένουν αυτούσια ως στερεότυπες εκφράσεις σε μεταγενέστερες εποχές. Είναι προφανές ότι κάθε ιστορική περίοδος έχει τον δικό της γλωσσικό τύπο, ο οποίος αποτελεί ένα κρίκο στη μακραίωνη αλυσίδα της ανθρώπινης επικοινωνίας, μετεξέλιξη του προηγούμενου και πρόπλασμα του επόμενου κρίκου.
Όμως από τη μια μεριά ο εσωτερικός κόσμος των ανθρώπων αλλάζει δραστικά. Νέες γνώσεις, νέες ιδέες, νέα αξιακά συστήματα, νέα πρότυπα ανακύπτουν διαρκώς, που, αν λάβουμε ως διαχρονική αξία τον Άνθρωπο, δεν είναι πάντοτε καλύτερα από τα καθιερωμένα, με τα οποία γαλουχήθηκε η πολιτισμένη ανθρωπότητα τους περασμένους αιώνες. Ο όρος «νέος» αποτελεί χρονικό και όχι αξιολογικό χαρακτηρισμό, όπως θεωρείται συνήθως, έχει όμως υπέρ αυτού μια δυναμική που επιβάλλεται άκριτα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το αξιακό σύστημα του ευρωπαϊκού, δηλαδή του παγκόσμιου πολιτισμού, αυτό το υπέροχο κράμα αρχαίων Ελληνικών, Ρωμαϊκών και Χριστιανικών ανθρωπιστικών αξιών, που είναι σωστό να δεχτούμε ότι ναι μεν σε καμιά φάση της Ιστορίας δεν κυβερνούσε τον κόσμο, είχε όμως μια ισχύ αποτρεπτική του κακού και ευεργετική για τον Άνθρωπο, σήμερα αποδυναμώνεται με ταχείς ρυθμούς. Οι διεθνείς και οι επί μέρους συνθήκες, πιέζουν ασφυκτικά το παραδοσιακό αξιακό σύστημα και το περιορίζουν σε ρόλο ευπρεπούς προθήκης και χρήσιμου προσχήματος, όταν χρειάζεται, ενώ η ουσία του βρίσκει καταφύγιο και προωθείται σχεδόν μόνο από την Εκκλησία και από μικρότερης εμβέλειας φορείς και πεισματάρικα άτομα, ευτυχώς πολλά ακόμη.
Όσον αφορά τον εξωτερικό κόσμο, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση η συγκλονιστική αλλαγή του. Στην πραγματικότητα η τεχνολογία και γενικότερα η Επιστήμη ανατρέπει τον γνωστό κόσμο, φτειάχνει ένα καινούριο τεχνητό, ανταγωνιστικό και συχνότερα εχθρικό προς τον Φυσικό Κόσμο και τον κόσμο που είχε διαμορφώσει μέχρι πρό τινος ο Πολιτισμός. Νέες επιστήμες και νέες δεοντολογίες ρυθμίζουν πλέον τα πάντα: Πληροφορική, Βιοτεχνολογία, Νανοτεχνολογία, Τηλεματική, Κυβερνητική, Διαδίκτυο, Κοινωνική Μηχανική, Ρομποτική και πλείστες άλλες ανακύπτουν καθημερινά και εισβάλλουν στη ζωή μας με ένα απέραντο γλωσσικό εξοπλισμό από όρους, συχνότερα ακατάληπτους παρά καταληπτούς, μια πλημμυρίδα εννοιών, που περιθωριοποιούν και αχρηστεύουν κατά μέγα μέρος τον «ιστό των σημασιών», που λέει ο ανθρωπολόγος Clifford Geertz, με τον οποίο επικοινωνούσαν οι άνθρωποι τους δύο τελευταίους αιώνες. Μεταβάλλεται η μορφή του Πολιτισμού και αναγκαστικά μεταβάλλεται και η γλώσσα του.
Η μοίρα της γενιάς μας είναι να ζήσει την αρχή της Μεγάλης Αλλαγής του Κόσμου.
Από τη μοίρα αυτή δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει το Κρητικό Γλωσσικό Ιδίωμα. Η χρήση του υποχωρεί με ταχύ ρυθμό και ήδη από κοινό γλωσσικό όργανο που ήταν παλιότερα σε πόλεις και χωριά σήμερα στις μεν πόλεις έχει υποκατασταθεί πλήρως από την Κοινή Νεοελληνική των Μέσων Ενημέρωσης και ιδιαίτερα της τηλεόρασης, εις δε τα χωριά έχει χάσει πια την κυρίαρχη εκφραστική λειτουργία του ιδιαίτερα στη νεότερη γενιά και περιορίζεται στους ηλικιωμένους και σ’ αυτούς όχι αμιγές. Αλλά οι ηλικιωμένοι περισσότερο ακούν την τηλεόραση παρά μιλούν και διαρκώς λιγοστεύουν. Και κάθε φορά που φεύγει ένας άνθρωπος, αδιάφορο αν είναι Κρητικός αγρότης ή αστός ή Άραβας ή Ινδιάνος ή Εσκιμώος, εγγράμματος ή αναλφάβητος, χάνεται μαζί του ένα αναντικατάστατο «ποσόν» όχι μόνο γλωσσικού αλλά και βιωματικού πολιτισμικού υλικού. Έτσι έχουν χαθεί στο διάβα των αιώνων αναρίθμητες μορφές ζωής και Γλώσσες και Γλωσσικά Ιδιώματα, πολλές χωρίς να αφήσουν ούτε ίχνος. Υποθέτουμε το πέρασμά τους χάρη στην ιστορική γνώση της ύπαρξης των αντίστοιχων λαών.
Και δεν πρέπει να μας παραπλανά το γεγονός ότι κατανοούμε τα λεγόμενα του Κοτσυφομύρου. Οι περισσότεροι είμαστε νεοαστοί, πρώην αγρότες που μετοικίσαμε στην πόλη και τα γλωσσικά και άλλα βιώματά μας δεν έχουν υποκύψει στον γλωσσικό οδοστρωτήρα της Νέας Εποχής. Είναι πιθανόν ότι η όποια γοητεία που ασκεί πάνω μας η αυθεντική μητρική μας γλώσσα, η γλώσσα της Κρήτης, είναι απλά αφύπνιση μιας λανθάνουσας νοσταλγίας για μορφές ζωής, αντιλήψεις και συμπεριφορές που η αέναη ροή του χρόνου προσπέρασε και άφησε πίσω της μαζί με τα ανεπιτήδευτα και απαραμόρφωτα νεανικά μας χρόνια στα χωριά μας. Αλλά τα παιδιά μας ελάχιστα καταλαβαίνουν και τα εγγόνια μας τίποτε.
Είναι γεγονός ότι η χρήση της Γλώσσας της Κρήτης υποκύπτει στην πλημμυρική εισβολή της Νέας Εποχής και φθίνει. Ας μη ρωτούμε πόσες από τις λέξεις του Ερωτόκριτου ή και του Ι. Κονδυλάκη ζουν σήμερα, επειδή η χρονική απόσταση είναι μεγάλη. Ας ρωτήσουμε όμως πόσες λέξεις ζουν από το λεξιλόγιο που ήταν σε γενική χρήση στα παιδικά μας χρόνια. Για παράδειγμα, εντελώς ενδεικτικά:
- Αυτού που επεξεργάστηκε ο Γεώργιος Χατζηδάκις στο αδαμαντωρυχείο του Κρητικού λόγου που είναι το ερμηνευτικό έργο του,
- του Ευάγγελου Φωτάκη, του «Ανεζηνιού», από την επαρχία Αγίου Βασιλείου,
- του Γιάννη Πλατύρραχου, από την επαρχία Αμαρίου,
- του Μιχάλη Καυκαλά από το Ρέθυμνο,
- του Μανώλη Κούνουπα από το Αμάρι,
- της Ευγενίας Ζαμπετάκη από το δυτικό Ρέθυμνο και του Μανώλη Λαντζουράκη από το Αποδούλου,
- πολλών από το Μυλοπόταμο
και αναρίθμητων άλλων όχι μόνο Ρεθεμνιωτών, αλλά από ολόκληρο το νησί. Ιδιαίτερα διαφωτιστική θα είναι και μια αναδίφηση των Κρητικών λεξικογράφων, του Κοντοσόπουλου, του Πιτυκάκη, του Ξανθινάκη, του Τσιριγωτάκη, του Πάγκαλου, του Αποστολάκη και τόσων άλλων με το πνεύμα της αναζήτησης στο έργο τους ζωντανών σήμερα λεκτικών στοιχείων.
Με κάθε εργαλείο που δεν χρησιμοποιείται πια, με κάθε ασχολία που σταματά, με κάθε μορφή ζωής που ατονεί χάνονται προαιώνιες λέξεις και μαζί τους έννοιες και εννοιολογικές διακρίσεις. Ο συμπολίτης συγγραφέας Αντώνης Δαφέρμος έχει καταγράψει σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον από ιστορική, λαογραφική και κοινωνιολογική άποψη έργο του πάνω από 70 επαγγέλματα που χάνονται ή χάθηκαν. Με κάθε ένα από αυτά χάνεται κι ένα ολόκληρο σύστημα λέξεων και αντίστοιχων εννοιών, ονομασίες εργαλείων, χειρισμοί, συνθήκες, αποτελέσματα, χαρακτηρισμοί, ένας νοητικός και λεκτικός πλούτος. Και είναι μόνο η αρχή της εγκατάλειψης γνωστών επαγγελμάτων.
Αντίστοιχα, με κάθε αντικείμενο, μηχάνημα, ένδυμα, υπόδημα, έδεσμα, φάρμακο, με κάθε λειτουργία, χρήση, ιδέα ή αντίληψη που μπαίνει στη ζωή μας μπαίνει ταυτόχρονα και μια νέα λέξη ή ένα λεκτικό σύνολο με προωθητή τα ΜΜΕ, τον γλωσσικό ισοπεδωτή, που συχνά επιβάλλει στην κοινή χρήση λέξεις και εκφράσεις, που ο δάσκαλος θα διόρθωνε με κόκκινο μολύβι στις εκθέσεις των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου.
Η ίδια αρνητική εξέλιξη παρατηρείται και στο σύνολο της Ελληνικής Γλώσσας με τη φυσική επίδραση της αδήριτης ανάγκης για γλωσσομάθεια και της εκπληκτικής διάδοσης των ηλεκτρονικών συσκευών. Είναι πιθανόν ότι σε κάποιο χρονικό ορίζοντα του μέλλοντος η ψηφιακή γλώσσα θα είναι το κύριο μέσον συνεννόησης των ανθρώπων και των λαών. Ήδη τα Greekenglish, η γραφή Ελληνικών λέξεων με αγγλικούς χαρακτήρες, είναι πολύ διαδεδομένη, αφού μ’ αυτή τη γραφή ανταλλάσσονται τα ηλεκτρονικά μηνύματα.
Κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να σταματήσει αυτό που ονομάζεται πρόοδος για χάρη της γλώσσας, διανοείται όμως και πιστεύει κάθε λογικός άνθρωπος ότι η γλώσσα είναι ο συνδετικός κρίκος κάθε γενιάς με το ιστορικό παρελθόν, το αξιακό σύστημα και γενικότερα με τον Πολιτισμό της φυλής του και δεν επιτρέπεται η κακοποίησή της. Η γλωσσική εξέλιξη έχει τη δική της φυσική δυναμική, που δεν χρειάζεται τεχνητές παρεμβάσεις με Διατάγματα και Εγκυκλίους, δεν χρειάζεται βιασμό και διαστρέβλωση και εκτροπή από τη μεταβατική της διαδικασία.
Η Γλώσσα είναι για τη νόηση και τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου ότι είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα για το σώμα του. Και η επιβίωση ενός καθολικού γλωσσικού τύπου επί 35 ή περισσότερους αιώνες αδιάλειπτων ιστορικών μεταπτώσεων στο στόμα των Κρητικών μαρτυρεί με τον πιο αδιάψευστο τρόπο την ιδιαιτερότητα, αν όχι τη μοναδικότητα της Κρητικής Ιδιοσυστασίας, με τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία.
Για όλους αυτούς τους λόγους το Γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης έχει μια ιδιαίτερη εκφραστική δύναμη και μια ποιότητα, θα έλεγα μια ιερότητα. Όταν παρατηρεί κανείς ένα μαυρισμένο από τη φωτιά κομμάτι πηλού ηλικίας δεκάδων αιώνων με χαράγματα που σημαίνουν αίξ, Αρνίσκος, έλαιον, λίνον, αλακατεία, πλεκέα και ακούει έναν αγράμματο Κρητικό να λέει αίγα, αρνί, λάδι, και την κυρά του να λέει λινάρι, αλεκατισά, πλέκω, νιώθει δέος, την ανάγκη να σκύψει με σεβασμό μπροστά στο κύρος των αιώνων και στη δύναμη της Κρητικής Ψυχής.
Τελειώνοντας θα ήθελα να προσθέσω την αίσθησή μου ότι στην ατμόσφαιρα του Λυκείου πλανάται αυτή τη στιγμή ένα ερώτημα: Τι κάνουμε λοιπόν τώρα γι’ αυτό το μνημείο του Πολιτισμού, το θνήσκον Γλωσσικό Ιδίωμα της Κρήτης, όσο είναι ακόμη ζωντανό;
Σ’ ένα τέτοιο θέμα αρμόδιοι να απαντήσουν είναι οι ειδικοί διαλεκτολόγοι, θα πω όμως τη γνώμη μου κι εγώ, αφού εκεί οδηγεί η διαπραγμάτευση του θέματος.
Ενίσχυση της βιωσιμότητας του Κρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος ως ευρύτερου εκφραστικού μέσου δεν θεωρώ ότι είναι εφικτή. Θα επιβιώσουν όσα στοιχεία του αντλούν τη δυναμική τους όχι από την ιστορική τους διαδρομή, αλλά από την ικανότητά τους να εκφράσουν σύγχρονες, ζωντανές έννοιες. Ελπίζω να είναι πολλά και εννοώ κρητικά, όχι κρητικοφανή, όψιμες απομιμήσεις κρητικών.
Εκείνο όμως το οποίο θεωρώ εφικτό αλλά και απόλυτα αναγκαίο είναι η πληρέστερη και ακριβέστερη δυνατή καταγραφή και αποθησαύριση του πολύτιμου αυτού γλωσσικού και νοητικού υλικού με την μορφή Λεξικού, με ενιαίο πνεύμα όχι στενά γλωσσικό αλλά ευρύτερα ερμηνευτικό, που δίδει το εννοιολογικό περιβάλλον κάθε λήμματος με κοινωνιολογικούς, λαογραφικούς ακόμη και ψυχολογικούς και ανάλογους όρους. Υποθέτω ότι οι ειδικοί θα πρέπει να ορίσουν ένα συμβατικό terminus post quem, ένα χρονικό όριο μετά το οποίο μπορεί να γίνεται λόγος για νεοελληνικό Κρητικό Ιδίωμα και να επεκταθεί η έρευνα και καταγραφή του από όλες τις πηγές, γραπτές και ζωντανές, όπου είναι διάσπαρτο. Ειδικά Λεξικά, Ιστορικά έγγραφα, επιστολές, νοταριακές πράξεις, ριζίτικα τραγούδια, μαντινάδες, παραμύθια, διηγήματα, λογοτεχνήματα και πρώτα απ’ όλα ο ζωντανός λόγος ιδίως των γερόντων. Είχα την καλή τύχη να ακούσω αυθεντικό κρητικό λόγο σε Συνέδριο της Παγκρητικής Αμερικής, όπου για παράδειγμα ο τότε Πρόεδρος Κώστας Παλιουδάκης είπε ένα βράδυ «Εδά θα πάω να θέσω» και το συνέκρινα με αυτό που είχα ακούσει εκείνο τον καιρό στο σαλόνι του πλοίου προς Πειραιά από ένα κομψευόμενο δεσποινάριο «Εγώ τώρα θα πάω να κοιμηθάω» και ντράπηκα. Αυθεντικό κρητικό λόγο άκουσα και στην Αυστραλία, σε άλλο Συνέδριο, στο Αϊβαλί και στη Σμύρνη με ευρύτατη διάχυση, και στη Γερμανία από Σύρο φοιτητή από το Χαμιντιέ. Οι Κρητικοί που ζουν σε άλλες χώρες διαφυλάσσουν αλώβητη τη γλώσσα τους.
Η καταγραφή και συστηματική οργάνωση του Κρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος είναι βέβαια τιτάνιο έργο, που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες ενός επιστήμονα ή μιας μικρής Ομάδας Εργασίας. Απαιτεί μια ευρύτερη και σταθερότερη δομή και νομίζω ότι υπάρχει μια και μόνη αλλά πολυδύναμη, το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Ίσως μάλιστα το Πανεπιστήμιο να έχει και, υπό κάποια έννοια, ηθική υποχρέωση να διαιωνίσει ως υπεύθυνη επιστημονική μαρτυρία το ιστορικό γλωσσικό ιδίωμα του νησιού, το οποίο εμπεριέχεται στον τίτλο του. Είναι μια ευχή.
Σας ευχαριστώ