01 Φεβρουαρίου 1973
του Γιάννη Μ. Δαλέντζα
«Ήρθε και κάθησε απέναντι μου
αμίλητος. Τα μάτια του θολά
όπως οι σκοτεινοί βυθοί της θάλασσας
όμως οι ανοιχτές πληγές αδιάκριτες
ανιστορούν το μυστικό του:
«… Χτίζω τα σπίτια αυτών
που γκρέμισαν το σπίτι μου
προσεύχομαι γι’ αυτούς που μου
στερούν τον ήλιο…
Χαρίζω τα τραγούδια μου
σε όσους με πληγώνουνε
κι όπου περνώ φυτεύω λεμονιές
να στεφανώσω με ανθούς
τον Ε ρ χ ό μ ε ν ο …».
Βουητό μακρινό του πελάου κοντοσιμώνει σε πελώρια θαλασσοβούνια.
Φοβιάρικα αγριερά και βαρύγκομα πάνε να ξεσπάσουν πάνω στις τραχιές βραχουριές. Αντιστέκονται στον επιδρομέα. Αντιγυρίζει ο άγριος κυματισμός και ξαναπέφτει μανισάρης στις τραχιάδες, σκορπώντας γύρω την ανήμπορη αφριστή μάνιτα. Αποζητά να συντρίψει, ν’ αμπώξει, να ξεριζώσει συθέμελα την περήφανη βραχουριά.
Κυματοθραύστης στην επίθεση της λεγόμενης καταναλωτικής κοινωνίας, του καλοζωισμού, του πολυπλουτισμού, της ψυχικής γύμνιας – ο Αληθινός, ο ασύβαστος συνειδητός και υπεύθυνος ο Πνευματικός Άνθρωπος.
Δοκιμάζονται στην άγρια επίθεση, της Τσιμεντόψυχης εποχής, οι αξίες.
Αυτοεξευτελίζονται οι αδύναμοι και οι συμβατισμένοι, οι μουτισμένοι, οι καιροσκόποι δραχμοεισπράκτορες πνευματικοί τάχα άνθρωποι.
Αντιστέκονται στον πανάθλιο εισβολέα μόνο οι καρδιές -βραχουριές- αμετακούνητες στην απόφαση να υπερασπισθούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Παλεύουν στα μετερίζια τους αυτά οι αληθινοί, συνειδητοί πνευματικοί άνθρωποι. Αυτοί που δεν άπλωσαν ζήτουλες την απαλάμη και δεν σήκωσαν ωχροί και τρεμάμενοι τα χέρια στον εποχικό καταναλωτικό διαφθορέα. Παλεύουν με βαθειά συναίσθηση ευθύνης, ως τη δικαίωση, που θα φέρει την πολυπόθητη μπουνάτσα γαλούφικη η άγια Γαλήνη. Παντού ν’ αντηχάνε πασίχαρα τα παιδογέλια της Λευτερωμένης Γενιάς που έρχεται στην ασταμάτητη Λυτρωτική πορεία της, ρίχνοντας φραγιές, απομυθοποιώντας φαντάσματα πλανερά και φθοροποιά, πρόληψες και φοβίες. Γενιά που κάθε λεπτό κατακτά το δικαίωμα να ζήσει αξιόπρεπα, ανθρώπινα, χωρίς τον εφιάλτη της ανάγκης.
Η Γενιά η πολύπαθη η δική μου έθαψε δίχως δάκρυα τα παιδιά που πέθαναν προσμένοντας την κάθαρση από τα σάπια απορρίμματα του υποκριτικού, σκοτεινού κόσμου.
Οι τρυφερές πρωτομάνες δίναν τα στήθεια τους στ’ ανυποψίαστα νήπια για τον Ηρώδη που παραφύλαγε. Οι ελπίδες κεντρίζουν τις ματωμένες μας πληγές προσμένοντας.
Μένουν οι κορφές σαν τούτη την υψηλόφρονη Ποιητική Μορφή: είναι ο ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ. Πνευματικός ηγέτης και Μορφή θαυμαστικά απιθωμένη στην αναντρανιστή ψυχή του Λαού.
Ευγενική ποιητική μολπή ακούγεται χρόνια και χρόνια από τη Λυρική Γλώσσα του Σιμόπουλου στις έξοχες δημιουργίες του, στα βιβλία του:
«Χαιρετισμός στον Πρώτο Ήλιο», «Αρκαδική ραψωδία», «Έκτη Εντολή», «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές», «Το μεγάλο ποτάμι», «Τεκμήρια», «Τα ρόδα της Ιεριχώς», «Το Τετράδιο της Γης» και το σημερινό του «Μικρές Μαρτυρίες».
Γεμάτες φως και μήνυμα μιας λεπταίσθητης πονεσάρικης ψυχής. Πιάνει το νόημα της εποχής και μεταπλάθει σε ποιητικό Λόγο βαθύ, δονούμενο. Έρχεται σαν σύνθημα αγάπης και στοργής στον πονεμένο, τον καταφρονεμένο, τον βασανισμένο άνθρωπο.
Ζεστασιά ξεχύνεται από τους στίχους. Είναι σαν να φούχτωσα τον Ήλιο σε ξέφωτο και ενώ γύρω όλα είναι σκοτινιασμένα και φοβιάρικα.
Νοιώθεις ανανεωμένος και δυναμερός. Ζωντανεύει η θέληση ν’ ανοίξωμε τους παγιδευμένους δρόμους, ακολουθώντας τα βήματα του Μπροστάρη Λεβέντη Ανθρώπου Ποιητή Σιμόπουλου, προς το Λυτρωτικό Φως. Ξεσκοτουριάζει το μυαλό, στεριώνει τα ιδανικά για την αξιόπρεπη προσωπικότητα του Ανθρώπου.
Κι ως θα διαβούν τ’ ασήκωτα
που μας βαρίνουν χρόνια
και των παιδιών μας τα παιδιά
των εγγονιών τα εγγόνια
το παραμύθι της γιαγιάς
θ’ ακούν στα παραγώνια…
Πως ήσαντε κάποιοι καιροί
που τα θεριά του δάσου
Ζούσαν μ’ ανθρώπινη μορφή
τότε αδερφέ στοχάσου
οι Άνθρωποι τη Λευτεριά
θα λεν με τ’ όνομά σου.
Αντροκαλιέται η ψυχή για την αυριανή δικαίωση.
Ο λυρικός στοχασμός καθώς πηγάζει από τα βάθη της αγωνιστικής ψυχής του Σιμόπουλου ξεχύνει ευεργετικό το νάμα της Ανθρωπιάς του Αληθινού Πνευματικού Ανθρώπου. Το κύτταγμα της ζωής με το καθαρό ορθόκοφτο βλέμμα του είναι, θάλεγα, καπετανίστικο βίγλισμα του Κόσμου.
Πλατεία θεώρηση και μεγαλόστομο χαιρέτισμα για ό,τι αγάπησε, για ό,τι πόνεσε.
Μ’ όλη την εκφραστική πλαστικότητα της ποίησης του Σιμόπουλου γίνεται ένα μήνυμα σωτήριο για τον Άνθρωπο που με τόση στοργή κλείνει στη μεγάλη του καρδιά:
Ως πότε
θα στριφογυρίζουμε πίσω απ’ τα τείχη
ικετεύοντας
θαλασσινούς ανέμους και βροχή
αναζητώντας τη ζωή,
υπερασπίζοντας τη ζωή
Ενάντια στην προδοσία των αρχηγών
και τις προσευχές των αδυνάτων.
Ενάντια στην επιδρομή των ανέμων
και την κόλαση της φωτιάς.
Ενάντια
στην παντοδυναμία του ανθρώπου
που άνοιξε διάπλατα τις πύλες του διαστήματος
και κράτησε εφτασφάλιστες
τις πόρτες της καρδιάς του
στην Αγάπη…
Η μεγαλοσύνη, ο αλτρουισμός, η αγωνία του Σιμόπουλου στη στυγνή εποχή της τεχνολογίας που συντρίβει αξίες και φανερώνει μόνο το θράσεμα του μυαλού για κέρδος υλικό.
Αλλά τόση συμπυκνωμένη ποιητική προσφορά δεν γίνεται να αναδυθεί και να μεταδοθεί σ’ όλη την έκταση και τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της στους Κρητικούς μ’ ένα σημείωμα μικρό.
Μελέτες σοβαρές έχουν γραφτεί από εξαιρετικούς πνευματικούς ανθρώπους και διαλέξεις και συζητήσεις και μεγάλοι κριτικοί έχουν γράψει για το Σιμόπουλο, για τον άνθρωπο και ποιητή.
Ο ποιητής είναι και απαράμιλλος πεζογράφος. Με τη φινέτσα της τέχνης του αναβίωσε σε μελέτη το Δημοσθένη Βαλαβάνη σαν έξοχο πρωτοπόρο ποιητή και την Καλβική προσφορά στην νεώτερη ποίηση.
Κι εδώ ο στοχασμός ίδιος βαθύς γεμάτος από τη λυρική δύναμη του Σιμόπουλου. Δίνει εχτός από ωραίο μελέτημα, μια αίσθηση υπέροχης πεζογραφίας. Ο λυρισμός είναι η ίδια η έκφραση του ποιητή, που ευθύς από την πρώτη γνωριμία φανερώνεται στον συνομιλητή.
Όταν στέκεται πάνω στα γνωστά καθιερωμένα πνευματικά Βήματα της Αθήνας ο Σιμόπουλος στις διαλέξεις του συναρπάζει, καθηλώνει τον ακροατή και χαρίζει άφθαστη γοητεία Λόγου και σπάνιας ουσίας, πάντοτε μιλώντας χωρίς χειρόγραφα, και με ηθική ευθύνη στο θέμα του. Είναι καθιερωμένος μεγάλος πνευματικός άνθρωπος και θεωρείται το Αηδόνι του Λόγου στις άπειρες διαλέξεις του.
Τούτο που στολίζει τον Κοινωνικό και Πνευματικό βίο του Σιμόπουλου είναι η σεμνότητα. Η αντρίκια αρετή όπως τη νοιώθει και την τραγουδά και ο ριζίτης Κρητικός λυράρης:
Στον αντρειωμένο η πρεπιά
και η σεμνότη στέκει
Κι’ όταν περνά βασιλικοί
και βιόλες χαιρετούνε.
Μετριόφρονας με τέτοια απλότητα παλαιική χριστιανική ομορφιά. Υπέροχο αληθινά στοιχείο μιας προσωπικότητας που και επαγγελματικά τιμά το Νομικό κόσμο της Ελλάδας, όντας διακεκριμένος Δικηγόρος της Αθήνας.
Με τον οφειλόμενο σεβασμό, τη βαθειά εκτίμηση στον Πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, κάνω κάπως το χρέος μου: Στον Ηλία Σιμόπουλο που τιμά την Ελλάδα, την ιδιαίτερη πατρίδα του Αρκαδία, τον πνευματικό κόσμο. Αδιάβλητος, ορθόστετος περιπατεί το σκληροβάδιστο δρόμο του σαν Λεβέντης ξωμάχος σαν τους ηρωικούς προγόνους του, ενάντια στα Κατακαίρια και τις Μπόρες…
Ι.Μ.Δ.