Είναι πια κάτι σύνηθες και αναμενόμενο να προετοιμάζει μια θεατρική ομάδα παράσταση μέσα στο καλοκαίρι. Είναι μια αναγκαία ρουτίνα στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι. Για το Ρέθυμνο πάντως του 1966 ήταν γεγονός. Και μεγάλη ευθύνη για την Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου μας, που είχε την πρωτοβουλία, να παρουσιάσει κάτι, που θα γινόταν αντικείμενο συζήτησης για πολλές μέρες.
Πριν αναφερθούμε σε λεπτομέρειες, που μας δίνει ο τοπικός τύπος της εποχής, αξίζει να σκεφτούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Χειρότερα από τις μέρες μας -δεν υπήρχε υποδομή. Ο κόσμος ήταν περιορισμένος σε μια μίζερη ζωή, καθώς το Ρέθυμνο δεν είχε καν προοπτική ανάπτυξης. Οι περισσότεροι νέοι έλειπαν, αναζητώντας καλύτερη μοίρα, στις μεγαλουπόλεις και στο εξωτερικό. Σε ποιους απευθυνόταν λοιπόν η Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου;
Υψηλότατο επίπεδο αισθητικής
Εδώ είναι τώρα που αποδεικνύεται περίτρανα, ότι οι κάτοικοι αυτής της πόλης, είχαν κάποτε υψηλότατη αισθητική και βαθειά γνώση. Να το αποδώσουμε στο τεράστιο πνευματικό ανάστημα των λειτουργών της Παιδείας, που καθένας ήταν και μια προσωπικότητα κύρους; Σίγουρα ναι, κι ας μην έπαιρναν δάσκαλοι και καθηγητές μισθούς ικανοποιητικούς κι ας δούλευαν κάτω από άθλιες συνθήκες και με κάτι επιθεωρητές πάνω από το κεφάλι τους σωστούς Ιαβέρηδες για τους περισσότερο ανυπόταχτους. Μια αλήθεια καταθέτω κι ας είναι πικρή. Σαν ξένη προς τον τόπο κρίνω και συγκρίνω. Και μη μου πείτε πως με δυο τρεις φωτισμένους εκπαιδευτικούς, σήμερα, που μας παρουσιάζουν πλούσια δράση σώζεται η κατάσταση. Μια εξαίρεση είναι στον κανόνα. Ας είναι όμως.
Σημασία έχει ότι εκείνοι οι άνθρωποι στο σύνολό τους σχεδόν, διαμόρφωναν ένα κοινό ιδιαιτέρων απαιτήσεων. Κι αυτό δημιουργούσε υποχρεώσεις για τη σημασία του σκηνοθέτη και στη λεπτομέρεια για να δοθεί μια καλή παράσταση κι ας ήταν ερασιτεχνική.
Ψυχή ο Βογιατζάκης
Η ψυχή της όλης προσπάθειας, για την παράσταση που αναφερόμαστε, ο ένας και μοναδικός Μανόλης Βογιατζάκης. Ο άνθρωπος με την ευρύτατη, όπως θυμάμαι, θεατρική παιδεία. Αξέχαστη μια συζήτηση που είχαμε ανοίξει κάποτε για το θέατρο του παραλόγου.
Από κοντά του ο Νίκος Ορφανός. Πόσο γλυκός άνθρωπος αλήθεια. Πόσο σεμνός και αξιοσέβαστος. Ήταν χαμηλού αναστήματος, αλλά διέθετε μεγάλο συγγραφικό ταλέντο. Την πεζογραφική φλέβα την είχε σίγουρα κληρονομήσει από τον πατέρα του, του οποίου ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που είχε γράψει είχε εντυπωσιάσει το αναγνωστικό κοινό. Στις ηθογραφίες του τώρα, αρκετά διηγήματα κοσμούσαν συχνά τον τοπικό τύπο, ο Νίκος Ορφανός, έδειχνε την οξεία παρατηρητικότητά του, καθώς είχε μεγαλώσει σε αγροτικό περιβάλλον και είχε βιώσει τη ζωή του χωριού, ήθη και χαρακτήρες. Γι’ αυτό και κάθε του έργο σημείωνε επιτυχία.
Καλά ξέτελα
Οι δυο τους λοιπόν Βογιατζάκης και Ορφανός αποφάσισαν να παρουσιάσουν ένα έργο του τελευταίου με τίτλο «Καλά ξετέλα». Ήταν ηθογραφία και σύμφωνα με τον Κώστα Μαμαλάκη «στέρεη θεατρική, με εύρωστο λόγο στην ντόπια λαλιά, πλημμυρισμένη από το λαϊκό χρώμα, διαποτισμένη από τη λαϊκή φιλοσοφία, πλεγμένη με διάφορα σημαντικά γεγονότα που αποτελούν σταθμούς στη ζωή και διανθισμένη με τα χωρατά του ετοιμόλογου θυμόσοφου Κρητικού λαού που έχει εξ εμφύτου το ορθώς νοείν και τη σατιρική διάθεση…».
Στην ηθογραφία αυτή ο Ορφανός σκέφτηκε να προσθέσει στοιχεία όπως αναπαράσταση «κουράς». Και συντροφιά με τον Βογιατζάκη επισκέφτηκαν αρκετές φορές κατά την προετοιμασία της παράστασης, χωριά για να μελετήσουν λεπτομέρειες από δραστηριότητες δίνοντας στο καλλιτεχνικό τους πόνημα μορφή ντοκιμαντέρ.
Από σκηνοθετικής πλευράς ο Μανόλης Βογιατζάκης ξάφνιασε για μια ακόμα φορά τους πάντες ευχάριστα. Ακόμα και τους συμμαθητές τους, που ήξεραν το πάθος του για το θέατρο από τα παιδικά του χρόνια. Με μια μοναδική μαεστρία πήρε το θαυμάσιο θεατρικό κείμενο του Ορφανού και το ζωντάνεψε με νεύρο και σημασία στη λεπτομέρεια.
Αλλά και σαν σκηνογράφος διέπρεψε. Τώρα δεν είχε κοντά του τον πολύτιμο συνεργάτη του Μπάμπη Πραματευτάκη που βρισκόταν στη Γερμανία, στη Ραδιοφωνία της Βαυαρίας και μαζί είχαν παρουσιάσει τόσο υπέροχες δουλειές στο παρελθόν. Είχε όμως τη σημαντική βοήθεια της Ειρήνης Γιατάκη και του Εμμανουήλ Φυντίκη που μαζί του επιτέλεσαν πράγματα θαυμαστά.
Σημασία στη λεπτομέρεια
Για να καταλάβουμε τη σημασία που έδινε ο Βογιατζάκης θα σταθούμε σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο, στο εσωτερικό του σπιτιού, που αποκάλυπτε μια προοπτική σύρριζα σχεδόν με μια κακοτράχαλη πλαγιά, γαρνιρισμένη με θυμάρια και πράσινο λιγοστό.
Σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, δήλωναν παρόντα όλα τα μέλη της καλλιτεχνικής επιτροπής του Ωδείου: Ειρήνη Γρηγοριάδου, Αντώνης Βιστάκις, Μανός Αστρινός και Μαρία Παπαιωάννου που ανακάτευε κασέλες και κασέλες σε όλο το νομό για να βρει τα χρειώδη που ήθελε ο Βογιατζάκης για τα σκηνικά του.
Να προσθέσουμε ότι πρόεδρος τότε στο Δ.Σ. του Ωδείου ήταν ο Ευάγγελος Νησιανάκης, το πλαισίωνε η καλλιτεχνική επιτροπή που προαναφέραμε και είχε επίσης μέλη τον Κώστα Αντωνάκη και την Κατίνα Ξεξάκη.
Βοηθός σκηνής ήταν η αξέχαστη Όλγα Δασκαλάκη, ενώ πολύτιμη ήταν και η βοήθεια του Κοσμά Κορωνάκη.
Και ήρθε η μεγάλη στιγμή της παράστασης που περίμενε όλος ο κόσμος με αγωνία. Μια δικαίωση προσδοκιών ήταν το αποτέλεσμα προς δόξα των συντελεστών.
Στο θρίαμβο αυτό συνετέλεσαν τα μέγιστα οι ηθοποιοί, τους οποίους ο Μανόλης Βογιατζάκης δεν είχε αφήσει ούτε ν’ ανασάνουν στις πρόβες. Δίδασκε ο άνθρωπος αυτός από κάθε τομέα δράσης του ήθος και υπευθυνότητα σε όλους με τους οποίους συνεργαζόταν.
Αντικειμενική κριτική
Για την ερμηνεία τώρα των ηθοποιών θα αφήσουμε καλύτερα τον Κώστα Μαμαλάκη να μας κάνει τη δική του κριτική, που οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ήταν εξαιρετικά, αν κρίνουμε από το γεγονός, ότι γράφει πως τον ενόχλησαν τα νεανικά πρόσωπα μάνας, νύφης και γαμπρού που έδειχναν συνήλικοι της νύφης.
«Φαίνεται, γράφει, ότι αδικαιολόγητη κοριτσίστικη κοκεταρία τις εμπόδισε να δεχτούν λίγη πούδρα στα μαλλιά, δυο τρεις γραμμές μακιγιάζ για να ρυτιδώσουν ελαφρά έστω, για δυο ώρες στα ψέματα». Γιατί συνεχίζει ο Μαμαλάκης ήταν εντελώς αδύνατο να ξεφύγει αυτή η λεπτομέρεια από το έμπειρο μάτι του σκηνοθέτη. Τον ήξερε βλέπετε καλά το Βογιατζάκη ο σημαντικός μας αυτός χρονογράφος του Ρεθύμνου.
Και μια ακόμα λεπτομέρεια τον ενόχλησε:
«Ανάμεσα στα κρητικά στιβάνια «χτυπούσε άσχημα» ένα ζευγάρι άσπρα χαμηλά κοζάκικα με πόρπες γυαλιστερές και ένα άλλο μαύρο, με ένα ανάγλυφο σχέδιο σταμπαρισμένο στο πάνω μέρος…».
Και γράφει παρακάτω για τους ερμηνευτές:
«Όλοι οι ερμηνευτές του έργου κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες και πέτυχαν να ανταποκριθούν στους ρόλους τους.
Ιδιαίτερα όμως: Τον Αρχοντογιάννη, τον τύπο του λεβεντάνθρωπου «καλόσυρου» μεγαλονοικοκύρη της ορεινής Κρήτης «που πατεί γερά στην παράδοση» τον απόδωσε ο Λευτέρης Κορωνάκης τέλεια. Φυσικότατος, πειστικός, κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων, έδωσε έναν εξαίρετο Αρχοντογιάννη.
«Χωραΐτης» ο Κορωνάκης, κι όμως το ταλέντο του η φυσική του διάπλαση και ο έμπειρος σκηνοθέτης, τον βοήθησαν να ανέβη άνετα την γκάμα της υποκριτικής.
Μαθητής ο Κορωνάκης του Πέτρου Σκουλούδη, ενός εκλεκτού πνευματικού ανθρώπου, που άφησε εποχή η θεατρική του θητεία, έχει πατήσει επανειλημμένα στο θεατρικό σανίδι.
Αυτός όμως ο Αρχοντογιάννης του, δεν ήταν υπερβολή να πούμε ότι θα μπορούσε να σταθεί άνετα και σε επαγγελματική σκηνή σοβαρού αθηναϊκού θεάτρου.
Ο Μάρκος Γιουμπάκης σαν Ανεμογιακουμής είχε μπει στο πετσί του ρόλου του. Κυριαρχούσε στη σκηνή και αλώνιζε. Αυτοσχεδίαζε κάποιες φορές, αυτή την εντύπωση έδινε κατά τρόπο όμως θεμιτό. Ήταν και μαντιναδολόγος δεινός ο Ανεμογιακουμής. έφθασε στο σημείο να μας δώσει και μικρό δείγμα μαντιναδομαχίας. Είχε και κάτι ευρήματα χαριτωμένα που υποπτεύομαι πως ήταν δικής του έμπνευσης. Όπως το σπάσιμο του καρυδιού. Οι σιαγώνες του εκτελούσαν χρέη καρυοθραύστη.
Έσπαζε το καρύδι με μια απότομη κίνηση έχοντας κάνει λαβή, με τα χέρια του, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και του σαγονιού του.
Ή τσακίζοντας κούτσουρα αμπελοκουρμούλας, μ’ ένα περίεργο κωμικό τρόπο με την πατούχα του στιβανιού του.
Όλα αυτά όμως ήσαν ψυχολογημένα και γινόντουσαν σε κατάλληλη στιγμή, σαν εκδήλωση ευθυμίας, αμηχανίας, ψεύτικης οργής. Ήτανε και μαντιναδολόγος ο Ανεμογιακουμής. Έφθασε στο σημείο να μας δώσει και μικρό δείγμα μαντιναδομαχίας».
Και ο Μαμαλάκης κατέληγε:
«Έχω τη γνώμη, ότι αυτή η μάσκα του προσώπου του Γιουμπάκη, με το εκφραστικό ύφος, τις «μούτες», το αεικίνητο σκούρο που λάμπει από πονηριά βλέμμα, όλα αυτά τα σκηνικά προσόντα, εάν έχει και φωτογένεια, του δίνουν μεγάλη «κινηματογραφικότητα».
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι ο μόνος ηθοποιός που έμεινε στην ιστορία για τις «μούτες» του, τις γκριμάτσες του, ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης. Και να φανταστούμε γιατί ο Μάρκος Γιουμπάκης έκανε το κοινό του να σπαρταρά στο γέλιο.
Η Μιράντα Συγγελάκη (Σ.Σ. αναφέρεται στη Μιράντα Βογιατζή) ήταν μια πολύ πειστική «Λαμπρινή». Ότι έπρεπε στο ρόλο του άβγαλτου, δειλού, σεμνού κοριτσιού με τον ίσκιο της πλατωνικής ερωτικής μελαγχολίας στα μάτια και την έκφραση της έγνοιας και του φόβου μη μαθευτεί τι μεγάλο μυστικό και κουβεδιαστεί στο χωριό στο πρόσωπο.
Η Βαρβάρα Σκαρβέλη έπαιξε με άνεση το ρόλο της μάνας της νύφης. Πολύ ικανοποιητική υποκριτικά στις ψυχικές της μεταπτώσεις.
Η Τιτίκα Σταθάκη κράτησε πολύ καλά το ρόλο της μάνας του γαμπρού.
Και ο Νίκος Μπεμπής έπαιξε με θέρμη κι ειλικρίνεια το ρόλο του ερωτευμένου υποψήφιου γαμπρού.
Οι Νίκος Γουνάκης και Α. Γαλερός στα όργανα κι οι χορευτές άριστοι.
Αλλά ο Παρασκευάς Μενιουδάκης με το επιβλητικό παράστημα, το βαρύ αλλά ευλύγιστο γεροδεμένο σώμα ντεληκανή, τις αρμονικές φιγούρες και τα σεμνά συγκρατημένα τσαλίμια, είχε στυλ χορευτικό άφθαστο. Ρεσιτάλ κρητικού χορού έδωσε.
Και ο γραφικός μάγερας Μ. Σπυριδάκης ξεχώρισε στη «σούστα».
Μια παράσταση που άφησε εποχή
Για τους αναγνώστες μας, φοιτητές θεατρολογίας, να συμπληρώσουμε, μήπως και τους χρειαστεί σε κάποια εργασία, ότι η παράσταση δόθηκε το Νοέμβριο του 1966, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της εκατονταετηρίδας του μεγάλου ξεσηκωμού.
Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι το «Ηφαίστειο» του Παντελή Πρεβελάκη, στην αυλή του Τούρκικου Σχολείου και κοντά στην επέτειο ο Νίκος Ορφανός με το Μανόλη Βογιατζάκη συμπλήρωσαν το κενό με τη θαυμάσια παράσταση που παρουσίασαν.
Από τους ηθοποιούς που προαναφέραμε ελάχιστοι ζουν. Αξίζει όμως μια αναφορά σε έναν έκαστο, γιατί σε μια πόλη διψασμένη πνευματικά, έδιναν θεατρική ψυχαγωγία ποιότητας. Εκείνος μάλιστα ο Λευτέρης Κορωνάκης, στον οποίο οφείλουμε εκτενέστερη αναφορά, είχε πάρει μέρος και σε κινηματογραφικές ταινίες όπως «Το νησί των γενναίων» με τον Λυκούργο Καλλέργη και τη Τζένη Καρέζη, στον «Ήλιο του θανάτου» του Παντελή Πρεβελάκη και στην αναπαράσταση της θυσίας των χωριών του Κέδρους είχε υποδυθεί με μεγάλη επιτυχία τον θρυλικό ιερέα των Βρυσών Συμεών Δρετουλάκη, που δεν τον έφθαναν σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος γιατί κρατούσε πάνω του «τίμιο ξύλο».
Κάναμε πάλι μια μικρή αναφορά σε δράση που άφησε εποχή στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, που ευχόμαστε σε κάθε της μορφή και δράση, όσο περνά ο καιρός, με ή χωρίς ενίσχυση, να έχει πάντα Καλά ξέτελα.
Εύα Λαδιά