ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
– Εκαλοκάμετε, μπάρμπα Μανούσο, στη βάφτισι και πρέπει πως ηυρίκετε
καλή βοσκαρέ, μόνο ήτονε δα κι’ αλάργος κόσμος.
– Βοσκαρέ, λέει όσες βάφτισες έχω καομένες δεν είδα ετσά ραεθιά και ετσά
ισούλια, η παντέρμη Νοθιά, που σηκώθηκε τη νύκτα και αλλολίγο να μας – ε
– τρωζάνη.
– Κ’ ίντα τουλόγου σας είστε μέσα στο σπίτι, κ’ ίντα σας επείραζεν η Νοθιά
– Και δε γατέω γη χαντάς πως εκαθομέστανε ούλες τσι μέρες στου συντέκνου
το σπίτι; Ούλοι διαόλοι στο σπίτι, απ’ απόμεινε στο χωριό να μην μπούμε…
μόνο λα η παντέρμη, δεν είχανε οι γυναίκες πως πορίσουνε απού το ένα
σπίτι να πάνε στ’ άλλο, γιατί των εσήκωνε τα φουστάνια και εκουκλώνανε
την κεφαλή τωνε. Κι ‘ όμως, μωρέ παιδί μου, θωρούμε μια γερόντισσα
ξυπόλητη κι’ αναμπουκωμένη και εβάστανε ένα μπανιστή απού
παραπανίζουν το φούρνο, και εχτύπαντονε επαέ, κ’ εχτύπαντονε εκειγέ, και
λέω κ’ εγώ τση παρέας – λω ίντα κάνει μωρέ, κείνη η γυναίκα; παρά
λαχαντάρεψα στην αρχή πως ήτο τρωζή:
– Λέει – όϊ, αφέη σύντεκνε, το Νοθιά διακονίζει για να πάψη το κιαμέτι.
– Λω, κ’ ίντα φωνιάζει:
– Λέει… Ελεήσετε το Νότο.
Το φτωχό, το μπαρμπαρότο.
Μη ραβδίση τα κουκιά σας,
τα λιναροκρίθαρά σας.
Μη ξυδιάση το κρασί σας
μη μουχλιάση το ψωμί σας.
Κι’ ώσπου να καλογυρέψη λέω, – το χωριό ήτονε – Ο Θεός κι’ η ψυχή μου –
πεσμένη κ’ εγίνηκε μια μπονάτσα, απού εθάμαξα κ’ έκαμα το σταυρό μου!
κι’ απόκιας σου λένε πως είναι κακές οι γηθιές! Ως και τσι καιρούς πιάνουνε.
Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΜΑΡΤΙΟΥ 1933 ΑΡ.ΦΥ. 270