Αναφερθήκαμε στην τελετή αποκαλυπτηρίων του αγάλματος Αγνώστου Στρατιώτη που δεσπόζει στην ομώνυμη πλατεία της πόλης μας αλλά και στην οικονομική περιπέτεια που δημιούργησε πονοκέφαλο στην οργανωτική επιτροπή.
Ήταν από την «Κρητική Επιθεώρηση» τα στοιχεία. Σε μια άλλη εφημερίδα πάντως που εξέδιδε ο Πολύβιος Τσάκωνας, ο μέγιστος των πολιτιστικών παραγόντων του Ρεθύμνου με τίτλο «Εφημερίς των συζητήσεων» αναφέρονται και άλλες λεπτομέρειες της σημαντικής τελετής, αφού αφορά ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία του Ρεθύμνου. Κι είπαμε να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα με τα παραλειπόμενα αυτά.
Όπως γράψαμε ήδη τα αποκαλυπτήρια έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 1930 και απόλυτη τάξη. Εντυπωσιακή ήταν η παράταξη του προτύπου τάγματος ευζώνων και της Μοίρας Πυροβολικού. Συμμετείχαν επίσης τμήμα του 44ου Τάγματος, τριών ομάδων προσκόπων υπό το γενικό πρόσταγμα του Στ. Παπαδάκη και σχολικών τμημάτων. Στην επιμνημόσυνη δέηση παρέστη και ο Αρμένιος ιερέας.
Η ομιλία του Πολύβιου Τσάκωνα
Μετά τη δέηση ο Πρόεδρος των Εφέδρων Αξιωματικών Πολύβιος Τσάκωνας ζήτησε από το πλήθος να κρατήσει ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των νεκρών κι έπειτα εκφώνησε μια εξαιρετική ομιλία γεμάτη πατριωτικό παλμό.
Είπε συγκεκριμένα:
«Ακούστε το ανατριχιαστικό θρόισμα που κάνουν οι ψυχές γύρω από το συμβολικό αυτό άγαλμα. Σκυμμένοι ας αναπολήσωμεν στοργικά τας αγαπημένας μορφάς.
Ας αφήσουμε την ψυχή μας γοργόφτερη να τρέξει προς τα οπίσω, ας απαλλάξουμε τη σκέψη μας από τον πόνο, από τα όρια του τόπου και του χρόνου για να μπορέσωμε να ακολουθήσουμε εκείνους που σήμερα τιμάμε.
Πρέπει να αγναντέψουμε πέρα σε αλλαργινές στεργιές και να αναπαραστήσωμε τες ωραιότητες χρόνων και χρόνων.
Ν’ αφήσουμε να συναρπασθούμε σ’ επικές ατμόσφαιρες που η λάμψις ενός θεϊκού φωτός, τρελλή ξελογιάστρα θα μας παρασύρη.
Τότε και μόνον τότε θα μπορέσουμε να προσφέρουμε το ιερό μνημόσυνο στους αθάνατους νεκρούς μας.
Μια μέρα αλησμόνητη μέρα μια σάλπιγγα σαν κείνη της δεύτερης παρουσίας σήμανε συναγερμό. Οι συναρπακτικές δόνησές της ρίξαν τους νιούς σε έκσταση.
Οι νέοι οραματισθήκανε. Είδαν κάτι να ζωγραφίζεται ψηλά στα σύνορα.
Ήταν το όραμα μιας μεγαλύτερης Ελληνικιάς πατρίδας. Εγονάτισαν μεγαλόπρεποι οι ανδρείοι και ωρκίστηκαν να κάμουν το όραμα πράγμα χειροπιαστό.
Έξαλλοι σηκώθηκαν κι έτρεξαν ωραίοι και δυνατοί στην ψυχή και στο κορμί για να πιάσουνε το όραμα.
Στα μάθια τους έλαμπε το φώς της ελπίδος. Εκτελεσταί πόθων και ελπίδων -έτρεχαν ακούραστοι και ατσαλένιοι μες στον καυτερό ήλιο, στο ολόγιομο φεγγάρι και στη θυελλώδη νύκτα.
Μπροστά απ’ αυτούς έτρεχε η Πατρίδα, πλανεύτρα μάγισσα και τους μεθούσε με το μεθυστικό της άρωμα.
Τους μοίραζε το μαγιοβότανο της λησμονιάς και ξεχνούσαν τους δικούς των. Έτρεχαν να φτάσουν στον ορίζοντα που σχημάτιζαν τα πεπρωμένα της φυλής.
Κόσμοι παραμέριζαν να περάσουνε. Η αστραπή της ελληνικιάς λόγχης κάθε μέρα και σημείωνε τα σύνορα πιο μακριά γιατί την κρατούσαν τα πιο δυνατά και τα πιο διαλεκτά χέρια της φυλής.
Στο διάβα της ξαναζούσαν οι θρύλοι οι παλιοί. Το δράμα δεν μπορούσε να σβήσει από τα βάθεια της ψυχής τους, γιατί ήταν γλυκό, γιατί ήτανε πλάνο.
Έτρεχαν κατόπι του οι έφηβο των βουνών, των κάμπων και των γελαστών νησιών. Το πέρασμά τους ήταν φωτεινό σαν τον ολόφωτο Γαλαξία. Χύθηκαν κι άπλωσαν οι Ελληνικές φάλαγγες, στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Σκορπούσαν ρίγη ενθουσιασμού.
Το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότης. Τ’ αυτιά τους βούιζαν από τον ήχο του νικητηρίου ύμνου. Οι λεβέντες περνούσαν το γλαυκό πόντο για να ενώσουνε τη φυλή σφικτά σε μια πατρίδα. Ο πολεμόχαρος χείμαρρος χύθηκε παντού.
Οι αντίλαλοι των βουνών της Μακεδονίας και της Θράκης, της Ηπείρου και της Μικράς Ασίας αντηχήσανε από τη νικητήριο ιαχή και η εθνική σημαία εστήνετο στες φοβερές επάλξεις των εχθρών. Οι κάμποι και τα βουνά εγιόμιζαν από τους καπνούς και τες φλόγες άγριας μάχης.
Κι η νίκη γυρνώντας στο θολό πεδίο της μάχης κερνούσε τα παλικάρια το καταπόρφυρο κρασί της δόξας. Η ζωή γι’ αυτά έχει ένα προορισμό. Τη νίκη. Αλλά αλλοίμονο. Ο δρόμος είναι μακρύς κι έχει τους κουρασμένους του. Γι’ αυτό οι κάμποι και τα βουνά στρωνόντουσαν με κορμιά. Άφθονο χυνόνταν το αίμα.
Ανάμεσα στη κοσμοχαλασιά της μάχης φύτρωνε η δάφνη της δόξας. Και τη δάφνη αυτή πότιζαν οι ιερές σπονδές του αίματος των ηρώων.
Ποτέ άλλοτε δεν βλάστησε πλουσιότερη δάφνη, αλλά και ποτέ άλλοτε δεν είχε ανάγκη από περισσότερο πότισμα. Γι’ αυτό οι νιοι προσφέρανε άφθονο -αλύπητα- το αίμα τους. Υπάκουαν σε μια ιερή πρόσκληση.
Εστήνετο ένα απαράμιλλο τρόπαιο και γύρω του εγίνετο ένα απέραντο άλσος από τες δάφνες των διαφόρων μαχών. Κι εσχηματίζετο ένα ξωτικό δάσος μια γωνιά παραδείσου.
Μεγάλωσαν οι δάφνες και ξεφούντωσαν κατακόκκινα τα λουλούδια τους. Στις σκιές του ιερού άλσους ήρχοντο οι κουρασμένοι του μεγάλου δρόμου και εξεκουράζοντο.
Η μυρωμένη πνοή του αισθήματός των έκανε να θεριεύουν τα ιερά φυτά του.
Το αίμα αυτό που εχύνετο έκανε να λάμπει για τους σκλάβους ο ήλιος πιο λαμπρός, να τραγουδούν τ’ αηδόνια πιο λαγγεμένα κι ο μπάτης να χορεύει πιο απαλά τες θάλασσες.
Ο δρόμος ο δικός τους μες τες ερημιές και τα πυκνά τα δάση, τους μαγεμένους κάμπους και τα στοιχειωμένα βουνά έκανε το έθνος να πανηγυρίζει χαρές.
Αλλά αλλοίμονο οι χαρές αυτές είχαν και τα συντρίμμια τους.
Και τα συντρίμμια αυτά κλαιν πικραμένες μάνες, λυγερόκορμες κόρες. Και με τα μάθια δακρυσμένα προσμένουν μάταια το γυρισμό τους.
Η πόλις για να πληρώσει φόρο τιμής σ’ αυτούς έστησε σήμερο εδώ τον ανδριάντα αυτόν που γύρω του εμείς ευγνώμονες μαζευτήκαμε.
Μη κλάψετε όμως γι’ αυτούς. Είναι οι μόνοι ευδαίμονες, είναι οι μόνοι που δικαιούνται να είναι υπερήφανοι. Μόνο αυτοί δεν είδανε τη μεγάλη στρατιά να γυρίζει άδοξη σε μικραμένα σύνορα.
Ωραίοι νεκροί. Αιματηροί μαχηταί σας μακαρίζουμε. Φέρνουμε τη σκέψη σας με συγκίνηση.
Ο λαξεμένος αυτός στρατιώτης συμβολικός εκπρόσωπός σας θα θυμίζει αιώνια το καθήκον».
Η συγκίνηση του Μιχαήλ Πρεβελάκη
Μεταξύ εκείνων που κατέθεσαν στεφάνι ήταν και ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης. Στην δική του αναφορά έκλεισε τη μεγάλη του συγκίνηση καθώς αναλογίστηκε ότι ανάμεσα στους πεσόντες υπήρξαν και πνευματικά τέκνα του Γυμνασίου Ρεθύμνου.
Συγκίνησε και ο νεαρός τότε πρόσκοπος Γεώργιος Ι. Γιαννούλης με την ποιητική του αναφορά, ενώ κατέθετε στεφάνι εκ μέρους των προσκόπων.
Από τις αξιοσημείωτες στιγμές της λαμπρής τελετής είναι η κατάθεση στεφάνου από την κοινότητα Γερακαρίου. Ήταν η μόνη από την ενδοχώρα του νομού που πήρε αυτή την πρωτοβουλία.
Και το θαυμάσιο πράγματι ρεπορτάζ της «Εφημερίδος των Συζητήσεων» τελειώνει με διευκρίνιση ότι δεν ανηγέρθη άγαλμα Αγνώστου Στρατιώτη ούτε μνημείο των αφανών Ηρώων όπως τους είχε υποδείξει ο Βενιζέλος αγνοώντας λεπτομέρειες. Το μνημείο είχε σκοπό να τιμήσει τους πεσόντες δημότες Ρεθύμνου όπως επρόκειτο να γίνει σε κάθε χωριό με την ανέγερση μνημείου πεσόντων.
Έμενε στην αρμόδια επιτροπή να συμπληρώσει το έργο της με την αναγραφή των ονομάτων σε αναμνηστικές πλάκες. Επ’ αυτού θα ακολουθήσει άλλο σημείωμα.
Ήταν απαραίτητες αυτές οι προσθήκες παραλειπομένων της τελετής. Καλό είναι να ξέρουμε ό,τι αφορά το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη με κάθε λεπτομέρεια. Με αυτό άλλωστε θα έμεναν στον αιώνα οι πεσόντες δημότες του Ρεθύμνου.