- Μα τη ζωή μου, θωρώ το κ’ η – γ – ίδια πως ετσά ώρα, που’ ρχομαι θα πη κιαείς, πως γυρεύγω δείπνο, μα – Θε μου κατές το, – πως δε βάνω στη μπούκα μου, αν έχετε και κανταΐφι, που λέει, ο λόγος, μόνο με ταραχίσανε τα κούδεβλα κ’ είπα – λω – ας πάω, μωρέ, στω γειτόνω να κάτσω μια ουλιά, να μην αναγκαστώ να βλαστιμήξω μ’ ετσά μέρες, απού νηστεύγω και το λάδι.
- Κόπια, γειτόνισσα, μα δε σ’έχομε μαθημένη, άζουδη, στα ραέθια,
- Ναίσκε, μαθώς: μόνο να δήτε μια δουλειά.. Έμπλεξε κιαείς με τα κεινα τα ψηστά! Του Θεού να είναι, αν έχει κιαείς να βάλη στο τσικάλι απού το λάχανο και πέρα γη α μπάρη κιαμιά οκά φασούλες και αυτές οι παντέρμες, χιλιάκριβες! Δεν είχαμε, λοιπός ίντα ψήσωμε και λέει η γλάνα μου:
Λω, φέρετέ μου μένα ότι χρειάζεται να σας – ε – κάμω τσοφτέδες με τσι πατάτες – γιατί, – τάξε , η μαντώνα, μη ρωτάς πως δε γατέχει μαγερικές! –
Λοιπός μου λέει και φέρνω βάρσαμο, θρίμπι και ύστερα μου λέει, μα θέλω και μαγντανό.
Εγώ η κακομοίρα, δε στένομαι, α στένεται η θάλασσα κ’ είμουνε κουρασμένη κ’ εμάνισα – γιατί που λες – και λέω: Λω, εδά θα γλακώ κ’ εις τη μαγντανέ!
Ώστε να το πω, γιαντά να το πω! κι ‘ αρχινούνε ούλα τα κούδεβλα μα κι’ ο παληόγερος μου! φωνές γέλοια, χάχαρα… λέει – πότες θα πας στη μαγντανέ, γλάκα στη μαγντανέ! λωνά με τρωζάνουθε την κακομοίρα, μόνο ας πα να πορίσω… Κ’ έφυγα απού το σπίτι, μα μη μου πήτε να φάω γη να πιω, αν είναι και μαρουβάς…. Αγκαναρίστηκα, τάξε, απού μην τα ρωτάς!
- Ε! κ’ ίντα να κάμωμε γειτόνισα, ο λόγος λέει: όπου φτώχεια και τραβάγια. Έλα μα σίμωσε λα, καλότυχη να πιης ένα κρασί και όχι – άλλο.
- Κ’ ίντα να μου τα μπαττάρετε θέλει μόνο λέω να πιω μια σταλέ, που θα’ ναι λέω, μπρε, και γλυκιό.
Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΩ
(Ο Τύπος Κυριακή 12 Μαρτίου 1933 Αρ.Φυ.264)