ΕΦΑΝΤΑΧΤΗΚΕ Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Του ΜΑΡ. ΓΙΟΥΜΠΑΚΙ
Όπως είτανε το χούϊ του Μιχαλιού Σκουλά από τ’ Ανώγεια, εγύριζενε από το ένα χωριό
στο άλλο με τη λύρα ντου αναμάσκαλα και τη καλή του καρδιά πάντα έτοιμη να χαρίση
τα καλαμπούρια του και τσοι παστρικές του κουβέντες.
Ετσά μια αργαδινή ξεπέζεψε από το μουλαράκι του σ’ ένα καφενέ απ’ όξω στο χωριό
Δαφνέδες του Μυλοποτάμου.

  • Καλώς το Μιχαλιό, καλώς όρισες Μιχαλιό, κόπιασε μέσα να πιής ένα καϊβέ να μας
    παίξεις και μια κοντηλέ.
  • Ίντα για τούτονα ρθα μωρέ να περάση μια ουλιά η γι’ ώρα μας μονό καλώς σας
    ήβρηκα.
    Μπαίνει μέσα το Μιχαλιό και πίνει το καϊβέ του και την ώρα πούπιανε το λυράκι του
    ξανοίγει δεξιά και ζερβά΄και ρωτά.
    -Και πούνε ο σύντεκνος μου ο Κωστής;
  • Α κακομοίρη Μιχαλιό ίντα δε τόμαθες πως οπροψές τόνε θάψαμενε;
  • Για όνομης του Θεού ίντα γροικώ;
    -Ναίσκε Μιχαλιό απόθανε ο κακομοίρης μόνο οι γιαποθαμένοι με τσαποθαμένους
    κι’ οι ζωντανοί με τσοί ζωντανούς άντες παίξε μας κιαμιά σούστα.
    Σταματά μια ουλιά ο Μιχαλιός κι’ απόκιας παίζει μια και σηκώνεται.
    -Όθε μπούνε μωρέ το Νεκροταφείο σας; Να πάω στο τάφο του να του παίξω μια
    κοντηλέ κιαπόκιας να του δίνω γιατί αφού απόθανενε ο σύντεκνός μου, εγώ δεν
    έχω καμμιά δουλιά μπλειό στο χωριό σας.
    Κάτσε μωρέ Μιχαλιό πώς θα πας εδά που νύκτωσενε στο Νεκροταφείο κάτσε και
    αύριο με την ημέρα πας.
    -Εγώ θα πάω εδά , μα οι γιαποθαμένοι δε πειράζουνε, οι ζωντανοί πειράζουνε.
    Σαν είδανε πως ο Μιχαλιός είχενε γαϊδουρινό ινάτι τον αφήκανε κι’ έφυγε αφού
    τούπανε όθε μπούνε το Νεκροταφείο.
    Οσότου πάει όμως ο Μιχαλιός σφίγγει από μια κονταρίδα ένας καλαμπουρτζής
    κουκλώνεται ένα άσπρο σεντόνι και χώνεται στον τάφο από πίσω.

Φτάνει σε μια ουλιά ο Μιχαλιός ακουμπά το πόδα ντου απαάνω στον τάφο και
αρχίζει τις κοντηλιές του.
Άμα τελείωσενε βάζει πάλι τη λύρα αναμάσκαλα και λέει:

  • Κακομοίρη σύντεκνε ο θεός να σου συγχωρέση.
  • Δε τόχενε όμως αποπεί και ανασηκώνεται ο καλαμπουρτζής κουκλωμένος με
    το σεντόνι και του λέει:
  • Ευχαριστώ σύντεκνε μονό έλα δα να χαιρετιχτούμενε.
  • Ώστε να τον εδή ο Μιχαλιός τόνε πιάνει μια θεοτική τρομάρα, καταπίνει τη
    γλώσσα του και σφίγγει ότι τάχει. Ξαναπάει στον καφενέ μα έτρεμενε σα το
    ψάρι.
  • Ίντα παθα να με φτίξετε μωρέ γιουσμπήνηδες ότε θα ξανάρθω στο χωριό σας
    για να μη πω πράμα στην υστερία για τσοι ζωντανούς σας και τσ’
    αποθαμένους σας, μαζί και του συντέκνου μου. Και καβαλικεύγει πάλι ο
    Μιχαλιός το μουλάρι του και του δίδει.

Διήγησις Ι. Μαμαλάκη

Αφήστε μια απάντηση