Κοντεύει να πατήσει τον αιώνα της ζωής της, το Κατινιώ της Κατοχής κι όμως συνεχίζει να πηγαίνει σε διαδηλώσεις, καθώς το αγωνιστικό της φρόνημα διατηρεί αμείωτη τη φλόγα της πρώτης νιότης.
Η Κατίνα Σηφακάκη, όσες φορές και να το γράψουμε, δεν αισθανόμαστε πως τη δικαιώνουμε. Παραμένει το φαινόμενο ανθρώπου με εμμονή στα θέματα ιδεολογίας χωρίς να προτάσσει ποτέ το κόμμα που ανήκει στην ιδεολογία αυτή.
Η πρώτη μας γνωριμία ήταν στη Γκιουμπρά, όπου μας ξάφνιασε με τη δυναμική του λόγου της. Έκτοτε μιλήσαμε πολλές φορές, στο σπίτι της αγαπημένης της φίλης Ελένης Ανυφαντάκη, αλλά και στα γραφεία της εφημερίδας. Η Κατίνα δεν επιτρέπει ούτε στη βιολογική της ηλικία να της θέτει απαγορεύσεις. Κι είναι ευλογία να μιλάς μαζί της.
Αργότερα διαβάσαμε με αγάπη και το βιβλίο βιογραφία της που έγραψε ο καλός συνάδελφος Μανόλης Παντινάκης με τίτλο «Το Κατινάκι η Μαμή: η Αμαζόνα της Αντίστασης και της Εξορίας». Με πρόλογο του Στέφανου Ληναίου το βιβλίο περιλαμβάνει καταθέσεις ψυχής της ίδιας της ηρωίδας.
Και μας κατέπληξε πάλι πρόσφατα με ακόμα δραστηριότητά της που επαινέθηκε από τον τύπο της Αθήνας.
Όπως συνηθίζει να μην απουσιάζει από κανένα κάλεσμα αφύπνισης των συνειδήσεων αποδέχτηκε την πρόσκληση και πήρε μέρος στην παράσταση της ομάδας Anima Εξοδος, όπου πέντε νέες ηθοποιοί μαζί με την Κατίνα, απαντούν στο ερώτημα «Θα έβαζα σε κίνδυνο τη ζωή μου για κάτι ανώτερο από το ατομικό;». Μια πρωτοποριακή παράσταση που απέσπασε θριαμβικές κριτικές.
Και ποιος αλήθεια εκτός από την Κατίνα Σηφακάκη, από το Μέρωνα, μπορεί να δώσει πληρέστερη απάντηση στο ερώτημα.
Αυτή την ηρωίδα σκιαγραφεί το σημερινό μας αφιέρωμα και μάλιστα με μαρτυρίες σε πρώτο πρόσωπο, όπως τις καταθέτει στον Μανόλη Παντινάκη αλλά και σε άλλες συνεντεύξεις της που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο.
Ένα καραβάνι καθόρισε την ιδεολογία της
«Γεννήθηκα το ’16. Η μάνα μου είχε καφενείο στην Κρήτη, το «Βενιζελικό». Όλοι οι Βενιζελικοί ερχόντουσαν εκεί κι εγώ από μικρή άκουγα τις συζητήσεις. Θα ήμουν πέντε χρονών όταν είδα ένα καραβάνι με παιδιά και ρώτησα τη μάνα μου που πάνε. «Είναι οι αντίχριστοι οι Τούρκοι παιδί μου, τους έδιωξαν από τα σπίτια τους και γυρίζουν σε όλον τον κόσμο». Αυτή η εικόνα μου έμεινε. Μετά από λίγες μέρες βροντούσε κι άστραφτε κι έριχνε κατακλυσμούς νερό. Έμπηξα τις φωνές στον ύπνο μου για τους Τούρκους που ήταν στο δρόμο. Δεν μπορούσε να με συνεφέρει.
Ήμουν εφτά χρονών όταν ήρθαμε στην Αθήνα και γράφτηκα στο σχολείο. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από την Κρήτη. Μέναμε σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο στριμωγμένοι. Έβλεπα ο δάσκαλος να αγκαλιάζει τα παιδιά των πλουσίων, των γιατρών, της αστικής τάξης. Στα φτωχόπαιδα δεν μας έδινε σημασία. Αυτό μου στοίχιζε.
Ήμουν στην τρίτη τάξη, όταν πήρα τον χάρακα και πήγα στον χάρτη. «Αφού είναι ένας ο θεός, ο πανάγαθος γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν έχουμε δικαίωμα να επικοινωνήσουμε οι άνθρωποι από την μία χώρα στην άλλη», σκέφτηκα. Εγώ, στην τρίτη δημοτικού οραματίστηκα το διεθνισμό. Από τότε είχα πολλά γιατί. Την ίδια εποχή μου έδωσε η σπιτονοικοκυρά μας ένα βιβλίο να διαβάσω. Την Κόλαση και τον Παράδεισο. Δεν κοιμήθηκα μέρες. Ο πανάγαθος, ο πανάγαθος, ο Θεός, πώς γίνεται να βλέπει να συμβαίνουν τόσα στον κόσμο; Ποια είναι η καλοσύνη του; Του έκανα κριτική. Κι από τότε όλο κριτική του κάνω.
«Ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς»
Ο δάσκαλός μου, μου έλεγε: «Ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ Κατίνα μου είσαι τολμηρή. Μπορεί να πετύχεις στη ζωή, αλλά άκουσε παιδί μου. Για να πετύχεις στη ζωή πρέπει να έχεις στόχους και να αγωνιστείς. Αλλά μην φανταστείς πως ό,τι στόχους βάλεις στη ζωή θα πετύχεις. Θα σκοντάψεις, θα πέσεις κάτω, αλλά μην χάσεις το θάρρος σου, σήκω και ξεκίνα από την αρχή. Ο κόσμος είναι δικός σου». Αυτά ήταν τα πιστεύω μου. Τα λόγια του δασκάλου μου και η διδαχή της μάνας μου- να αγαπάω όλους τους ανθρώπους.
Στην Αθήνα σπούδασα κι έγινα μαμή. Όταν πήγα στην Κρήτη, με κατηγορούσαν ότι έραβα τις γυναίκες να φαίνονται παρθένες. Έλεγαν πως ήμουν αντίχριστη κι ότι προέτρεπα τις γυναίκες στον ελεύθερο έρωτα. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Εγώ απλά πίστευα στην ελευθερία του καθενός να πράττει αυτό που θέλει.
Είχα ένα φίλο γιατρό. Με είχε σαν παιδί του και με πήρε στην κλινική του στο Ρέθυμνο. Ήταν δεξιός. Του είπα γιατρέ, θα εργαστώ στην Κλινική, θα πάρω το μισθό μου αλλά κι εσύ θα με βοηθήσεις και θα πάρουμε κόσμο να μάθει να κάνει ενέσεις, να περιποιείται ασθενείς. Εγώ θα τους μάθω αυτά που ξέρω και να κάνουμε ένα γκρουπ για να έχουμε εθελοντές. Δεν μου χάλασε χατίρι. Το οργανώσαμε. Μπήκα έτσι στο πνεύμα της αντίστασης. Στο μεταξύ μία φίλη μου, η Πρεβελάκη, ήρθε να παραθερίσει στο χωριό μου και μου μίλησε για το ΕΑΜ. Μου είπε για το πρόγραμμα και της είπα πως μου αρέσει.
«Ούτε που ξέρω τι είναι κομμουνισμός»
Μετά από λίγες μέρες, ήρθε ο Σωκράτης Καλλέργης, του Λυκούργου αδελφός, για να μου μιλήσει για το ΕΑΜ, το πρόγραμμα και να με οργανώσει. Του μιλούσα, του μιλούσα και κάποια στιγμή με διέκοψε. «Βρε Κατινιώ, το ξέρεις ότι είσαι κομμουνίστρια; Πως έχεις γεννηθεί κομμουνίστρια»; Εγώ; Ούτε που ξέρω τι είναι ο κομμουνισμός, του είπα. «Κι όμως είσαι γεννημένη κομμουνίστρια. Και είσαι από αυτή τη στιγμή, στέλεχος του γυναικείου κινήματος».
Στον αγώνα παρακινούσα τον κόσμο να αγωνιστεί, να μην κάτσει. Να μην ανοίγει την πόρτα στον κατακτητή. Να μην γονατίσει. Να κρύψει τα εισοδήματά του, να μην πάει ο φασίστας και του τα πάρει. Βοηθούσα να στέλνουμε τρόφιμα στο αντάρτικο, να στέλνουμε νέους αντάρτες για να ενισχύεται το αντάρτικο, να περιθάλπουμε αγωνιστές. Η γυναίκα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στους αγώνες, παρά του ότι βρήκαμε πολύ αντίσταση από τους ίδιους τους αγωνιστές που δεν είχαν εμπιστοσύνη στις γυναίκες. Οι γυναίκες μαγείρευαν, ζύμωναν, έπλεκαν. Είχαμε τον παράνομο τύπο. Κάναμε πολλά. Ποια γυναίκα ήταν εκείνη που σκότωναν το παιδί της και θα έμενε αδιάφορη; Ποια μάνα ήταν εκείνη που δε θα ήθελε να κλάψει το παιδί της και να αντισταθεί;
«Τους ανθρώπους θα τους βλέπεις σαν ανθρώπους»
Ο Γιάννης ο Ποδιάς ήταν παράνομος και είχε έρθει στην Αθήνα να τον κρύψω. «Όταν βρίσκομαι κοντά με αριστερούς, νιώθω πολύ όμορφα. Γιατί όσες αδυναμίες κι αν έχουν, οπωσδήποτε διαφέρουν από τους δεξιούς», του λέω. Γυρίζει και με κοιτάει. «Κατίνα, τους ανθρώπους θα τους βλέπεις σαν ανθρώπους. Όχι σαν δεξιούς κι αριστερούς. Γιατί υπάρχουν δεξιοί άνθρωποι που είναι καλύτεροι από έναν αριστερό. Και υπάρχουν αριστεροί που είναι ντροπή να λένε πως είναι αριστεροί. Γιατί είναι γουρούνια. Και πρόσεξε. Αν τυχόν βρεθείς σε στενό κύκλο, μην απογοητευτείς από το ίδιο σου το περιβάλλον». Σε φυλακή, σε εξορία, ξέρεις πόσες φορές τον θυμήθηκα; Από την πρώτη βραδιά που πήγα εξόριστη στη Μακρόνησο, κατάλαβα ότι το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο σε δύο παρατάξεις. Μόνο σε βασικά ζητήματα ήμασταν ενωμένες.
Στην εξορία γιορτάζαμε την ημέρα της γυναίκας. Κάναμε εκδηλώσεις. Ήμουν καμιά δεκαριά χρόνια εκεί. Πάντα στα κρυφά. Κάναμε κρυφά ομιλίες μεταξύ μας. Οργανώναμε τη ζωή μας. Κάναμε συνεργεία με μοδίστρες και παπλωματούδες. Οι αναλφάβητες μάθαιναν γράμματα, άλλες αγγλικά, άλλες γαλλικά. Είχαμε μορφωμένες γυναίκες εκεί μέσα. Εγώ τους μάθαινα κρητικούς χορούς. Είχαμε χορωδία. Κάναμε ομιλίες, συνεδριάσεις. Διεκδικήσαμε να μαγειρεύουμε εμείς το φαγητό μας. Τα καταφέραμε και κάναμε καλύτερη τη ζωή μας. Μέσα στη βία, το ομαδικό ξύλο, τα βασανιστήρια, τις σφαγές, εμείς ήμασταν πάντα οργανωμένες κι αντιστεκόμασταν. Δίναμε γροθιά μες στο σκοτάδι.
«Δεν μπορούσα να δεσμευτώ»
Αγάπησα έναν σύντροφο. Όσο όμως ήμουν κυνηγημένη και δεν κοιτούσα να δεσμευτώ. Γιατί αν δεσμευόμουν θα κοιτούσα τον δεσμό. Εγώ κοιτούσα τον αγώνα. Αγαπούσα τον αγώνα. Οι άλλες αγάπες είναι μετά από αυτόν. Εδώ πεινούσα, τον έρωτα θα σκεφτώ; Ο αγώνας δε θέλει οικογένεια. Δεν έζησα κάποιον έρωτα, ούτε πριν, ούτε στην εξορία, ούτε μετά. Μπορεί να ερωτεύτηκα αλλά δεν άφησα τον εαυτό μου να συνδεθεί. Εγώ ήμουν μια ζωή παράνομη. Που να παντρευτώ; Στην εξορία ή στην παράνομη ζωή; Με ζήτησαν άνθρωποι που είχαν πολλά λεφτά. Τι; Να ξεπουληθώ; Δεν έχω ούτε παιδιά. Όλα τα παιδιά που είναι στον αγώνα είναι παιδιά μου. Με αγαπούν και τα αγαπώ.
«Δεν έπαψα να αγωνίζομαι»
Από τα χρόνια της Κατοχής δεν ήξερα πολλά πράγματα για το Κόμμα. Πίστευα όμως και πιστεύω στον κομμουνισμό. Δεν πιστεύω όμως στους ανθρώπους που πήραν τον κομμουνισμό στα χέρια τους και τον ξεφτίλισαν. Δεν έπαψα να αγωνίζομαι. Είμαι αγωνίστρια. Ο κομμουνιστής έχει ιδανικά. Και τα ιδανικά ούτε τουφεκίζονται, ούτε σκοτώνονται, ούτε πεθαίνουν. Συνεχίζω τον αγώνα. Και τον συνεχίζω τώρα στα 98 μου χρόνια. Λυπούμαι που είμαι στο ηλιοβασίλεμα της ζωής, γιατί τώρα καταλαβαίνω όλα τα κουκουλώματα, τις απάτες και τις ψευτιές που δεν ήξερα όταν ξεκίνησα. Γιατί θα είχα φωνάξει. Αν όλοι οι αγωνιστές είχαμε φωνάξει τότε γι’ αυτά που έκανε η Ηγεσία, θα είχαμε γλυτώσει πολλά. Θα συνεχίσω να αγωνίζομαι μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν σκέφτομαι να σταματήσω επειδή απογοητεύτηκα από τις Ηγεσίες. Η δική μου ανθρωπιά δεν εξαρτάται από την παλιανθρωπιά του άλλου.
Αυτή είναι η Κατίνα με την εφηβική καρδιά. Κι είναι σαν να την ακούω κάθε φορά που με αποχαιρετά με την μαντινάδα που αλλάζει μόνο με τα χρόνια της. Σήμερα για παράδειγμα θα μου έλεγε:
«Στα 98 μου περπατώ
στα 100 θα φτάσω,
και τότε μόνο θα σκεφτώ
αν πρέπει να γεράσω».
Και θα απομακρυνόταν με το πεταχτό της βήμα που λες και δεν το άγγιξε ποτέ ο χρόνος. Γιατί οι ιδέες που ενσαρκώνει η Κατίνα Σηφακάκη, δεν γερνούν ποτέ.
ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 20/12/2014