Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΩ
– Μα το ναις και μα τ’ όχι, καλλιά’ ναι τση κάθε
νοικοκεράς να πάψη τη λίτη μου.
– Ίντα σου κάμανε, Ανεζηνιώ και μανίζεις;
Χμ.. Επαέ στο παραθύρι, εκάθουμενε κι’ είχα τη
σκουτούρα μου, κ’ ατζέμπης, έλεγα να βγούνε οι
βουλεφτάδες, οι τρεις ορτάκιδες, και περνούσανε
δυο νοικοκεράδες, μα δε με θωρούσανε – κ’ ήτανε
η Στελιανάκαινα με τη Τζαγκάραινα – και κάνει η
μια τσ’άλλης. – Ίντα γίνηκε τούτες τσι μέρες τ’
Ανεζηνιώ και δε γροικάται; λώπης εζάρωσε σαν το
χοχλιό; Και κάνει κ’ η – γι – άλλη:
– <<Μπα: εξελώλισε με τσ’ εκλογές και δε στένεται,
μόνο γυρίζει από σπίτι ως σπίτι, και νύκτα και
μέρα, και παρακινά τον ένα και τον άλλο να
ψηφίση, λέει, τσι τρεις ορτάκιδες: Άδικο να βρη τη
μοίρα του, τα’ αναστεναμένου, να μην πάη να
πάρη μια οκά μπαμπάκι, να το καλαμίση, να το
στέση, να φάνη κια δυο πετσέτες, εδά τη
Σαρακοστή, σαν απού το κάνουν οι – γι – άλλες
κοπελλοπούλες, μόνο ανακατώνεται σαν την
ανεμόμουγια στσ’ εκλογές και στσ’ εφημερίδες,
απού δεν το κάνει ως τοσοδά μου δ’ αρσενικό.
Πότες θα κάμη ένα ρούχο, απού’ναι μπλιό για
παντρειά; Μα δε – ντο σφίγγει μπρε κ’ η μάνα ν
–του, μόνο, λέω, το κάνει χάζι.>> Ακούς κουβέντες
και δε με παραιτούνε, μα γω, μου δε παντρειά
θέλω, μουδέ προυκιά μου χρειάζονται: Από ούλα
τα χωργιά κι’ απού τη χώρα μέσα ρωτούνε, ποιο-ν
είναι τ’ Ανεζηνιώ, απού ρέγουνται τσι κουβέντες
του, κ’ οι παληογράδες θα με κατακρίνουνε! Εμένα
μου λένε, <<Γράφε στον Τύπο να γελούμενε, κι
εμείς θα σου κάνωμε τσι δουλειές σου. Και τσι
μπουγάδες σου θα πλύνωμε.>> Λοιπός εγώ δε
θέλω δουλειές, μόνο από βδομάδα θα βάλω το
καλό μου φουστάνι απού λέει ο λόγος και θ’
αρχίζω το χαβά μου στον <<Τύπο>> και βάϊ χάλινα
– ν – του όποιο μπλεκτώ – με τη γλώσσα μου, τάξε
– εγώ δε θέλω αργαλιό, μα με τα γράμματά μου θα
παντρευτώ.
Ίντα κι ‘ απού την Αθήνα μου λένε να γράφω, στην
<<Κρητική Επιθεώρηση των Αθηνών>> και θα με
πλερώνουνε, λέει, κι’ ακριβά, μα δε μπορώ να
φήσω τον <<Τύπο>> γιατί μ’ αγαπά ο Διευθυντής
και μπορεί να με προξενέψη κιόλας, αλλά κ’ οι – γι
– αναγνωστάδες μας μ’ αναζητήξανε λέω για τρεις
ημέρες.
Από τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΩ
(Ο Τύπος Σάββατον 11 Μαρτίου 1933 Έτος Β’
Αρ.Φυ. 263)