Κατάπληκτο, από υπερηφάνεια και θαυμασμό άφησε το λαό της όλης
της Κρήτης η σφαγή των Τεσσάρων Μαρτύρων στο Ρέθεμνος. Δεν είναι
μόνο η Θρησκευτική και Εθνική αξιοπρέπεια που τόσο ψηλά κράτησαν.
Είναι και εκείνο που ακολουθούσε τη σφαγή: Tις νύκτες που έμεναν
εκτεθειμένα τα ακέφαλα σώματα των για περιύβρισι, χλευασμό,
παραδειγματισμό, υπερκόσμιο, υπέρλαμπρο και γλυκύτατο φώς, «Φώς
ιλαρόν », αναδυόμενον από αυτά, τα σκέπαζε φιλότοργα και τόσο
εντυπωσιακά ώστε να το προσέξουν και αυτοί ακόμη οι άπιστοι.
Από το άλλο μέρος, οι εντυπώσεις από τα αλλεπάλληλα θαύματα που
εγίνοντο σε συνέχεια, χτυπούσαν απ’ευθείας στις ευαίσθητες εις το θέμα
ψυχές των Κρητικών.
Μέσα στους θαυμαστές και λάτρεις των, ήτο και ο ιερέας και δάσκαλος
του χωριού Τοπόλια Κισσάμου, αείμνηστος Βασίλειος Μπλαβάκης, ένας
από τους περισσότερο μορφωμένους και ιεροπρεπείς Κληρικούς της
εποχής του.
Αυτός «εποίησεν» το επόμενο απολυτίκιο εις τους Αγίους :
«Των Νεομαρτύρων την καλλονήν
Και των αθλοφόρων πανευφρόσυνον χαρμονήν
Μαστίγιον της Άγαρ Ρεθύμνης
Τους οπλίτας τους Τέσσερας,
Ω Κρήτες, ύμνοις τιμήσωμεν».
Ο παπά-Βασίλειος είχε μεγάλο πόθο ν’αποκτήση τεμάχιο από τα
λείψανα των Νεομαρτύρων. Σχεδίαζε να τους κτίση εκκλησία στο χωριό
του. Ήξαιρε ότι αυτά φυλάσσονται στο Μοναστήρι του Αρκαδίου και, με
τη μεσολάβησι του εκλεκτού Ρεθεμνιώτη θεολόγου Άνθιμου Βαρδάκι,
που τόση τιμή έδωσε στην εκκλησία της Κρήτης και ήτο τότε
ιεροδιάκονος της Επισκοπής Κισσάμου και Σελίνου, πέτυχε να του
αποσταλή στην Επισκοπή στο Καστέλλι «τεμάχιον οστού».