Πρωταγωνίστησε η Γυναίκα του Κέντρους στο αιματηρό εκείνο χρονικό. Ανέβηκε ένα Γολγοθά χωρίς να περιμένει Ανάσταση.
Δεν ήταν λίγοι οι νεκροί από τη γενιά της που την πότισαν με το πικρό ποτήρι του αναίτιου χαμού τους.
Υπάρχουν οικογένειες όπως των Κατσαντώνηδων που θρήνησαν πατέρα ,τρία παιδιά και γαμπρό.
Την έγραψε η ιστορία σαν κορυφαία ενός δράματος και υποκλίνονται στο μεγαλείο της οι γενιές.
Κάθε φορά που οι δείχτες του χρόνου σταματήσουν σε κείνη την ημερομηνία που ένα νέο ολοκαύτωμα μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς φώτισαν το μεγαλείο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προβάλλει η Γυναίκα του Κέντρους επιβλητική μέσα στην απλότητά της .Αν και δεν διάβηκε τις Πύλες της Γνώσης δίδαξε πόσα μπορεί να κάνει ο Άνθρωπος όταν νοιώθει το βάρος της Ευθύνης.
Έγινε πρωτεργάτρια για το κτίσιμο της νέας ζωής μέσα σε αποκαίδια και συμφορά. Κύλησε αποφασιστικά την πέτρα της προόδου στο τραχύ χώμα που άχνιζε αίμα και συμφορά και δεν άφησε να την τραβήξει η σκληρή της μοίρα στην ανυπαρξία .
Με τη δουλειά της ερμήνευσε σωστά τις γραφές των προγόνων .Έκανε την αναδημιουργία μνημόσυνο για τους νεκρούς της και χαλάλισε στο βωμό του χρέους τα νιάτα και τις χαρές της ζωής σκεπάζοντας τα δικαιώματά της καρδιάς της με το μαύρο μαντήλι του πένθους.
Από τη Μάχη της Κρήτης που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία η Γυναίκα έκανε αισθητή την παρουσία της στο πεδίο της τιμής .Μετά την ηρωική Ευαγγελία Πολιουδάκη στο Αστέρι , πρώτη πράξη αντίστασης μετά την πτώση των αλεξιπτωτιστών , δυό γυναίκες στο Ροδάκινο βρέθηκαν μέσα στις φλόγες για να γλυτώσει μόνο μια παραμορφωμένη από τα εγκαύματα.
Στην Καλή Συκιά τον Οκτώβρη του 43 οι Ναζί συγκέντρωσαν τις γυναίκες στη βρύση και άρχισαν με την απειλή των πολυβόλων να τις ανακρίνουν. Καμιά δεν μίλησε. Τότε τα τέρατα του παραλογισμού πυρπόλησαν αρχικά τέσσερα σπίτια και πέταξαν μέσα δώδεκα γυναίκες. Άλλες ζωντανές, άλλες εκτελεσμένες .Ανάμεσά τους και μία γυναίκα στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της .
Κι ήρθε η απαγωγή του Κράιπε τον Απρίλη του 44 να ετοιμάσει νέες εκατόμβες μαρτύρων. Το Μάη του ίδιου χρόνου ξέσπασε η θηριωδία των Ναζί στα Σαχτούρια και στη Λοχριά.
Τα γυναικόπαιδα πήραν το δρόμο της προσφυγιάς στον ίδιο τους τον τόπο με την έγνοια πίσω στους άνδρες που οδηγήθηκαν στις φυλακές για να καταλήξουν αργότερα στο απόσπασμα 15 από τους 23.
Κι ήρθε η σειρά των Ανωγείων στις 13 Αυγούστου .Πάνω από 2000 γυναικόπαιδα πήραν τους δρόμους της δυστυχίας διωγμένα από τον τόπο τους αφήνοντας νεκρούς και πέτρα πάνω στην πέτρα το άλλοτε γεμάτο ζωή καπετανοχώρι τους. Ανάμεσα στους μάρτυρες και έξι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν ν’ αφήσουν τα πατρογονικά τους .
Ήρθε το αποκορύφωμα των αντιποίνων με τον αφανισμό του Αμαριώτικου Κέντρους.
Χτυπούσαν οι άνανδροι κατάστηθα την αντρειά με τα μέσα που τους έδινε η πρόσκαιρη ισχύ τους .
Στο Άνω Μέρος εκτελέστηκαν μαζί με τόσους άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Μέσα σε κείνο το χαλασμό φάνηκαν και οι καρποί των βλαστών που ανάστησε η Γυναίκα του Κέντρους.
Αιώνες θα ριγά η ανθρωπότης στο άκουσμα ότι ένας δάσκαλος 67χρονος ο Μιχάλης Γενεράλης από τους Γουργούθους έσωσε την υπέργηρη και άρρωστη μάνα του μεταφέροντάς την στους ώμους του.
Δυο γυναίκες εκτελέστηκαν και στο Γερακάρι. Στο χωριό αυτό έτυχε να δούν οι γυναίκες και άλλες σκηνές φρίκης.
Ανοίγοντας τον κύκλο του αίματος οι Ναζί εκτέλεσαν δυο εικοσάχρονα παλικάρια μπροστά στα γυναικόπαιδα που είχαν μαζεμένα στην πλατεία .
Με θρήνους και κατάρες απάντησαν οι γυναίκες. Λύσσαξαν οι επιδρομείς μπροστά στο τείχος της γυναικείας αντίστασης που έβλεπαν να υψώνεται. Απειλούσαν τις ηρωίδες εκείνες με άμεσο τουφεκισμό αν δεν σωπάσουν . Καμιά τους όμως δεν υπάκουσε.
Μόλις κόπασε η φρίκη και μπόρεσαν τα γυναικόπαιδα να γυρίσουν στις πυρπολημένες εστίες τους το θέαμα που αντίκρυσαν κανένας δεν μπορεί να περιγράψει .
Οι αγαπημένοι τους νεκροί κείτονταν σ’ ένα μακάβριο σωρό με τα σημάδια της θανατερής αγωνίας στα καταματωμένα πρόσωπα.
Αλλά για τις γυναίκες αυτές με τη χαλύβδινη ψυχή το θέαμα δεν μετρούσε. Με τα νύχια τους έσκαψαν τη γη να κάνουν τόπο για να βρουν την αιώνια γαλήνη οι άνδρες τους τα παιδιά τους τ’ αδέλφια τους οι συγγενείς τους. Τα αίματα και η σάρκα που ακολουθούσε γρηγορότερα το νόμο της φθοράς μέσα στην Αυγουστιάτικη ζέστη δεν τις πισωγύριζε.
Αγκάλιαζαν τα ακέφαλα κορμιά , φιλούσαν τα παραμορφωμένα κεφάλια ,έπλεναν με τα δάκριά τους τις φρικτές πληγές που άνοιξε ο θάνατος χωρίς καμιά να κάνει πίσω.
Κι έπειτα ρίχτηκαν στον αγώνα για την ανάσταση των χωριών, για την ανατροφή των ορφανών, για τη συνέχιση της ζωής δίνοντας μια άλλη διάσταση στην έννοια της θυσίας.
Εύα Λαδιά