ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Πράξις: “Κλοπή δια ρρήξεως και εξηκολούθησιν”
του Ε. Δικηγόρου κ. Μιχαήλ Παπαδάκη
Στα πινάκια των ποινικών Δικαστηρίων του Ρεθέμνου, σπανιώτατα, αν μή καθόλου, θα
συναντήσει ο ερευνητής το αδίκημα της κλοπής. Ο υπερήφανος και ευαίσθητος κόσμος που
κατοικεί στην περιφέρεια, το θεωρεί ατιμωτικό.
Εξευτελιστικό για τον πράττοντα. Και το αποφεύγει. (Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο για τη
ζωοκλοπή, η οποία, ως πιστεύεται, αποτελεί άθλημα).
Σήμερο όμως όπως αναφέρεται στο σχετικό έκθεμα του Εισαγγελέως, πρόκειται να δικασθεί
ενα είδος κλοπής από τα πιο ειδεχθή. Εκείνο που ενεργείται “δια ρήξεως εις κατοικημένα
κτίρια”. Επιβαρυντικές περιπτώσεις είναι πως τούτη η κλοπή έγινε “κατ’ εξακολούθησιν”
απο τα ίδια πρόσωπα και το κτίριο, που έσπασαν για να την κάμουν, είναι “κοινόν ξενοδοχείον”.
Ο νόμος στις περιπτώσεις αυτές τιμωρεί αυστηρότερα τον δράστη.
Τέλος, τα αντικείμενα που έκλεψαν οι σημερινοί κατηγορούμενοι είναι φαγητά και ψωμιά. Όχι
χρήματα, ούτε ποσά, καίτοι υπήρχαν στον τόπο του εγκλήματος. Έφαγαν μόνο και χόρτασαν,
καθ’ όλες τις ενδείξεις.
Το πράγμα είναι σπάνιο στα Χρονικά των Δικαστηρίων όλης της χώρας. Τέτοιο προηγούμενο
δεν ακούστηκε να’ ρθει σε Δικαστήριο.
Κατηγορούμενοι είναι τέσσερις, όλοι παιδιά που έχουν συμπληρώσει το “δέκατον έτος της
ηλικίας των αλλ’ουχί και το δέκατον τέταρτον”. Κανονικά δεν θα έπρεπε να τιμωρηθούν, λόγω
ποινικής ανηλικότητος. Αλλα για τούτους, το Δικαστήριο έχει αποφασίσει οτι “ενήργησαν μετά
διακρίσεως”. Ήξεραν δηλαδή τί έκαναν όταν εξετέλουν τας πράξεις που θα δικασθούν. Ειχαν
πλήρεις όλες τις διανοητικές δυνάμεις και συνεπώς, “συνείδησιν των πραττομένων”.
Αν ήσαν λίγο μεγαλύτεροι ο Νόμος θα τους έστειλε στο κακουργιοδικείο. Και η ποινή που
προβλέπει σ’ αυτην την περίπτωση, είναι ειρκτή πέντε εως δέκα χρόνων. Τώρα, λόγω της
νεαράς των ηλικίας, έρχονται στο Πλημμελειοδικείο να δικασθούν. Και αν κριθούν ένοχοι, θα
καταδικασθούν σε ποινή φυλακίσεως από τρεις μέρες μέχρι πέντε χρόνια.
Δεν ενδιαφέρουν τα ονόματα των παιδιών. Είναι όμως χρήσιμο να λεχθεί πως κατάγονταν απο
χωριά, πλην του μικρότερου που είναι Τουρκάκι και κατοικεί στην πόλη, με τον πατέρα του και τ’
αδέλφια του, μητέρα δεν έχει, σε τρώγλη του τείχους “Άμμος Πόρτα”.
Κάνει διάφορες παραγγελίες, μεταφέρει μικροπράγματα και όποιος τον λυπάται του δίνει κάποιο
φιλοδώρημα. Οι άλλοι δυο είναι μαθητευόμενοι τεχνίτες και ο τρίτος μαθητής σε σχολείο.
Οι τρεις νοικιάζουν “κάμερα” στην Αρβανιτειά και συγκάτοικους. Όλοι έχουν αξιοθρήνητο
εξωτερικό. Αδύνατοι, σκελετωμένοι, ξυπόλητοι, με βρώμικα σχισμένα ρούχα, κάθονται στο
εδώλιο κολλημένοι ο ένας στον άλλο σαν να υπάρχει έλλειψής χώρου, ενώ τούτο δεν αισθάνεται
διόλου την παρουσία τους. Οι τέσσερις δεν πιάνουν τόπο όσο χρειάζεται ένας σωστός
άνθρωπος.
Ανάγκη όμως να λεχθεί η ιστορία από την αρχή. Έτσι θα κατατοπισθεί και ο μη ειδικός σ’ αυτά
τα πράγματα από τους αγαπητούς μου αναγνώστες.
Το βόρειο ισόγειο του σπιτιού του μακαρίτη Αλκιβιάδη Σηφογιαννάκη, στο βορειοανατολικό άκρο
του συστήματος οικημάτων της προκυμαίας, πριν πολλά χρόνια ήταν μαγειρείο.
Το έκανε ένας τίμιος άνθρωπος και ευσεβής χριστιανός, ο Αγιοβασιλειώτης, απο το χωριό
Μαργιού, Αντρέας Αντωνακάκης. Περιορισμένη ήταν η δουλειά του. Και όσα φαγητά του
περίσσευαν τα βράδια, μαζί με τις κατσαρόλες τους, τα τοποθετούσαν σε ντουλάπι κλεισμένο.
Υστερα κλείδωνε με προσοχή πόρτες και παράθυρα του μαγαζιού, εβεβαιώνετο για το κλείσιμο,
έκανε το σταυρό του και πήγαινε στο σπίτι του ν’αναπαυθεί εν ειρήνη. Στο μαγαζί άφηνε και τα
χρήματα του, λίγα- πολλά, όσα είχε.
Ένα πρωί που γύρισε στο κατάστημα ο Αντωνακάκης ήρχετο πολύ πρωί, του φάνηκε πως
μερικά φαγητά ήταν λιγότερα απο όσα άφησε το βράδυ φεύγοντας. Αλλα εξέτασε πόρτες,
παράθυρα και το συρτάρι με τα χρήματα, διαπίστωσε πως η σαν καλά ασφαλισμένα, και
σκέφτηκε μήπως έκαμε λάθος.
Μετα δέκα πέντε ημέρες παρουσιάστηκε το ίδιο φαινόμενο. Πρωί, έλειπαν φαγητά και ψωμί. Τα
χρήματα καίτοι ήταν ανοικτό το συρτάρι, ήσαν ανέπαφα. Επίσης το βαρελάκι με το κρασί. Και τα
πορτοπαράθυρα κλεισμένα κανονικά.
Δεν μίλησε σε κανένα, αλλα παραφύλαξε μερικές βραδιές.
Ησυχία απόλυτη βασίλευε στην περιοχή όλες τις φορές. Ήλθε σε μεγάλη αμηχανία και άρχισε να
φοβάται. Σκέφτηκε πολύ περί του πρακτέου και τελικά, πήγε στην αστυνομία. Τον άκουσαν με
προσοχή. Ήλθαν αστυνομικοί, έκαμα επιθεώρηση, πραγματοποίησαν έρευνες κα ενέδρες. Ολα
ομως χωρίς αποτελέσματα.
Η Αστυνομία ύστερα απ’ αυτά ελάττωσε τη δραστηριότητα της. Και μάλλον σχημάτισε την ιδέα
πως ο Αντωνακάκης, απλώς ήταν ένας φαντασιοκόπος. Αναγκάστηκε ο καημένος να φέρει το
κρεβάτι του στο μαγαζί και να κοιμάται εκεί τις νύχτες. Έτσι ησύχασε.
Από ανάγκη, έλειψε ένα βράδυ. Η μητέρα τους πέθανε στου Μαργιού και πήγε να τη θάψει.
Αφησε στο μαγειρίο φεύγοντας μια χάλκινη χύτρα γεμάτη ξινισμένα μακαρόνια, τα φύλαγε για
φίλο του που έτρεφε χοίρο, και ενα ψωμί λευκό, χάσικο απ’ εκείνα τα περίφημα που έκαναν τότε
με αλεύρι της Βραϊλας. Στην επιστροφή του, τα πάντα είχαν εξαφανιστεί με τον ίδιο αινιγματικό,
μυστηριώδη τρόπο. “Κεκλεισμένων των Θυρών’. Φοβήθηκε “Δαιμονική συνεργία” ο κυρ
Αντρέας. Και κάλεσε τον χωριανό του ιερέα και εφημέριο στο Ρέθεμνος παπά Νικόλαο
Φραγκεδάκη και έκαμε αγιασμό. Όμως άμα ο Γέροντας τέλειωσε το θρησκευτικό του καθήκον,
εξήτασεν απο περιέργεια το κτίριο του μαγαζιού. Και διαπίστωσε κάτι που δεν είχε ιδεί κανείς
μέχρι τώρα. Ότι δηλαδή τα με χοντρή σανίδα παραθυρόφυλλα του χαμηλού παραθύρου που
έπεφτε στην έρημη τότε έκταση της ανατολικής προκυμαίας, δεν έφταναν μέχρι πάνω στον
τοίχο, αλλά σταματούσαν σε ξύλινο ανώφλι. απ’εκεί και πάνω ήταν τζαμιλίκι με δύο οριζόντια
μακρόστενα τζάμια, ασφαλισμένο αριστερά και δεξιά απ’εξω στους παραστάτες της κάσας, με
δυο στρεβλωμένες καρφοβελόνες.
Οταν τις έστριβες, έφευγε τότε ανοικτός χώρος που μπορούσε να περάσει μέσα στο μαγειρείο
μικρό παιδί. Και όταν έφυγε, μπορούσε αφού οι καρφοβελόνες ήσαν απ’εξω να κλείσει τα
τζαμιλίκια, να μη συνέβει τίποτα.
Ο προσεκτικός εφημέριος ενημέρωσε τον Κυρ Αντρέα. Του Είπε: “Τέκνον μου ας μην είμεθα
δεισιδαίμονες! απ’ εδώ μπαινοβγαίνουν οι κλέφτες στο μαγαζί σου”. Και του έδειξε το τζαμιλίκι
που άνοιγε και κλείουσιν απ’ εξω!
Εν τω μεταξύ εντελώς τυχαίο αλλά συνταρακτικό για την υπόθεση περιστατικό, έγινε αφορμή
ν’αποκαλυφθεί η υπόθεσις.
Την επόμενη της βραδιάς που ο Αντωνακάκης πήγε στου Μαργιού να θάψει τη μητέρα του, ο
συνάδελφος τους επίσης μάγειρα, Στεφανής Χορδακιανάκης έστεκε πρωί- πρωί έξω απο το
μαγαζί του και απολάμβανε την πρωινή καλοκαιριάτικη δροσιά. Όπως κοίταζε προς τη μεριά
της Αρβανιτιά, υπέπεσε στην Αντίληψη του ένα παιδί Τουρκάκι, τον ένα απο τους σημερινούς
κατηγορούμενους, να έρχεται ανύποπτο προς το μέρος του, να βάζει το νεράκι του στον κόρφο
του κάτι να παίρνει απ’ εκεί να το πηγαίνει στο στόμα του κι εν συνεχεία να μασά. Ο έξυπνος
Στεφανής πονηρεύτηκε. Κι όταν το παιδί περνούσε από μπροστά του, το’ πιασε ξαφνικά το
τράβηξε μέσα, παραμέρισε το μικρό πουκαμισάκι και είδε να έχει από μέσα κρυμμένο ενα
καθαρό αμάλαγο, όχι ξεροκόμματο ελεημοσύνης, τεμάχιο λευκό ψωμί απο άριστο άσπρο
αλεύρι. Φρατζόλα χάσικη. Τέτοιο ψωμί έβγαινε τότε στο Ρέθεμνος μα το τρώγαν οι παραλήδες.
Ρώτησε το Χασανάκι (ετσι είναι το όνομα του παιδιού)
-Πού τό’ βρες μπρε Χασανάκι τουτονε το ψωμί;
-στο σπίτι μου, απάντησε αυτό
-ίντα έχετε σεις τέτοιο
– Ιντα παίρνει μπρε καθόλου ψωμί αυτό το χαμένο κορμί; Τα κοπέλια του διακονούνται στη Χωρα
κι αν τωνε περισσέψει κανένα ψιχάλι τρώει κι αυτός. Αλλοιώς θέτει νηστικός. Μα γιάντα με
ρωτάς
Ο Στεφανής διηγήθηκε το επεισόδιο το πρωί με το Χασανάκι. Κι ο Φούρναρης κατάλαβε πως το
ψωμί που έτρωγε ο Χασανάκις, ήταν απο του Αντωνακάκη τα κλοπιμαία. Κι όταν ο τελευταίος
ήλθε να εφοδιασθεί με ψωμί, ο φούρναρης του αποκάλυψε το μυστικό. Όλο το Ρέθεμνος τον
ελυπάτο γιατι δεν ήτανε μόνο συμπαθής και τίμιος άνθρωπος ο Κυρ Αντρέας αλλα και
παραδειγματικός σύζυγος και πατέρας και προστάτης πολυμελούς οικογένειας.
Χωρίς να χάσει καιρό πήγε στην Αστυνομία ο κυρ Αντρέας, εκείνη έπιασε το Χασανάκι, κι αυτό
με χωρίς πίεση ομολόγησε τον εαυτό του και τους άλλους τρεις συνεργάτες του “απο κοινού
συμφέροντος κοινούμενοι” εκαμαν τις πράξεις του σημερινού κατηγορητηρίου.
Όταν το ρώτησε ο Αστυνόμος:
– Και για ίντα μωρέ εκάμετε τουτεσάς τσις μπερμπαθιές, απάντησεν εντελώς φυσιολογικά:
-Επεινούσαμενε!
Πιάστηκαν κι άλλοι τρεις και είπαν τα ίδια, δικαολογήθηκαν πως πεινούσανε και
προφυλακίστηκαν στη Γυναικεία φυλακή στις Λεμονές.
Στην ίδια φυλακή ήταν κρατούμενη μια κατάδικος.
Ο “ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΩΝ” το εξαίρετο αυτό γυναικείο σωματείο της πόλεως μας, έστελνε τρόφιμα
για όλους, ́κάτω από την εποπτεία του καπετάν Βαγγέλη του Γαλλιανού, του γνωστού ήρωος του
Μακεδονικού Αγώνος, που τώρα ήταν επιστάτης των Φυλακών Ρεθύμνης.
Καιρός όμως να γυρίσωμε στο Ακροατήριο για την παρακολούθηση της δίκης.
Προεδρεύει του Δικαστηρίου πρωτοδίκης απο άλλη περιφέρεια ( ο Πρόεδρος λείπει με άδεια).
Την εισαγγελική έδρα κατέχει καλής φήμης Εισαγγελεύς. Οι δικαστές είναι νεώτεροι απο τον
προηγούμενο συνάδελφο τους, πρωτοδίκες που υπηρετούν εδώ.
Από την αντίθετη, οι κατηγορούμενοι, τρομαγμένοι, πανικόβλητοι, εξουθενωμένοι,
εγκαταλελειμμένοι και από αυτούς τους γονείς των (δεν παρευρίσκεται κανείς) μοιάζουν να είναι
κυκλωμένοι απο περισκήνιο την θλίψη και τον οίκτο.
Μόνη παρηγοριά γι’ αυτούς είναι ο συνήγορος που τους παρίσταται με την επιμέλεια του
Συλλόγου Κυριών. Νέος, πολύ νέος, ίσως νεότερος των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου
Ρεθύμνης, δεν εντυπωσιάζει με το παράστημά του. Φαίνεται όμως να καταβάλλει ολη την
προσπάθεια που διαθέτει, να είναι σεμνός, συνετός, προσεκτικός και ενήμερος στα νομικά και
πραγματικά θέματα που με συνείδηση και συναίσθηση ευθύνης, θ’ αντιμετωπίσει στη διάρκεια
της σημερινής δίκης
.
Δυστυχώς η συνείδησης του Δικαστηρίου, αρχίζει με δυσοίωνες προβλέψεις. Ο πρόεδρος του,
κάνει σφοδρή και ανοίκειο επίθεση εναντίον των κατηγορουμένων με βλέμμα αυστηρό,
αμείλικτο, όργιλο σχεδόν άγριο και με ανάλογο ύφος, λέγει σ’ αυτούς.
– Τώρα θ ’ασχοληθούμε με σας καθάρματα. Θα’ πρεπε κακομοίρηδες να πέσετε να πνιγείτε στη
θάλασσα παρα ν’ αρχίσετε της ζωή σας από το έγκλημα και το εδώλιο!
Το απροσδόκητο περιστατικό κάνει εντύπωση επιθέσεως εναντίων των πτωμάτων. Ψίθυροι
ακούγονται στο ακροατήριο, καταφανώς δυσφορεί ο Εισαγγελεύς και ο συνήγορος, κάπως
ξαφνιασμένος, σπεύδει να ζητήσει το λόγο. όταν του παραχωρείται λεγει:
Κύριοι Δικασταί, το πρόβλημα της μεταχειρίσεως των ανηλίκων από την Δικαιοσύνη, είναι
ζήτημα παγκόσμιον. Χιλιάδες ανθρώπων , γονέων, παιδαγωγών, παιδιάτρων, ψυχολόγων,
έχουν εγκύψει εις την έρευναν του θέματος. Και με συγκινητικήν ομοψηφίαν ομολογούν άπαντες
οτι ο ανήλικος εγκληματίας θα συνέλθει μόνο με την ειδική αγωγήν της καλής συμπεριφοράς,
της φιλοστόργου μεταχειρίσεως, της επιδείξεως εκ μέρους των ενηλίκων υψηλού παραδείγματος
αρετής και τςη αγάπης με την οποία θ’ ασχοληθούν οι παντοειδείς αρμόδιοι με τας αταξίας του.
Υψίστης σημασίας περιεχόμενον δια τη θέσιν μας έναντι των εγκληματιών τούτων, αποτελεί η
εσχάτως δημοσιευθείσα υπ’ αριθμόν 52580/59/23/12/1924 εγκύκλιος του Υπουργού της
Δικαιοσύνης κ. Π Τσιτσέκλη, της οποίας αντίγραφον εχω την τιμήν να θέσω υπ’ όψιν Υμών.
Δια της εγκυκλίου αυτής υποθέτω το πρώτον εν τη χώρα μας παρέχονται οδηγίαι υπο του
αρμοδίου Υπουργου, ιδιαιτέρας διαχειρίσεως της Ποινικής Δικονομίας απέναντι των ανηλίκων
κατηγορουμένων. Όπως θα ιδείτε η εγκύκλιος διαπνέεται απο τόνον, πολιτισμού, επιείκειας, και
συγκαταβάσεως προς τους κατηγορουμένους ως οι παρόντες, και αυτα, οχι δι’ άλλον λόγο άλλα
διοτι αποτελούν σύμφωνα με τα πορίσματα των επιστημόνων, το μονο δρομο της βελτιώσεως
του ανηλίκου εγκληματίου. Εν όψει ολων αυτών και διότι φρονώ ότι υφίστανται εις την
προκείμενην υπόθεσιν αι προϋποθέσεις του άρθρου 78 της Ποινικής Δικονομίας, ιδίως διότι η
δημόσια συζήτισης θα ειναι επιβλαβής εις την κοινήν χρηστοήθειαν η υπεράσπισης των
κατηγορουμένων υποβάλλει αίτημα διεξαγωγής της διαδικασίας της προκείμενης δίκης,
κεκλεισμένων των θυρών του Δικαστηρίου”.
Ο Εισαγγελεύς που εζητήθη η γνώμη του από τον Πρόεδρο, επι του αιτήματος της διεξαγωγής
της διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών είπε:
“Να γίνει δεκτόν το αίτημα της υπερασπίσεως των κατηγορουμένων”.
Πρόχειρη μυστική συνεννόησης του Προέδρου και των Δικαστών επι της έδρας, ως φαίνεται δεν
ετελεσφόρησε και το Δικαστήριο “απεσύρθη εις διάσκεψιν”.
Μετά απο πολύωρη αδικαιολόγητη κι εκνευριστική απουσία, το Δικαστήριο επανήλθε στις έδρες
του. Μόλις πρόλαβε να πει ο Πρόεδρος: “επαναλαμβάνεται η διακοπείσα συνεδρίασης. Το
Δικαστήριον απορρίπτει την αίτησιν της υπερασπίσεως περι διεξαγωγής της διαδικασίας της
προκειμένης δίκης κεκλεισμένων των θυρών, ως μη δικαιολογημένη. Επιστάσης δε της ώρας
διακόπτεται η συνεδρίασης μέχρι της Πέμπτης απογευματινής ώρας της σήμερον.”
Μετά τη γνωστή του πλέον βραδυπορεία το Δικαστήριο καταφθάνει να επαναλάβει τη
διαδικασία.
Ζητεί σε συνέχεια ο πρόεδρος ν’ απολογηθούν τα παιδιά. Πρώτος στο κατηγορητήριο ο
Χασανάκης σηκώνεται και κλαίει. Μα τόσο συγκινητικά, τοσο βαθιά ραγίζει την καρδιά του
ανθρώπου.
Υστερα λεει “Ημην απόξω απο το μαγαζί του κυρ Αντρέα, και ξάνοιγα (εκοιτούσα) στο παραθύρι.
Ειδα πως σφαλίζει απόξω το τζαμαλίκι. Πήγα το βράδυ μα δεν έφταναν να ανοίξω. Εφώνιαξα και
των άλλων κοπελιών ανέβηκα στη ράχη τουτουνέ του Μανώλη, ανοιξα το τζαμαλίκι,
αποκρεμάστηκα άνοιξα τα παραθυρόφυλλα, εμπήκαμενε ούλοι, ύστερα εκλείσαμενε, εφάγαμενε
και ύστερα επορίσαμενε με τον ίδιο τρόπο. Ετσα γίνηκενε ούλες τσι φορές.
-Πόσες φορές μπήκατε στο μαγαζί;
– Δε θυμούμαι.σα δεκα φορές.
– και γιατί κάματε ολες αυτές τις κακές πράξεις;
Το Χασανάκι αναστενάζει, με το βλέμμα στο έδαφος, απαντά:
-Επεινούσαμενε!
Τα ίδια περίπου λενε και τ’άλλα τα παιδιά. Ο Μανώλης προσθέτει μέσα αναφιλητό: “είκοσι μέρες
εχω να φάω ψωμί”
– εκλεψατε άλλη φορά; ρωτησε ο Εισαγγελεύς
τη σιωπή κόβει ο Αντώνης (ο μαθητής). Απαντά:
– Πριν ενα μήνα έκλεψα απο του Μποτώνη το χάνι, ενα βουργιάλι κοπανιστά κουκιά λαδωμένα.
Και τά’ φαγα μονομιάς. Ύστερα περάσανε δέκα μέρες να ξαναφάω.
– οι γονείς σας δε σας φροντίζουν; ξαναρωτά ο Εισαγγελεύς.
Οι κατηγορούμενοι δεν απαντούν παρά την επιμονή του ερωτώντος. Βρίσκονται σε οικτρή
κατάσταση, όμως δεν θέλουν να κατηγορήσουν τους γονείς των.
Ακολουθεί διαλογική συζήτηση μεταξύ των εκ δεξιών δικαστού και των κατηγορουμένων, από
την οποία προκύπτει αναμφισβήτητα πως η ζωή των μικρών είναι ασφυκτικά γεμάτη στερήσεις.
Αυτόχρημα τραγική. Οι μαθητευόμενοι τεχνίτες, δεν κανουν μονο δουλειές και θελήματα της
τέχνης που θα μάθουν. Αλλά κάνουν βαρύτατες εργασίες στα σπίτια, στα μαγαζιά, τα χωράφια
και τ’ αμπέλια των αφεντικών τους. Και αν καμιά φορά τους περάσανε δέκα μέρες να
ξαναδώσουν φαγητό, είναι τ’ αποφάγια τα προς πέταγμα, περισσεύματα των παιδιών του
αφεντικού! Η θέσις του κατηγορούμενου μαθητού, όπως βγαίνει από τη συζήτηση, είναι πιο
δραματική. Ο διευθυντής του σχολείου του είχε ήδη πληροφορήσει τον ανακριτή πως είναι καλό
παιδί και καλός μαθητής. Παρα το ότι δεν έχει κανένα βιβλίο. Έρχεται νηστικός και η «κάμερα»
που μένει, με τους άλλους στην Αρβανιτιά είναι στάβλος. Χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, και
όταν βρέχει το δάπεδο του γίνεται λίμνη. Προσθέτει ο δάσκαλος πως μερικοί συμμαθητές του
του δίνουν καμιά φορά ελεημοσύνη. Αλλ’ αυτή είναι μπρος στις ανάγκες του, μηδαμινή.
Όταν τελειώνει η συζήτησις αυτή, ο Πρόεδρος ρωτά τους κατηγορούμενους αν έχουν να
προσθέσουν κάτι άλλο.
Στη αρνητική τους απάντηση κηρύσσει περαιωμένη την αποδεικτική διαδικασία και δίδει τον λογο
στον Εισαγγελέα.
«Κύριοι Δικασταί,
Δεν διστάζω να είπω ότι την θέσιν των παρόντων κατηγορουμένων εις το εδώλιον, θα εδει να
κατέχει άλλος τις. Ημείς οι ενήλικες δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, η Κοινωνία, η πολιτεία, η
εκκλησία. Είναι εντροπή δι’ όλους ημάς να ζουν εις τόσο απύθμενον αθλιότητα εις την
κατάστασιν την οποίαν βλέπετε, ανθρώπινα όντα, όταν και δια τα κτήνη και εδώ ακόμη, εις την
Ελλάδα έχουν ψηφισθεί σχετικοί προστατευτικοί Νόμοι.
Δια να ειμεθα τιμηταί των πράξεων των δύστυχων αυτών υπάρξεων, θα έδει να έχωμεν
εκπληρώσει τας έναντι αυτών υποχρεώσεις μας. Τώρα δεν δυνάμεθα με την κεφαλήν ψηλά να
τους ατενίζωμεν διοτι αι ευθύναι μας, και το βάρος των τύψεων των συνειδήσεών μας, μας
αναγκάζουν να προσβλέπωμεν προς αυτούς ως εις θύματα των ιδικών μας πράξεων και των
παραλείψεων. Της δικής μας σκληρότητας και της αστοργίας».
Ο Εισαγγελεύς συνεχίζει με το ίδιο πνεύμα την αγόρευσή του, απαριθμεί περιστατικά παιδικής
εγκληματικότητας από τον Γιάννη Αγιάννη μέχρι σήμερο που οφείλονται, ως πιστεύει εις τους
ενηλίκους. «ολίγη φροντίς δια τους αδυνάτους, από μέρους ημών των ενηλίκων, θα ήτο ικανή
να τους αποτρέψει από την ιδέαν του εγκλήματος.
Και τελειώνων προσθέτει:
«Πάρα ταύτα δεν νομίζω ότι οι παρόντες κατηγορούμενοι πρέπει αβροχοις ποσί να
αντιπαρέλθουν τας παρανόμους αστικοποινικάς και απουκρουστικάς πράξεις τας οποίας
διέπραξαν.
Θα ήτο παράδειγμα ολέθριον τόσον δι’ αυτούς οσον και δια τους άλλους οι οποίοι ίσως ζουν υπο
αναλόγους συνθήκας. Και προτείνω: Να κηρυχθούν ένοχοι με το ελαφρυντικόν της μετρίας
συγχήσεως λόγω πείνης. Να επιβληθή ακολούθως εις αυτούς η ποινη της οποίας η εκτέλεσις να
δύναται ν’ανασταλει».
– Η υπεράσπισης εχει τον λόγον», ακουεται φωνή από της έδρας.
Ο υπερασπιστής αρχίζει:
«Κύριοι Δικασταί,
Πνοή δρόσου ήτο δια τους κατηγορουμένους, μέσα εις την καμένον του πυρός την
φλεγμονήν εις την οποίαν ευρίσκονται εγκαταλελειμμένοι από όλον τον κόσμον και από
αυτούς ακόμη τους γεννήτοράς των, η αγόρευσις του κυρίου Εισαγγελέως. Με δύναμη
διετραγωδεί ο συνήγορος τη θεση των πελατών του μέσα στο κοινωνικό χώρο. «βαδίζουν
είπε, τον δύσκολον δρόμον της επιβιώσεως ως άνθρωποι [U1]ευρισκόμενοι εις την έρημον.
Ουδεμία συμπαράστασις, συμβουλή ή βοήθεια γονέως, κηδεμόνος ή άλλου προστάτου,
παρέχεται εις αυτούς. Και το συναίσθημα της αυτοσυντηρήσεως τους παρακολουθεί
άργρυπνον, έντονον αναλλοίωτον, φοβερόν, βιαιον, πάντοτε και εις κάθε των βήμα.
Ο κενός στόμαχος, φέρει τον άνθρωπον εις κατάστασιν παρακρούσεων, ψευδαισθήσεων,
παραληρήματος, και όταν η καταστασις αυτή είναι διηνεκής, άνευ τέρματος, εις ποιον
σημείον ψυχικής παραφοράς ημπορει να οδηγήσει;
Δεν συμφωνώ με τον κύριον Εισαγγελέα ότι η σύγχυσης των κατηγορουμένων κατά την
εκτέλεσιν των πράξεων δι ας κατηγορούνται ήτο μέτρια. Διοτι εκ των πραγμάτων προκύπτει
η πλήρης σύγχησις. Το ακατάπαυστόν συναίσθημα της πείνης και η πλήρης στερήσεων ζωή
των κατηγορουμένων τους έφεραν εις κατάστασιν εναντίον συγχύσεως των αισθήσεων και
του νοός καθ’ ήν δεν ηδύναντονα εχωσι συνείδησιν των πράξεων των η του αξιοποίνου
αυτών. Όσον αφορά το ζήτημα επιβολής ποινής εις αυτούς δια να παραδειγματισθούν αυοί
και οσοι άλλοι ει ́ναι υποψήφιοι εγκληματίαι, τονίζω ότι τούτο είναι απηγορευμένον εν τη
Επιστήμη και τη Νομολογία.
Η ποινή δεν επιβάλλεται δι εκδίκησην ή δια παραδειγματισμόν αλλά δια την βελτίωσιν του
εγκληματίου. Προς τί λοιπόν θα επιβάλωμεν ποινήν εις τους κατηγορουμένους; Δια να
σπιλώσωμεν την τιμήν των και τρυματίσωμεν την αξιοπρέπειαν και τον εγωισμόν των εις ολη
των τη ζωή δι’αδικήματα, που ως παραδέχθη και ο κ. Εισαγγελεύς, είναι ξένα προς την ιδικήν
των ελευθέραν βούλησιν;
Ζητώ δικαιοσύνην δια τους κατηγορουμένους. Και παρακαλώ να τους χορηγηθεί πλήρης
σύγχυσης του άρθρου 86 παρ. 4 του Ποινικού Νόμου».
Το Δικαστήριο απέρχεται «εις διάσκεψιν». Και μετά τρεις ολόκληρες ώρες επανέρχεται. Ο
Πρόεδρος απαγγέλει την απόφαση. Η πλήρης σύγχυσις «λόγω πείνης και των άλλων
συνθηκών της κακής διαβεβαιώσεως των κατηγορουμένων», τους αποδοθεί από την
απόφαση. Και απελύθησαν.
Εφημ: Κρητική Επιθεώρηση
4/7/1973
ΣΣ Το παραπάνω κείμενο περιέχεται στο βιβλίο του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι “¨ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” που βρίσκουμε στη Βιβλιοθήκη του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου