03 Φεβρουαρίου 1973
Του κ. Ανδρέα Σταυρουλάκη
Στην κουζίνα βρισκόταν η μητέρα όταν κτύπησε η πόρτα. Τα τρία παιδιά έπαιζαν στο αντικρινό δωμάτιο. Το αγόρι 12 χρόνων η Πόπη 10 κι η Λενιώ 6. Κατά παραγγελία της μητέρας, που ήταν απασχολημένη με την παρασκευή του μεσημβρινού γεύματος η Πόπη άνοιξε την πόρτα κι η απροσδόκητη επισκέπτρια, άγνωστη στα παιδιά, που από συνήθεια έτρεξαν στην είσοδο, εισήλθε. Ήταν μια χωρική κυρία, καθώς πρέπει, που ήλθε να ιδή την άρρωστη γιαγιά. Έπειτα από ολιγόλεπτη συνάντηση με τη μητέρα, η ξένη, ωδηγήθηκε στο δωμάτιο της γιαγιάς. Ένα μικρό χώλ υπάρχει πριν από το δωμάτιο της άρρωστης. Στο μέσον ένα τραπέζι και στον τοίχο μια κρεμάστρα. Άφησε στο τραπέζι την ομβρέλλα και την τσάντα – λίγη ώρα θα παράμενε – και μπήκε στο δωμάτιο. Τέλειωσε η επίσκεψη, γιατί η ώρα αναχωρήσεως του λεωφορείου, για το χωριό πλησίαζε. Η επισκέπτρια παράλαβε την ομβρέλλα και την τσάντα, αποχαιρέτησε κι αναχώρησε. Στο πρακτορείο επαρχιακών αυτοκινήτων ανακάλυψε πως στην τσάντα της, δεν υπήρχαν οι μοναδικές τριάντα δραχμές που είχαν περισσεύσει από τις αναγκαίες προμήθειες για το χωριό. Άκαρπες απέβησαν οι πρώτες έρευνες του νου. Είχαν χαθή λοιπόν; Αναμφίβολα.
Βασανίζει το μυαλό της κι ενθυμείται ότι υπήρχαν στην τσάντα όταν εισήλθε στο σπίτι της άρρωστης γιαγιάς. Πουθενά αλλού, δεν την άνοιξε… Άφευκτα εκεί χάθηκαν… Τα παιδιά τα αφήρεσαν!! Επανήλθε εσπευσμένα και ανάφερε με… συστολή το πάθημά της.
-Κυρία να με συγχωρήτε… Η τσάντα μου, είχε κατά την είσοδό μου 30 δραχμές. Δεν ύπαρχαν κατά την έξοδο… Μήπως έπεσαν χάμω… Μήπως τα παιδιά…
-Να ρωτήσω κυρία μου. Καθήστε, καθησύχασε ευγενικώτατα η οικοδέσποινα.
Εισήλθε στο διπλανό δωμάτιο κι επανήλθε φέρουσα τα χρήματα.
-Κυρία Πολυξένη μου χάμω είχαν πέσει… Τα βρήκαν τα παιδιά χωρίς να ξαίρουν σε ποιόν ανήκουν. Ευτυχώς… Ορίστε…
Η κ. Πολυξένη ευχαρίστησε και έτρεξε στο λεωφορείο. Η οικοδέσποινα έδωσε από τα ιδικά της τα απολεσθέντα. Εύσχημα κάλυψε την κακή πράξη των παιδιών της. Αυτά με τη σειρά των αρνήθηκαν. Ομολόγησαν μετά 2 ημέρες έπειτα από πίεση του πατέρα. Τα είχε υπεξαιρέσει η Πόπη κρυφά από τα αδέλφια της.
Ωστόσο τ’ απέκρυψε.
-Τι τα κανες βρε;
-Αγόρασα μια ομβρέλλα…
-Από ποια;
-Από μια συμμαθήτριά μου την Καίτη.
Τα πράγματα πήραν βαρύτερη τροπή. Πιο πολύπλοκα έγιναν.
Στην κλοπή της Πόπης προστέθηκε το ψεύδος της προμήθειας της ομβρέλλας. Η υπόθεση ξέφευγε από τη δικαιοδοσία του σπιτιού. Αυτόματα περιερχόταν στο Σχολείο.
Το Μεσημέρι της επομένης η μητέρα της Πόπης μετέβη στο Σχολείο κι εξεμυστηρεύθηκε τις πράξεις στο δάσκαλό της: Τον παρακάλεσε να ερευνηθούν α) Πως εχρησιμοποίησε τις κλαπείσες 30 δραχμές. β) Αν, πραγματικά πλήρωσε την ομβρέλλα που κατείχε χωρίς να προέρχεται από τους γονείς. Διαλεύκανση της υποθέσεως ζήτησε η κυρία. Υποσχέθηκε ο δάσκαλος για όλα. Την επομένη μάλιστα επεδόθηκε στο ανακριτικό του έργο. Αντικείμενο της έρευνας: Σε ποιόν ανήκει η ομβρέλλα της Πόπης: Κάλεσε την Καίτη. Πληροφορήθηκε ότι δεν πούλησε καμμιά ομβρέλλα στην Πόπη. Ούτε γνώριζε τίποτε περί αυτής. Συνέστησα να μη κάμη λόγο ούτε στην Πόπη ούτε σ’ άλλη της συμμαθήτρια για το θέμα που ρωτήθηκε. Κάλεσα εν συνεχεία όλες τις μαθήτριες της τάξεως χωριστά, κατ’ ιδίαν και υπέβαλα στην ίδια ανάκριση. Καμμιά, δεν γνώριζε περί ομβρέλλας. Τελευταία κάλεσα την ίδια, χωρίς να γνωρίζη τι είχε προηγηθή. Ούτε από τις συμμαθήτριες έμαθε τι, για τη διενεργούμενη έρευνα, ούτε από τη μαμά της, που ήλθε κρυφά και μου το ανάφερε. Επίσης δεν γνώριζε πως ήμουν ενημερωμένος για το θέμα από τη μαμά της.
Η Πόπη προσήλθε αμέριμνη στο Γραφείο. Είχα πάρει πριν εν αγνοία της την ομβρέλλα από την κρεμάστρα του διαδρόμου.
-Πόπη, της λέγω δείχνοντας την ομβρέλλα. Είναι δική σου αυτή η ομβρέλλα;
-Μάλιστα, κύριε.
-Είναι πολύ ωραία. Από ποιο μαγαζί την ψώνισες να πάρω μια της κόρης μου;
-Κύριες, δεν την αγόρασα. Μου την έστειλε ο θείος μου από το Βόλο.
-Μα τούτη παρετήρησα, ρεθεμνιώτικη φαίνεται!
-Όχι, κύριε, από το Βόλο είναι.
-Ε, τότε καλά… Πήγαινε…
Δεν της έδωσα να εννοήση πως δυσπιστούσα στην ομολογία της.
Την επομένη πρωί στην αίθουσα της τάξεως μετά το ημερολόγιο έκαμαν ως συνήθως τις ανακοινώσεις των οι μαθητές. Στο τέλος είπα: Κι εγώ έχω μια ανακοίνωση. Ακούτε την:
Τα παιδιά γούρλωσαν. Προσηλωθήκαν γιατί είχα πολύ καιρό να προβώ σε ανακοίνωση. Τους είπα:
Σήμερα πρωί, πριν μια ώρα περίπου να ξημερώση ήλθε το πουλάκι που ξαίρετε (χρησιμοποιούσα το τέχνασμα αυτό πολλάκις, όταν ήθελα να ανακαλύψω το δράστη κάποιας αταξίας) και μου είπε: (Τα παιδιά τεντώθηκαν πιο προσηλωμένα). Πριν 8 ημέρες (ήξαιρα την ημέρα) κάποια χωρική πήγε σ’ ένα σπίτι, εδώ στην πόλη να επισκεφθή μια άρρωστη γιαγιά, κάποιου συμμαθητή σας.
-Τίνος κύριε; Με διέκοψαν.
-Δεν μπορών να σας ειπώ τώρα. Ούτε αν ήτο συμμαθητής ή συμμαθήτρια… Ακούτε λοιπόν. Αφού χαιρέτησε τη μαμά μπήκε στο υπνοδωμάτιο αφήνοντας στο χωλ την τσάντα της. Κατά το διάστημα που ήτο μέσα – κάθισε περίπου μισή ώρα – της αφήρεσαν από την τσάντα τα παιδιά του σπιτιού 30 δραχμές. Τις αναζήτησε όταν πήγε να λάβη εισιτήριο αυτοκινήτου. Επέστρεψε, ανάφερε το χάσιμο – εγώ δεν πιστεύω πως τα έκλεψαν…- κι η μαμά της έδωσε 30 δραχμές από τα ιδικά της. Τη λυπήθηκε…».
Στο σημείο αυτό σταμάτησα. Παρακολούθησα τα παιδιά. Ιδιαίτερα την δράστιδα… Που είχε γίνει κατέρυθρη σαν παπαρούνα.
-Θέλω να πιστεύω, συνέχισα, πως τα χρήματα θα ευρεθούν. Θα παραδοθούν στην μαμά. Και ακόμη θα παρουσιασθή η ίδια να μου εξηγήση πως έκαμε αυτό το λάθος. Λάθος βέβαια ήτο. Όχι κλοπή. Να ζητήση έπειτα συγνώμη από τη μαμά της που την στενοχώρησε. Θα τη συγχωρήσω κι εγώ.
ΣΤΟ χθεσινό, είχαμε μείνει στην ανακοίνωση του «Πουλιού» περί της κλοπής των 30 δραχμών από την τσάντα της κ. Πολυξένης. Διατύπωσα στην συνέχεια την πεποίθησή μου, πως θα παραδοθούν στη μαμά αυτές οι δραχμές από το δράστη ή τη δράστιδα, θα της ζητήση συγνώμη και τότε θα τη συγχωρήσω κι εγώ. Συνεχίζοντας είπα στα παιδιά της τάξεως:
«Και ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοιώνουν για κάποιο κακό που κάνουν. Τάσσω προθεσμία μέχρι 10 Φεβρουαρίου. Αν περάση η ημέρα αυτή και, δεν μάθω την αλήθεια, τότε, θα ομολογήσω στην τάξη και σ’ όλο το σχολείο, το όνομα του δράστη αγόρι ή κορίτσι και συγχρόνως θα το αποβάλω για πάντα από το σχολείο!!».
Θα ήταν τέλος Ιανουαρίου. Την 6 Φεβρουαρίου στις ανακοινώσεις των παιδιών κάποιος με ηρώτησε:
-Κύριε, ήλθε το πουλάκι;
-Καλά, 10 του μηνός δεν είπα;
-Μάλιστα -θυμήθηκαν όλα τα παιδιά…
Την 8 Φεβρουαρίου 11-12 π.μ. βρισκόμουν στο γραφείο. Είχα κενή ώρα. Κτύπησε η θύρα.
Εισήλθε η Πόπη. Πολύ συνεσταλμένη.. Στάθηκε λίγο… Την ερώτησα:
-Τι θέλεις, Πόπη; Λέγε.
Κόμπιασε… Ξεροκατάπιε. Δεν ήξαιρε πως ν’ αρχίση… Τη βοήθησα. της έδωσα θάρρος. Κι άρχισε:
-Κύριε, συγχωρήσετέ με… Εγώ πήρα τα χρήματα από την τσάντα…
-Α, εσύ λοιπόν. Κι αγόρασες την ομβρέλλα μ’ αυτά…
-Όχι, κύριε.
-Αλλά, που την βρήκες;…
-Κύριε, την πήρα από την κρεμάστρα του διαδρόμου του Τρίτου Σχολείου κάποτε, που με στείλετε να πάω το φάκελλο στον κ. Διευθυντή…
-Καλά, αφού δεν ήτο δική σου.
-Έβρεχε, κύριε.
-Το είπες στον κ. Διευθυντή;
-Όχι.
-Στη μαθήτρια που ήτο δική της;
-Όχι.
-Στην καθαρίστρια του σχολείου;
-Όχι
-Τότε δεν έκανες καλά. Όποιος σε είδε θα νόμιζε πως την έκλεψες…
-Κύριε, την πήρα, για να την επιστρέψω μια άλλη μέρα… Και το λησμόνησα.
-Τώρα τι θα γίνη; Θάχης ξένη ομβρέλλα;
-Όχι, θα την επιστρέψω αύριο.
-Ξαίρεις, θα την στείλω εγώ στον κ. Διευθυντή. Δεν μου είπες μόνο τι έκαμες τις 30 δραχμές της τσάντας.
-Κύριε, πλήρωσα τετράδια, μολύβια, χρώματα και του αδελφού μου μια χαρτογραφία…
-Πολύ κακή η πράξη σου, Πόπη. Δεν έπρεπε, ούτε στην τσάντα να εγγίσης, ούτε την ομβρέλλα να πάρης, χωρίς άδεια. Εγώ πάντως μένω στο λόγο μου: Σε συγχωρώ… Δεν θα σε τιμωρήσω, γιατί πιστεύω πως, δεν το έκαμες σκοπίμως αλλά, χωρίς να σκεφθής πως κάνεις τόσο μεγάλο λάθος. Και γιατί πιστεύω πως, δεν θα το ξανακάμης. Ε, τι λες.
-Όχι, κύριε…
-Αν το ξανακάμης θα χρεωστής την παληά και τη νέα παρανομία σου. Κι αν εγώ σε συγχωρήσω τότε, δεν θα σε συγχωρήση ο Θεός. Ξαίρεις πως κάθε κακή πράξη είναι και αμαρτία. Εγώ δεν έχω δικαίωμα να συγχωρώ αμαρτίες. Τις συγχωρεί μόνον ο Θεός. Τούτη, για να τη συγχωρήση ο Θεός πρέπει να του το ζητήσης στην βραδυνή προσευχή σου. Θα τον παρακαλέσης να σε συγχωρήση. Θα του δώσης την υπόσχεση πως τα χέρια σου αυτά που έκλεψαν -όχι, που πήραν- τα χρήματα και την ομβρέλλα θα τα πλύνης με ρολ και σαπούνι το πρωί. Να καθαρίσουν από το λεκέ της άσχημης πράξεως. Έπειτα από όλα αυτά, συγχωρημένη από το δάσκαλό σου, εξαγνισμένη από την αμαρτία, με καθαρά χέρια και αγνή ψυχή θα ζητήσης συγνώμη από τη μαμά και τον μπαμπά σου, θα τους φιλήσης το χέρι δίδοντας την υπόσχεση πως δεν θα υποπέσης άλλοτε στο ίδιο αμάρτημα. Αν εκείνοι σε συγχωρέσουν είσαι τακτοποιημένη.
Η Πόπη άφησε την ομβρέλλα και απήλθε. Την επομένη πρωί μου υπέμνησε να την στείλω στο άλλο σχολείο. Την έστειλα με σχετικό γράμμα διαφωτιστικό περί του τρόπου που περιήλθε στα χέρια μου.
Μετά ταύτα κάλεσα την μητέρα της. Της διηγήθηκα τα διατρέξαντα. Έμεινε άναυδη για όλα. Της συνέστησα να μην την κακομεταχειρισθούν στο σπίτι. Θα είναι η αμοιβή της για την ομολογία της. Με την πειθώ, θα έχωμε καλύτερα αποτελέσματα. Από τη συζήτησή μας, για τη συμπεριφορά της στο σπίτι και τον εν γένει χαρακτήρα καταλήγω στο συμπέρασμα πως πρόκειται περί καθ’ έξη κλεπτρίας. Ακόμη, ότι μπαίνοντας πάντοτε καθυστερημένη στην τάξη -εισερχόταν τελευταία επί 5 μήνες τώρα που εγράφθηκε στο δικό μας σχολείο (ήλθε με μετεγγραφή από άλλο της πόλεως)- παράμενε σκόπιμα για να κλέβη από τα παλτά των συμμαθητών της που ήσαν στο διάδρομο χρήματα. Πολλάκις είχε καταγγελθή απώλεια ταλλήρων και διδράχμων.
Έκαμα ακόμη τη σύσταση στη μαμά να της αγοράζουν κάθε τι που θα χρειασθή σχολικό και να μην τη στερούν από χρήματα για κουλούρι ή άλλο τι που θα προτιμούσε.
Στο σχολείο εδώ την παρακολουθώ κατά πόδες.
Έχω βάσιμες ελπίδες ότι θα αποβάλη ριζικά το ολέθριο πάθος της κλοπής. Πρώτα γιατί αντιλαμβάνεται ήδη το μέγεθος της κακής πράξεως. Έπειτα γιατί ηττήθηκε στην χρήση της. Έλπιζε να κλέβη ό,τι ήθελε κι οπόταν ήθελε, χωρίς να γίνεται αντιληπτή. Επλανήθηκε όμως. Συνελήφθη πιθανόν, πολύ νωρίς. Έχασε λοιπόν το παιχνίδι. Απογοητεύθηκε. Δεν στέφθηκε μ’ επιτυχία η επιχείρηση. Γλύτωσε όμως το ρεζίλεμα. Την διαπόμπευση, ενώπιον των μαθητών του σχολείου και των δασκάλων. Αν ξανακλέψη θα διαπομπευθή και θα αποβληθή!! Τέτοια ήτο η απειλή του δασκάλου. Κέρδος μεγάλο λοιπόν. «Ας μη ξανακλέψω», σκέπτεται. Έτος πέρασε από τότε. Δεν ξανάκλεψε. Πιστεύω πως ήταν η τελευταία της κλοπή. Αν, αντίθετα, έμενε αθέατη, θα εξελισσόταν σε φοβερή κλέπτρια.
Α.Σ.Σ.