Το βιβλίο Η Μάχη της Κρήτης του . Ηλία Καλογεράκη εκδόθηκε στο Ρέθυμνο με την
επιμέλεια της Μαρίας Λιοδάκη και Χαρούλας Πρινιωτάκη.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αγαπητέ αναγνώστη,
Το παρόν πολυβασανισμένο έργο που αρχίζεις να διαβάζεις, άρχισε να γράφεται το έτος
1968 στις 6 Μαΐου ημέρα Σάββατο. Η μέρα την οποία στερήθηκα και εγώ όπως όλα τα
ορφανά της Κατοχής τον πατέρα μου το 1944 6η Μαΐου Σάββατο. Με μοναδικό μάρτυρα τα
μάτια του πριν κλείσουν αντίκρυσαν και είδαν τον μεγαλύτερο γυιό του, τον μεγάλο μου
αδελφό.
Βαρειά κληρονομιά η Ορφάνεια.
Μα πιο βαρειά η Στέρηση του πατέρα. Η ηλικία μεγαλώνει το παιδί γίνεται παλληκάρι και ο
πόνος μέσα μας μαζί κι’ αυτός γίνεται θεριό να φάη Σίδερα. Μια μέρα το 1968 ημέρα
Συναπαντήματος, ημέρα που ο πόνος ξεχείλισε, ανέβηκε στα χείλια και δειλά-δειλά τα
χείλια άρχισαν τον πόνο να τον κάνουν τραγούδι- μαντινάδα όπως ξέρει κάθε Κρητικός να
τραγουδά όταν πονά. Έψαξα χαρτιά και βιβλία ιστορικά- μαρτυρίες- διάφορα ντοκουμέντα
με σοβαρές ιστορικές αφηγήσεις και γνήσιες ημερομηνίες. Αποτέλεσμα ν’ αρχίσω να
γράφω, κάνοντας την ιστορία και τις αφηγήσεις με τις σωστές ημερομηνίες τραγούδι
Κρητικό- Μαντινάδα, που βγαίνει από κάθε ορφανεμένο σπίτι και μορολόι που κλαίει
ακόμα το Νησί μας για τον χαμό τόσων νεκρών.
Σε καμμιά χώρα της Ευρώπης, μα σε καμμία δεν έκαναν τόσους ομαδικούς τάφους, όπως
στην δική μας, στην Ελλάδα στην Κρήτη. Πουθενά δεν είδα-δεν διάβασα- δεν άκουσα στους
νεκρούς που είχαν οι άλλες χώρες ανάμεσα να βρίσκονται μωρά 2 έως 6 χρονών και παιδιά
από 6-12 χρονών, ξεκοιλιασμένα με ξιφολόγχες και σκοτωμένα με υποκόπανους τουφεκιών
όπως στην Ελλάδα και ειδικά στην Κρήτη.
Μεγάλο πράγμα να είσαι Έλληνας. Προτέρημα να είσαι Κρητικός. Ο Θεός έπλασε την Φύση
και τον άνθρωπο. Ο Έλληνας έπλασε τον πολιτισμό- την ιστορία και τα ανθρώπινα
αισθήματα.
Γι’ αυτό από χρόνια μας πολεμούν- μας μάχονται μας κυνηγούν με όλα τα μέσα για να μας
ξεκάνουν. Μας ανοίγουν πληγές αιώνιες και μας βάνουν φωτιά να καούμε ενώ εμείς
φωτιζόμαστε από αυτήν. Όπως μας φωτίζουν οι φλόγες από την Κωνσταντινούπολη, το
Μεσολόγγι,τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, το Σούλι, το Ζάλογγο, τα Γιάννενα, την Τρίπολη, το
Αρκάδι, τα Δερβενάκια, τη Κάνδανο, τα Ανώγεια, τη Χίο, τα Ψαρά. Έτσι μας φωνάζουν οι
νεκροί από το σκοπευτήριο της Καισαριανής, το Χαϊδάρι, τα Καλάβρυτα, τη Κάνδανο, την
Αγυιά, τα Ανώγεια, το Γερακάρι, το Άδελε ,τα Περβόλια, Μυσσίρια και τόσους άλλους
μαρτυρικούς τόπους και ομαδικούς τάφους Ελλήνων αγωνιστών να αγωνιζόμαστε συνέχεια
για τον τόπο μας.
Επίλογο σε αυτό το έργο δεν θα βρείτε. Ούτε και τέλος θα διαβάσουν τα μάτια μας. Θα
συνεχίσει να γράφεται, να τραγουδιέται, να μιλά για τα βάσανα του τόπου μας, για αυτό
τον τόπο που τον ορέγονται πολλοί και τον μισούν άλλοι τόσοι.
Η υδρόγειος σφαίρα δεν χωράει δύο Ελλάδες. Καμία θάλασσα δεν σηκώνει δύο φορές την
Κρήτη παρά μόνο η Μεσόγειος μια. Μα αν κοιτάξουμε όλες τις δύσκολες ώρες του
κόσμου, τότε θα δούμε τι έκαναν οι Έλληνες και οι Κρήτες και τότε ας κοιτάξουμε τι έκαναν
οι άλλοι όλοι μαζί.
Για αυτό δεν μας θέλουν, για αυτό κοιτάνε να μας ξεκληρίσουν από τα γεννοφάσκια μας,
αλλά δεν θα τους περάσει. Δεν τρωγόμαστε εύκολα. Δεν γράφω και δεν στιχουργώ ή
τραγουδώ για να με κρίνουν, αλλά για να με ακούσουν. Όχι όποιοι να ναι, αλλά οι δικοί
μου. Είναι μια χαιρετούρα για πρόσωπα που χάθηκαν. Είναι ένα γεια σου γι’ αυτούς που
ζουν.
Αφιέρωμα στους Κρήτες αγωνιστές 40-44
Σαράντα χρόνια κλείνουνε, ετούτη τη βδομάδα
και σκέφτηκα να ασχοληθώ, να γράψω μια αράδα
Να γράψω για τσι ζωντανούς και για τσι σκοτωμένους
για τα ορφανά που μείνανε και για ξεκληρισμένους
Γι’ αυτούς που σκοτωθήκανε, για κείνους που γλυτώσαν
και για τσι Γερμανόφιλους, που το λαό προδώσαν
Σαράντα χρόνια κλείνουνε, σαράντα χρόνια πόνο
που θέλησαν οι Γερμανοί, να αλλάξουνε τον κόσμο
Τον πόλεμο κηρύξανε, σε φίλους και γειτόνους
μ’ απλοχεριά σκορπίζουνε, το θρήνο και τσι πόνους
Μιά- μιά κατασπαράξανε, τσι χώρες στην Ευρώπη
και στην Ελλάδα μπαίνουνε, στην Πίνδο στη Ροδόπη
Σαράντα ένα Απρίλιος, δέκα εννιά Δευτέρα
την Ήπειρο σκεπάζουνε, κι’ απλώνουν πέρα ως πέρα
Στσί εικοσιδυό του Απριλιού, με μια κακιά μανία
τα νύχια τους απλώνουνε, πάνω από τη Λαμία
Παρασκευή πρωί- πρωί και στσί εικοστρείς τ’ Απρίλη
ο Βασιλιάς, ο Τσουδερός, μαζί με το Λεβίδη.
Στην Κρήτη εκατεβήκανε, ούλοι για να σωθούνε
τέτοιους ηγέτες είχαμε, που τρέξαν να κρυφτούνε
Σαράντα ένα Απρίλιος και στσί εικοσιεπτά του
Τρίτη κοντομεσήμερο, μεγάλη γρουσουζιά τούτο
Μέσ’ την Αθήνα μπαίνουνε, του Χίτλερ λυσσασμένοι
κι΄αυτοί που τσί θωρούσανε, μείνανε σαστισμένοι
Στου Παρθενώνα την κορφή, βάνουν το λάβαρό τους
που στην απελευθέρωση, ήταν το σάβανό τους
Εκλείσανε και το Σταθμό, Ελληνικά να λέει
και πιά καρδιά ετότες σας, δεν ράγισε, δεν κλαίει
Ούλη η Ελλάδα έπηξε, στου Χίτλερ τα φουστάτα
και στο νησί μας έφταξαν, τα νέα τα μαντάτα
Την Κρήτη τηνέ θέλανε και την γλυκοκοιτούσαν
τσί Γερμανούς στην Αφρική, που θα τροφοδοτούσαν
Σταθμό να τηνέ κάμουνε, στα μεταγωγικά τους
λές και στ’ αμπελοχώραφα, μπαίνουνε τα δικά τους
Κρατά μια φούρια στο νησί, από τσ’ ετοιμασίες
λες και καλωσορίζανε, του κόσμου τσί μεσίες
Είχαμε τότε στο νησί, πολλών λογιών στρατιώτες
Εγγλέζους- Νεοζηλανδούς και Έλληνες πατριώτες
Ούλοι μαζί θα πιάνανε, τριάντα δυό χιλιάδες
χωρίς τσί ντόπιους βέβαια, που γέμιζαν αράδες
Μάϊος είναι δεκατρείς, Παρασκευή ημέρα
Γερμανικά αερόπλανα, μας κόψαν τον αέρα
Ρέθεμνος βομβαρδίζουνε, το Κάστρο, τα Χανιά μας
στόχο τους κάμανε καλό, τ’ αεροδρόμιά μας
Σαν δέκα μέρες συνεχώς, ρίχνουν και βομβαρδίζουν
ασμάρια καθημερινώς, τον ουρανό γεμίζουν
Θέλουν με τσι βομβαρδισμούς, να μας εφοβερίσουν
κι’ απ’ τον αέρα αν μπορούν, να μας εξεκληρίσουν
Παραμονή της πτώσεως Αλεξιπτωτιστών 19-5-41
Απόψε στο κρεβάτι μου, ο ύπνος δεν με παίρνει
λαγοκοιμούμε κι’ όνειρο, το νου μου τον επαίρνει
Θωρώ το χάρο να γλακά και να στριφογυρίζει
κι’ απ΄τη μιά άκρη του νησιού, στην άλλη να γυρίζει
Για να προλάβει τη δουλειά, που τούφερε η τύχη
με τ’ άλογο του εγλάκανε, μπόλικους να πετύχει
Θωρώ και πιάνει τα Χανιά, στη Σούδα ξεσελώνει
Ρίχνει τα μάτια του στη γη, κι’ αρχίζει να μαζώνει
Από τη Σούδα ξεκινά, στο Μάλεμε γυρίζει
Αγυιά- Περβόλια- Γαλατά, στ’ Αλικιανού σφυρίζει
Την ίδια μέρα ξεκινά, στο Ρέθεμνος να φτάξει
Νάχει κατάρα Θεϊκή, καλό μην αποτάξει.
Στου Σταυρωμένου, στη ΒΙΟ, στέκει και μουρμουρίζει
κάνει σωρούς με τα κορμιά, κι’ αγριοχαχανίζει
Απ΄την χαρά του τη πολύ, γελά και στα Περβόλια
Μα Θέ μου δεν τα σκιάζετε, των Γερμανών τα βόλια
Προτού βραδυάσει ο Θεός η μέρα τόνε παίρνει
στο Ρέθεμνος επέζεψε, στο κάστρο ξεπεζεύνει
Απ’ έξω απ’ τη Χρυσοπηγή, στη γειτονιά στο Γάζι
στον Αϊ Γιάννη το χωστό, στέκει και κάνει χάζι
Ξανείγει τη Χανιώπορτα και πιάνει τ’ Ατσαλένιο
Θαρρείς το μαύρο του κορμί πως είναι σιδερένιο
Αλαφιασμένος ξύπνησα, με μάτια δακρυσμένα
και σκέφτηκα και λόγιασα, ποιά νάναι τα γραμμένα
Ποιά νάναι τα μελλούμενα, που θάρθουν στην ζωή μας
Άραγες ήντα καρτερεί, αύριο το νησί μας
Και καρτερούσε και ήρθενε Τρίτη καταραμένη
20 Μάη ήτανε, δεν είναι ξεχασμένη
Βάλε το χέρι Παναγιά, να μην βραχούν μαντήλια
κι’ εγώ λαμπάδες τσ’ εκκλησιάς, θ’ ανάψω και καντήλια
Και συ Άγιε μου Τίτο μου, που κατοικής στ’ Αμάρι
τ’ όνειρο τούτης της βραδιάς, Άνεμος να το πάρει
Γιατί θαρρώ πως τ’ όνειρο τούτο αν ξεδειλιάνει
Χρόνια πολλά θα φύγουνε κι ο πόνος δεν θα γιάνει
Μα δεν μ’ ακούν οι Άγιοι και ούτε Θεός γροικάτο
και ξημερώνει αυριανή και έφταξε το μαντάτο
Αναστενάζει Αυγερινός και δάκρυσε η Πούλια
κι’ από την Κρήτη φύγανε ως και τ’ αγριοπούλια
Απ’ την μια άκρη του νησιού ώσπου να πάει στην άλλη
δεν έβλεπες πουλιού φτερό, ούτε αγριμιού κεφάλι
Ούτε ένας γλάρος δεν πετά ούτε ένα τρυγόνι
Μόνο λακίσανε κι’ αυτά κι ό φόβος τα ζυγώνει
Πέρδικα για δεν κελαϊδάς, κότσιφα για δεν κράζεις
και συ Αϊτέ μου σταυραϊτέ μη βαριαναστενάζεις
Ως και ένας μαυροκόρακας κι, ένα τσακάλι κλαίνε
και φιλοτρέμουν τα ωζά και οι σκύλοι μουγγοκλαίνε
Κι’ αυτά είχανε διαισθανεί τη συμφορά που θάρθει
και φύγανε απ’ το νησί ο πόλεμος μην τάβρει
Πρώτη μέρα πτώσεως Αλεξιπτωτιστών 20-5-41
Είκοση Μάη ήτανε ανήμερα την Τρίτη
που αρχίζανε οι Γερμανοί να πέφτουνε στην Κρήτη
Στον Πλατανιά, στο Μάλεμε, στ’ Αλικιανού αρμενίζουν
χιλιάδες αλεξίπτωτα, τον ουρανό γεμίζουν
Στο Γαλατά και στην Αγυιά, πέσανε σαν τσί σκάρες
Γύρω- τριγύρω στα Χανιά, πέσαν εννιά χιλιάδες
Στο Ταυρωνίτη- Κλαδισό- Χαλέπα- Κυρτομάδες
όσοι πατούσανε στη γη, εφτιάχνανε ομάδες
Στήνουν τα πολυβόλα τους και αρχίζουνε τη μάχη
σε κάθε ρέμα ρίχνουνε, κάθε βουνό και ράχη
Στον κάμπο το Χανιώτικο, πέφτουνε λυσσασμένοι
και οι Κρητικοί που τσι θωρούν, δεν μένουν σαστισμένοι
Αντί για καλοσώρισμα, τσι μπαλωτές αρχίζουν
σαν τα λιοντάρια μάχονται, για να τσι ξεκληρήσουν
Εκιά να δείς τσι Κρητικούς, να πολεμούνε ούλοι
γυναίκες άνδρες και παιδιά κι’ η φαμέλια τους ούλη
Ένας λαός ξερμάτωτος, χωρίς τουφέκια, σφάιρες
τάχε μαζώξει ο Μεταξάς, πρίν από χίλιες μέρες
Κι’ όσα ‘χαν κρύψει κάμποσοι, κρυφά από κανένα
δεν ήταν κείνης τσ’ εποχής, μα του εικοσιένα
Παλληκαρίσια μάχονται κι΄ οι Γκράδες εστομώσαν
με τα μαχαίρια μάχονται και Γερμανούς σκοτώσαν
Άλλοι σκοτώνουν Γερμανούς, στη γη μόλις πατήσουν
και παίρνουν τα τουφέκια τους, άλλους να πολεμήσουν
Άλλοι ανακατευτήκανε, με λύσσα και μανία
και πολεμούν κατακτητές, από την Γερμανία
Θεέ μου πού βρεθήκανε, Θεέ μου πού γλακούνε
και γιάντα τα καμπαναριά, λαλούν και κελαϊδούνε
Ομπρώς σκοτώνουν Γερμανούς, πίσω φυτρώνουν άλλοι
μεγάλο πράγμα ο πόλεμος, μια σκέτη παραζάλη
Στο κάμπο το Χανιώτικο, πέσανε σα τσι σκάρες
ρίξανε αλεξιπτωτιστές, γύρω στ’ εννιά χιλιάδες
Αναβρουχάται η θάλασσα, η Σούδα τ’ ακρωτήρι
λες και ο Θεός μας έκοψε, σήμερα το χατήρι
Στο κοιμητήρι αναβαστά, ο Γέρο Βενιζέλος
γιατί κι’ αυτός ενόμισε, πως έφτασε στο τέλος
Και τρέμει η Κρήτη ολόκληρη, από τ’ αεροπλάνα
κι από τσι βόμβες που ξερνούν, τα σιδερένια σπλάχνα
Βάνει η Μαδάρα μια φωνή, βρουχάται ο Ψηλορείτης
και δάκρυσε ο Κουλούκουνας, για το χαμό τσι Κρήτης
Γέμισε ο κάμπος ζωντανούς, μαζί και σκοτωμένους
κι’ ας δούμε ήντα γίνεται, στις μπάντες του Ρεθέμνου.
Στο Ρέθεμνος τ’ απόγευμα, γίνονται πανηγύρια
κι’ οι Γερμανοί ανοίξανε χορό μεσ΄τα Μυσσίρια
Χιλιάδες είναι οι Γερμανοί, που πέσαν στα Περβόλια
στο Πλατανέ και στη ΒΙΟ, εσκούσανε τα βόλια
Σαν τρείς χιλιάδες ρίξανε, στην Άμμο του Ρεθέμνου
απ’ όξω από του Κόρακα και ως του Στυρωμένου
Ομπρέλες βρέχει ο ουρανός κι’ οι Κρητικοί σκοτώνουν
κάθε ασμάρι Γερμανούς, στη Γη όταν ζυγώνουν
Μα Θεέ μου ήντα γίνεται, ο ουρανός αδιάζει
συνέχεια αλεξίπτωτα, δεν λέει να βραδυάσει
Ξάνοιξε πόσοι πέφτουνε, ξάνοιξε μια μανία
λες και μετακομοίζουνε από την Γερμανία.
Σαν να θυμάμαι εφύσανε, Νότια απ΄τ΄Αγιασμάτσι
κι’ απ’ τη στεριά στη θάλασσα, τσι ρίχνει αναθεμάτσι
Ως και ο Νοτιάς δεν τσ’ ήθελε μόνο και αυτός αρχίζει
να τσι κτυπά στον ουρανό, να τσι στριφογυρίζει
Άλλοι σαν κατεβαίνανεστην άμμο στα σεπέρια
τσί Ρεθεμνιώτες βρίσκανε, μόνο με τα μαχαίρια
Άλλοι στ’ ελιές σκαλώνανε, σαν ήταν στον αέρα
λες και τσί προφυλάγανε, να μην τσί βρή χολέρα
Την πιο γερή αντίσταση, στο Ρέθυμνο κρατήσαν
αφού το λεν κι’ Γερμανοί και μας το μαρυτήσαν
Πως στη Βιο την πάθανε, λες και ήτανε Αρκάδι
και στ’ Αϊ- Γιώργη την αυλή. Γινήκανε ομάδι
Εκιά προφυλακτήκανε και βολιδοσκοπούναι
να πολεμήσουν άραγε ή να παραδοθούνε
Κι’ ο μέγας Στούντετ δήλωσε δεν είναι παιχνιδάκια
στο Ρέθεμνος ξυπνήσανε πάλι τα Δερβενάκια
Ας δούμε ήντα γίνεται προτού να φέξει τ’ άστρο
ήντα χορό χορεύουνε, απ’ όξω από το Κάστρο
Κατά τσι τρείς τ’ απόγευμα την ώρα τσι μαρέντας
έφταξε στο Ηράκλειο το βρούχος της Μπερέτας
Στον Αϊ Γιάννη το χωστό κι απ΄όξω από το Γάζι
άκου να δείς αδέλφι μου αρχίζει το Μπαράζι
Δίπλα απ’ τη Χρυσοπηγή και μέσα στα Καμίνια
αρχίξανε να πέφτουνε του Χίτλερ τα σαΐνια
Όσοι δεν είχαν άρματα, κι όσοι είχανε γλακούνε
ένας λαός ξερμάτωτος, τσι Γερμανούς να βρούνε
Οι Γερμανοί σαστίσανε και μπαλοτολογούνε
μια μάντρα κάνουν πρόχωμα καλά ν’ αντισταθούνε
Την μάντρα κάνουν πρόχωμα τον τοίχο μετερίζι
κι’ ο Διοικητής τους απ΄ τη μια στην άλλη να γυρίζει
Κάνετε λίγη υπομονή προσέχτε και θα δήτε
πρωί- πρωί παρέλαση στο Κάστρο θε να μπήτε
Ετότες σας εγύρισε και τούπε ένας γέρος
θαρρώ πως ήτανε γεννιά μέσα απ΄τ΄ άνω Μέρος
Άδικα το λογιάζεσαι κι΄άδικα το γροικούνε
η Κρήτη δεν γεννήθηκε για να τηνέ πατούνε
Οι Κρήτες δεν πεθαίνουνε αν δε σε πολεμήσουν
κι’ αποθαμένοι θάρθουνε για να σε ξεκληρήσουν
Ο γέρος όπου τόπενε ήτανε Ψηλορείτης
το πιο περήφανο βουνό καταμεσής τσι Κρήτης
Αναστενάζει ο Καρτερός βροχούνται οι Μαδάρες
Κουλούκονας και Βρύσινας φωνάζουν ούλους τσ΄άνδρες
Σαλεύετε για το Θεό, για το Θεό γλακάται
βάλτε φτερά στα πόδια σας κι’ άρματα πολεμάται
Ελευθεριά θέλω μωρέ, ξύπνα Δασκαλογιάννη
αέρα θέλουν οι κορφές , ο πόνος μου να γιάνει
Ξύπνησε Γιαμπουδοκωστή κι’ Ηγούμενε Γαβριήλη
κι’ ανασηκώσου Διγενή, στην Άνοιξη τ’ Απρίλη
Β’ ημέρα Μάχης είς περιοχή Χανιών
Η πρώτη μέρα άρχισε της νύχτας να φωνάζει
κι’ ο Γερμανός Διοικητής με λύσσα να γκρινιάζει
Ήθελα και να κάτεχα, πούναι η αντριωσύνη
στο σώμα αλεξιπτωτιστών και η καπατσωσύνη
Γιατί παρόντες είμαστε, τόσοι μονάχα λίγοι
αυτοί νικάνε ή εμείς; Μάχη να σου πετύχη
Ούλοι την νύχτα σέρνονται δυό – δυό τρείς- τρείς ομάδα
και’ γω καθόμουν και έγραφα, τσί στίχους στην αράδα
Απ’ τα Χανιά ξεκίνησα να φτάξω στη Σητεία
Νομό- Νομό, Χωριό- χωριό, λες και είναι επετεία
Δεν φτάνουν κείνα πούγραψαν και πούχανε γραμμένα
Μα πιό πολλά είναι τα άγραφα, από τα μιλημένα
Θεέ μου πού τα γράψανε πές μου πού θα τα βρούμε
να τα διαβάζω ολονυκτίς τα μάτια μου ας βγούνε
Να δώ τί λεν οι Ιστορικοί κι οι Συγγραφείς οι τόσοι
που λεν για τούτο το Νησί κι΄αυτοί είναι καμπόσοι.
Να πιάσω μια δυό συλλαβές, να πιάσω μιάν αράδα
Να τηνέ κάμω Κρητικό, τραγούδι, μαντινάδα
πού τραγουδιέται με καϋμό με πόνο και λαχτάρα
και οι εχθροί μας να γροικούν με μπόλικη τρομάρα
Άκου την Κρήτη τραγουδή και λέει τον καϋμό της
Αυτή η φυλή τραουδιστά φορεί το σάβανό της
Σαν ξημερώνη δεύτερη μέρα καταραμένη
Οι Γερμανοί την έχουνε την Κρήτη ρημαγμένη
Πότε με τσί βομβαρδισμούς, πότε με πολυβόλα
κι΄οι Κρητικοί τα παίζουνε κι’ αυτοί όλα για όλα
Όσοι δεν είχανε άρματα κι΄όσοι είχανε γλακούνε
Στην Μάχη του Αλικιανού τσι Γερμανούς να βρούνε
Ένα μπουλούκι χωριανοί μέσα από τ’ Ορθούνι
Ούλοι τους είχαν άρματα κι’ ο Γέρος το μπαστούνι
Ούλοι με Γκράδες πολεμούν, κι ο Γέρος στα στερνά του
Σκοτώνει, πιάνει Γερμανούς με την παλιόβεργά του.
Μονομαχία άρχισε επάνω σ’ ένα δέτη
Με ένα ψηλό Γερμαναρά και βάνει του στο μπέτη
Μαχαίρι μαυρομάνικο και την παλιομπαστούνα
απ΄το Γιακά τονέ βαστά και τονέ ταρακούνα
Παίρνει του το τουφέκι του, κι΄ομπρός του τονέ βάνει
και τον αρχίζει στο ραβδί κομμάτια τονέ κάνει ,
Στσί Βουκολιές στο Κάστελο κοντά στο Κολυμπάρι
Μάχουντε σαν τσί Σταυραετούς κι ο Χάρος όποιον πάρη
Στο Νιό χωριό κοντά στου Φρέ απ’ όξω από του Βάμου
εκιά σκοτώσανε πολλούς κι’ απ΄τον Καϋμό τα χάνω
Ένας Γερολοκοβαρδής απ’ το σφακοπηγάδι
με φορτωτήρα κυνηγά δυό Γερμανούς ομάδι
Φτάνει τον ένα αρχίζει του παίρνει του το τουφέκι
Ο δεύτερος την γλύτωσε γλακά κι΄ούτε δεν στέκει
Ένας Κοτσάκης μπήκενε στων Γερμανών τη μύτη
Μάχη αητού και Γερμανού πιάνει στον Ταυρωνίτη
Στέκει Καυγά δυο Γερμανών και τσι καλαποδέχει
Μια χέρα είχε στη ζωή, την άλλη δεν την έχει.
Κι’ ο Κερασίμπασης γλακά απ’ τα Κομησιανά΄ναι
με τον Κοτσάκη σμίξανε τσι Γερμανούς να φάνε .
Δυό Γερμανούς εβρήκανε πιλότοι ξεπεσμένοι
με πολυβόλο απ΄τη Στεριά στο χώμα είναι ριγμένοι
Βαστά ο Κοτσάκης με την μιά τον ένα απ΄την μέση
τον άλλο ο Κερασίμπασης και δεν τους καλαρέσει.
Τσι γδύνουν από τ΄άρματα κι απ΄τσι χειροβομβίδες
Παίρνου τονε τα κυάλια τους μαζί και τσ’ αραβίδες
Ετσά κορμιά εμάχουνταν ετότες εις την Κρήτη
Σούδα- Χανιά κι Αλικιανού – Μάλεμε – Ταυρωνίτη
Γέμισε ο Κάμπος των Χανιών από κορμιά σπαρμένα
κορμιά Κρητών και Γερμανών πολλά και σκοτωμένα
Είχε κορμιά Γερμανικά μα αν ψάξουμε στα ίσια
κι’ Γερμανοί είχανε καρδιά γερή παλλικαρίσια
Και εκείνοι πολεμήσανε κι’ ασχέτως το Σκοπό τους
άλλοι χαρήκαν την ζωή κι΄ άλλοι τον θάνατό τους
Είπαμε πως Παρασκευή και τσι εικοστρείς τ’ Απρίλη
ο Βασιλιάς ο Τσουδερός μαζί με το Λεβίδη
Στην Κρήτη κατεβήκανε ούλοι για να σωθούνε
τέτοιους ηγέτες είχαμε που τρέξαν να κρυφτούνε
Βέβαια πρέπει ο Βασιλιάς να φύγει να γλυτώση
τ’ ασκέρι το τομάρι του, κι ούλο το βιός να σώση
Να σώση τα υπάρχοντα κι ούλα τ΄αγορασμένα
Με τον ιδρώτα ενός Λαού τάχε ξεπληρωμένα
Μα κι ο καλός πρωθυπουργός κι αυτός πάη να φύγη
Λαέ μου πούναι η ψήφος σου, πούναι η καλή σου τύχη
Να περιμένης αρχηγούς στιε δύσκολες τις ώρες
κι΄αυτοί σου δείχνουν ποιός ήτονε μες στις μεγάλες μπόρες
Μήπως δεν εμπορούσανε να μείνουνε στην Κρήτη
Νάχουνε καταφύγιο τον Γέρο Ψηλορείτη
Γιατί δεν παραμείνανε αντάρτικο να κάμουν
χαρά να δώσουν στο Λαό τους Ούννους να ξεκάνουν
Γιατί δεν μείναν στο Νησί Στρατό να οργανώσουν
Να οργανώσουν το Λαό ανθρώπους να γλυτώσουν
Και όπως λέει το ρηθέν σώζων αυτώ σωθήτω
ήθελαν και απ’ το Λαό να τους φωνάζει ζήτω
Γιατί είχανε συνήθεια ν’ ακούνε παλαμάκια
και να ποτίζουν το Λαό με πίκρες και φαρμάκια
Η ιστορία ενός Λαού είναι βαρύς του λόγος
και λεν πως δε γεννήθηκε άλλος Παλαιολόγος
Να μείνη μέσα στο Λαό κι αυτός να υποφέρει
και με τα παλληκάρια του, πολλά να καταφέρει
Μόνο οι δικοί μας τότες σας, σκεφθήκανε με πλάνη
κι’ απ’ τα Χανιά ξεφύγανε και πάνε στου Μπολάνη
Άκου να δεις ξεφτήλισμα, άκου να δεις αισχρότης
Αυτά που κάνανε αυτοί δεν τάκανε προδότης
Λίγο θα τσι πιάνανε οι Γερμανοί εκιά μέσα
και πήγανε σαλεύοντας την Παναγιά από μέσα
Από κιά ξεκινήσανε το Θέρισο περνούνς
τσι μάχης την οχλοβοή στ’ αυτιά τονε γροικούνε
Με τον Μπολάνη αρχηγό σαλεύουνε αράδα
σ’ ένα Μιτάτο μείνανε μέσα σε μια χαράδα
Εκεί δα ξενυχτήσανε και το πρωί μισεύουν
την Σαμαριά περάσανε στη Ρούμελη παιζεύουν
Από κιά τσι μπαρκάρανε στην Αίγυπτο να πάνε
κι οι Γερμανοί γελόυσανε τσι Κρητικούς να φάνε
Και γέλαγαν και λέγανε πούναι ο Βασιλιάς σας
που φεύγοντας σας άφησε στην τύχη τη δικιά σας
Αυτούς με Δημοψήφισμα σας φέραν στην Ελλάδα
ένα αχυρένιο ανδρείκελο μέσα σε μιά βελάδα
Μα μήπως και η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός σας
μήπως σταμάτησαν αυτοί μια ώρα στο πλευρό σας
Πούναι του Ρήγα οι γραφές του Παπαφλέσσα η χέρα
που με το Γιαταγάνι του τους έκαμε όλους πέρα
Πούναι του Γέρο του Μοριά, η γνώμη η σιδερένια
κι’ αυτοί αποδειχτήκανε, τάρταλα μπακιρένια
Πούναι τ’ Ανδρούτσου η λεβεντιά τσ’ Καλογριάς η Γέννα
που πολεμούσε κι΄έβγαλαν τα σωθικά του αίμα
Πούσαι μωρέ Νικηταρά, καϋμένε Κουτσονίκα
κι αυτός ο Ιουστινιανός με το <<Εν τούτω Νίκα>>
Πώς το Σταυρό και το Σπαθί άμα κρατάς με θάρρος
δίνεις κουράγιο στο Λαό και δεν του δίνεις βάρος
<<Μολών Λαβέ>> παλληκαρά είπαν στις Θερμοπύλες
κι’ ο Βασιλιάς κι ο Τσουδερός παρέδωσαν τις πύλες
Και άφησαν τον Τσολάκογλου να δένη και να λύνη
να υπογράφη ανακωχές στου πόνου την οδύνη
Να στέλνη τελεσίγραφα πάνω στις Μεραρχίες
παύσατε πύρ και οκλαδόν τέρμα οι Ανδραγαθίες
Οι Γερμανοί στον τόπο μας παρέλαση να μπούνε
είναι Ευρωπαίοι Νικητές πρέπει για να χαρούνε
Στο κάτω- κάτω της γραφής γιατί να σκοτωθούμε
ούλοι καλά θα ζήσουμε ας μη ξεσπιτωθούμε
Προς τον Ελληνικό Λαό στους Έλληνες στρατιώτες
οι Γερμανοί είναι χρήσιμοι κι αυτοί είναι πατριώτες
Σε ποιούς τα λες Τσολάκογλου για ποιούς τα υπογράφης
ανακωχές, συμβιβασμούς και διάγγελμα να γράψης
Του Πήλιου Ρούση γίνηκες αδέρφι για εγγονάκη
και μούβαλες τσι Γερμανούς να κάμουνε κονάκι
Δεν έμαθες δεν διάβασες πως μια φορά στην Πόλη
Μια ήτονε η κερκόπορτα κι αυτή ήταν όλη κι όλη
Δεν διάβασες αγράμματε που βρίσκεται τ’ Αρκάδι
πως Έλληνες κι’ Αγαρηνοί γινήκανε ομάδι
Σαν έπιασε ο Ηγούμενος και στέλνει το Μαντάτο
εμείς θ’ αντισταθούμενε στσι Τούρκους με κοντράτο
Κι’ έχω τον Γιαμπουδοκωστή με τον δαυλό αναμένο
και την Τουρκιά μεσ΄στην αυλή καλά την ανειμένω
Ένας Καψάλης βρέθηκε στο Μεσολόγγι μέσα
του Γένους και την αντριά, έδειξε και την μπέσα
Δεν σούπαν αθεόφοβε ότι ψηλά στο Σούλι
Γυναίκες γκρεμιστήκανε κι΄αυτοκτονήσαν ούλοι
Για να μην νοιώσουν την σκλαβιά, του αφέντη το χαντζάρι
Μόνο πηδούσαν στο Γκρεμό κι’ ο Χάρος όποιον πάρει
Κι΄αυτός ο Γέρο Σαμουήλ με το κερί στην χέρα
το κούγκη το ανατίναξε ψηλά εις τον αέρα
Κι΄εσύ ο μεγάλος Στρατηγός του Γένους Στρατιώτης
Απέδειξες σε ένα Λαό πως είσαι ένας προδότης
Και σκέφθηκες το Μπόϊ σου και τα συμφέροντά σου
και δέκα αλήτες μάζεψες και τσι έφερες κοντά σου.
Και κάματε Κυβέρνηση μια Γελοιογραφία
κι ο τόπος κόντεψε να βγη απ’ τη Γεωγραφία
Κι΄αυτοί που φύγανε απ΄εδώ στην Αίγυπτο να πάνε
Από κειδά εκόντεψε τον τόπο να αποφάνε
Και κάμανε Κυβέρνησι τρωγλοδυτών που λένε
Στου Εγγλέζου Τσώρτσιλ την ποδιά καθόντουσαν να κλαίνε
Να γίνουνε Πρωθυπουργοί και υπουργοί Καϊρου
πού στην απελευθέρωση στον Όρμο του Φαλήρου
Να στήσουνε τσι Προτομές, να στήσουν Ανδριάντες
Σ΄αυτούς που ένα πεντάχρονο επαίξανε τσι γιάντες
Και δεν σκεφτήκαν τον Λαό και τσ΄άντρες όπου βγήκαν
Αντάρτες πάνω στα βουνά και στην ψιριά πνιγήκαν.
Μόνο γι΄αυτή την τόλμη τους κείνα τα παλληκάρια
άλλοι χαθήκαν ύπουλα και άλλοι στα Ντουβάρια
Τέτοιες τιμές τους δώσανε κι’ άν πούμε και τα ίσια
πήραν και διαμέρισμα πάνω στα Ξερονήσια
Τους κάμανε αριστερούς τους κάμαν δηλωσίες
Δημοκρατία πούλησαν οι αλλητοσωσίες
Ξέχασα πως τη Σερμαγιά στις 11 του Μάη
τη στείλαν στο Ηράκλειο κανείς να μην τη φάη
Από κια την φορτώσανε νύκτα από το Κάστρο
στη Σούδα την μετέφεραν προτού να σβήσει τ΄άστρο
Δ Ι Δ Ω το λεν το θωρηκτό που του φορτώσαν πάλι
κι΄έβαλε πλώρη και γραμμή τσ΄Αιγύπτου τ΄ακρογιάλι
Στο δρόμο του συνάντησε Στούκας κι΄αεροπλάνα
κι΄οβίδες δέχτηκε πολλές στα σιδερένια σπλάχνα
Και το χρυσό που κουβαλέι κιβώτια τρακόσα
στην Αίγυπτο το πήγανε με βάσανα καμπόσα
Σωστό το παραδώσανε στην καταμέτρησή τους
και λείπαν δυο νομίσματα χαρά στη προκοπή τους
Αλλά ρωτώ και νοιάζουμε να κάτσουν να μας πούνε
ποιός το παρέλαβε κει δα αυτό το χρήμα πούναι
Πού πήγε κείνο το χρυσό κιβώτια τρακόσα
πού το καταχονιάσανε σε ποιούς το παραδώσαν
Σε ποιό ταμείο μπήκενε έξοδα να καλύψη
έψαξε άραγε κανείς να βρή να ανακαλύξη
Εγώ ποτέ δεν άκουσα ούτε γραμμένο τόδα
κιανέ βρεθή κανείς να πή στέκω στον ένα πόδα.
Στέκω σε στάση προσοχής κι αν χρειασθή πεθαίνω
Να μας το πούν τι έγινε, ρωτώ για να μαθαίνω
Ποιοί το διαχειρίστηκαν, πού το καταναλώσαν
πού πήγε κείνο το χρυσό, τί έξοδα πληρώσαν
Εγώ ρωτώ, και δε κατηγορώ μπροστά κανένα
Σαράντα χρόνοι πέρασαν δεν άκουσα κανένα
Δεν άκουσα να μας το πή ότι σ΄αυτές τσ΄ανάγκες
πήγε το χρήμα του Λαού δεν τόφαγαν μαρμάγκες
Και αν βρεθή κανείς να πή χωρίς ν΄αμφισβητήσω
και δημισία φίλοι μου, συγνώμη θα ζητήσω
Σαν να πολυξεστράτησα και με το λογικό μου
τσακώθηκα για μια στιγμή κι΄έφυγα απ΄το σκοπό μου
Το έρμο το παράπονο πως πνίγει το λαιμό μου
και την καρδιά μου εσκέπασε και κλαίω απ΄τον καϋμό μου .
Μόνο ας γυρίσω τω Χανιώ, τον κάμπο ν΄αρμενίσω
κι΄ότι γροικώ κι΄ότι μπορώ καλά να τραγουδήσω
Να μάθω ήντα γίνηκε, την δεύτερη την μέρα
ήντα στο κάμπο των Χανιών κι ήντα εις τον αέρα
Οι Γερμανοί δοκίμασαν, πολλών λογιών φαρμάκια
Γερόντα εκατό χρονών, γίναν παλληκαράκια
Σαρηδογιάννη Αρχηγό, και Καπετάν Κουτρούλη
πήραν τα παλληκάρια τους, και πολεμούσαν ούλοι
Μια κοπελιά απ΄το Μούλετε, του Γέρο του Γλυμίδι
Όπως γλακά για να σωθή, πέφτει στο τουφεκίδι
Τ’ αδέρφη της ο Στελιανός, πούναι μικρότερός τση
έχει ξεκόψει απ΄αυτή, γλακά λιγάκι ομπρός τση
Όπως γλακά και δε θωρεί, που περπατεί να φτάξη
Ομπρός θωρεί ενα Γερμανό, που θέλει να το σφάξη
Βάνει το χάμε ο Γερμανός, και το πατεί στα στήθεια
και κείνο απ΄την τρομάρα του, εφώναξε βοήθεια
Με την φωνή απούβαλε, ακούει το η αμπλά του
και μόνταρε του Γερμανού, που βρήκε το μπελά του
Παλεύει με το Γερμανό, παίρνει τ’ αυτόματό του
και ετσά την γλύτωσε ο Στελής, από το θάνατό του
Από τ΄Ορθούνι ήτονε ο Σταμάτης ο Μποράκης
με το μαχαίρι του Γλακά μες στη φωτιά τση μάχης
Σαν το λιοντάρι μάχεται από ταχιά ως Ταϋτέρου
καλιά΄ναι η ζήση ενός νιού, απ΄τη ζωή του γέρου
Σαν το γεράκι πολεμά απού το λέν Πετρίτη
κι όντιμος ήτανε γραφτό στη μάχη του Κερίτη
Πρωί – πρωί τον ήβρανε, μισοξεψυχισμένο
μ΄ένα ψηλό Γερμαναρά και σφιχταγκαλιασμένο
Με ξιφολόγχη στα νεφρά, ως τη λαβή βαλμένη
επάλευε το Γερμανό κι΄ο Χάρος ανημένη
Ο Γερμανός στο Μπέτι του τον παραφουσκωμένο
έχει μαχαίρι Κρητικό καλά ψαλιδισμένο
Εκιά τσι βρήκαν και τσι δυό πρωί-πρωί οι περάτες
κι είπανε πως παλέψανε πραγματικά σαν άντρες
Άλλοι γλακούν και χαίρονται κι΄άλλοι γλακούν και κλαίνε
κι΄άλλοι καλά πιο ψύχραιμοι των Γερμανών να λένε
Ήντα διαόλους είχετε κι ήρθατε στο Νησί μας
θαρήτε πως εμπήκετε μέσα στην όρεξή μας
Εμείς σας σε πειράξαμε, ήρθαμε στο χωριό σας;
ετοιμαστήτε, σκάψετε, το λάκκο το δικό σας
Μέσα απ΄το Μελισσουριό τον Παπά- Αντώνη πιάνουν
με χίλιους δυο εξευτελισμούς πιάνουν και τον ξεκάνουν
Πιάσαν από τον Πλατανιά και τον Παπά Προγούλη
και δείξανε του κι΄αυτηνού την αντριά τους ούλοι
Στ΄ Αληκιανού κατέβηκε ψηλά απ΄τον αέρα
ένας Αλεξιπτωτιστής και κάνει και φοβέρα
Στου Μαρκουλάκη την αυλή σε δυό μωρά κοπέλια
πέντε κι΄οκτώ χρονών παιδιά, δεν είναι και για γέλια
Σκοτώνει το ΄να κι΄έκατσε μετά να κολατσίση
και στ΄άλλο βάνει τσι φωνές, για να το φοβερίση
Χατζή Τζανή λεν τον Γιατρό, με το Παπά Βασίλη
στου Γαλατά εδώκανε στσι Γερμανούς σκαμπίλη
Μεσ΄από τα εννιά χωριά, παίρνει τα παλληκάρια
από την Στρόβλη ο Βαθουλές, και πέφτουν σαν λιοντάρια
Το Βατερλώ των Γερμανών, ο Γαλατάς θα γίνει
το αίμα το Γερμανικό με τη χαρά του πίνει
Στο Λόφο τση Κουκουναριάς, αρχίξανε την μάχη
προς τα Πλακάλωνα γλακούν, κι’ ο Χάρος όποιον λάχη
Μέσα από τα Πλεμενιανά ο Βαρδουλονικόλας
κι΄οκτώ με δέκα χωριανοί στη μάχη πέφτουν κι΄όλας
Φωτιά γερή αρχίξανε στα Φλώρια του Σελίνου
το αίμα των κατακτητών, μέσα στην μάχη πίνουν
Ετσά ΄φυγε κι η δεύτερη καταραμένη μέρα
κι΄ας πούμε ήντα γίνεται στο Ρέθυμνο από πέρα
Β’ ΗΜΕΡΑ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
Ρέθυμνο με τ΄Αρκάδι σου, Χανιά με τ΄Ακρωτήρι
και Κάστρο με τα Κάστρα σου, ποιός δε βαστά χατήρι
Ρέγομαι να την περπατώ, τη στράτα του Ρεθέμνου
γιατί ΄ναι στράτα χωρισμού, και στράτα του πολέμου
Περβόλια μου με τ’ άνθη σου, Κάμπε Μυσσιριανέ μου
άρωμα τσι Γαρυφαλιάς, Χρυσέ λεμονανθέ μου
Περβόλια μου με τ΄άνθη σου, και με τσι λεμονιές σου
Δυό, τρείς χιλιάδες Γερμανούς, έχεις στις αμμουδιές σου.
Οι Γερμανοί σαν πέφτανε, στην άμμο στα Σεπέρια
βριχνάνε τσι Περβολιανούς, με αδιανά τα χέρια
Με τί πολεμοφόδια να παν να πολεμήσουν
που ο Μεταξάς και οι λοιποί πήγαν να τα πουλήσουν
Όταν τονέ γυρέψανε, όλους να τσ΄αφοπλήσουν
τώρα θαρρούνε οι Γερμανοί, πως θα τσι ξεκληρήσουν
Γιατί το ξέρουν πως Στρατός στην Κρήτη δεν υπάρχει
η Μεραρχιά των Κρητών, που ήτανε πολεμάρχοι
Ούλοι είχανε αποκλειστή ψηλά στην Αλβανία
κι΄όλους τσι θέρισε ο καϋμός, κι΄ η μαύρη αγωνία
Στην ΚΡΗΤΗ πώς να φτάξουνε, έστω και κολυμπώντας
και να σκοτώνουν Γερμανούς, στη μάχη πολεμώντας
Γι΄αυτό και ξαφνιαστήκανε, σαν πέφτανε στην Άμμο,
με τα Μαχαίρια οι Κρητικοί, και να τσι βάνουν χάμω
Μια φάλαγγα από Γερμανούς εις την ΒΙΟ τρυπώνει
την μάντρα κάνει πρόχημα, κι΄αποκειδά ξαμώνει
Στο Ρέθεμνος πω θέλα μπή, την μέρα να προλάβη
να πα να βρή τον Δήμαρχο και τα κλειδιά να λάβη
Κι΄όντιμος με μια έφοδο, από τσι στρατιώτες
Από τσι χωροφύλακες κι ούλους τσι πατριώτες
Από κειδά τσι βγάλανε, και τσι μισούς σκοτώνουν
πέντε αιχμαλωτιστήκανε, και τσ΄άλλους τσι ζυγώνουν
Το πολυβόλο οι Γερμανοί βάνουν στο παραθύρι
και σκότωνε περβολιανούς, χωρίς κανά χατήρι.
Το παραθύρι ήτανε στσι Παρασκιώς το σπίτι
δίπλα στο κύμα του Γιαλού μας άλλαξε την πίστι
Το πολυβόλο κελαϊδή, και σκότωνε στα ίσια
κι΄οι Γερμανοί κρυβότανε μεσ΄ στα Αγριοκυπαρίσια
Κι΄ο Ουλαμός των στρατιωτών , και των Χωροφυλάκων
εσκάβανε συνέχεια των Γερμανών τον λάκκο.
Από κειδά τσι βγάλανρ με έφοδο αέρα
κι΄αυτοί εστήσανε χορό εις τα Μυσσίρια πέρα
Τον καφενέ του Δούσμανη, κάνουνε στρατηγείο
και του Σουσάρη τον Οντά μικρό νοσοκομείο.
Στου Ντουλουμπέκη βάνουνε αιχμάλωτους πολίτες
Περβολιανούς, Μυσσιριανούς κι ούλους τσι συντοπίτες
Γδύνουνε το μπακάλικο του χωριανού του Κόλια
κι’ από τ΄αεροπλάνα τους μας σε κερνούσαν βόλια
Τρεις Μανουράδες πολεμούν απ΄όξω απ΄του Τσουρλάκη
μαζί ο Αντώνης ο Κατσιάς με τον Περβολαράκη
Όπως τ΄ανήμερα θεριά επέσανε στη Μάχη
δεν τσι φοβίζει ο πόλεμος κι ο χάρος όποιο λάχη.
Ένα κοπέλι κουβαλή του Μανουρά τ΄Αντρέα
σφαίρες στο πολυβόλο του και κάνει του παρέα.
Δώδεκα χρόνω ήτανε εκείνο το κοπέλι
κι΄ο Μανουράς το ζύγωνε λέει του δεν το θέλει.
Σάλευε φύγε από παέ δεν θέλω εγώ κοπέλια
να πολεμούνε δίπλα μου με χάχανα και γέλια,
Δεν τσι φοβούμαι μπάρμπα εγώ, θέλω να τσι σκοτώσω
κι΄όσο θα ζής θα ζω κι΄εγώ κι ως θέλει ας αποδώσω
Φαμέγιο δώδεκα χρονών κοντά σ΄ένα φουρνάρη
Γιώργο Βεράκη τόλεγαν, μα σκέτο παλληκάρι
Χωρίς νερό χωρίς ψωμί κοντά τριάντα ώρες
τσι σφαίρες στ΄αερόπλανα στων Γερμανών τσι μπόρες
Μάχεται σαν τ΄αητόπουλο χωρίς να νοιώθη κόπο
και βοηθά του Μανουρά που γέμισε τον τόπο.
Από κορμιά Γερμανικά και δυό αεροπλάνα
Θεε μου ήντα καρδιά ΄χουνε στ΄ανθρώπινα τα σπλάχνα
Αδελιανοί και Πηγιανοί γινήκαν ένα σώμα
και με κορμιά γερμανικά γεμίσανε το χώμα.
Προς τα Χαμαλευράστερα στον Πλατανέ από κάτω
μάχες σκληρές γινήκανε μα δεν το βάζαν κάτω.
Οι Γερμανοί δειλιάζουνε και λίγο- λίγο θέλει
κι άκουγες και φωνάζανε, να μας σεφάνε θέλει
Μόνο όσοι είστε ζωντανοί καλά προφυλακτήτε
τον Άη Γιώργη πιάσετε , καλά ταμπουρωθέιτε
Απ΄τη Μεγάλη Πισκοπή είναι κατεβασμένοι
κάποσοι Λεβεντόκορμοι στον πόλεμο ψημένοι.
Μάχονται σαν τσι σταυραητούς στων Περβολιών την άμμο
κι ο χάροντας τσι θέρισε και τσί βάλενε χάμω.
Κι΄από το Μυλοπόταμο είναι κατεβασμένοι
καλά παλιοί πολεμιστές μπαρουτοκαπνισμένοι
Απλαδιανά, Αγγελιανά, Φραγκεσιανά, Μετόχια
εκιά γινήκαν σύντροφοι τα πλούτη και η φτώχεια
Ο Πλούσιος κρατεί φωτιά και ο φτωχός τουφέκι
Μαχαίρι θέλει ο πόλεμος και Κρητικό φυσέκι.
Στ΄Αμάρι όντε τ΄ακούσανε ότι στο Κατωμέρι
αρχίσανε οι Γερμανοί να πέφτουν μεσημέρι
Ούλοι αναμαζωχτήκανε και κάνανε ομάδες
μαζί ξεμιγιστήκανε ακόμα και παπάδες.
Θρόνος, Αμάρι, Βισταγή, Νίθαυρη και Πλατάνια
ούλοι συγκεντρωθήκανε και πιάσαν τα Ρουμάνια.
Ο Μέρωνας , ο Φουρφουράς μαζί και το Βυζάρι
πιάνουν πολεμικό χορό αλλά χωρίς σφαχτάρι.
Πάνε να βρούνε τα σφαχτά οδέ του Σταυρωμένου
κανείς δε θέλει τη ζωή αυτή του σκλαβωμένου
Στο Νευς Αμάρι στη Γενή μα και στο Γερακάρι
εις τ΄Άνω Μέρος στέκονται ούλοι σ΄ένα ποδάρι.
Ετοιμασίες κάνουνε στον πόλεμο να μπούνε
και στσ΄Αποστόλους ξεκινούν τσι Γερμανούς να βρούνε
Βολιώνες, Μύρθιο και Πρασές, Αποστόλους και Λαμπιώτες
Πατσό, Αποδούλου, και Σελί ούλοι τους πατριώτες.
Απ΄τα Αγιοβασιλιώτικα χωριά Κεφαλοχώρια
ούλοι μαζί ξεκίνησαν κι΄ένας γεράκος χώρια.
Ούλοι μαζί γλακούσανε και κείνος μοναχός του
σαλεύει και κρυφομιλεί κι΄αυτός και ο καϋμός του.
Κι΄έλεγε ο γέρος του καϋμού με μαύρη αγωνία
οι γυοί μου πότε θάρθουνε από την Αλβανία.
Πότε θα ρθούνε να μας δούν κι αυτοί πως πολεμάμε
θαρώ τον λέγαν Κελαϊδή δεν ξέρω, δεν θυμάμαι.
Στο Σπήλι, στα Δαριβιανά , Μύρθιο και Ατσιπάδες
Άνδρες αναμαζωχτήκανε παπάδες, δεσποτάδες.
Στη Κοξαρέ και στα Σελλιά εμαζωχτήκαν άντρες
όπως τα μπροστοκρίαρα που βγαίνουν απ΄τσι μάντρες.
Στσι Μέλαμπες στην Κάνεβο μα και στην Κρύα Βρύση
Ακούμια, Άγιος Βασίλειος η λευτεριά ν΄ανθίση.
Ροδάκινο, Γκουσελιανά, Καρρέ μα κι οι Αρμένοι
στο Ρέθεμνος εφτάξανε κι ο χάρος ανημένει.
Και τσ΄ανημένει με χώσιά στα κυπαρίσια μέσα
στην αμμουδιά των περβολιών στις καταπότες μέσα
Πρινιώτες κι Ατσιπουλιανοί, Γωνιώτες κι Άγ ΆντρέΑς
του κάτω Βαρσαμώνερου άντρες καλής παρέας
Το πάνω Βαρσαμόνερο μαζί και ο Καλονύχτης
Ασή Γωνιώτες- Καρωτή μαζί κι΄ο Αποσπερίτης.
Σαϊτούρες, Μούνδρος, Ρούστικα κι ο Άγιος Κωνσταντίνος
με το σταυρό της εκκλησιάς πολέμησαν κι εκείνος.
Ζουρίδι, Αργυρούπολη κι΄η Επισκοπή η μεγάλη
Κούφη, Αϊ Γιώργης στ΄άρματα ξεσηκώθηκαν πάλι.
Κι΄ ανταριασμένοι τρέχανε ούλοι στο Κατωμέρι
κι΄ αντί για όπλα είχανε βέργες κι΄ ένα μαχαίρι.
Κι ο Χρωμοναστηριανός παπά Αλεβυζάκης
ανασκουμπώνει τον τσουμπέ και στη φωτιά τση μάχης.
Ρομφαία δίκοπη κρατεί στ΄αριστερό του χέρι
σαν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ το Κρητικό μαχαίρι.
Εις το δεξί ροξιαρική αναβαστά μπαστούνα
πιάνει το πρώτο Γερμανό και τόνε ταρακούνα.
Ψέλνει του το τρισάγιο και την κηδεία ψέλνει
κι΄ώσπου ν΄ακούσης το Αμήν στον Άδη τόνε στέλνει,
Πού πας παπά, θα σκοτωθής, φωνάζουν οι στρατιώτες
και κείνος τους απάντησε όπως οι πατριώτες
Η Λειτουργιά θέλει παπά κι΄ο πόλεμος τουφέκι
κι΄έτρεχαν άλλους για να βρή, ούτε λεπτό δε στέκει.
Δυό μαύρες μέρες πολεμά , κι΄ούτε θωρεί που πάει
αργά το βράδυ του μηνούν εις το χωριό να πάη.
Για μιάς να πάη στο χωριό, και λειτουργιά να στήση
γιατί ένα μωρογέννητο πρέπει να το βαπτίση.
Να δής που στον ανήφορο να πάη στο χωριό του
άφησε και παραγγελιά σ΄ ένα συγχωριανό του.
Σύντεκνε κράτα εσύ καλά, κι΄αύριο θα γυρίσω
κι΄αν θέλουν τούτο το νησί θα σου τσι σιγυρίσω.
Στο κάμπο τον Αδελιανό στον πλατανέ πιο πέρα
οι Γερμανοί κατάλαβαν ήντα θα πή φοβέρα.
Αδελοπήγια, Μεσσανοί μαζί κι΄οι Κυριανίτες
Εκιά να δής πως πολεμούν με τσι κατωμερίτες
Άη Δημήτρης, Μαρουλάς και Λούτρα και Αμνάτο
τσι Γερμανούς σκοτώνανε πριν κατεβούνε κάτω.
Καλώς τον τον Ηγούμενο Διονύσιο Ωαρουδάκη
που αρχίνηξε τον πόλεμο σαν το παλλικαράκη.
Αντράκι μου, παρέτησα τ΄Αρκάδι μοναχό του
γιατί άκουσε τον πόλεμο και κλαίει απ΄τον καϋμό του.
Κι΄άφησα και το βλέπουνε οι δυό σκοποί στην πύλη
ομπρός το Γιαμπουδοκωστή και πίσω το Γαβρίλη.
Στο δρόμο καλοσκέφτηκα για να γυρίσω πίσω
κι΄όμως αυτοί με στείλανε να τσ΄αντικαταστήσω.
Ε πιάσε γούμενε δουλειά, πιάσε το σισανέ σου
μάζεψε την κοτσίδα σου και σφίξε τον τσουμπέ σου.
Με το καλό αντράκι μου κι΄ας λάχει ότι νάναι
κι΄ανέ σκοτώσω Γερμανούς συγχωρεμένοι νάναι.
Κι΄αρχίζει Διπλολειτουργιά και καθυγιασμένη
των Γερμανών την δέηση την έχει καμωμένη.
Και νάβλεπες το γούμενο πούριχνε και γελούσε
και ξέχασε γονατιστός κι όρθιος πολεμούσε.
Κι΄οι σφαίρες εσφυρίζανε γύρω από τα αυτιά του
κι΄αυτός εθάριε μέλισσες πως πήγαν στα μαλλιά του.
Κι΄ούλοι τον Γούμενο θωρρούν να πολεμά σαν δράκος
ανάμεσα στσι Γερμανούς σαν Αθανάσιος Διάκος.
Με τέτοια ράσα τότες σας και τέτοιο Ιερωμένο
πώς να μην λένε το Νησί πως είναι ΑΝΤΡΙΩΜΕΝΟ.
Μα κι΄ ήντα λέτε νάγινε πέρα στου Σταυρωμένου
καλιά νε η Μάννα του φονιά παράτου σκοτωμένου.
Θωρώ ένα γέρο και γλακά και πιάνω του χέρα
ε μπάρμπα ήντα γίνεται πώς πάτε εσείς κιά πέρα.
Αντράκι μου δεν τα θωρής τούτα τα πανηγύρια
οι Γερμανοί αράξανε στη μέση στα Μυσσίρια.
Και κάμαν τον συνοικισμό, βάση και φρουραρχείο
και στου Μουντάφη την αυλή έχουν το στρατηγείο.
Μα πές μου μπάρμπα να χαρήςστου Σταυρωμένου ήντα ναι
εκιάναι γιέ μου οι Αυστραλοί κι΄αυτοί θα τσ΄αποφάνε.
Αλήθεια μπάρμπα πολεμούν οι Αυστραλοί στρατιώτες
αντράκι μου δεν άκουσες ότι είναι πατριώτες.
Αυτοί παιδί μου πολεμούν ούλοι με ψυχραιμία
κι΄οι σφαίρες βρίσκουν Γερμανούς δεν χάνεται καμμία.
Έχουν παιδί μου σιγουριά μα και καπατσωσύνη
ούλοι τους ξέρουν τι θα πή πόλεμος κι΄αντριωσύνη
Ούλοι παιδί μου πολεμούν με τάξη και με θάρρος
και να σκεφθής αντράκι μου πως πήρανε το βάρος
Τση μάχης εις του Λατζιμά με Γερμανούς Κερκέζους
και πολεμούνε τίμια και όχι σαν τους Εγγλέζους.
Που δήθεν κάνουν πόλεμο κι΄όλο πισωπατούνε
και δεν μπορούν κατάματα τσι Γερμανούς να δούνε
Μόν’ όλο με διαταγές και ψευτοοδηγίες
στο τέλος αποφύγανε όλες τσ΄οδομαχίες
Κι΄όχι πως δεν ηξέρανε τουφέκι για να πιάσουν
αλλά στο νου τους έβαλαν πως πρέπει να μη σκάσουν
Να κι΄ανέ μπούνε οι Γερμανοί, να κι΄αν δεν μπούν στην Κρήτη
μόνο όλο και ξανοίγανε οδέ τον Ψηλορείτη
Να βρούνε τα περάσματα που πάνε στ΄ακρογιάλια
κι΄από κειδά να βλέπουνε την Αίγυπτο με κυάλια.
Κι΄άφηκαν Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς στρατιώτες
να κάνουνε τον πόλεμο μαζί με πατριώτες.
Να πολεμούνε στη φωτιά μ΄όλους τσι συντοπήτες
με του Κατωμεριού γενιές και Μυλοποταμήτες.
Γαράζο, Ανώγεια, Κάλυβος, Πέραμα, Μελιδόνι
Πάνορμο, Χώνος, Ρουμελή, κι΄η μάχη δεν τελειώνει
Ελεύθερνα, Γενή Γκαβέ, Αξό και Μαργαρίτες
Λειβάδεια, Σίσες, Ζωνιανά, Δαφνέδες, Πασαλήτες.
Αείμονας, Κεραμωτή, Κράνα, Χουμέρι, Χώνος
Μελισουργάκη, Φόδελε κι΄ο Άη Σύλλας μόνος
Καλανδαρέ, Κυνηγιανά, Ορθέ, Πρινέ, Εξάντα
Έρφοι, Τρυπόδο, Αλόϊδες, τα χειλιανά μια μπάντα
Άγιος Μάμας, Αχλαδές, Σκορδίλη, Δαμαβόλου
Μούνδρος, Κρασούνα, Σείσαρχα, τσι στείλαν του διαόλου
Ούλοι παιδί μου πολεμούν στου Λατζιμά τα πλάγια
απ΄του Ρεθέμνου τσι κορφές- Σεπέρια βουνοπλάγια
Σκέψου παιδί μου ότι ήρθανε ούλοι αγριεμένοι
στον πόλεμο και στη φωτιά καλά ΄ναι μαθημένοι
Και δε φοβούνται αντράκι μου των Γερμανών τα βόλια
αφού τσι κυνηγήσανε ίσαμε τα Περβόλια
Μέχρι κειδά τσί φτάξανε πούτονε Στρατιώτες
αυτοί τσι κυνγούσανε με τσ΄Αγιοβασιλιώτες
Μπάρμπα πολύ σ΄ευχαριστώ και σου εύχομαι κουράγιο
πάω να δώ ήντα γίνεται στου Κάστρου το μουράγιο
Άντε παιδί μου στο καλό και πρόσεξε ήντα γράφεις
να γράψης ότι κι αν σου πούν κι΄απόξω να τα μάθης
Κι΄έφυγα και τον άφησα και στο Ηράκλειο μπαίνω
κι΄άρχισα πάλι να ρωτώ κι΄ούλα να τα μαθαίνω
Β΄ ΗΜΕΡΑ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ολονυκτίς περπάτουνε , κι ως το πρωί σαλεύω
στο Κάστρο σαν απόφταξα πιάνω και δασκαλεύω
Και ξεσκαλίζω τα παλιά κι΄ούλα τα περασμένα
κι΄άλλοι θυμούντανε πολλά κι΄άλλα ΄χαν ξεχασμένα
Πάρε στο πλάι το βουνό κι ανέβα πέτρα- πέτρα
και κάθε πέτρα που πατείς κι΄ένα αγώνα μέτρα
Ούλα μπορούνε οι σοφοί, κι΄οι ποιητές να πούνε
στον κόσμο όσα γινήκανε και μέλλουν να γεννούνε
Μα πάλι κι ούλα να τα πούν ο κόσμος να τα μάθη
των Κρητικών θα μείνουνε αστόρητα τα πάθη
Και κάθε Κρητικού γεννιά και κάθε φαμίλια
βιβλίο γράφει ολόκληρο που νάχη φύλλα χίλια
Άκουσα πως την δεύτερη τη μέρα εις το Κάστρο
και πάνω που ξεμέρωνε κι΄ήρθε τση μέρας τ΄άστρο
Από τα γύρω τα χωριά εκάνανε ομάδες
άντρες καρδιάς και τουφεκιού μα σκέτες ομορφάδες
Αρχίξανε τον πόλεμο με τση Γερμαναράδες
γιατί μισούσαν την σκλαβιά δεν θέλανε αγάδες
΄Ηντα ΄θελες εκιά να δης Γερόντους – παλλικάρια
να πολεμούνε τρομερά ως είναι τα λιοντάρια
Ανοίξανε το πόλεμο χωρίς τουφέκια – σφαίρες
κι΄οι τρίχες σου σηκώνονται ολάκερες ημέρες
Όπως και εχθές και σήμερα το μακελειό αρχίζει
και Γερμανούς και Κρητικούς ο χάρος τριγυρίζει
Ένα αεροπλάνο άρπαξε φωτιά εις τον αέρα
κι΄όσοι ήταν μέσα σκάσανε και πεταχτήκαν πέρα
Πέφτουν αλεξιπτωτιστές σαν σύννεφο σαν μπόρα
και κάθομαι και γροίκουνε θαρρείς πως είναι τώρα
Απ΄όξω απ΄τσι Μεσαμπελιές κοντά στον Άη Γιάννη
δίπλα απ΄τη Χρυσοπηγή πέφτουνε μάνι- μάνι
Ομάδες σχηματίσανε πιο κάτω απ΄το Σκαλάνι
σαν οκτακόσιοι θάτανε που κάνανε σεργιάνι
Ένας Μανώλης Μπαντουβάς γλακά και προλαβαίνει
τα στήθεια του βάνει μπροστά και τσι παραλαβαίνει
Πέφτει στη μάχη στη φωτιά με λύσσα με μανία
να φάη τση κατακτητές από τη Γερμανία
Τσι Γερμανούς επρόλαβε απ΄όξω απ΄τ΄Ατσαλένιο
κι΄ όπως τ΄ανήμερο θεριό το μπαλοταρισμένο
Σφάζει, σκοτώνει Γερμανούς γούσγεται και φωνάζει
η κεφαλή σας τάθελε, εμένα δε με νοιάζει
Σαν τον αητό που λαχταρά, να πάη στη φωλιά του
ετσά κι΄αυτός εχύμηξε και μ΄ούλη τη χαρά του
Απ΄όξω από το Κόκκινο το σπίτι σ΄ένα λάκκο
λαλεί ένα μάτσο Γερμανούς και εκιά τσι βάνει κάτω
Φεύγει απ΄αυτούς αλλού γλακά άλλους να πολεμήση
και με τα παλλικάρια του άλλους να κυνηγήση
Όπου κι΄άν πέφτουν Γερμανοί και Κρητικούς θωρούσαν
που με μαχαίρια και ραβδιά στα χέρια πολεμούσαν
Και πολεμούσαν για θεό και την Ελευθεριά τους
να διώξουνε τσι Γερμανούς από τα γονικά τους
Ένα αυτοκίνητο φέρανε γεμάτο με τουφέκια
Εγγλέζικα- Αμερικανικά και μπόλικα φυσέκια
Εκιά να δής ένα Λαό πούπεσε σαν Λεφούσι
λες κι’ ήταν πολιορκούμενο και κάνανε γιουρούσι
Παίρνει ο καθ΄ένας ότι βρή κι΄άλλος ότι προλάβει
κι΄αυτός που τόχε τόχανε προτού το καταλάβει
Σαν δώδεκα δεκατριώ χρονών ένα κοπέλι
φορεί κοντοπαντέλονο κι ήταν απ΄το Τεφέλι
Επήρε ένα Αμερικάνικο αυτόματο τουφέκι
και τόδε ένας πολεμιστής απούστεκε παρέκει
Αντράκι μου μού το πουλάς χίλιες δραχμές σου δίνω
χρυσάφι νάχης δυό σωρούς εγώ δεν σου τ΄αφήνω
Μωρέ κουζουλοκόπελο πάρε τις χίλιες κι΄έλα
και μόλις πέση Γερμανός θα τονέ πιάσει τρέλα
Θα του τη ρίξω τη ριπή κι΄αφού τόνε σκοτώσω
του Γερμανού θα πάρω εγώ και τούτο θα σου δώσω
Με αυτό το διακανονισμό και με τη συμφωνία
κι΄οι δυό τους ξεκινήσανε στης μάχες με μανία
Οι Γερμανοί ξαφνιάστηκαν μα πολεμούν και κείνοι
γύρω τριγύρω στη Κοψά στο χάνι του Κοκίνη
Ο Λόχος του Γαλεγιανού μαζί με τσι πολίτες
έχει μαζώξει κι΄ο Τζατζάς όλους τους συμπολίτες
Ανάμεσα εις το κακό όρος είν΄ο Κολλίνος
μαζί με τσι στρατιώτες του κυκλώνει τσι και κείνος
Ούλοι μαζί χυμήξανε και εκιά τα παίξαν όλα
και βάλανε τσι Γερμανούς στο δρόμο τ΄ Άη Νικόλα
Γλακούνε ομπρός οι Γερμανοί κι΄οι Κρητικοί ξοπίσω
καλά το λεν πως η φωτιά ποτέ δεν πάει πίσω
Άλλους σκοτώσαν εκειδά, πιάνουνε κι΄αιχμαλώτους
ήταν κι΄αξιωματικοί ανάμεσα στι πρώτους
Κι αυτοί εις την ανάκρισι μας είπαν εκιά πέρα
πως τότε καταλάβανε ήντα θα πή φοβέρα
Πρώτη φορά είδαν Λαό να πολεμά στα ίσια
στσι βόμβες στ΄αερόπλανα ντρέτα παλλικαρίσια
Μαρής- Ματθαίος Βεργαδής Κανάκης ο Βιτόρος
τσι Γερμανούς λαλούσανε εις το κακό το όρος
Το καπετάνιο Σατανά ή Αντώνη Γρηγοράκη
όσοι έπεσαν στη τρυπητή μαζί και στο Μαντράκη
Εκειδά μέσα οι Γερμανοί του Χίτλερ τα σαΐνια
στον Κούλε σκοτωθήκανε μαζί και στα Καμίνια
Στη γέφυρα του Μπεντεβή στην άκρη στη γωνία
ένα κοπέλι πολεμά απ΄ τη Μακεδονία
Θάτανε δώδεκα χρονώ και δεκαπέντε νάναι
μας έδειξε στον τόπο του κι΄αυτοί πως πολεμάνε
Είχε γερή παλλικαριά και αισθσήματα μεγάλα
δεκάξη ρίχνει Γερμανούς το λεν Χρήστο Πατάλα
Από την πόλη Λαγκαδά όξω απ΄τη Σαλονίκη
δυο αδέλφια μάχονται σκληρά να πάρωμε τη Νίκη
Τον ένα λένε Δημήτριο, Θανάση λεν τον άλλο
και κάμανε στσι Γερμανούς κακό πολύ μεγάλο
Τους λέγαν Περοτσάνηδες τους Μακεδονομάχους
το χάρο φορτωθήκανε του ύψους ή του βάθους
Ένας απλός πολεμιστής μα με καρδιά στα στήθεια
τσι Γερμανούς εστρίμωξε που ζήτησαν βοήθεια
Ενίσχυση ζητήσανε οι Γερμανοί εκιά πέρα
μονάχος ήτανε κι΄αυτοί πως να το βγάλουν πέρα
Σαν τον Δεσπότη Λειτουργιά απ΄την ωραία πύλη
τον λένε Καπετάν Βορριά, Στέφο Δελιβασίλη
Εκεί είδα τον πολεμιστή, Μανώλη Μαθουδάκη
που μάζευε ενθύμια σαν το μικρό παιδάκη
Και ξέρετε τί μάζευε, την ώρα του πολέμου
Λές και δεν έιχενε μυαλό μα τόδωσε τ΄ανέμου
Μάζευε τα διακριτικά, κάτι μικρά σημάδια
που τα φορούσαν Γερμανοί και τα γεμίζαν χάδια
Παράσημο διακριτικό ο Χίτλερ τόχε δώσει
στο σώμα Αλεξιπτωτηστών, για να τους εμψυχώσει
Ο Μαθιουδάκης μάζεψε κοντά στα δέκα πέντε
κι΄οι Γερμανοί λαχτάρησαν τους πήγε έξη πέντε
Και σαν βραδυάζει ξεκινώ και φεύγω μάνι μάνι
επέρασα το Ρέθεμνος και φτάνω στο Καλάμι
Να μάθω ήντα γίνηκε την τρίτη την ημέρα
και να μου πούν πώς τα περνούν οι Γερμανοί εκιά πέρα
Θωρώ τη Σούδα καίγεται καράβια βουλιαγμένα
κι΄ο μώλος και τα μαγαζιά, ούλα ΄ναι ρημαγμένα
Τάχαν βουλιάξει οι Γερμανοί με Αεροπορία
κι΄όπως κυττώ και σκέφτομαι έχω μιαν απορία
Γιατί οι Εγγλέζοι άραγες δεν είχαν οργανώσει
την άμυνα εις το νησί μόνο μας είχαν δώσει
Υπόσχεση προφορική μα και γραπτή ακόμα
στο τέλος τόνε δίναμε και το ψωμί στο στόμα
Μας είχανε υποσχεθή πολλά πολεμοφόδια
και σκήσαν τα στιβάνια μας ακόμα και τα φόδια
Να τρέχωμε μες στα βουνά για να φυναδευτούνε
οι Γερμανοί να μη τσι βρούν να φύγουν να σωθούνε
Τέτοιο πολύ φιλότιμο και αποβλακωμάρα
δεν άκουσα σ΄άλλο λαό αύτε και σ΄άλλη φάρα
Κι΄άν θέλετε να μάθετε πιόνε το ευχαριστώ τους
μας δώσαν πέντε φάσκελα στον ξαναγυρισμό τους
Και εκτός από τα φάσκελα μπήκαν κι΄ανάμεσά μας
βάλανε και διχόνοια στα εσωτερικά μας
Κι΄ένας αλληλοσκοτωμός κι΄εμφύλιος αρχίζει
κι΄ο Τσώρτσιλ εις τα ανάκτορα του Μπάκινχαμ γυρίζει
Και βγάζει ο Σκόμπυ διαταγή Γραικοί παραδοθήτε
κι΄ο Ήντεϋ βγάζει άλλη μα ούλοι ξαρματωθείτε
Να συνεχίσω να σας πω τι έγινε πιο πέρα
άστα δεν ήλθε η ώρα τους θάρθη εκείνη η μέρα
Μόνο χίλιες φορές ζητώ συγγνώμη και Συμπάθειο
που άλλαξα πάλι σκοπό κι άρχισα το τρισάγειο
Πώς ήθελα να μη ξεχνώ μα ούτε να θυμούμαι
κακές στιγμές του τόπου μου γιατί στενοχωρούμαι
Κι΄από την Σούδα ξέπεσα κοντά στη Νέα Χώρα
τα πολυβόλα κράξανε θαρρείς πως είναι τώρα
Είναι σχεδόν κοντόβραδυ και μ΄έκοψε η πείνα
κι΄οι Γερμανοί κατέβεναν και στην Πελεκαπίνα
Κι΄όμως καθίζω να γεγυτώ κοντά στο περιγιάλι
ψωμί, τυρί, καρί κι΄ ελιές απ΄ ούχα στο βουργιάλι
Ακούω δίπλα μου πατές και βήματα αντριωμένα
κι είπα από μέσα μου εδά με φάγανε κι΄εμένα
Κι΄όπωε γυρίζω για να δω θωρώ το Βενιζέλο
και μούπε με παράπονο κι εγώ παιδί μου θέλω
Δος μου παιδί μου μια μπουκιά και κάτσε να τα πούμε
Γράφε και λέγε ότι σου πώ και το κρασί ας πιούμε
Κι΄ άρχισε ο Γέρος με γλυκό παράπονο να λεή
να μου εξιστορεί γραφές συνέχεια να κλαίει.
Παιδί μου δεν μας θέλουνε σε τούτη δω την πλάση
ούλοι ξανοίγουν ποιός μπορεί να μας πρωτοχαλάσει
Στην Αλβανία αντράκι μου τους δείξαμε και πάλι
πώς δίνομε για λευτεριά ποδάρια και κεφάλι
Κι΄αν πάς πιο πίσω κάμποσα χρονάκια στην ουσία
ξέρεις τι καταφέραμε εις την Μικρά Ασία.
Δεν είδα εγώ μωρέ παιδιά και άντρα λυπημένο
να μου μιλεί με κλάματα και καταϊδρωμένο
Από το κλάμα το πολύ , κι΄απ΄το παράπονό του
δεν εκατάπιε την μπουκιά, έκατσε στο λαιμό του
Ήπιενε μια γουλιά κρασί και λέει στην υγειά σας
την Αντριωσύνη νάχετε και τ΄άρματα κοντά σας
Μου χάϊδεψε την κεφαλή αφήνει το ποτήρι
εβάλενε τον σκούφο του και φεύγει στ΄Ακρωτήρι.