Μια συνάντηση με την κυρία Μαρία Τσιριμωνάκη έχει για μένα ξεχωριστή αξία. Χαίρομαι τον καθαρό λόγο της, την ενάργεια της σκέψης της και τη συσσωρευμένη σοφία της που ρέει με δωρική απλότητα αγγίζοντας απαλά το παλιό με το καινούργιο, το χθες με το σήμερα.
Χρωστάω χάρη στη ΧΕΝ γιατί μέσα από τις δραστηριότητες της και την ενασχόλησή μου εκεί, γνώρισα από κοντά μια τόσο σπουδαία γυναίκα. Ήταν τιμή για μένα να μου χαρίσει ένα βιβλίο που εξέδωσε τον περασμένο χρόνο προσφορά στη μνήμη του αγαπημένου της γιου Ματθαίου.
Μετά την σύντομη αλλά περιεκτική συνάντηση μας σε προβληματισμό για το σήμερα και αφού θαύμασα τα χειροποιήματά της στον αργαλειό έβαλα στην τσάντα μου τυλιγμένο το βιβλίο της αποχαιρετώντας την.
Η έκπληξη για μένα ήρθε αργά το βράδυ όταν θέλησα ν’ ανοίξω το βιβλίο για να το διαβάσω. Ένα μικρό καλαίσθητο έντυπο χάρμα οφθαλμών με τίτλο «Ο Κρητικός Κουσκουσές-Η σκουλάτη πατανία της Κρήτης». Φωτογραφίες με πανέμορφες σκουλάτες πατανίες με ζωντανά, ζωηρά χρώματα, με λογής λογής σχέδια και ειδικό αφιέρωμα, φόρο τιμής σε σπουδαίες υφάντρες του τόπου μας με τις φωτογραφίες και το βιογραφικό τους σημείωμα. Η βεβαιωμένη ιστορικά ύπαρξη της σκουλάτης πατανίας δια μέσου των αιώνων που πιστοποιεί την αξία της όπως αναφέρεται στο βιβλίο δεν θα μπορούσε άραγε να στολίζει και τα σημερινά σπίτια; διερωτάται η συγγραφέας.
Στο σημείο αυτό άρχισα να προβληματίζομαι και η μνήμη μου σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής γύρισε χρόνια πίσω. Είδα στις «τέμπλες» των σπιτιών του χωριού μας κρεμασμένες από τις γιαγιάδες μας πανέμορφες πατανίες πραγματικοί πίνακες ζωγραφικής. Πολλά από τα σχέδια του βιβλίου τα είχα δει κρεμασμένα εκεί. Είδα τη δική μας ξεχωριστή ανυφάντρα τη θεία Δεσποινιά να τρέχει από σπίτι σε σπίτι να διάζεται και να μιτοχτενιάζει. Ήχησε στ’ αυτιά μου η μουσική που μετέδιδαν τα καλάμια καθώς τραβούσε τις κλωστές αφοσιωμένη στο έργο της και γω μικρό παιδί παρακολουθούσα με θαυμασμό την μεγάλη τεχνίτρα. Άκουσα το πέταλο του τελάρου της μητέρας μου και της θείας μου που ύφαιναν με σπουδή και μεράκι αφοσιωμένες στο σχέδιο τους. Άκουσα το θαυμασμό και τα σχόλια των γυναικών του χωριού για κάθε όμορφο αποτέλεσμα. «Εγώ έχω 3 σκουλάτες και 5 περαστές» έλεγε η μία. «Εγώ θα κάνω κόκκινο μαύρο» έλεγε η άλλη. Και η θεία Βασιλική με το λεπτό γούστο της και την εμπειρία της στον αργαλειό έβλεπε πιο μακριά στο μέλλον. «Κάνε την άσπρη με ροζ κλαδί για τη στρώνουν και να τη χαίρονται». Πόσο δίκιο είχε.
Εκεί κάπου άρχισα να νοιώθω τύψεις. Που είναι οι δικές μου οι σκουλάτες; Οι κόποι της προγιαγιάς, της γιαγιάς και της μητέρας μου, με όλα τα χρώματα και τα σχέδια, με το μαίανδρο, τα πουλιά, τη βάτο, την κληματαριά; Καταχωνιασμένες στο μπαούλο, αρωματισμένες με μπόλικη ναφθαλίνη περιμένουν μια μέρα το χρόνο να δουν το φως της μέρας για να ανανεώσω τη ναφθαλίνη τους.
Άρχισα να προβληματίζομαι σοβαρά για τη χρήση τους. Και να ψάχνω τη θέση τους στο σπίτι μου. Γιατί μόνο το πλεκτό και κέντημα και όχι και ο κουσκουσές;
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της η κυρία Τσιριμωνάκη μας δίνει την απάντηση για το αν μπορεί σήμερα να χρησιμοποιηθεί ο Κουσκουσές; Σε μια σύγχρονη έκδοση συνέχεια της παλιάς με σύγχρονη αντίληψη του χρώματος και των επιταγών της μόδας, ΝΑΙ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους που αντιστέκονται στην τυποποίηση και στην ομοιομορφία που μας διδάσκει η τηλεόραση και αναζητούν το αυθεντικό, το χειροποίητο στον προσωπικό τους χώρο.
Παραθέτει στο τέλος εικόνες κουσκουσέ σε μια πιο σύγχρονη έκδοση που μπορούν να μπουν και στα σημερινά σπίτια και κλείνει το βιβλίο της με τη φράση «Όχι σαν νοσταλγία, του παλιού καλού καιρού. Όχι σαν μόδα ρετρό που σήμερα είναι και αύριο θα περάσει, πατώντας γερά στο σήμερα να πάρουμε τη θησαυρισμένη πείρα του λαού μας να σπρώξουμε τη ζωή πιο πέρα».
Ας βγάλουμε λοιπόν τον κουσκουσέ που πολλές από τις σημερινές γιαγιάδες έχουν φυλάξει στο πάνω μέρος της ντουλάπας τους να τον δείξουν στις κόρες και τα εγγόνια τους τονίζοντας την ομορφιά, την τέχνη και τις ατελείωτες ώρες που κάθε προγιαγιά κατέθεσε την ψυχή της για το όμορφο αυτό αποτέλεσμα. Ποιος ξέρει ίσως κάποια νέα παιδιά θελήσουν ν’ ασχοληθούν με την ξεχωριστή αυτή τέχνη και τα τουριστικά μαγαζιά να πουλούν αυτά τ’ αριστουργήματα και όχι τις πανομοιότυπες ξενόφερτες απομιμήσεις.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΠΑΝΑΚΗ-ΧΑΜΟΓΙΩΡΓΑΚΗ