28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1945
Είναι καιρός τώρα που από γύρω – γύρω μου βλέπω μια ζωηρή κίνηση όλων εκείνων που κατά το διάστημα της κατοχής εργάσθησαν Πατριωτικά, με τον σκοπόν να εκθέσουν ότι έκαμε καθ’ενας των εναντίον του κοινού εχθρού της Πατρίδος ορμώμενος μόνον από την αγαθή προαίρεση να υπηρετήσει το Έθνος.
Εκθεσις πολεμικής δράσεως από παντού με κάθε λεπτομέρεια και με σεμνή μετριοπάθεια που καταδεικνύει τη λεπτότητα της ψυχής του κάθε αγωνιστή έρχονται στις αρμόδιες υπηρεσίες για να ξεσκεπάσουν η κάθε μια τους κι από μια άγνωστη σελίδα ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Και είναι καθήκον όλων των αγωνιστών να εκθέσει καθένας τους τη δράση του.
Πρέπει όμως τουτο να γίνει με την αγνήν ελληνοπρέπειαν με την οποίαν εγένετο και ο αγώνας του. Να γίνει με τον σκοπόν όχι της διαφημίσεως και του κέρδους του υλικού αλλά δια να υπηρετηθεί το εθνικόν φρόνημα και να αποδειχθεί η αθανασία της Ελληνικής ψυχής με την ίδια πάντα ορμή και διάθεση στους αγώνας πάντοτε υπέρ της ελευθερία της Πατρίδος.
Μια τοιαύτη έκθεσις απεστάλλει εις τας αρχάς μας εδώ παρα της Μονής Πρέβελη υπο του Ιερομονάχου Διονυσίου Σταφυλάκη και την οποία θα δημοσιεύσει η εφημερίδα μας από σήμερον.
Είναι εις όλους γνωστόν ότι η Ιερά Μονή Πρέβελη που σε πολλές εκατονταετηρίδες αριθμεί τη ζωή και την κοινωνική δράση της πηγή αστείρευτη πάντοτε της εθνικής ιδέας και θεματοφύλακας αιώνιος των ιδανικών της Θρησκείας και της Πατρίδος δεν υστέρησε εις τίποτε και κατά το διάστημα της τελευταίας δοκιμασίας του έθνους μας από τα αλλα Μοναστήρια της Κρήτης μας.
Πλείστο Αρκάδι υψώθηκε Δεύτερος βωμός της ελευθερίας ο Πρέβελης με συμπαραστάτας του τον Επάνω Σήφη τον Κουδουμά το Χρυσόστομο και το Τοπλού.
Η Φωτεινή μορφή του αειμνήστου Αγαθαγγέλου Λαγουβάρδου Ηγουμένου του Πρέβελη υπήρξεν η ψυχή του αγώνα μας ευθύς αμέσως από τον Ιούνιον του 1941. Ο Πρέβελης έγινε πρώτον Στρατόπεδο της Λευτεριάς και η Λίμνη αναταράχτηκε από το πέρασμα του Πρώτου συμμαχικού Υποβρυχίου λίγες μόνο εβδομάδες μετά την Κατοχή στου ίσκιους του Μοναστηριού αυτού ξεκουράστηκαν τα καταπονημένα κορμιά των τελευταίων υπερασπιστών της Ελληνικής Κρητικής Γης, και από το χέρι του σεμνού κληρικού πήραν την ευλογίαν και έφυγαν για την Αίγυπτο να συνεχίσουν τον αγώνα της νίκης.
Παντού όλες τις εκκλησίες της Κρήτης μας οι ψυχές των κληρικών μας ύψωναν παράκληση θερμή πάντα στον Θεόν για την Πατρίδα μας, σιωπηλά όμως και μυστικά.
Μόνο στον Πρέβελη η φωνή του Λειτουργού του Υψίστου υψώνετο πάντα στεντόρεια και διάτωρος υπερ ευωδόσεως του συμμαχικού αγώνος και της κατισχύσεως των όπλων του δικαίου.
Ο Πρέβελης υπήρξεν η θρυαλλίδα που μετέδωσε το Πυρ στη Πυρίτιδα της Κρητικής ψυχής που ήτο έτοιμη πάντα να εκραγεί σαν Ηφαίστειο και άναψε ο αγώνας του Νησιού τέτοιος που τον τρόμαξαν οι Γερμανοί και τον επαίνεσαν με ένα στόμα οι Σύμμαχοι.
Ο Πρέβελης στάθηκε πρωτοπόρος αγωνιστής από τη Πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία του αγώνος υπο την καθοδήγησιν του εμπνευσμένου Ηγέτου του τόσον απ’ εδώ όσον και από το Κάϊρον ως επίσης και των άλλων αδελφών της Μονής οίτινες αλλοι μεν κατεδιώχθησαν και βγήκαν στο βουνό και άλλοι συλληφθέντες στις φυλακές από τον εχθρόν.
Αλλα ας παρακολουθησωμεν εν γενικαίς γραμμές τη δράση της Μονής ως μας εκθέτει ο προαναφερθείς Ιερομόναχος οστις υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς της Ιστορίας αυτής.
Πώς η Μονή Πρέβελη κατώρθωσε να κρύψει και να προστατεύσει Αγγλους Στρατιωτικούς, επί αρκετόν χρονικόν διάστημα και να φυγαδεύσει αυτούς εις Αίγυπτον με σκοπόν να αποφύγωσι την εις τους Γερμανούς παράδοσιν των και πως μαζί με τους ανωτέρω φιλοξένησε τους ανωτέρους Ελληνας Αξ/κούς και οπλίτας. Συμβολή της Μονής στον απελευθερωτικόν αγώνα . Πώς πάλεψε μέχρι τέλους και με μύριους κινδύνους εναντίων ξένων πρακτόρων και πως διέθετε ολοφάνερα παν οτι είχε για τον Εθνικό Στρατό.
Προβαίνω στην ενέργεια μου αυτή επειδή έτυχε να είμαι ο μόνος των ιερομάναχων που διέφυγε τη σύλληψη και που ο Ηγούμενος αυτής Αγαθάγγελός Λαγουβάρδος ανέθεσε τη διεκπεραίσωση όλων των με την ανωτερώ κινησιν σχετιζομένων υποθέσεων.
θα εξιστορήσω τα γεγονότα όσο μου είναι δυνατό δινόταν σ’αυτά τη σειρά και το χρόνο που συνέβησαν βοοηθούμενος και τα εις χείρας μου ευρισκόμενα σημειωματά του Ηγουμένου και των Αγγλων Αξ/κών, και πολλών άλλων διανοουμένων οίτινες ειργάσθησαν για τον ανωτέρω σκοπον. Μ’ αυτό θέλω να μείνη στο Αρχείον της Μονής ενα χαρτί που να μπορεί να εξιστορεί τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν και που η έκθεσις μου αυτή ύστερα απο εκατοντάδας χρόνια θα έχει κάποια αξία για τη μονή που θα αυξάνει η αξία της αυτη όσο τα χρόνια παρέρχονται.
Βεβαια που θα αναγράψει και η ιστορία ή θα δημοσιεύσει ενας διανοούμενος, ενας δημοσιογράφος.
Με το σκοπό αυτό αρχίζω να παρακαλώ τον αναγνώστη μου να μη με κρίνει αυστηρά για τη σύνταξή μου, και τα ορθογραφικά μου λάθη. θα θα εργασθώ ως και ανωτέρω αναφέρω με τα ολίγα πενυματικά μου εφόδια .κλπ.
Αν και τα βουνά από τις ταλαιπωρίες τους κόπους και τη δυστυχία αν και οι στενοχώριες από τους κινδύνους το φόβον και την αγωνίαν μ’ άλλα λόγια αν και το φαρμάκι που συνετάραξε συθέμελα την ανθρωπότητα κτύπησε και πλήγωσε και τις δικές μας ψυχές μούδιασε και τα δικά μας κορμιά, και θόλωσε το μυαλό μας, μας έκανε να μη μπορούμε να συνέλθωμεν και να συγκεντρωθώμεν για μια οιαδήποτε εργασία, εν τούτοις θεωρώ καθήκον μου, υποχρέωσίν μου να αναγράψω τινά για την ιστορική Μονή του Πρέβελη για ο ρόλο που έπαιξε αυτή ποικιλοτρόπως κατά το διάστημα της 4 ετούς μας δουλείας – εις το υπέρ της ελευθερίας αγώνα.
Σκοπός της εργασίας μου αυτής δεν είναι ούτε καν δεν σχετίζεται με την επίδειξιν γνώσεων. Όχι σκοπός μου σήμερον είναι να θέσω εδώ εν ολίγοις και ανάλογα με τις πνευματικές μου δυνάμεις και λυπούμε γιατι πολλά που θα πρέπει να εκθέσω δεν θα μπορέσω λόγω της μικράς μου μορφώσεως πως η Μονή του Πρέβελη κατόρθωσε να φιλοξενήσει, να προστατεύσει και ν’ αποστείλει στην Πατρίδα τους Άγγλους Στρατιωτικούς και οίτινες κατέφυγον ενταύθα κατά την κατάληψιν της Κρήτης, ως και πολλούς δικούς μας εκ Παλαιάς Ελλάδος τας καταστροφάς υπέστη αυτή από τους Γερμανούς για την ανωτέρω αιτίαν. Τας συλλήψεις των αδελφών αυτής, και τον ρόλον που – έπαιξε αυτή κατά το διάστημα των 4 ετών κατοχής προς το βάρβαρο κατακτητή για να μπορέσει να ενισχύσει τον αγώνα.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβον την Κρήτην οσοι εκ των ανδρών των συμμαχικών Στρατευμάτων δεν κατόρθωσαν να φύγουν στην Αίγυπτον, παρέμειναν φιλοξενούμενοι παρά πολλών δικών μας σε διάφορα μέρη και κρυψώνας της Κρήτης. Τοτε κατέφυγον και στη δική μας Μονή του Πρέβελη περί τους 120 Αξ/κοί και οπλίται. Ετοποθετήθησαν μερίμνη του Ηγουμένου αυτής Αγαθάγγελου Λαγουβάρδου σε διάφορες τοποθεσίες της περιφέρειας της.
Μερικοί στον Αγιον Ονουφριον άλλοι στη Λίμνη στην Αγία Φωτεινή, στο Ταλιέραδο, στον Αγιον Ιωάννη και στην Ξηρορητησα, εμειναν δε μονάχα επτα αξ/κοί στη Μονή.
Στα μέρη αυτά ετροφοδούντο ολοι μερίμνη του προσωπικού της Μονής, με μεγάλον κίνδυνον και γι’ αυτούς και για μας. Τις μέρες αυτές ήλθε Τάγμα Γερμανών και εγκαταστάθη στη Μύρθιο χωρίον απέχον της Μονής περί τη μιαμιση ώρα. Προ του κινδύνου αυτούς όστις τοσο μας πλησίασε με το φόβο να μας ανακαλύψουν από στιγμή σε στιγμή σκέφθηκα και τη σκέψη μου αυτή ανεκοίνωσα στον Ηγούμενο ότι οι Άγγλοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν σε ορισμένο μέρος μακράν της Μονής για την ασφάλειαν και των Άγγλων και μας. Την ιδέα μου αυτή την έκρινε ως ορθήν και λογική και μου ανέθεσε την τακτοποίησιν αυτων στο μακρυνο Μετόχιον της Μονής Ξηρορήνησα.
Και πράγματι αμέσως την επομένη απόσπασμα Γερμανών Στρατιωτών με επικεφαλής ένα Αξ/κόν, πέρασαν από τη Μονή και εγκατέστησαν φυλάκειον στη Λίμνη.
Ευτυχώς όμως που είχαμε μεταφέρει τους Άγγλους μακράν της Μονής και δεν συνελήφθησαν ως εκ θαύματος. Από την ημέραν αυτήν ανέλαβε η Μονή την τροφοδότησην του Γερμανικού Φυλακείου η οποία διήρκησε επι δύο μήνας. Ετσι παρεσκευάζετο συσσίτιο χωριστόν δια τους Γερμανούς.
Με φόβο και τρόμο περνούσαν οι μέρες, ο καιρός με την σκέψη που θα φθαση αυτή η κατάσταση. Zούσαμεν σε μια διαρκή αγωνία που την ήυξαναν ταχεία περιστατικά και γεγονότα. Μα μέρα π.χ. εκει που θέριζαν τα σπαρτά της Μονής αι Γυναίκες (θερίστρες) εκεί πλησίον που έμεναν οι Άγγλοι μαζεύτηκαν όλοι κύκλο σ’ αυτές και περιεργαζόντουσαν πως γίνεται ο θερισμός με τα δρεπάνια και όχι με τις μηχανές. Σε μια στιγμή έρχεται αγγελιοφόρος του Ηγουμένου και μου λέγει να κρύψω τους Άγγλους διοτι ευρίσκονται Γερμανοί στη Μονή και ρωτούν που είναι η Ξηρρορήνησα. Αμέσως φώναξα κάποιο δικό μας στρατιώτη εκ παλαιάς Ελλάδος που γνώριζε λίγο Αγγλικά και τους είπεν την κατάστασιν, τους οδήγησε δε στο πλησίον φαράγγι, που του υπέδειξα μέρος ασφαλές για να κρυφτούν, εγώ δε προσεπάθησα να εξαλείψω τα ίχνη τους. Σε μια στιγμή τους βλέπω και γυρίζουν ολοι πίσω με τη δικαιολογία ότι το μέρος δεν τους άρεσε αδιαφορούντες για τον κίνδυνον. Σε τέτοιες σκηνές βρεθήκαμε πολλές φορές. Ευτυχώς που οι Γερμανοί δεν ήλθαν, δεν μάθαμε δε και γιατί ρωτούσαν για το μέρος αυτό της Ξηρρορήνησας. Τελείωσε ο Θερισμός και εγώ ησχολούμην του λοιπού με την περιποίηση των Αγγλων και κοίταζα πώς θα ξεγελούσα τα Γερμανικά αποσπάσματα ότι στη Μονή δεν έμειναν Αγγλοι ούτε τροφοδοτήσαμε ποτέ τοιούτους. Και πίστευον χωρίς πολλάς προσπάθειας, να καταβάλει κανείς προς τουτο, αρκούσε μόνο που τους έδινες να φάνε και να πιούνε καλά. Πολλές φορές Γερμανοί στρωμένοι στο φαγοπότι στη τραπεζαρία της Μονής και Αγγλοι επάνω στα δωμάτια έκαναν διάφορα σχέδια για τον τρόπο φυγής των. Μια μέρα στις 25 με 26 Ιουλίου 1941 ημέραν Κυριακήν ενώ τελούσε λειτουργίαν στη Μονή Προδρόμου (κάτω Μοναστήρι) ξαφνικά ο Ηγούμενος χάθηκε από την Εκκλησία την ώρα που έψαλλε . Κοιτάζω βλέπω το στασίδι του κενόν. Κατάλαβα ότι κατι συμβαίνει. Τελείωσα τη λειτουργία τη βοήθεια του Μοναχού Γερασίμου (νυν ιεροδιάκονου). Βγήκα από την εκκλησία και κοίταξα ασυναισθήτως το μέρος που κάθιζε και έπερνε τον καφέ του μετά το τέλος της λειτουργίας. Δεν ευρίσκετο εκεί και αμέσως έτρεξα να τον ζητήσω σ’ άλλο μέρος χωρίς να περιμένω καφέ, ούτε και να ρωτήσω κανένα μήπως εγείρω υπονοίας δεδομένου ότι στη Μονή έμεναν πολλοί από διάφορα μέρη της Ελλάδος που επολέμησαν εδώ στα Μέτωπα της Κρήτης, και έμειναν κατόπιν εδώ γιατι δεν μπορούσαν να φύγουν. Αυτούς η Μονή τους προσέλαβε στο εργατικόν προσωπικόν και τους πλήρωνε όπως τους λοιπούς Υπαλλήλους της συσσιτούσαν δε και εκει. Υπήρχαν άνδρες και της Σχολής Ευελπίδων Αξ/κοί διαφόρων όπλων. Το Μοναστήρι είχε ματαβληθεί σε στρατόπεδο. Μεσημέρι βράδυ δυο μεγάλα καζάνια στα οποία παρεσκευάζαμε το φαγητόν πολλές φορές δεν επαρκούσε και δίναμεν και ξηρά τροφή τυρί και μέλι. Από φόβο λοιπόν δεν ρώτησα γιατί δεν έπρεπε να εχω σ’ολους εμπιστοσύνη.
Τράβηξα κατευθείαν στο κελί του, και ηρώτησα την υπηρεσίαν του. Μου απήντησεν με απορίαν ότι δεν ξέρει και ότι έπρεπε να είναι στην εκκλησία. Αμέσως κατάλαβα περίπου τι συμβαίνει είπα ότι ητο στην εκκλησία, αλλα προς στιγμήν βγήκε και τον ζητούσα για κάποια υπόθεση. Πράγματι έτρεξα με ανυπομονησία στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και βρήκα τη θύρα κλεισμένη και καλώς ασφαλισμένη. Εκτύπησα με προσοχή αφού ο ίδιος πλησίασε και ρώτησε ποιος κτύπησε του ομίλησα και με γνώρισε μου άνοιξε γρήγορα και με επιφύλαξη και πέρασα. Έκλεισα και παλιν καλά και μετά με οδήγησε στο δεύτερο μέρος του δωματίου όπου καθόντουσαν δύο γνωστοί μου.
Τους καλημέρισα και αμέσως ο Ηγούμενος έδωσε τις δέουσες συστάσεις, απ’ εδώ ο Πάτερ Διονύσιος Ιερομόναχος της Μονής και πολύ πρόθυμος να μας βοηθήσει στην προκειμένη περίπτωση ..απ’ εδώ ο κ. Πόουλ Άγγλος Υποπλοίαρχος .. και απ’ εδώ ο κ. Στρατής Λιπαράκης εξ Ανωπόλεως Σφακίων νυν κάτοικος Αλεξάνδρειας μου είπαν και κάθησα και ανέλαβε ο Άγγλος Ταγματάρχης να μου πει τους λόγους που τους ανάγκασεν να ελθουν στη Μονή. Σε άπτεστον Ελληνική άρχισε να λέει ότι το Στρατηγείο τους έχει πληροφορίας ότι πολλοί άνδρες δικοί μας ευρίσκονται ακόμη στη Κρήτη και δεν έχουν παραδοθεί στους Γερμανούς, οι οποίοι φιλοξενούνται στις τρύπες και τα σπήλαια από τους κατοίκους της Νήσου.
Έτρεξα αμέσως (για τους άλλους που έμεναν στον ξενώνα Άγγλους να παραλάβω ενδεχομένην μεταξύ τους συζήτησιν οπότε θα εγίνοντο αντιληπτοί από τους Γερμανούς που είχαν φθάσει ακριβώς στο κάτω μέρος του δωματίου των. Για να με ακούσουν και να με νιώσουν φώναζα δυνατά στους άνδρας του Αποσπάσματος – Σολτάτ Γκουτ Γερμανία, γκουτ και αμέσως τη μποτίλια τη ρακί αυγά τηγανιτά πατάτες και τυρί άφθονα όσπου χόρτασαν και έφυγαν κατευχαριστημένοι φωνάζοντες «Πρέβελης όλες εντάξει όλες εντάξει». Αμέσως την επομένην στείλαμεν τον Παύλον Περαντωνάκη από Φραττί στην Αγία Γαλήνη μέχρι Καλούς Λιμιώνες και ζητούσε καΐκι να έρθει λάθρα να παραλάβει τους Άγγλους για την Αίγυπτο με έξοδα της Μονής. Δυστυχώς δεν βρέθηκε γιατι οι Γερμανοί τα είχαν αχρηστεύσει όλα. Ζητήσαμε και προς τα Σφακιά αλλα με τα ίδια αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν απάντησε ο Παπα Κατεχάκης προς τον οποίο ο Γουμενος είχε στείλει έμπιστον του. Ο Θεός όμως που κανονίζει τα πάντα τύφλωσε τους Γερμανούς και διέλυσαν το Φυλάκειον της Λίμνης και βγήκαν οι Πόουλ και Στρατής. Αν βέβαια υπήρχε το Φυλάκειον θα εσυλλαμβάνοντο αιχμάλωτοι και το έργον θα εματαιούτο. Επανερχόμεθα στο μέρος που οι Άγγλοι πανηγύριζαν την ευχάριστον αγγελίαν της αφίξεως του Υποβρυχίου. Την επομένην από τις 8-9 μ.μ. ενώ οι Άγγλοι οδηγούμενοι από το Μετόχιον Ξηρορήτησα προς την Λίμνην ο Ηγούμενος μετά του Πόουλ μέσα στο ναίδριον του Αγίου Σάββα (στη Λίμνη) έδιναν τα σήματα από το μικρόν παράθυρο του ναϊσκου προς το πέλαγος με ειδικόν φακόν για τη προσέγγιση του Υποβρυχίου. Την 1 μ.μ. μεσονύκτιον φάνηκε ο πύργος του υποβρυχίου το οποίον ανεδύθει εις αποστασιν 70 μέτρων από την αμμουδιά. Προσέδεσε αμέσως χονδρά σχοινιά έξω πέταξε σωσίβια τα οποία φόρεσαν αμέσως οι στρατιώται και πέρασαν στο Υποβρύχιο στηριζόμενοι στα σχοινιά εκείνα. Ολοι πέταξαν παπούτσια και φορέματα που φορούσαν αποχαιρέτησαν με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης στα μάτια τους δικούς μας τους οποίους και κατησπάζοντο και πέρασαν στο μέσον της σωτηρίας των, που αμέσως φόρεσαν καινούργιοι απ’ όλα. Έφυγαν με τους Άγγλους τότε και πολλοί δικοί μας. Σε λίγη ώρα αποχαιρέτησε κάποιος Αξ/κος του σκάφους τους δικούς μας πέρας σ’αυτό με το μοναδικό μικρό βαρκάκι του που ήτο έξω και που χωρούσε μόνο ένα άτομον και το σκάφος αμέσως ανεχώρησε και κατεδύθει σε λίγην απόσταση έξω της Λίμνης.
Ητο τότε εσπέρα της 27ης Ιουλίου 1941 οτε τελείωσε η πρώτη αποστολή.
Την επομένην απεφάσισαν ο Υποπλοίαρχος Πόουλ να φύγει μετά του Ηγουμένου και του Στρατή στο Αμάρι που ως είχον πληροφορίας πολλοί Άγγλοι ευρίσκοντο γύρω στο Ψηλορείτη. Στον Πόουλ δώσαμε πολιτική ενδυμασία πήραν τα ζώα καβάλησαν και ανεχώρησαν μέσω φαραγγιού Κουρταλιώτη Αγ. Πελαγία Λαμπινή, Καρίνες, Πατσό , Παντάνασσα, και εφθασαν στους Αποστόλους καταλύσαντες στην οικίαν του αδελφού του ηγουμένου Δημητρίου Λαγκουβάρδου. Πρωτού αναχωρήσει ο Πόουλ μου παρέδωσε την στρατιωτική του στολή να τη φυλάξω μέχρι της επιστροφής του.
«Πάτερ Διονύσιε φεύγομε στο Αμάρι. Επειδή όμως πολλοί Κρήτες παρηκολούθησαν την άφιξιν και αναχώρησαν του Υποβρυχίου, πολύ γρήγορα θα γίνει γνωστό και σε άλλα διαμερίσματα της Νήσου. Είμαι βέβαιος πως πολλοί Άγγλοι θα τρέξουν να έλθουν εδώ για να φύγουν θ’ αναλάβης λοιπόν τη φροντίδα να τους τοποθετείς σε ασφαλές μέρος και τους τροφοδοτείς καθώς και εκείνου που θα στέλνωμεν με τον Ηγούμενο από το Αμάρι μέχρις ότου έλθομεν και μεις. Ισως να έλθουν και δικοί σας με σκοπό να φύγουν θα τους πεις πως εχω ρητήν διαταγήν του Στρατηγείου να μη παραλάβω κανένα Έλληνα. Αυτό μου είπε τότε που έφυγαν.
Από τους Αποστόλους ο Γούμενος έστελνε έμπιστα πρόσωπα και μάζευε τους Άγγλους από τα διάφορα μέρη του Αμαρίου, για να τους στέλνει εδώ στο Πρέβελη. Την επομένη της αναχωρήσεως των έρχεται από τη Μύρθιο ο Χαράλαμπος Βιταλάκης και μου ανέφερε ότι είχε 13 Άγγλους τους οποίους θέλει να διώξει για την Αίγυπτο επειδή έμαθε πως φεύγουν και άρχισε να δημιουργήται θόρυβος τον παρακάλεσα αν είχε μέρος ασφαλές να τους κρατήσει εκεί μέχρι να τον ειδοποιήσω πότε και που θα τους φέρει, και αν θέλει να του δώσει η Μονή τροφάς. Με εβεβαίωσε για το ασφαλές του κρυσφήγετου και για την τροφή το θεώρησε προσβολή για την Μύρθιο αν δεν μπορούσε να περιποιηθεί για λίγο ακόμη καιρό 10 άτομα. Του είπα δε να κάνει μια κατάστασιν να πάρει τα ονόματα τα Συντάγματα και τας Μονάδας που ανήκουν. Αυτό εγινε και στο Φραττί που έμενε μια ομάδα Αγγλων υπο την προστασίαν του Παύλου Περαντωνάκη, του Εμμ. Βασιλάκη τον οποίον αργότερα ετυφέκισαν οι Γερμανοί και τους επεριποιούντο ολοι οι χωρικοί. Άλλη ομάδα στη Δρυμισκο υπο τους Αλέξανδρον Κυριακάκην, Εμμ. Σερτεδάκην, Παύλον Κατσογριδάκην, και Ιωάννην Μαρκάκην, αυτοί δεν έλαβον τρόφιμα από τη Μονή, επίσης στα Κεραμέ και τους τροφοδότησαν οι Αντώνιος Αντωνιουδάκης, Παντελής Βιβιλάκης, Μιχαήλ Μαρκάκης. Επίσης στο Βάτο άλλη ομάδα την οποίαν έστειλαν από το Αμάρι τους οποίους παρέλαβε ο Δικηγόρος Μιχαήλ Παπαδάκης στον οποίον έστειλα σχετικό σημείωμα με τον οδηγόν των Αγγλων αυτών όστις αφου τους άφησε στο Σιδέρωτα, ήλθε στο Μοναστήρι να με ανταμώσει. Για να μη γίνει αντιληπτός έκανε ότι ζητούσε σφαγεία και επειδή η Μονή δεν είχε τον Κάλεσα ως ξένον στο κελί μου να του δώσω κατι να φάγη.
Μολις κλείσαμε τη θύρα μου λέγει «Εγώ, δεν ειμαι ζωέμπορος αλλα απεσταλμένος από τον Ηγούμενο και έφερα 18 Αγγλους τους οποίους άφησα στο Σιδέρωτα». Τοτε εγώ τον έστειλα στον κ. Παπαδάκην στο Βατο να τους κρατήσω ουτω μακράν της Μονής δια λόγους ασφαλείας. Ονομαζετο Αντώνιος Κρυοβρυσανάκης από την Λοχριά Αμαρίου.
Στις Βρύσες που έμεναν τρεις και στ’ Ακούμια ενας ειδοποίησα και τους έφεραν στο Κεραμέ για να πλησιάζουν προς τα εδώ. Την επομένην ήλθε από του Φωτεινου ενας Τακαράκης τον οποίον εξετέλεσαν αργότερα οι Γερμανοί, και μου κρατούσε το κάτωθι σημείωμα «πάτερ Διονύσιε.. πότε ήλθε υποβρύχιον και πόσους παρέλαβε; Πότε θα ξανάρθει; Ήλθε και παρέμεινε Αξ/κός εις Κρήτη; Εχει τονισθεί ότι η ανάγκη να έλθει εις άμεσον επαφήν με την επιτροπή. Αγώνος εις την ην Μετέχουν και Αγγλοι Αξιωματικοί. Ανδρεάς Παπαδάκης Συν/χης, Εγω όμως που δεν γνώριζα ουτε τον αποστολέα ουτε τον κομιστήν δεν έδωσα πίστη στο σημείωμα για να απαντήσω και του είπα ότι δεν ξέρω τίποτα για όλα αυτά που γράφει.
Την ίδιαν ημέραν ήλθαν οι Στυλιανός Καλλονάς Ταγ/χης Πεζικού, Στέργιος Μπινόπουλος Συν/χης Πυρ/κού, ενας Γερογιάννης Λοχαγός από το Γαλατά Χανίων, και με παρακαλούσε να μεσιτεύσω στον κ. Πουλ για να φύγουν και αυτοί από εδώ. Την επομένην έφθασε ο Πετρακογιώργης και μου λέγει πήγα και βρήκα τον Γούμενο και τον κ. Πόουλ. Μου υπεσχέθησαν και μου είπαν να τους περιμένω εδώ. Επίσης ο κ. Εμμανουήλ Κελαϊδής Ανώτερος Αξ/κός Αεροπορίας μου λέγει «Πάτερ Διονύσιε εγώ επεδευόμην μέχρι σήμερον για να είμαι εις θέσιν να υπερασπίσω την πατρίδα μου, έκανα ότι μπόρεσα στην Αλβανία και πάνω στην Ελλάδα, τώρα πιάστηκα εδώ και οι συνάδελφοί μου μάχονται εναντίον του εχθρού, κι εγώ δεν μπορω να φύγω, θέλω να πάω κάτω να μπω σε αεροπλάνο να πετάξω να πολεμίσω σε παρακαλώ κανε μου τη χάρη να μεσιτεύσεις στον κ. Πόουλ να με πάρει. Ήλθε επίσης κάποιος Κατουλάκης Λοχαγός από του Κουρνά ενας στρ/κος Ιερεύς Αρτεμάς από τη Λαμία για τον ίδιο σκοπό ο Συνταγματάρχης Παπαδάκης Ανδρέας πήγε κατευθείαν στο Αμάρι βρήκε τον Ηγούμενο και τον Άγγλο Αξ/κο του υπεσχέθησαν και γύρισε πίσω στο Κορέδο όπου μου έστειλε το κάτωθι σημείωμα. «Πάτερ Διονύσιε παρακαλώ δώσατε παξιμάδι 2-4 ημερών δια δύο Αξ/κούς με την άδεια του Ηγουμένου.
Με υπόληψιν Ανδρέας Παπαδάκης Συν/χης».
Εγώ ήθελα να τους εξυπηρετήσω ολους γι’ αυτό έκανα μια επιστολή στον κ Πόουλ και τον Ηγούμενο την οποία έστειλα με τον Περαντωνάκη και τον παρακαλούσα να πάρει μερικούς που πράγματι έπρεπε αν φύγουν για να συνεχίσουν τον αγώνα. Έγραφα συνάμα ότι επειδή εχει δημιουργηθεί πολύ κίνησις καό θα ήτο να γίνει η Δευτέρα αποστολή από την Τριόπετρα το φυλάκειον της οποίας είχε αποσυρθεί και όχι από τη Λίμνη.
Προ το σκοπόν τουτο εστειλα τον Νικολ. Γρηγοράκη από τα Κεραμέ για να εξακριβώσει. Αμέσως πήρα το κάτωθι σημείωμα του Ηγουμένου.
«Αγαπητέ Διονύσιε, ελαβον την επιστολή σου και απαντώ: Η συγκέντρωσις μακρά της Μονής δια λόγους σκοπιμότητος. Να στείλετε χαρτί εις Αξ/κόν να γράψει όλα τα ονόματα των Αγγλων. Τον αριθμό και το Σύνταγμα εις ο ανήκουν. Τούτο κατά απαραγγελίαν του κ Πόουλ.
Οσον αφορά δια την ημέρα αναχωρήσεως του υποβρυχίας ας έλθωμεν πρωτύτερα και τότε τα λέγομεν δια τα άτομα που προτείνονται και που γράφουν. Τοτε κανονίζεται η πορεία γιατι τώρα δεν μπορούσε να δώσωμεν υπόσχεση καθ’ όσον θα κανονισθεί εκ του αριθμού συγκεντρώσεως , των Αγγλων που θα έχωμεν υπ’οψιν του Α. πρωτύτερα. Καθημερινώς παρακολουθήτε την λίμνη και τας κινήσεις των από ξηράς και θαλάσσης. Είμεθα όλοι καλά . Α. Λ. εξοχή 3-8-41».
Επίσης άλλο σημείωμα το οποίον έστελνε ο κ Πόουλ προς Άγγλον Αξ/κόν εδώ στο Πρέβελη γραμμένο Αγγλικά από τη μία μεριά, από την άλλη ο Ηγούμενος έγραφε: «Πάτερ Διονύσιε αυτό το γράμμα να δοθεί στον Αξ/κόν του Ναυτικού ή στον αλλον Αξ/κόν ή στο Λοχία και να μας απαντήσουν αμέσως, ο φέρων την επιστολήν είναι της απολύτου εμπιστοσύνης. Εάν αυτου είσαι ο κ. Παπαδάκης Δικηγόρος και του είναι εύκολον να μας επισκευθεί:
Είχα προτείνει για να φύγουν τον κ. Πετρακογιώργην και τον κ. Πετρακογιώργην και τον κ. Κελαϊδή, τον κ. Μπινόπουλον , τον κ. Ανδρ. Παπαδάκην και τον κ. Γερογιάννην αφού δεν ήλθαν από το Αμάρι του πρότεινα και τον κ. Καλονάν διότι μου έκανε παράπονα ότι φρόντισα για τους ξένους και όχι γι’ αυτόν που είναι απ’εδώ. Μου υπεσχέθη και για τους εξι αλλά δυστυχώς την ώρα που θα περνούσαν στο σκάφος έτρεξαν περι τους 150 δικοί μας και αναγκάσθηκε να φύγει το υποβρύχιον και να τους αφήσει. Μαζί με τη δεύτερη αποστολή η οποία έγινε την 18ην Αυγούστου 1941 έφυγε και ο Πόουλ από τη Λίμνη. Παρέλαβε τότε 98 Άγγλους εις δε την πρώτη αποστολή 73. Φεύγοντας ο κ. Πόουλ άφηκε τη εξης παραγγελίαν. «Βέβαια στη Μονή θα παρουσιασθούν και άλλοι Άγγλοι. Θα μας το κάνετε γνωστό με τον εξής τρόπον. Στο Ρουσσόλακο (μέρος επάνω από τη Λίμνη και κάτωθεν της Μονής) υπάρχουν δύο αλώνια. Αν ο αριθμός των Αγγλων είναι μέχρι 50 θα κάνετε ένα τρίγωνο με ασβέστη στη βάση του δεξιού Αλωνιού. Από 50-100 δε, θα ασπρίσετε ένα τετράγωνο, και αν είναι από 150 και άνω θ’ ασπρισθεί ολη η βάσις του αλωνιού (του δεξιού). Το αριστερό αλώνι θα παρουσιάζει τη Λίμνη . αν υπάρχουν Γερμανοί στο φυλάκιο (της Λίμνης) θα ασβεστωθεί ολόκληρος η βάσις αυτού, αν όχι τότε θα μείνει ως έχει. Συμμαχικό αεροπλάνο θα περνά κάθε απόγευμα και θα παίρνει φωτογραφίες των αλωνιών, και όταν δούμε ότι υπάρχουν και αναλόγως του αριθμού θα στείλωμεν αμέσως την επομένην σκάφος και να το περιμένετε. Επίσης ένα από τα βράδια της 1 με 5 Σεπτεμβρίου θα περάσει αεροπλάνο από τη Μονή θα κάνει τρεις κύκλους και θα ρίξει από χαμηλό ύψος ένα κιβώτιον το οποίο θα περιέχει εμπιστευτικά έγγραφα και ανταλλακτικά ενός ραδιοπομπού». Αυτά είπε, ευχαρίστησε κι έφυγε. Μετα την αναχώρησιν του υποβρυχίου έφυγαν μερικοί από τους ξένους στα γύρω χωριά, άλλοι δε οι περισσότεροι έμεινα στη Μονή περιμένοντας και παλιν νέαν άφιξην σκάφους. Κάθε στιγμή δεν κατέφθαναν και νέοι. Εδημιουργήθει τότε θόρυβος πολύς και παράπονα εγείροντο από πολλούς ότι δεν τους πήρε το υποβρύχιον ίσως αυτό ήτο η αιτία και η Μονή έπαθε την παρακάτω συμφοράν την οποίαν ο Ηγούμενος από την αρχή προέβλεπε και δικαίως μου’ γραφε σ’ ένα γράμμα του όταν εγώ του εξιστορούσα την κατάστασιν την οποίαν και εγώ βρισκόμουνα.
«Πάτερ Διονύσιε, έλαβον την επιστολή σου, πληροφορώ υμάς ότι κατόπι αποφάσεως ληφθείσης λόγω των γεγονότων καθ’ ημέρα λαμβανομένων χωραν αυτού, ουδείς θ’ αναχωρήσει ούτε εντόπιος ούτε ξένος και έστω προς γνώσιν πάντων και δύνανται να υπάγωσι στα σπίτια τους. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να φέρει την καταστροφή στον τόπο πράγμα όπερ η ασύνετος στάσις μερικών αποσκοπεί. Οσοι επιμένουν πρέπει να βεβαιωθούν οτι η επιμονή τους σφάλμα δια την γενικήν υπόθεσιν της Πατρίδος, η οποία είχε εισέλθει εις καλήν οδόν. Αν όπως πιέζουν δια της στάσεως μερικών που θέλουν δια τους εαυτούς των να ζημιώσουν το γενικό συμφέρον τουτο μας λυπεί πολύ. Και πάλιν στη περιφέρεια της Μονής να μην ευρίσκεται ουδείς διότι υπάρχει κίνδυνος και δια τους συναναστρεφομένους εντοπίους 13 του μηνός 4 ζώα
Α.Λ.»
Αυτά έγραφε τα πράγματι πατριωτικά και γεμάτα ενδιαφέροντος λόγια και για τους ξένους και δια τοςυ δικούς μας και για τη Μονή και για τα γύρω Χωριά.
Δυστυχώς δεν ήκουσαν και ετσι τιμωρηθήκανε διαφοροτρόπως. Ήτο 24 Αυγούστου εγώ ειχα πάει στο Ρεθυμνον για υποθέσεις της Μονής. Γυρίζοντας το πρωί πίσω την 25ην δηλαδή του μηνός πληροφορήθηκα στην κοξαρέ από διάφορους κατοίκους οίτινες με φωνές με υπεδύκνειαν να αφήσω τα ζώα και να τρέξω να κρυφθώ γιατι οι Γερμανοί είχαν κυκλώσει τη Μονή και συνέλαβον ολους τους αδελφούς που βρήκαν και μάλιστα θα τους είχαν εκτελέσει.
Εν τω μεταξύ έφθασε από τη Μονή ο εκ Σελλίων Γεώργιος Κοκκινάκης τον οποίον οι Γερμανοί είχαν εγκαρεύσει να μεταφέρει εις Κοξαρέ τα χρήματα αυτής και με κλάματα μου εβεβαίωσε οσα και οι κάτοικοι Κοξαρές μου είπαν. Με ψυχραιμία ως να μην συνέβαινε τίποτα φώναξα των Κων/ντίον Σταματάκην τίμιον άνθρωπο και φιλόξενον ο οποίος πάντοτε εξυπηρετούσε τη Μονή και του παρέδωσα τα ζώα μαζί με τα φορτία και με διαταγή να μη δώσει σε κανένα τίποτα άνευ σχετικού σημειώματος μου. Είχα υπ΄όψιν μου λεηλασία της Μονής και ότι μπορούσαν να τον εξαπατήσουν και να του τα πάρουν. Ερώτησα αμέσως περί της τύχης του Ηγουμένου και βεβαιώθηκα ότι βρέθηκε έξω του κλοιού των Γερμανών διαφυγών ούτω την σύλληψιν και ότι έφυγε στην Επαρχία του το Αμάρι βοηθούμενος από τον Πάυλον Περαντωνάκην και τον Χαράλαμπο Πελεκανάκη. Έμεινα εκείνο το βράδυ στη Κοξαρέ και πρωί έφυγα με σκοπό να πλησιάσω στη Μονή. Στις Ατσιπάδες με σταμάτησαν και εμεινα το βράδυ στο σπίτι του Σπύρου Καρπουζάκη. Εκει ήλθε και με βρήκε ο Ευστάθιος Θεωδοράκης Πρόεδρος Κοξαρές φοβουμενος μήπως εμαρτύρησαν στη Μονή ότι το ράδιο που βρέθηκε εκεί ήτο δικό του. Την επομένην ανέβηκα στο βουνό Κουρούσας ορος και κατέβηκα στον Ασώματο όπου έμαθα ολες τις λεπτομέρειες για την κατάσταση της Μονής. Μου είπαν ότι συνέλαβαν τους αδελφούς Νείλον Θεοδωράκην, και Γαβριήλ Κουφάκην Ιερομονάχους Παρθένιον Αντωνιουδάκην, Ιεροδιάκονον Χαράλαμπο Κουνούργιιον εξόριστον. Ιερομόναχον Νικόλαον Ηλιού και δύο υπηρέτας της Μονής τον γηραίον κηπουρον Νικολαον Μαυρομάτην και Εμμ. Κοπανάκην.
Την δραπέτευσιν των Μοναχών Γερασίμου Θεοδωράκην και Γερμανού Νικητάκη. Ξεκουράστηκα λίγο στο σπίτι του Νικ. Λιλιτάκη και του ζήτησα μια κουβέρτα να πάω προς συνάντησιν στη θέση Σούρο που έμεναν οι αδελφοί Μοναχοί Ιερόθεος και Ματθαίος. Δυστυχώς νύκτωσε εν τω μεταξύ κα κοιμήθηκα εκει σενα γύρω γιατι δεν μπορούσα να προχωρήσω.
Το πρωί τους συνάντησα και μου είπαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν τη βραδιά που οι Γερμανοί έμεινα στο πίσω Μοναστήρι, και ότι οι κάτοικοι των γύρω χωριών βρήκαν την ευκαιρία τότε και έθεσαν χέρι λεηλασίας στο Κάτω Μοναστήρι. Τότε έτρεξα αμέσως στα Λευκόγεια ειδοποίησα τον Πρόεδρον της Κοινότητος Ευάγγελον Χαλκιαδάκη και ήλθε στο μέρος που κάθησα έξωθι του χωρίου και το παρεκάλεσα να κάνει έγγραφον στο Σταθμάρχη Σελλίων Κεχαγιαδάκη να στείλει δύναμην χωρ/κής για να περιφρουρήσει τη Μονή μη εχοντας υπ’οψιν μου ότι θα λεηλατούσαν ταύτην και οι Γεμανοί. Κεινη τη στιγμή ήλθε ο Εμμ. Χαλκιαδάκης και μου φερε ψωί τυρί και νερό και μά την αλήθεια έφαγα πολύ γιατι ειχα 24 ώρες να φάω.
Έφυγα για το μέρος ήτο ακατάλληλο και τραβήχτηκα προς το βουνό αλλα δεν μπορούσα να μείνω εκει κατέβηκα στην περιοχή της μονής και παρακάλεσα τους ποιμένες να φύγουν τα ποίμνια μακριά από τους Γερμανούς.
Και τις μεν αίγες έδιωξα για τις Κουρούπας το δρος τα δε πρόβατα παρέδωσα με τον ποιμένα Βασιλ. Κουνδουράκην στο Πάυλο Περαντωνάκη και να πήγα στο φραττί. Τα βόδια έξιωξα προς τη Δρύμισκο να τα κρύψουν ίσως και τα σώσωμεν και μετά έφυγα προς το βουνό, γιατι παντού βρίσκουνταν τοτε Γερμανοί και φοβήθηκα τη σύλληψη που αν με’ βλεπαν θα με εκτελούσαν επι τόπου. Πολλές φορές έπεσα κάτω για να μη γίνω αντιληπτός και σε πολλά μέρη σύρθηκα με την κοιλιά. Το βράδυ βρέθηκα και παλι στον Ασώματο. Μια στιγμή βγήκα έξω και κοιτάζοντας προς τα κάτω βλέπω τους δρόμους τις πλαγιές τα μονοπάτια γεμάτα κόσμο, γυναίκες, άνδρες, παιδιά φορτωμένα πράγματα της Μονής τα οποία είχαν αρπασει από τας αποθήκας.
Η καρδιά μου πόνεσε όχι για τη ζημιά, αλλά για την αθλιότητα του κόσμου. Γύρισα και έφυγα χωρίς να πω σε κανένα τίποτα. Το βράδυ μου ήλθε στο μυαλό η αλληλογραφία των Αγγλων που είχα κρύψει στο κελί μου. Έγινε ανω κάτω. Σκέφθηκα ότι θα την βρουν οι Γερμανοί και τότε το παν θα καταστρέφετο. Σκέφθηκα ότι πρέπει να κατέβω τη νύχτα να δω τι έχει γίνει. Και πράγματα μόλις νύχτωσε από μέρος σε μέρος έφθασα στη Μονή, κρύφθηκα για ν’ ακούσω τι γίνεται.
Στα Ηγουμενεία γινότανε μεγάλος θόρυβος ακούω βήματα και κρύβομαι μήπως είναι Γερμανοί. Σε λίγο βλέπω ένα χωροφύλακα να έρχεται από το κελί του Ηγούμενου να σταματά στο περίβολο και να σφυρίζει συνθηματικά. Από το Ηγουμενείο απάντησε άλλος στο σύνθημα αυτό. Αμέσως κατάλαβα ότι δεν πρόκειται περί Γερμανών και σηκώθηκα επάνω και βλέπω ένα γνωστό μου όργανον αγροφυλακής και εάν χωρ/κα και κράτησαν στους ώμους των και στις μασχάλες των δέματα ασφαλώς ρούχα γιατί λόγω του σκότους δε μπόρεσα καλά να διακρίνω.
Κατάλαβα ότι οι Γερμανοί δεν υπάρχουν και ότι τα όργανα που εστάλησαν για να φυλάξουν τη Μονή κλέβουν πρώτοι από τους άλλους. Δε σταμάτησα έτρεξα στο κελί μου στο μέρος που είχα τα γράμματα. Τα είχα φυλάξει μέσα σε ένα κουτί σοκολατών και τα είχα κρύψει κάτω απ’τη πλάκα του νεροχύτη. Η πλάκα ήτο χτυπημένη και είχε πέσει προς το μέρος και είχε πέσει προς το μέρος που ήσαν τα γράμματα. Έτσι γύρισα τη πλάκα βάζω το χέρι μου και τα βρήκα. Κατέβηκα αμέσως να φύγω αλλα περνώντας από την εκκλησία σκέφθηκα ότι κι εκεί θα έχουν κάνει τίποτα. Άνοιξα και βλέπω τα πλακάκια αναποδογυρισμένα τα στασίδια πεταμένα κάτω, βιβλία, στην Αγία Τράπεζα και τη Πρόθεση δύο δισκοπότηρα και ιερά άμφια πεταμένα δώ κι εκεί και τα Ιερά Ευαγγέλια το θυμιατό κλπ. Για μια στιγμή σταμάτησε το μυαλό μου προς της τοιαύτης βεβηλώσεως. Έπειτα πήρα την απόφασίν μου θα τακτοποιούσα πρώτα και θα έφευγα.
Δεν σκεπτόμουνα τώρα τους Γερμανούς. ΄Αναψα εν κερί στην Αγία Τράπεζα και έστρωσα το τραπεζομάντηλο, ετακτοποίησα όλα τα ιερά σκεύη επάνω σ’ αυτή και τη πρόθεση, μετά μάζεψα τα ιερά άμφια τα άγια δισκοπότηρα και αλλα τα οποία έκανε ένα μπόγο τα πήρα στην πλάτη μου και τα παρέδωσα στον Παπά Κων/νον του Ασωμάτου.
Βγήκα μετα στη εξοχή να κοιμηθώ μα πού να κλείσω μάτι; Με έπνιγε η στενοχώρια και ο πόνος όχι για τη ζημιά που έγινε στη Μονή όσο που σκεπτόμουνα την κακομοιριά των ανθρώπων του κόσμου. Σηκώθηκα και πλησίασα στο μέρος που έμεναν οι άλλοι αδελφοί. Ιερόθεος και Ματθαίος και τους βρήκα να λυπούνται μέχρι δακρύων για την τύχη της Μονής και γιατί ο ένας έχασε το σιδερόποδα του και ο άλλος το μανάρι του.
Εκεί που συλλογιζόμουν πως αυτοί οι συνάνθρωποι είναι κλεισμένοι μέσα στους εαυτούς των και μόνον για τα άτομα τους, παρουσιάστηκε ο Παύλος Περαντωνάκης και μου είπεν ότι οι Γερμανοί πήραν τα πρόβατα και τις αίγες. Μου φάνηκε παράξενο γιατι τα είχαμε διώξει όπως και ανωτέρω ανάφερα τις αίγες στο Κουρούπας όρος τα δε πρόβατα στο Φραττί και τον ρώτησα πώς έγινε αυτό;
Λέγει τις αίγες με τα σκυλιά τους, τα δε πρόβατα ηθέλησαν οι Φρατιανοί να τα μοιρασθούν με τη δικαιολογία ότι η Μονή θα διελύετο. Προ της επιμονής των αυτής ηναγκάσθη να πω στο βοσκό να τα πάρει και να φύγει.
Ετσι και το μεν και τα δε πέσανε στα χέρια των Γερμανών και τα πήρανε αφού βέβαια πρώτα θα τους βεβαιώσουν οι δικοί μας ότι αυτά άνηκαν στη Μονή. Τότε εγώ τον παρακάλεσα να υπάγει και όσα βόδια μπορέσει να τα πάρει και αν σώσει. Επειδή δεν είχε τροφή για τα ζώα τον έπεισα ότι σε όποιο χωριό κι αν πήγαινε θα τα δεχόντουσαν επειδή παντού έχει γνωστούς. Έφυγε λοιπόν και πήρε τρία βόδια. Πέρασε και από τ’ αρνιά της Μονής αλλά τα είχαν πάρει. Διαλεξε τα 51 με τη δικαιολογία ότι θα τα έσωζαν αλλά λησμόνησαν να τα γυρίσουν κατόπιν.
Ο Μοναχός Γερμανός Νικητάκης μόλις έφυγε και γλίτωσε από τα χέρια των Γερμανών έτρεξε και πρόλαβε και πήρε με κίνδυνο της ζωής του περί τα 80 τα οποία έστειλε στο χωριό του στην Καλή Συκιά και αυτά εσώθηκαν. Πρόλαβε και ο Παύλος Περαντωνάκης 35 τα οποία πήγε στη Λαμπινή μαζί με τα τρία βόδια στον Ιωάννη Καβάκην και αυτά όλα εσώθησαν και επεστράφησαν πίσω. Φώναξα στους κατοίκους των γύρω χωριών να τρέξουν να πάρουν καθένας από ένα βόδι και το κάνει δικό του για να γλυτώσουν, αλλα φοβήθηκαν λεει τους Γερμανούς και δεν πήγαν παρα μόνο ο Παύλος Μαραγκουδάκης από τα Λευκώγεια και ο Εμμανουήλ Καλογεράκης από τη Μύρθιο, πήρανε ο καθένας των από ένα και αυτά εσώθηκαν. Τα λοιπά που είχαν διώξει για τη Δρύμισκο τα πήγαν μέχρι την Ξηρορήτησσα και μετά τα γύρισαν πίσω να προλάβουν και αυτοί τη λεηλασία της Μονής και έτσι δέκα εννέα κομμάτια πέσανε στα χέρια των Γερμανών και τα πήρανε και αυτά. Την ίδια στιγμή πληροφορούμαι ότι οι Γερμανοί ζητούνε δοχεία και ηγκάρευσα ζώα για να πάρουν και να μεταφέρουν το λάδι της Μονής από το κατάστημα στην Κοξαρέ και εκείθεν στο Ρέθυμνον. Έτρεξα και συμβουλεύτηκα τον Παπά Κων/ντή Γεωργουλάκη του Ασωμάτου άνθρωπο που πονούσε και ενδιαφέρετο ανέκαθεν για τη Μονή, ως και το Νικόλ. Λιλιτάκην, αν μπορούσαν να μου προμηθεύσουν δοχεία και ζώα να μεταφέρωμεν τη νύκτα σε σπίτι της εμπιστοσύνης των λάδι από το κατάστημα. Αφού με εβεβαίωσαν ότι θα ενεργήσουν όπου δύνανται τους άφησα και έτρεξα στον αλευρόμυλο.
Αφού πια δεν είχα εργασίαν κοντά στη Μονή έφυγα από το βουνό γιατι κινδύνευα να πέσω στα χέρια των Γερμανών κατέβηκα στις Ατσιπάδες και έμεινα στ’ Αγκουσελιανά φιλοξενηθείς στο σπίτι του Ευτυχίου Ηλιάκη μαζί και ο Συν/χης Στεργίου Μπινόπουλος.
Τοτε μου δόθηκε η ευκαιρία να του αναφέρω ότι αυτές τις μέρες επρόκειτο το αεροπλάνο να ρίψει το κιβώτιο με τ’ ανταλλακτικά στο Πρέβελη και να του εκθέσω τους φόβους μου για τον κίνδυνο που διέτρεχε το διαμέρισμα ολόκληρο γιατι οπωσδήποτε το κιβώτιο αυτό με τα εμπιστευτικά έγγραφα θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών που εξακολουθούσαν να μένουν στη Μονή.
Τότε μου λεγει πρέπει να του δώσωμεν το σήμα κινδύνου για να απομακρυνθεί και κάναμε τα σχέδια τα οποία δέχτηκε και πάλιν ο τολμηρός Παύλος Περαντωνάκης να εφαρμόσει. Ετσι αφού ετοιμάσατε τα σχετικά που χρειαζόντουσαν δηλαδή ένα φακό και ένα κόκκινον τζάμι τα πήρε και έφυγε αμέσως για τη Μονή.
Δεν μπόρεσα να καθίσω περισσότερο στα μέρη αυτά που μου φαινόντουσαν τότε σωστή κόλασις που δεν μπορούσε κανείς να βρει ησυχία. Έφυγα και πέρασα στις Καρίνες εκεί βρήκα τον αείμνηστο διδάσκαλο Γεώργιον Αγγελάκη από το Γερακάρι, τον οποίον οι Γερμανοί εξετέλεσαν αργότερα. Απ’ εκεί με συνόδευσε με φιλοξένησε τρεις μέρες στο σπίτι του. Μετά πέρασα στους Γουργούθους που βρήκα φιλοξενία εκτός πάσης περιγραφής. Δεν θα λησμονήσω ποτέ την περιποίησίν την ευχαρίστησιν του Ιω. Μαρνιέρου όστις με κράτησε επι μια εβδομάδα στο σπίτι του.
Αυτός είχε και ράδιο και παρακολουθούσαμε τακτικά ειδήσεις. Επίσης ο πατέρας του Μιχάλης Γενεράλης του Νικολάου, Κατσαντώνης και υιοί και ολοι οι χωριανοί έδειξαν μεγάλη προθυμία να με περιποιηθούν και να με κρατήσουν οσον καιρό ήθελα να καθίσω. Μου έδωσαν μια ξένη ταυτότητα και ασφάλειαν περισσοτέραν. Απ’ εκεί έστελναν τακτικά στο Ρεθυμνο αγγελιοφόρον και με κρατούσαν ενήμερον ο γαμβρός μου Ηλίας Μαρκουλάκης και Διοικητής Χωρ/κής Χαλκιαδάκης Γεώργιος ο αληθινός Πατριώτης που έκανε γνωστή και την παραμικρή λεπτομέρειαν.
Από τους Γουργούθους έφυγα με σκοπόν να συναντήσω τον Ηγούμενο αλλα για να μη προδώσω αλλα την θέσιν μου προφασίσθηκα ότι θα πήγαινα στη Μεσαρά. Πέρασα τις βρύσες, Δρυγιές και έφθασα στο Ανω Μέρος ως ότου νύκτωσε και μπήκα στο χωριό και τότε ότι από το δρόμο αλλ’ από την αυλή του Ιατρού κ. Κατσαντώνη και εκείθεν στο σπίτι του Παπα Κυριάκου Κατσαντώνη όπου διενυκτέρευσα. Το πρωί με οδηγόν που μου έδωσε έφθασα στο μέρος που ο Ηγούμενος σχεδόν στην κορυφή του Κέδρους μέσα σε ένα σπηλιάρι. Μολις ήκουσε τα βήματά μας επετάχθηκε έξω στο αντίκρυσμα δε της ματιάς του ένιωσα τη χαρά του και συνάμα τον πόνο του. Και των δύο μας οι καρδιές σφίχθηκαν κείνη τη στιγμή και κτυπούσαν με τον ίδιο ρυθμό αργά αργά. Πόσο συγκινητική υπήρξε η στιγμή εκείνη. Από τη συγκίνηση άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να προφέρει λέξη. Τι άραγε να εσκέπτετο την ώραν εκείνη ο πραγματικός Πατέρας; (αφήνω τον καθένα να σκεφθεί. Το ίδιο αίσθημα με έσφιγγε και μένα αλλά θέλησα να κανω τον πιο θαρραλέο και για να τον βγάλω από αυτήν την ψυχολογική κατάσταση του ειπα από απόστασιν δέκα βημάτων «Απόστολος Παύλος Αγιε Καθηγούμενε ανέβη μέχρι τρίτου ουρανού, Υμείς έχετε φθάσει τώρα μέχρι τον πρώτον, εννοούσα το ύψος του βουνού που ευρισκόμεθα. Ξέσπασε αμέσως ο αείμνηστος στο χαρακτηριστικό κείνο γέλιο που τον διέκρινε και έτρεξε με φιλιά και με πήρε στην αγκαλιά του. Δεν είχε όμως υπομονή γιατι λαχταρούσε να μάθει λεπτομερώς τα της Μονής και για τους συλληφθέντας αδελφούς. Τον καθησύχασα ότι δεν έπαθαν κακό και ούτε πρόκειται να πάθουν καθότι εμαρτύρησαν την αλήθεια και έριξαν όλας τα ευθύνας σε σας. Αυτό τον ευχαρίστησε γιατι και ο ίδιος τους είχε ειχε ειδοποιήσει στο Ρέθυμνο να μαρτυρούν ότι ο Ηγούμενος μόνον φέρει τας ευθύνας δι’όλα τα συμβάντα στη Μονή. Καθήσαμε ύστερα και συζητήσαμε για τη δική μας τύχη τι έπρεπε να γίνομε. Η απόφασις βγήκε μετά από τρεις ώρες. Να φύγω εγώ να φροντίσω να στείλω έμπιστον αγγελιοφόρον μου στο Ρέθυμνον να φέρει τον Δημήτριον Μπιρλιράκη να τον στείλωμε στη περιοχή του Πρέβελη να δώσει τα σήματα στο υποβρύχιο να πλησιάσει να μας πάρει για την Αίγυπτο. Τα σήματα θα έδιδον τα σύμφωνα με τας υποδείξεις που μας είχε αφήσει ο κ. Πόουλ.
Αποχαιρέτησα και έφυγα αμέσως και τη μεθεπομένην το βράδυ είχε φθάσει ο κ. Μπιρλιράκης έλαβε τις σχετικές οδηγίες και ανεχώρησε δια την Μονήν αλλα με κίνδυνον της ζωής του γιατι οι Γερμανοί ευρίσκοντο εκεί. Έχανε τα σήματα αλλα δυστυχώς τα έδωσε λάθος και το υποβρύχιον αντί να πλησιάσει απεμακρύνθη πιο πολύ. Εν τω μεταξύ εγώ πέρασα το Πετροχώρι, Λαμπιώτες και Βισταγή. Εκεί με πήρε στο τηλέφωνο ο παπα Κυριάκος και μου είπε το πρωί στις 9 να ευρεθώ στην Πατσό. Έφυγα αμέσως από τη Βισταγή αλλα περνώντας από τους Αποστόλους με κράτησαν εκεί το ίδιο βράδυ και ήλθε και ο Ηγούμενος με την ιδέα ότι το υποβρύχιον θα έπερνε τα σήματα και θα προσέγγιζε συνεπώς έπρεπε και μεις να πλησιάζομεν προς μέρος εκείνο. Του είπα να μείνει εκεί και εγω να προχωρούσα να εξακριβώσω τι έγινε και να τον ειδοποιήσω σχετικώς.
Ανεχώρησα αμέσως την επομένη και περνώντας από τη Παντάνασα και χτύπησα στο σπίτι του κ. Ιωσήφ Ιερωνυμάκη. Στο σπίτι εκεί που ολοι οι ξένοι βρίσκουν πάντοτε φιλοξενία.
Συμπτωσις εβρίσκεται στο ίδιο σπίτι και ο κ. Μπινόπουλος τον οποίο παραπάνω αναφέραμε και που δεν μπόρεσε να φύγει με το υποβρύχιον, με τα γεγονότα δε της Μονής είχε απομακρυνθεί απ’εκεί περιπλανώμενος από χωρίο σε χωριό με παρακάλεσε να τον πάρω μαζί μου γιατί ως ξένος που ήτο δεν τον γνώριζαν οι άνθρωποι και πολλές φορές τον περνούσαν για κατάσκοπο και τον έδιωχναν. Τον πήρα και επέστρεψα στη Λαμπινή όπου έμαθα το λάθος του Μπιρλιράκη στα σήματα και την απομάκρυνση του υποβρυχίου. Εν τω μεταξύ δόθηκε από τους Γερμανούς η αμνηστεία τον Σεπτέμβριον του 1941 και εγώ έλαβα διαταγή από τον Επίσκοπον μου να επιστρέψω στη Μονή για τη αναδιοργάνωση της οποίας έπρεπε να εργασθώ. Υπήκουσα εις την διαταγή του Επισκόπου και γύρισα στη Μονή στις 3 Οκτωβρίου 1941. Δεν περιγράφεται η κατάστασις στην οποια ευρίσκετο το Μοναστήρι. Ητο βράδυ όταν έφθασα και κάθησα στη βρύση να ξεκουραστώ και να πιω λίγο νερό. Περίμενα πού θα’ βλεπα κίνηση κόσμου, ζώα, διανομή συσσιτίου ως συνήθως την ώρα εκείνη όμως παντού νέκρα και απόλυτος ησυχία.
Ουτε ένα γάτο δεν ειδα ή κότα ή ένα σκυλί. Ψυχή ζώσα δεν εφαίνετο ότι κατοικούσε εκει μέσα. Προχώρησα μέσα στο περιβόλι και δεν πίστευα στα μάτια μου μπροστά στην αθλιότητα κείνη που βρισκόμουν. Μ’ αυτό λοιπόν είναι το Μοναστήρι προ 40 περίπου ημερών παρουσίαζεν όψιν στρατοπέδου Άγγλων και Ελλήνων Στρατιωτικών; Αυτό είναι το μέρος που οι ξένοι απ’ ολην την Κρήτη κατέφευγαν για να εύρουν ανακούφησιν;
Σε τέτοια χάλια και τέτοιο κατάντημα το έφερε η μανία του βαρβάρου κατακτητού. Όχι οπωσδήποτέ και αν ελεηλατείτο από το βάρβαρο κατακτητή και ακόμη κατέστρεψαν τα κελιά και τις εκκλησίες του δεν θα παρουσίαζε την εικόνα την τωρινή και δεν θα εξαφανίζετο κάθε ψυχή ζώσα. Οτιδήποτε και αν πάθανε από τον ελεεινό αυτόν εχθρόν θ’ απόμενε και κάποια χάρη έστω και απ’ αυτά τα ερείπια. Αλλα στην αθλιότητα που περιήλθεν εξ αιτίας της συμπράξεως κατά το μεγαλύτερον μέρος εις την λεηλασίαν των κατοίκων των γύρω χωριών και μακρινών τοιούτων δεν μπορούσε να εχει τίποτε άλλο από τη χάρη του γυμνού νεκρού. Για τη η λεηλασία αυτή εγένετο σύστημα και οχι άτακτα όπως συνήθως κάνουν οι κατακτηταί. Σε δύο μέρες το Μοναστήρι αυτό του πλούτου και της Ιστορίας είχε μεταβληθεί σε μια αληθινή κόλαση. Οι χωρικοί που κοντά στο βάρβαρο κατακτητή είχαν ξεχάσει κάθε θρησκευτικόν συναίσθημα και ελησμόνησαν σαν όνειρο κάθε αγαθό σκοπό και όνο το κακό εκείς τις μνερες είχε υψωθεί σαν θύελλα σαν κατάρα ποιος ν’ αρπάξει περισσότερα ποιος να εξαπατήσει τον βάρβαρο συνδό για να μπορέσει να του κρύψει ένα φορτία σιτάρι ή ένα κεφάλι τυρί ή ένα πρόβατο. Εβλεπες άνδρες γυναίκες παιδιά να τρέχουν και ν’ αρπάζουν καθένας όσα μπορούσε. Ότι δεν μπορούσε το εναποθήκευε έξω από τη Μονή μές στο δάσος και τρύπες και ρυάκια. Και ακόμα εξω στους αγρούς για να γυρίσει πιο γρήγορα να προλάβει και να αρπάξει περισσότερα. Έβλεπες ανθρώπους συνεταιρισμένος να λεηλατούν με τέτοιο σύστημα ανθρώπου που ποτέ δεν θα πίστευε κανείς ότι θα ήτο δυνατό να δείξουν τέτοια διαγωγή. Πρωτεύοντα ρόλο παίξανε και τα εντεταλμένα δια την τάξιν όργανα της Χωρ/κης και Αγροφυλακή. Παραχωρούσαν τα διάφορα τρόφιμα στους γνωστούς των κατοίκους με ποσοστά. Μέσα σε δυο μέρες τα δυο Μοναστήρια μετεβλήθησαν σε εγκαταλελειμμένα σπήλαια. Οι Μοναχοί απο την πρώτη στιγμή όσοι δεν συνελήφθησαν έφυγαν.
Δεν άφησαν ούτε καθίσματα ούτε τραπέζια, ούτε πιθάρια, ούτε πιάτα, πιρουνιά, κουτάλια, τσουκάλια, κρεβάτια, εικονίσματα, Ρουχισμό, άπαντα τέλος πάντων και έπιπλα διηρπάγησαν ακόμα και τα ξύλα που οι αδελφοί είχαν μαζέψει για το τζάκι τους. Ετσι διηρπάγη το παν και εκείνος που θα κατέβαινε στη Μονή ως επισκέπτης έφευγε με κάποια φρίκη μόλις αντίκρυζε την αθλιότητα αυτή.
Νόμιζε κανείς ότι ευρίσκετο μέσα σε σπήλαια που κατοικούσαν ξωτικά, βρυκόλακες και έφευγε κάνοντας το σταυρό του. Από μια πρόχειρη στατιστική απεδείχθη αργότερα ότι οι μεν Γερμανοί αφαίρεσαν σιτηρά και όσπρια 8.384 οκάδες. Οι δε χωρικοί 15.567. οι Γερμανοί πήραν 362 ζώα και αιγοπρόβατα οι δε χωρικοί περί τα 1200 και ότι άλλο μπορεί να φαντασθεί ανθρώπινος νους ότι υπήρχε στη Μονή.
Προ της τοιαύτης τους επιμονής απεφάσισα να μείνω, και τράβηξα απ’εκει κατευθείαν προς τας Μονάς Μεσσαράς για να ζητήσω ενισχύσεις των εις ήδη διασποράς. Με πολλούς κόπους κατόρθωσα να επισκεφθώ αυτάς να νικήσω τους ενδοιασμός των Ηγουμενοσυμβουλίων και να συγκεντρώσω στην επισκοπή Αγίων Δέκα αρκετάς ποσότητας σιτηρών τα οποία αργότερα μεταφέραμε στη Μονή μας με ζώ. Και τας δυσκολίας κατόπιν της καλλιεργείας υπερπήδησα κατορθώσας με τη βοήθεια πολλών εκ των γύρω χωρίων κατοίκων να καλλιεργήσω αρκετάς εκτάσεις. Εν τω μεταξύ αφέθησαν και οι λοιποί αδελφοί της Μονής ελεύθεροι και επέστρεψαν εις τα κελιά τους εκ της Μονής Αρκαδίου όπου υπο περιορισμόν διέμενον και όπου έτυχον της δεούσης φιλοξενείας, την 28/10/41.
Σημειωτέον ότι η απελευθέρωσης των εγένετο τη επεμβάσει του διακεκριμένου Ιεράρχου Θεοφυλεστάτου Κυδωνίας και Αποκωρόνου κ. κ. Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη, οστις καθ’ολον το διάστημα της μαύρης δουλείας πολλούς εβοήθησε και έσωσε συμπατριώτας του.
Εσχηματίσθη τότε διοικητική επιτροπή για την τελείαν αναδιοργάνωσιν της Μονής, μέχρι λήξεως της καταστάσεως επειδή ο Ηγούμενος δεν μπορούσε να γυρίσει στη θέση του. Αφού ούτος παρέμεινε επ’ αρκετόν στ’ Αμάρι κινδυνεύσας επανηλειμένως να συλληφθεί από τους Γερμανούς, και αφού πια είχε διώξει όλους τους Αγγλους εις Αιγυπτον, ανεχώρησε τελευταίος δια Κάϊρον.
Αμέσως μόλις η Μονή στηρίχθηκε οικονομικώς ανέλαβε και παλιν τον πρώτο ρόλο για τον απελευθερωτικόν αγώνα. Κατόρθωνε δια της προθυμίας της οποίας δήθεν εδείκνυε προς τους Γερμανούς δια της παροχής εις αυτούς τροφίμων και ποτών, να τους εξαπατά να τροφοδοτεί και να ενισχύει τις πρώτες ανταρτικές ομάδες. Συνέλαβον ημέραν τινά τον Αρχηγόν Πετρακογιώργη με πλαστήν ξένην ταυτότητα, όστις εσώθη χάρις στο κρασί και το κρέας που η Μονή παρέθεσε προς αυτούς. Παρόμοια τέτοια συνέβησαν πολλάκις. Αργότερα όταν πια αι ομάδες εθνικής αντιστάσεως ήσχισαν να κινούνται και ο αγών έπαιρνε κάθε μέραν μεγαλύτερη δύναμιν, ζωή, η Μονή δι’ εγγράφου της προς τον Αρχηγόν των εν Ρεθύμνη Εθνικών Ομάδων κ. Χρήστον Τζιφάκην τον οποίον έγγραφον παραθέτομεν στο τέλος της εκθέσεως μας διέθετε πάν τοι είχε εκ των ολιγοστών τότε λόγω λεηλασίας εισοδημάτων της δια την επιτυχίαν του αγώνος. Τέλος όταν πια το Ρέθυμνο ελεύθερο εδιοικείτο από τας ομάδας εθνικού αγώνος, η Μονή μακριά από κάθε πολιτική παράταξη, απεσύρθη στις ιδιωτικές εργασίες.
Η απελευθέρωσις των τριών Νομών Κρήτης από βάρβαρο κατακτητή ηκούσθη με χαρά απ’ ολον τον κόσμο. Έτσι και στο Κάϊρο που ο Ηγούμενος με χαρά δέχθηκε το μήνυμα αυτό, δεν έβλεπε την ώρα που θα γύριζε πίσω στην ελεύθερη πατρίδα του που τόσα υπέφερε για τη λευτεριά της. Για τους τόσους αγώνας του επαρασυμοφορήθει επανειλημμένως παρα της Αγγλικής Κυβερνήσεως και του Βασιλέως του απεδόθησαν μεγάλαι τιμαί, μάλιστα δε και για ανάμνηση της διανομής των ΄Αγγλων στρατιωτών και για τας περιποιήσεις που η Μονή και οι κάτοικοι των γύρω χωριών προσέφερες αυτούς η Αγγλική Κυβέρνησης δια του υποπλοιάρχου Πόουλ εδώρησε δύο κηροπήγια αρίστης τέχνης τα οποία ο ίδιος Ηγούμενος είχε εκλέξει δια το εξωκλήσσιον της Μονής. Δυστυχώς δύο ημέρας προ της αναχωρήσεως του δια την πατρίδα του απέθανεν και Ετάφη εν Καϊρω εις το Νεκροταφείον Αγ. Γεωργίου. Τον Θάνατον του μας εγνώρισε ο Άγγλος Αξιωματικός Πόουλ δι’ εγγράφου του προς τη Μονήν το οποίον απέστειλε μαζί με τα κηροπήγια και φωτογραφίας αυτού (του Ηγουμένου) μέσον Άγγλου Ταγματάρχου Παύλου.
Το έγγραφον εχει ούτω:
Δύναμις 133
Βρετανικαί Δυνάμεις Μέσης Ανατολής Κάϊρο τη 17η Νοεμβρίου 1944
Προς τους Μοναχούς Μοναστηρίου Πρέβελη Κρήτης
Αδελφοι,
Τα κηροπήγια ταύτα τα οποία παραδίδονται εις Υμάς είναι εκείνα τα οποία εξελέγησαν υπο του Ηγουμένου Αγαθαγγέλου Λαγουβάρδου, δύο ημέρας προ του θανάτου αυτού. Προορίζοντο ως δώρον προς τον Ηγούμενον και υμάς εις ένδειξιν του ποσο τα Βρατανικά στρατεύματα εξετιμήσαν την εργάσια αυτού εις Κρήτην, η οποια εβοήθησε εις την φυγάδευσιν στρατιωτών. Με ανυπομονυσίαν αναμέναμεν όπως ο Ηγούμενος φέρει εις την Μονή σας κάτι εις ένδειξιν του σεβασμού ημων και όπως τούτο γίνει αυτοπροσώ πως.
Επληρώθησαν από συνδρομάς φίλων του και εκείνων τους οποίους εβοήθησε όπως φυγαδευθούν εκ Κρήτης, και συνεφωνήθη όπως τα κηροπήγια τεθούν επί του Αγίου βήματος του εξωκκλησίου της Μονής και παραμείνουν δια παντός εκεί εις τη μνημη της γενναιότητας υμών κατά τη διάρκεια του πολέμου τούτου. Αλλοίμονον δε ήταν μοιραίο να γίνει καθότι ο Αγαθάγγελος εκλήθη εις τους ουρανούς υπο της θείας δυνάμεως και δύο προ της αναχωρήσεως του δια Κρήτην απέθανε, αλλά με την πεποιθησιν ότι τα κηροπήγια θα λάμπουν αιωνίως επι του αγίου Βήματος της παλαιάς Μονής Πρέβελης εις μνημην της γεναιότητος αυτού των Μοναχών αδελφών, και των κατοίκων της πέριξ περιοχής. Είμαι ο αξιωματικός ο οποίος ήλθεν εις Πρέβελην κατά τον Ιούλιον 1941 και παρέλαβεν από τη Λίμνη τους Άγγλους στρατιώτας τους οποίους ο Ηγούμενος περιέθαλψε.
Φ. Γ. Πόουλ Εφεδρος Υποπλοίαρχος Β. Ναυτικού.
Η Μονή απήντησε εις τον κ. Πόουλ δι’ εγγράφου της ευχαριστούσα, αναγράφουσα ότι αυτή έκανε το καθήκον της, και η αγάπη της προς την σύμμαχο της Αγγλίαν.
Εγγραφον της Μονής προς τον κ. Χρήστον Τζιφάκη Ι. Μ. Πρέβελη αρ. 38/37
Κε Αρχηγέ,
Εχωμεν την τιμήν να γνωρίσωμεν Υμίν ότι κατόπιν αποφάσεως του Μοναστηριακού Συμβουλίου της καθ’ ημάς Ι.Μ. Πρέβελη, προτίθεται και προσφέρει δια τον εθνικόν αγώνα και να παραδώσει εις την διάθεσιν της Εθνικής Οργάνωσης Ρεθύμνης τα κάτωθι είδη τροφίμων:
- Σιτιρα δια την αγοράν 10 όπλων και δύο πολυβόλων
- Δια τροφήν των ανδρών της οργανώσεως σιτηρά οκάδας τριακοσίας, Κουκιά οκάδας πεντήκοντα, ρεθύθια οκαδας πεντήκοντα, κρέας τρεις τράγους οκαδας πεντήκοντας, επτά αίγες οκάδας 60, τυρός εικοσι οκάδας, Ελιές τεσσαράκοντα οκάδας. Παρακαλούμεν δε Υμάς όπως δεχτείτε την μικράν αυτην προσφοράν της Μονής μας η οποία είναι αναλόγως προς τας οικονομικάς της δυνάμεις, και τοι λόγω της λεηλασίας ην υπέστη ως ανωτέρω γράφομεν δεν ηδυνήθη να αναλάβει και να πληρώσει ακόμη τας ελλείψεις της, λόγω της εμπολέμου καταστάσεως.
Γνωρίσατε ημίν τον τρόπον και τον χρόνον της παραλαβής, καθόσον από ανθρώπους της Μονής νομίζομεν δεν πρέπει να γίνει η μεταφορά των.
Εστω προς γνώσιν Υμών ότι η Μονή μας έστειλε προ ημερών εις την ομάδα Ροδακίνου κατόπιν ειδοποιήσεως 80 οκάδας αλεύρου και 7 οκάδας τυρού. Επίσης υπεσχέθημεν εις την εδώ περιφερειακή επιτροπήν της οργανώσεως να χορηγήσει η Μονή σιτηρά δια τη αγοράν εισέτι 10 όπλων και δύο πολυβόλων κλπ.
Εχετε δε υπ’οψιν σας κ. Αρχηγέ ότι η Μονή μας δεν θα σταματήσει την προσφοράν της, αλλα προτίθεται να διαθέσει πάν ότι εχει υπερ του Εθνικού αγώνος του οποίου ηγεισθε εν τω Νομώ μας και του οποίου την έκβασιν ευχόμεθα προς τον ύψιστον δια πρεσβείων του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου προστάτου της Μονής μας.
Με δι’ απείρους ευχάς .
Το Μοναστηριακόν Συμβούλιον,
Νείλος Θεοδωράκης, Γαβριήλ Κουφάκης
Διονύσιος Σταφυλάκης, Μανασής Παπαδάκης,
Εν ιερά Μονή Πρέβελη
Τη 20 Ιουνίου 1945.
Δεν παραλείπω επι τη ευκαιρία ταύτη ν’ αναφέρω τη συμβολή της Μονής μας, και τα τον Ιταλικόν πόλεμον. Εκτός των κτηνών προσέφερε 3 ημιόνους και 2 φοράδας διέθεσε και όλα τα μαλλιά υπήρχον στας αποθήκας της, προς κατασκευήν σάκων και κουβερτών δια τας ανάγκας των υπηρεσιών της. Και τα εις τας κλινοστρωμνάς ευρισκόμενα τοιαύτα διετήθησαν δια την κατασκευήν διαφόρων ειδών μαλλίνων ρουχισμού, οπου απεστέλοντο σε δέματα εις τους μαχομένους στρατιώτας των Αλβανικών βουνών. Ητο τόση η ευχαρίστησις και ο ενθουσιασμός των αδελφών της Μονής που έφθασαν στο σημείο και μάζευσαν όλα τα πρόβατα πολύ πριν ελθει ο χρόνος της κουράς, τα εκούρεψαν και από τη μάνδρα έδωσαν τα μαλλιά για τον σκοπόν αυτόν.
Ταύτα παρελάμβανεν η Ε.Ο.Ν, Λευκογείων τα διένεμε εις όλα τα χωρία της Γιαλιάς, και τη μερίμνη των εστέλλοντο εκ του ταχυδρομείου Μύρθιου εις τους στρατιώτας της Αλβανίας.
Επίσης προσέφερε όλα τα κλινοσκεπάσματα που ευρίσκοντο εις το Σκευοφυλακείον της (αριθ. 23) για τον αυτόν σκοπον ως και έκαστος των αδελφών από μιαν κουβέρταν. Εκτός δε και των χρηματικών και λοιπών εισφορών τρεις εκ των αδελφών Μοναχών έλαβον μέρος στας επιχειρήσεις αυτάς της Αλβανίας ο Γεράσιμος Θεοδωράκης, ο Νεόφυτος Σαβοργιανάκης, και ο Γερμανός Νικητάκης. Οι λοιποί των αδελφών τις περισσότερες ώρες τους τότε αφιέρωναν σε προσευχή μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, για την ενίσχυσην των Ελλήνικών όπλων.
Εγραφον ενθαρρυντικάς επιστολάς στους ανδρας του Μετώπου του για να τους εμψυχώνουν . εδώ παραθέτομεν μια επιστολήν του ιερομ. Διονυσίου Σταφυλάκη προς τον Γερμανόν Νικητάκη.
Αγαπητέ Αδελφέ Γερμανε εν κυρίω χαίρε,
Μετά συν Θεώ και αδελφικής αγάπης σου γνωρίζω ότι ολοι είμεθα καλά , όπως και δι’υμάς αυτό ποθούμεν να μανθάνομεν πάντοτε.
Αγαπητέ Γερμανέ. Χθες Παρασκευή περνόντας έξω από το κελί σου, μου φώναξε να της διαβάσω το γράμμα σου, που εκείνη τη στιγμή είχε λάβει. Με χαρά μου έτρεξα και το διάβασα και ευχαριστήθηκα που είδα να γράφει πως είναι μαζί με σένα και ο Γερμανός και ο Νεόφυτος, η μητέρα σου δε , ευχαριστήθηκε πολύ περισσότερον. Κάθησα λιγάκι κουβεντιάσαμε και την παρηγόρησα λίγο. Χωρίς να το θέλω τα μάτια μου διέτρεξαν το ολον του κελιού σου. Ειδα στον τοίχο ψηλά να’ χεις τη φωτογραφία του παππού σου του Καπετάν Νταβέλη, αλλα μου έκανε κατάπληξιν όταν είδα να εχει περάσει μεσα σ’ αυτήν και τη οσιότητά σου για να τιμάσαι και να δοξάζεσαι και συ μαζι με αυτόν. Ναι αγαπητέ Γερμανέ αλλά την καπετανιά αυτός την πήρε με το Γιαταγάνι και τις πιστόλες του, που σας άφηκε κληρονομιά. Καθώς έχει μάθει όταν σκότωσε το θεριό έξω από την Αθήνα και του’ γινε η ερώτηση από το Βασιλιά τι θέλει να του χαρίσει (καμια θέση ή χρήματα) αυτός ζήτησε την άδειαν να κρατά τ ’άρματα. Ισως να τα κληρονόμησες εσύ. Δε σου τα άφηκεν όμως να τα’ χεις στο τοίχο κρεμασμένα και να έλθει ο άτιμος εχθρός ο Ιταλός να τα ξεκρεμάσει και τα τα πάρει στα χέρια του και να σε φοβερίζει και ατιμάζει την οικογένειά σου. Όχι σου στα άφησε μ’ αυτά και κεινα που σου’ δωκε σήμερα η πατρίδα να υπερασπίσεις την τιμή και την ελευθερία σου την πίστη και τη θρησκεία σου.
Εμπρός λοιπόν αγαπητέ Γερμανέ ήλθε η ώρα που πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλα αυτά. Με μια σας εξόρμηση με τη βοήθεια του Θεού, με τη βοήθεια της Παναγίας της Τήνου εις την οποίαν πρωί και βράδυ κάνομε παράκλησιν για να σας εχει υπο την προστασίαν της. Τον εχθρόν από την Αυλώνα και τα Τίρανα να τον πετάξετε στη θάλασσα να τον πνίξετε μια για πάντα. Τέτοιον άτιμον γείτονα δεν τον θέλομεν. Και τότε αγαπητέ Γερμανέ, να γυρίσεις πίσω υπερήφανος γιατι έκανες το καθήκον σου. Τοτε σου αξίζει να σου σφίξω το χέρι και να σε φιλήσω στο μέτωπον. Τοτε σου αξίζει να ευρίσκεσαι μέσα στη φωτογραφία με τον παππού σου τον καπετάν Νταβέλη, και να ονομάζεσαι επαξίως εγγονός του. Η υπηρεσία αγαπητέ Γερμανέ αμα φύγατε εδιπλασιάσθη αλλα με τη χαρά που νιώθωμεν μαθαίνοντας ότι κάθε μέρα προχωρείτε δεν αισθανόμεθα κούραση. Σε παρακαλώ φίλησέ μου το Γερμανό και Νεόφυτο καθώς και τους δύο αδελφούς μου όταν τους δεις. Ο Χριστός και η Παναγία μαζί σας. Με αδελφικήν αγάπην..
Ετσι περνούσε ο καιρός και ο δεύτερος εχθρός είχε καταλάβει την Ελλάδα μας πολύ δυνατός, σκληρός και εκδικητικός. Ητο ο Γερμανικός στρατός τα τέρατα αυτά της Ευρώπης. Μονάχα η Κρήτη μας ήτο ελευθέρα. Τους περιμέναμεν όμως γιατι πολλές φορές μας προειδοποίησαν . Ειχαμεν οργανώσει πολιτοφυλακή. Διάφορα φυλάκεια στα διάφορα μέρη ιδρύθησαν. Ένα τοιούτον έγινε και στο Ρουσσόλακο κάτωθεν της Μονής πλησίον της παραλίας. Τούτο το πλεισίον ετροφοδοτείτο από τη Μονή και μάλιστα εδόθησαν στου άνδρας όσα όπλα και φυσίγγια είχε διαθέσιμα η Μονή . Μοναχοί και ιερομόναχοι ο Ηγούμενος όλο θάρρος και ελπίδα δεν έπαυσαν ουτε επι στιγμήν να ενθαρρύνουν τους πάντας. Ιδιαιτέρα προσοχή και σημασία πρέπει να δοθεί στην προσπάθεια του επισκόπου Λάμπης και Σφακίων κ.κ. Ευμενίου Φανουράκη για τον ανωτέρω σκοπόν. Σε λόγους τους οποίους εξεφώνησε σε κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία ενθαρρύνων και προτρέπων τους πάντας να συμβάλλωσι εις τον υπερ. της ελευθερίας αγώνα, μπορούσε κανείς να διακρίνει τη ψυχή και τη σκέψη του Ιεράρχου . Δυστυχώς δεν ενθυμούμεθα και πολλά από τους λόγους του αυτούς λόγω του μεσολαβήσαντος από τότε χρονικού διαστήματος. Από τα ολίγα όμως που μας έμειναν βαθειά στο μυαλό, μπορούμεν να καταλάβωμεν ολόκληρον την έννοιαν των λόγων του. Την 8η Μαίου 1941 εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ομίλησεν σε κόσμο πολύ που από πολλά μέρη του Νομού είχε έλθει. Στα λίγα παρακάτω λόγια φαίνεται το θάρρος του, η επιμονή του και συνάμα η ανησυχία του για την τύχη του Εθνους και της Πατρίδος: «Πρέπει να είμεθα έτοιμοι να μην αφήσωμεν να υποδουλοθούμεν στον βάρβαρον εχθρόν. » και με ολην την δύναμην της φωνής του που έκαναν πιο ζωντανή αι νευρικαί χειρονομίαι του κεινη τη στιγμή εξηκολούθησε «οι ηττοπαθείς να μας κάνουν τη χάρη να παραμερίσουν».