ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Μέχρι εδώ ήταν Γιώργη. Πυκνό σύννεφο η σκλαβιά, αλλά σιμώνει ο άνεμος που θα το σκορπίσει
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν σε καταλαβαίνω Μελχισεδέκ
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Σε κάλεσα Γιώργη για να ζήσεις ,αν το θες, τη στιγμή, που θαναι σαν την ώρα που είδες το πρώτο φως της ζωής. Δεν σου τάζει δικές σου χαρές .Μπορεί να σημαίνει και θάνατο. Μα μόνο με Γολγοθά θα δούμε Ανάσταση
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν σ΄ έχω ξαναδεί τόσο αναστατωμένο. Για το Θεό. Πήρες καλό χαμπέρι από τον Πατριάρχη;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Τέλειωσαν τα ψέματα Γιώργη. Κρίμα που δεν είναι μαζί μας ο Γιακουμής για να μοιραστεί τη χαρά μας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Σου λείπει και σένα το βλέπω. Και μένα πονάει ο χαμός του. Όσο ήταν εδώ ,παρά τις ανδραγαθίες του που κόστιζαν χρυσάφι για ν’ αποκοιμήσουμε τον εχθρό έπαιρνα μιαν ανάσα.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Κάθε φορά που σκόρπιζε τον τρόμο στους γενίτσαρους φέρνοντάς τους πικρό θανατικό έλεγα χαλάλι το βιος των Τσουδερών.Και ο φόρος του αίματος πλήθαινε. Λίγο ακόμα και θα μέναμε στην ψάθα. Εσύ δηλαδή γιατί …
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Πες πως πλήρωνα για να εξαγνιστώ. Δεν ξέρεις πόσο πονά να κρύβεις την οργή σου για τις προσβολές και το άδικο. Αλλά έκρινα μόνος μου πως δεν πρέπει να φανερώσω ακόμα το μίσος μου στο δυνάστη. Γιαυτό έδινα θάρρητα και παράδες στο Γιακουμή τον αδελφό μας. Γιαυτό πρόσφερα ρεγάλα στους αγάδες, να τους αποκοιμίσω μετά από κάθε του αποκοτιά. Αυτός έκανε το χρέος για όλους μας. Κι όταν έφυγε για την Αίγυπτο μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1805…
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Θυμάσαι πως σώθηκε; Άγιο είχε τότε
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Αλλά δεν στάθηκε τυχερός και στην Αίγυπτο. Βρήκαν τρόπο οι εχθροί μας να τον λιανίσουν με τους συντρόφους του.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Παίρνει όμως όλων το αίμα πίσω ο Σπάνιας ,ο μοναδικός που γλίτωσε. Γύρισε, έκανε ταϊφά δικό του κι αλίμονο στο Γενίτσαρο που βλάφτει Ρωμιό.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Και μας θυμίζει το χρέος. Αλλά πες μου τώρα γιατί είσαι τόσο χαρούμενος;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Είσαι έτοιμος Γεώργιε να πεθάνεις για την πατρίδα;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Όσο ποτέ άλλοτε. Και δεν είμαι μόνος. Ν’ ακούσεις το γιο μου τον Αναγνώστη πως μιλεί. Δεν κρατάει πια ούτε τα προσχήματα.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Άξιο παλικάρι. Τιμά το γενιά μας. Ξέρεις καμιά φορά σκέπτομαι, εγώ που δεν είμαι μοιρολάτρης ότι κάποια μοίρα δείχνει με συμβολισμούς στο σόι μας, το δρόμο της τιμής. Καλλέργηδες είμασταν. Πάει να πει άνθρωποι που θέλουν τα καλά έργα και τα πράττουν. Κι έπειτα κείνη η φλόγα που με τσούδισε στο γένι νύχτα Ανάστασης για να λεγόμαστε τώρα Τσουδεροί θαρρώ πως μας έδειξε το μονοπάτι για τη λευτεριά Φωτιά και μαχαίρι .Αυτά θα φέρουνε τη λύτρωση. Συχώρα με Θεέ μου αλλά θαρρώ πως αυτή είναι η αλήθεια. Δίκαιος είσαι ,το άδικο περισσεύει στον κόσμο Σου. Κατάλαβε και συχώρα την οργή μου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ξεστράτισε πάλι η κουβέντα. Τι ήθελες να μου πεις και με φώναξες;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ακουσε αδέρφι. Σου μιλώ ντρέτα γιατί προδότης στη γενιά μας δεν γεννήθηκε ακόμα . Θα έχεις ακούσει για τους Φιλικούς.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ναι για τη Φιλική Εταιρία. Μα δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να δώσει για τη λευτεριά
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ενώνει Γιώργη. Μας ορκίζει σ΄ ένα σκοπό. Είναι ο αρραβώνας για το μεγάλο γάμο που έρχεται.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Επανάσταση πάει να πει ; Ώστε αυτό ήτανε. Θάχουμε πάλι πανηγύρι. Ελπίζω με λιγότερα σφαχτά από την άλλη φορά. Και εύχομαι να μην μας ξεσηκώνουν και πάλι κάποιοι μεγάλοι για να μας αφήσουν μόνους και αβοήθητους στο φινάλε όταν τα βρουν με το Σουλτάνο.
Καημένε Δασκαλογιάννη. Νιώθω το αίμα σου να ζεματάει τη σκέψη μου. Κι ο πόνος από το μαρτύριό σου να γίνεται μαχαιριά στα στήθια μου. Ακόμα δεν πήραμε εκδίκηση για το χαμό σου αν κι έγιναν κι άλλοι ξεσηκωμοί που σβήστηκαν από την πρώτη τους σπίθα. Θέλουμε μεν την λευτεριά αλλά με δικούς του όρους ο καθένας. Ας όψονται οι αίτιοι.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Αυτό προσπαθεί να διασφαλίσει η Εταιρία. Ενότητα και την εμπιστοσύνη για την έκβαση του αγώνα. Τώρα δεν έχουμε πια να κάνουμε με λόγια του σωρού. Η αόρατος αρχή θα φέρει τη λύτρωση
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μα τι λες Γούμενε; Ποια αόρατη αρχή; Χωρίς μια ισχυρή δύναμη πίσω μας, που να γνωρίζουμε τους αρχηγούς για να μιλάμε στον κόσμο και να τον πείθουμε να ξεσηκωθεί και να μας ακολουθήσει , τι νομίζεις; Ούτε με θαύμα δεν μπορούμε να φέρουμε αποτέλεσμα
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Κι όμως . Ο γενναίος Υψηλάντης είναι μια εγγύηση. Λένε πως πίσω του κρύβεται ο ίδιος ο Τσάρος. Οι πληροφορίες μου βεβαιώνουν πως έστειλε στην άλλη Ελλάδα τον αδερφό του τον πρίγκιπα Δημήτριο. Ο Γρηγόριος, ο Πατριάρχης θέλω να πω, δεν μπορεί να μου λέει φτηνές παρηγόριες στα μηνύματά του. Σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ο Πατριάρχης σου μήνυσε τα χαμπάρια που ακούω;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Κάποιος άλλος που ήρθε να σου δώσει τη μεγάλη ευκαιρία. Αν το θες …
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μίλα καθαρά
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Εγώ Γιώργη έγινα κιόλας Φιλικός. Αν θες είναι η σειρά σου. Αρκεί να πιστεύεις στον αγώνα και νάσαι έτοιμος να δώσεις τη ζωή σου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Λες αλήθεια; Μπορώ κι εγώ;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Όπως και τόσοι άλλοι αδερφέ. Πύκνωσε η στρατιά των Φιλικών και στο νησί μας. Λόγιοι κι αγράμματοι, πλούσιοι και φτωχοί δώσανε κιόλας το μεγάλο όρκο. Είσαι έτοιμος αδέρφι;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Στ΄ όνομα του Θεού …και της Λευτεριάς….
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Αδελφέ μου Γιάννη. Και συ Αναγνώστη ανηψιέ μου. Καιρός να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Τώρα που βγήκε κι ο Γιώργης μας στον αγώνα δεν μπορούμε πια να παίζουμε το κρυφτούλι με τ’ Αγαρηνά σκυλιά. Πρέπει να γίνουμε μια δύναμη με τους άλλους.
Ο Δράκος ο Ανυφαντής έχει το δικό του ασκέρι. Με το Ναπολέοντα πολέμησε έμαθε πολλά. Θα τα δίδαξε και στους άλλους. Βάλε τις φάρες των Σφακιανών και των Χανιωτών που είναι όλοι τους λιοντάρια
ΙΩΑΝΝΗΣ: Είναι κι οι Καλομενόπουλοι, οι Βλαστοί,οι Δρουλίσκοι
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ:Είναι πολλοί που μετράει η δύναμη τους. Τ΄Ανώγεια με τους ακροσυγγενήδες μας τους Κεφαλογιάννηδες ,Καλλέργηδες ήτονε κάποτε κι αυτοί πριν πάρουν το σημερινό τους όνομα από έναν ηγέτη που διαφέντευε τόσες κεφαλές.Από το Κεφαλάς ή κεφαλάτορας όπως ακουγότανε τότε ο προύχοντας, μετονομάστηκαν κι αυτοί.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Πολλά λένε για τις παλικαριές και του Καλαμαρά του Γιώργη από το Μυλοπόταμο. Είναι κι οι Μελιδόνηδες, ο Σακόραφος για να πάμε και στα δυτικά.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Έχουμε και τους άλλους που ζούνε μακριά από την Ελλάδα αλλά διαθέτουν βιος και τη ζήση τους αν χρειαστεί για την πατρίδα. Να σαν τον Μανουήλ Βερνάρδο από το Αμάρι που εμψυχώνει το ραγιά με τα τραγούδια του. Σαν άλλος Βελεστινλής.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ωρίμασε ο καρπός της οργής. Φαίνεται. Είμαστε έτοιμοι για όλα
(Μπαίνει τρέχοντας ένας χωρικός)
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ: Ηγούμενε Μελχισεδέκ. Πρέπει να σε δω . Ογρήγορα. Δεν έχουμε καιρό
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Σε καλό σου .Ιντα συμβαίνει…Καλά. Ελα…
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Κάπου τον ξέρω αυτόν
ΙΩΑΝΝΗΣ: Φαμέγιος είναι του Αλή αγα Ατζέμη…
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ναι καλά λες. Φέρνει καμιά φορά πεσκέσια από τον Τούρκο για το Γούμενο
ΙΩΑΝΝΗΣ: Φιλία κι αυτή να σου πετύχει
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Μεγαλύτερος είσαι αλλά με όλο το σέβας θα σου πω ότι και με τους Τούρκους ταιριάζει αυτό που λένε πως όλα τα δάχτυλα δεν είναι το ίδιο.
(Επιστρέφει αναστατωμένος ο Ηγούμενος)
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ιωάννη. Και συ παιδί μου Αναγνώστη…
ΙΩΑΝΝΗΣ: Τι συμβαίνει. Ανάστατος φαίνεσαι
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Πιάσανε τον Πατριάρχη. Τον κρέμασαν. Στα πράγματά του καθώς διαγούμιζαν βρήκαν τις γραφές μου. Η Υψηλή Πύλη διέταξε τον Ισμαήλ Αγά Κουντούρη να με συλλάβει…
ΙΩΑΝΝΗΣ: Και όλα τούτα τα μαντάτα πως έφθασαν ως εδώ ;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ο φίλος μου ο Αλή αγας έμαθε το μυστικό και δα μου παρήγγειλε με τον πιο έμπιστό του να γίνω άφαντος.
ΙΩΑΝΝΗΣ: Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Να σκεφτώ; Μα τούτη την ευκαιρία περίμενα, Έφτασε η ώρα του σηκωμού .Η αφορμή μας δίνεται με τον καλύτερο τρόπο. Και αυτή την ευκαιρία δεν θα τη χάσουμε. Με τίποτα…Θα μηνύσω αμέσως και στους άλλους καπεταναίους να σμίξουμε όλοι στο Ροδάκινο. Εκεί στο ύψωμα του Κουρκουλού θα βάλουμε το ευλογητός για τον αγώνα. Αντεστες πριν πλακώσουν στο μοναστήρι τα τσιράκια του Ισμαήλ. Δεν έχουμε καιρό.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Γενναίοι μου. Κάθε φορά που ανέβαινα εδώ στον Κουρκουλό για να προσκυνήσω τον Αη Γιώργη ένα βάρος πιλάτευε την καρδιά μου. Έβλεπα την απεραντοσύνη κι έλεγα πότε θάρθει η στιγμή να νιώσω αυτή τη γη λεύτερη. Και να που έδωσε ο Θεός.
Αδέρφια. Αυτό το λάβαρο που υψώνω στ΄όνομα του Θεού ας σημάνει την καμπάνα της Ανάστασης. Καλή πατρίδα λεβέντες μου. Ελευθερία ή Θάνατος!
ΦΩΝΕΣ: Ελευθερία ή θάνατος!
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ποιος το περίμενε πως θα φούντωνε τόσο γρήγορα ο αγώνας.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ήταν όλοι έτοιμοι. Σας το είπα. Οι Φιλικοί ωρίμασαν τα στάχυα της λευτεριάς.
29 του Μάη , η αλλοτινή αποφράδα μέρα που έπεσε η Βασιλεύουσα έμελε αυτό το 21, τετρακόσια χρόνια μετά να γίνει η αρχή του τέλους για το δυνάστη μας. Θυμάστε πως γίνανε όλα με τάξη στη Γενική Συνέλευση. Σχηματίστηκαν τα τρία στρατόπεδα κι άρχισε ο αγώνας.
ΙΩΑΝΝΗΣ: Αλλά και το αίμα έτρεξε ποτάμι.Ο Δράκος ο Ανυφαντής έπεσε σαν λιοντάρι μέρα Πασχαλιάς. Οι Κεφαλογιάννηδες, εικοσιένας από δαύτους αποδεκατίστηκαν πολεμώντας σαν θεριά. Στο Αρκάδι δόθηκε η πιο σκληρή μάχη.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Μα και οι νίκες… Αυτές που τις βάζεις; Τους συντρίψαμε στο Βαθύ Ρυάκι, στις Μέλαμπες, στον Αη Γιάννη τον Καμμένο. Αν πεις και στο Σπήλι. Κι αυτό το οφείλουμε σε σένα Ιωάννη αδερφέ μου.
ΙΩΑΝΝΗΣ: Τι έκανα παραπάνω από σας;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Μα είναι να ρωτάς; Πάνω που οι 300 Αμπαδιώτες βρυχιόντουσαν σαν τα θεριά , πήραμε φόρα και τους λιανίζαμε. Πάθανε πανωλεθρία . Και κεί που ο αρχηγός τους με δυο κουνιάδους του κατάφεραν να ξεφύγουν μπήκες στη μέση εσύ και τους ντρόπιασες.
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ: Ακόμα γελώ με το πάθημα του Μουσταφά. Σαν τη γάτα πήγε ξωπίσω του ο Ιωάννης και τον έπιασε. Όλο το στράτευμα έμεινε άναυδο από την παλικαριά αυτή
ΙΩΑΝΝΗΣ: Σωπάτε δα. Δεν είναι καιρός για παίνια.Κι ο Γιώργης έκανε το χρέος του σαν αρχηγό που όρισες μια και θες να μένεις απερίσπαστος σε άλλα καθήκοντα κι όλοι μας. Άλλος λίγο κι άλλος πολύ.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Μοιρολόι
ΓΕΩΡΓΙΟΣ : Ωρα καλή αδέρφι . Κρίμα που δεν πρόφτασες τη λευτεριά Στο Πολεμάρχι της Κισσάμου έπεσες. Όπως ταιριάζει στους άντρες με τη δική σου τόλμη. Πάνω στη μάχη. Πρόλαβες όμως να μας φροντίσεις. Οι άλλοι στην Ελλάδα μας στέλνουν πολεμοφόδια. Όπως τους παρήγγειλες. Κι εγώ θα κρατήσω τον όρκο που σου έδωσα στη θέση του αρχηγού που με έταξες. Είναι το λιγότερο που σου οφείλω. Πρόσφερες στον αγώνα βιος αμέτρητο. Μέχρι και τα ασημικά του μοναστηριού που σ’ ανάστησε θυσίασες. Μόνο με λευτεριά θα σε ξοφλήσουμε. Κι αυτό δεν θ’ αργήσει .Εχε γειά αδέρφι.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:1830. Πάει κι αυτή η χρονιά. Δεν ωφελεί πατέρα να πολεμάμε άλλο. Δεν βλέπεις; Η Επανάσταση ξεψύχησε. Μείναμε πάλι απέξω. Γι’ άλλους ξημέρωσε. Η Κρήτη σέρνει πάλι τις αλυσίδες της και κανένας δεν συγκινείται. Όλοι κλείστηκαν στο καβούκι τους. Και μόνο εσύ πολεμάς. Γιατί το κάνεις; Για ν’ αποδείξεις στον αντιπρόσωπο του Υψηλάντη τον Αφεντούλιεφ που σ’ έκανε πρώτα εκατόνταρχο και μετά πεντακοσίαρχο ότι άξιζες τα γαλόνια. Μήπως για τον Τομπάζη που σε όρισε υπαρχηγό Στρατού; Μπας και θέλεις από φιλότιμο να τιμήσεις τους αρχηγούς που σε αναγνώρισαν Στρατάρχη όλης της Κρήτης; Δες την αλήθεια κατάματα. Κάνανε όλοι πίσω. Ο αγώνας χάθηκε. Όπως κι οι προηγούμενοι. Κι εσύ θα γυρίζεις ακόμα από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη και θα πολεμάς; Ποιόν πατέρα;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ορίστηκα Στρατάρχης και θα τιμήσω αυτούς που μ’ εμπιστεύθηκαν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ότι ήταν να γίνει έγινε. Κι εγω κουράστηκα να παίρνω εκδίκηση για τον Μανόλη τον αγαπημένο μου αδελφό που χάθηκε στη μάχη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Γιαυτόν λοιπόν έδειξες τόση παλληκαριά; Σα θυμηθώ πόσο με ψήλωσες ,σε κείνη τη μάχη του Ρεθύμνου που έδειξες πόσο ικανός είσαι. Πήρες πάνω σου όλη την πρωτοβουλία.Με μυαλό και χέρια πολεμούσες. Δεν πίστευα όσα έβλεπα. Κι όταν θέλησαν οι βάρβαροι με τον Αλμπάνη να εκδικηθούν για την πανωλεθρία τους στον Αρμενόκαμπο …
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Σταμάτα . Εκείνη τη φορά με πείραξε η σφαγή που έκαναν στην Αρκούδαινα σκοτώνοντας 90 αθώους και τον έρμο τον παπα, πάνω στη λειτουργιά. Θόλωσε το μάτι μου σαν τόμαθα
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Πήρες και συ τότε τον Καπετανάκη, το Ρουστικιανό και τον Κατσούρη και μαζί με άλλους 100 διαλεχτούς καβαλλάρηδες μπήκες νύχτα στο Ατσιπόπουλο. Κράτησες δυο μέρες μακριά τους Τούρκους, αλλά χρειάστηκαν βλέπεις τρόφιμα. Μαζεύτηκαν λοιπόν κάπου 2000 και ξεμύτισαν στον Αρμενόκαμπο. Εκεί όμως βρήκες τον καιρό και τους λιάνισες.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Τι μου θυμίζεις τώρα; Την κατάρα που έχουμε σαν ράτσα να κάνουμε ότι δεν πρέπει μόλις η τύχη και η δόξα μας χαμογελάσουν; Έτσι και τότε. Αντί να φυλαχτούμε πιάσαμε το πλιάτσικο. Βλέπεις μέχρι και τις σημαίες τους είχαν αφήσει , οι Τούρκοι φεύγοντας. Δυο ήταν αξέχαστα. Που να σκεφτούνε ότι ο Μεχμέτ Μπεγάκης ερχόταν από τον Κάστελλο για να μας τη φέρει πισώπλατα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Νάξερες γιε μου πόσο περήφανο μ’ έκανες όταν έδειξες ετοιμότητα και σωφροσύνη μαντεύοντας τον κίνδυνο και τρέποντας σε φυγή τον εχθρό. Η όλη στάση σου έδειξε έμπειρο στρατηγό. Γι αυτό ότι κι αν πάθω ξέρω πως θα μείνεις πίσω . Πήρες εκδίκηση για το Μανόλη μας τον αδελφό σου. Πήρα κι εγώ για τ’ αδέλφια μου. Κρίμα μόνο που γέμισε τόσες εκατόμβες ο τόπος. Πλήθος κρυφοχριστιανοί όπως οι Βλατάκηδες από τις Μέλαμπες αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για την πατρίδα. Πέρασε στην Αθανασία και το Μελιδόνι όταν έγινε η σπηλιά του τάφος φρικτός για τόσες ψυχές. Ατέλειωτη έμεινε κι η λειτουργιά στη Λαμπινή όπου κάηκαν και σφάχτηκαν τόσοι αθώοι. Πόσο αίμα Χριστέ μου…
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Μα τώρα φτάνει πατέρα…Αρκετά πολεμήσαμε,αρκετά κουραστήκαμε. Κι αλήθεια δεν ξέρω να σου πω αν με κούρασε περισσότερο ο πόλεμος ή αυτή η αλληλομαχιά που δέρνει τη φυλή μας, η αρχομανία και η μιζέρια. Αχ αν ήμασταν πάντα ενωμένοι ,απλοί στρατιώτες ο ένας πλάι στον άλλο ,τώρα θα χαιρόμαστε λευτεριά
ΓΕΩΡΓΙΟΣ:Αστα τούτα γιέ μου. Σηκώνουνε πολύ νερό. Καλά είπες προτύτερα πως μάταια πολεμάμε. Εχεις δίκιο. Τελειώσαμε .Κι ο τόπος δεν μας σηκώνει πια. Ας πάμε εκεί που μπορεί να βρούμε ένα ψιχάλι γαλήνη κι ας είμαστε έτοιμοι αν ποτέ η πατρίδα μας χρειαστεί ξανά. Γιατί αν δεν φτάσει η μέρα της λευτεριάς και για την Κρήτη, ανάπαυση δεν θα βρουν τα κορμιά μας. Δεν πρέπει να βρουν. Σ’ αυτούς που χάθηκαν το χρωστάμε.
ΑΦΗΓΗΣΗ: Κανένας τους όμως δεν έφτασε να χαρεί το ξημέρωμα της Λευτεριάς στην Κρήτη.
Ο Γεώργιος Τσουδερός, ο μέγας στρατάρχης , πέθανε πάμπωχος το 1849 κουρασμένος να περιμένει τη δικαίωση έστω και με μια πενιχρή σύνταξη που του έταξαν πρώτα ο Καποδίστριας και μετά ο βασιλιάς Οθωνας. Εσβησε στα 91 χρόνια του μακριά από τη γη που τόσο αγάπησε.
Ο γιος του Αναγνώστης έδωσε το παρόν και σε άλλους ξεσηκωμούς κι έγραψε πολλά ακόμα ανδραγαθήματα.
Αφου έμεινε για καιρό στη στεριανή Ελλάδα,με την οικογένειά του, έμαθε για τους νέους ξεσηκωμούς και παρά την ηλικία του γύρισε στο κάλεσμα της πατρίδας.
Με τους ηρωικούς Αγιοβασιλιώτες που τον ακολουθούσαν με σέβας και αφοσίωση,και τα στρατιωτικά σώματα του στρατηγού Ζυμβρακάκη, πέτυχε ακόμα μια περίλαμπρη νίκη κατά των Τούρκων στην Αγία Ρουμέλη.
Πήρε εκδίκηση και για το γιο του Γεώργιο που έχασε σε μια μάχη στο Θέρισσο.
Κατάφερε να ακινητοποιήσει και τον Ομέρ για δυο βδομάδες στην Αρκούδαινα, στην Επισκοπή και στην Αργυρούπολη. Δεν μπορούσαν οι Τούρκοι να περάσουν ούτε από τα στενά της Ασή Γωνιάς και των Μυριοκεφάλων που φύλαγαν νύχτα μέρα οι Ελληνες.
Αλλά ότι δεν κατάφερε ο ηρωϊσμός, πέτυχε ο καιρός που έγινε απρόσμενα σύμμαχος του εχθρού. Μια απροσδόκητη χιονιά στην καρδιά του Απρίλη του 1867 κατέβαλε τους μαχητές. Πέθαναν πολλοί από το κρύο. Ανάμεσά τους κι ο Εμμανουήλ Τσουδερός ξάδερφος του ηρωικού Αναγνώστη.
Σε λίγες μέρες ,Μάιο του 1867 υπέκυψε από τις κακουχίες και το κρύο κι ο Αναγνώστης Τσουδερός αφήνοντας στο Τολό έρημη την πολυμελή του οικογένεια και σκλαβωμένη ακόμα την πατρίδα του.
Χρειάστηκαν πολλές ακόμα σπίθες για να φωτίσει η λευτεριά την Κρήτη. Αλλά εκείνοι που σήκωσαν πρώτοι τη σημαία του 21 στον Κουρκουλό έκαναν το χρέος τους. Κι ας μην τους θυμάται κανένας πια.
Ας ανάβουμε από τη φλόγα της μνήμης τους κάθε τέτοια μέρα το κερί της θύμησης. Κι ας ευλογούμε τους αφανείς που δόξασαν τούτα τα χώματα. Για να σέρνουμε μεις σήμερα αγέρωχοι το χορό της λευτεριάς.
ΤΕΛΟΣ