Πανηγυρικός επετειακής εκδήλωσης για το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ της Λαμπηνής από τον Νίκο Καλλιτσουνάκη με την ιδιότητα του προέδρου του Συλλόγου Επιστημόνων Ρεθύμνου
«Μετά την κατάληψη της βυζαντινής αυτοκρα-τορίας, οι Οθωμανοί συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική.
Τα ηπειρωτικά εδάφη, που προσφέρονταν για μελλοντικές καταστήσεις, είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο, λόγω της αμυντικής στάσης και της ι-σχυροποίησης των γειτονικών κρατών και εκ των πραγμάτων, ο μόνος δρόμος της επεκτατικής αυτής πολιτικής ήταν οι θαλάσσιες εκστρατείες.
Στο πλαίσιο αυτό η Κρήτη ήταν ο πιο σημαντικός στόχος γι’ αυτούς.
Η Κρήτη, το μαργαριτάρι του αρχιπελάγους ήταν το προτείχισμα της ανατολής, ασφαλές καταφύγιο για το στόλο και το τελευταίο σημαίνον τμήμα του Ελληνισμού, που δεν είχε κατακτηθεί από τους Οθωμανούς.
Τα τουρκικά σχέδια ευνοούσαν οι συνθήκες, που επικρατούσαν τότε στο νησί και τους άφηναν πολλές ελπίδες, για εύκολη κατάκτηση.
Το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 1646 άρχισε η ε-πίθεση των Τούρκων, για την κατάληψη του Ρε-θύμνου, η οποία ολοκληρώθηκε 22 ημέρες αργό-τερα, στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Η συμμετοχή του Ρεθύμνου σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα πληρώθηκε με το σφαγιασμό εκατοντάδων Χριστιανών, με βιασμούς κοριτσιών και γυναικών, με εκτεταμένες λεηλασίες των περιουσιών τους και κάθε άλλης μορφής αδικία. Οι ιδιοκτήτες γης έγιναν δουλοπάρικοι. Σε όσες εκκλησίες δε βεβη-λώθηκαν, απαγορεύτηκε η χρήση τους και το κτύπημα της καμπάνας. Οργάνωσαν το στρατό, τη δικαιοσύνη και το φορολογικό σύστημα στα μέτρα τους, απαξιώνοντας τους Ρεθεμνιώτες χριστιανούς. Ελάχιστα πράγματα έμειναν στον τόπο να θυμίζουν τη προηγούμενη αίγλη του.
Το 1821, η συμμετοχή του Ρεθύμνου στην επα-νάσταση του Ελληνικού Έθνους, για τον κοινό πόθο όλων, την ελευθερία, είναι σημαντική.
Σπουδαίες μάχες έγιναν στο Σπήλι και στο Φουρφουρά, γκρεμίστηκε το τούρκικο τζαμί στα Ρούστικα και υψώθηκε η σημαία της επανάστασης στο Ροδάκινο. Ωστόσο οι ενέργειες αυτές δεν α-πέδωσαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και οι Τούρκοι, με τη γνωστή αγριότητα, προέβησαν σε νέες σφαγές κατά των Ελλήνων.
Οκτώ χρόνια αργότερα συνέβη ένα σημαντικό γεγονός στη Λαμπινή, που πρόσθεσε μια θλιβερή σελίδα στην καταγραφή της ιστορικής διαδρομής του τόπου αυτού.
Όπως 376 χρόνια νωρίτερα, κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, την ώρα που εισέβαλαν οι Τούρκοι στην Αγιά Σοφιά, τελούνταν Θεία λει-τουργία, η οποία ουδέποτε τελείωσε, έτσι και στην Παναγία της Λαμπινής, στις 20 του Γενάρη του 1829, ημέρα Κυριακή και εορτή του Οσίου Ευθυμίου, οι Τούρκοι δεν άφησαν να ολοκληρωθεί η λειτουργία στη μαρτυρική αυτή εκκλησία. Με λυσσαλέο τρόπο σκόρπισαν την καταστροφή και το θάνατο.
Εκείνη την εποχή είχε ήδη ενταθεί ο ξεσηκωμός των Χριστιανών σ’ όλο το νησί. Ο ηρωισμός των Κρητικών ενοχλούσε και εξαγρίωνε τους Τούρκους και τους δημιουργούσε μεγάλη ανησυχία. Γι’ αυτό εφορμούσαν με αιμοβόρες διαθέσεις σε ανυπότακτα χωριά, που τα αποδεκάτιζαν, τα λεηλατούσαν, τα πυρπολούσαν και τα ερήμωναν.
Με αυτές τις διαθέσεις κατέφθασαν ένα παγω-μένο, χειμωνιάτικο πρωινό στη Λαμπινή, για να σκορπίσουν τον τρόμο και τον θάνατο. Επικεφαλής της Τούρκικης επιδρομής ήταν ο Αλμπάνης, ένας απόγονος Ενετών φεουδαρχών που είχαν αλλαξοπιστήσει, μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Λαμπινή, σε αρχοντικό που σώζεται έως σήμερα, στη θέση Πετραμώνας.
Ο Αλμπάνης, φημιζόμενος για την αγριότητα και τη θηριωδία του, ήταν γαιοκτήμονας με μεγάλη πε-ριουσία στην ευρύτερη περιοχή αλλά και σε άλλους τόπους, όπως στο Πέραμα, στην
Αγία Τριάδα, στο σημερινό Αλμπάν-η μετόχι κτλ.
Λέγεται ότι αφορμή για την επιδρομή αποτέλεσε το γεγονός, ότι ο Φουρογιάννης, ένας γενναίος Λαμπιθιανός, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Αλμπάνη, πυροβολώντας τον σε ερημική τοποθεσία έξω από τη Λαμπινή.
Στην πραγματικότητα όμως, το βαθύ μίσος του Αλμπάνη πήγαζε από το γεγονός, ότι οι Χριστιανοί άρχισαν να εκμεταλλεύονται και να καταστρέφουν την περιουσία του στη Λαμπινή.
Οι στοίχοι του ποιητικού έργου «Ύμνος και Θρήνος», του αείμνηστου Λαμπιθιανού Δασκάλου Κώστα Απανωμεριτάκη, αποτυπώνουν με χαρα-κτηριστικό τρόπο τα συναισθήματα του Αλμπάνη.
“Στη Λαμπινή οι γκιαούρηδες ζουν και καλο-περνούνε κι’ αλίμπερτοι κι’ ασύδοτοι το βιός του καταλούνε.
Κάθουνται στα κονάκια-ν-του ρέμπουνται στις αυλές του,
μαζώνουν τζι βεντέμες του και τρώνε τσι σοδειές του.
Κι’ α στέκεται, κι’ αν πορπατεί, έχει την ίδια σκέψη
Ποιον τρόπο να μηχανευτεί για να τσι ξολο-θρέψει…».
Ήξερε ο Αλμπάνης, ότι οι Χριστιανοί ήταν πολύ προσεκτικοί και προετοιμασμένοι είτε να αντιμε-τωπίσουν μια επίθεση είτε να αποχωρήσουν, χωρίς να κινδυνεύσουν. Στην περίπτωση που δεν υπήρχε πιθανότητα επιβίωσης.
Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους αιφνιδιάσει, αφού υπήρχε φρουρός σε σημείο που μπορούσε κανείς να ελέγξει, αυτούς που κατευθύνονταν στο χωριό, από την πόλη.
Για το λόγο αυτό σκέφθηκε να το επιχειρήσει μια χειμωνιάτικη νύχτα, Σαββάτου προς Κυριακή, που οι Λαμπιθιανοί θα πήγαιναν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία.
Πράγματι Παρασκευή βράδυ ξεκίνησε από το Ρέθυμνο και, αφού έκανε στάση στα μισά, την Κυριακή τα ξημερώματα, έφθασε έξω από το χωριό.
Εκείνη την ημέρα ήταν βιγλάτορας-σκοπός- ο Φουρογιάννης, ο οποίος έφυγε λίγο νωρίτερα από το πόστο του, αφού σκέφθηκε, ότι, με τέτοια κα-κοκαιρία που επικρατούσε, οι Τούρκοι και να ήθε-λαν δε θα μπορούσαν να αποτολμήσουν επίθεση στο χωριό.
Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί, τι θα επακο-λουθούσε.
«Ξημέρωσε η Κυριακή θολή και βουρκωμένη
Μ’ από τα μαύρα σύννεφα ήλιος χλωμός δε βγαίνει.
Ο Παναγιώτης ο παπάς το σήμαντρο χτυπάει
Και σύβιο το χωριό καλεί στην εκκλησιά να πάει».
Με αυτό τον τρόπο, ο ποιητής επιχειρεί να πε-ριγράψει την εικόνα, λίγο πριν εξελιχθεί ένα από τα μεγαλύτερα δράματα, που έλαβαν χώρα στη μαρτυρική Λαμπινή.
Οι χωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά ήταν στην εκκλησία, όταν αντιλήφθηκαν, ότι οι Τούρ-κοι τους είχαν περικυκλώσει και τους καλούσαν να παραδοθούν, με τη διαβεβαίωση, ότι δε θα τους πειράξουν.
Οι Λαμπιθιανοί αρνήθηκαν την παράδοση και, με τα λιγοστά όπλα που υπήρχαν μέσα στην εκκλησία, πρόβαλαν αντίσταση και κατάφεραν να σκοτώσουν δυο-τρεις από τους εισβολείς.
Οι Τούρκοι με ασύγκριτη διαφορά δυνάμεων, μη μπορώντας να παραβιάσουν την πόρτα, βουτούσαν πανιά σε λάδι και, αφού τα άναβαν, τα έριχναν μέσα στην εκκλησία, από τους φεγγίτες του τρούλου.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας, ο καπνός ήταν αποπνικτικός και όσοι διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, καταλάβαιναν τι τους περιμένει.
Βλέποντας οι εισβολείς την αδύνατη πλέον α-ντίσταση των χωριανών, έβαλαν φωτιά στην πόρτα της εκκλησίας και, αφού την έκαψαν κι αυτή, εισέβαλαν μέσα πατώντας πάνω στους λιπόθυμους Χριστιανούς, τους οποίους, μαζί με τους εξαντλη-μένους από την ασφυξία υπόλοιπους άντρες, έ-σφαξαν μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών και των γυναικών τους.
Στη συνέχεια έκαψαν τα άψυχα κορμιά των σφαγιασθέντων και οδήγησαν τα γυναικόπαιδα στο Ρέθυμνο, για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα.
Τον παπα-Παναγιώτη δεν τον έσφαξαν αλλά τον μετέφεραν και αυτό στο Ρέθυμνο, όπου σύρθηκε, χλευάστηκε, ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε από το πλήθος των Τούρκων. Λίγο μετά άφησε την τε-λευταία του πνοή, μέσα σ’ ένα τζαμί στη Σοχώρα, όπου ένας Χότζας, θέλοντας να τον βοηθήσει , τον τράβηξε μέσα.
Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε, ότι, από τους κλει-σμένους μέσα στην εκκλησία, σώθηκε μια γυναίκα με τη μικρή της κόρη, η οποία, ενώ βρισκόταν στην πομπή με τα γυναικόπαιδα, κατάφερε να α-ποκοπεί με τη βοήθεια μιας Αράπισσας, που την έσωσε μαζί με το παιδί της. Και ότι αργότερα επέ-στρεψε στη Λαμπινή μια δεύτερη γυναίκα.
Όμως όπως με πληροφόρησε ο Θανάσης Απα-νωμεριτάκης, ερευνητής της ιστορίας της Λαμπινής και ιδιαίτερα του Ολοκαυτώματος, οι επώνυμες γυναίκες, οι οποίες συνδέονται με το Ολοκαύτωμα ήταν τρεις και όχι δύο.
Η πρώτη ήταν αυτή που έσωσε η Αράπισσα στην Αρβανιτιά. Ο άνδρας της ήταν ο Εμμανουήλ Καραγιαννάκης, τον οποίο έσφαξαν οι Τούρκοι στην εκκλησία.
Η γυναίκα αυτή κατέληξε στην Παντάνασσα. Το βαφτιστικό της όνομα και το γένος της παραμένουν άγνωστα. Αυτό που είναι γνωστό και μάλιστα με σημαντικές λεπτομέρειες, οι οποίες προέρχονται από το Νικόλαο Καραγιαννάκη, που κατοικεί στην Παντάνασσα αλλά έχει Λαμπιθιανή καταγωγή και είναι απόγονος του Εμμανουήλ Καραγιαννάκη, είναι, ότι δημιούργησε νέα οικογένεια με το Νικόλαο Πορτάλιο, ο οποίος στην ουσία ήταν ο δεύτερος σωτήρας της.
Η δεύτερη ήταν αυτή που κατέληξε στην Πηγή. Αυτή ήταν η χήρα του Ιωάννη Μουζουράκη, τον οποίο επίσης οι Τούρκοι έσφαξαν μέσα στην εκ-κλησία.
Το βαφτιστικό της όνομα ήταν Μηλιά και το γέ-νος της άγνωστο. Αυτή τη γυναίκα συνάντησε ο Pashley, στο σπίτι του προεστού Σπύρου Παπαδά-κη. Δε γνωρίζομε αν επέστρεψε ξανά στη Λαμπινή. Γνωρίζομε όμως, ότι η κόρη της παντρεύτηκε στις Καρίνες κάποιον Ιωάννη Κοκοτσάκη.
Η τρίτη ήταν αυτή που επέστρεψε μετά από καιρό στη Λαμπινή. Αυτή ήταν η χήρα του Θεό-δωρου Θεοδωράκη, τον οποίο επίσης οι Τούρκοι έσφαξαν μέσα στην εκκλησία.
Το βαφτιστικό της όνομα είναι άγνωστο. Το γέ-νος της ήταν Βαλέργα και όταν επέστρεψε στη Λαμπινή, δημιούργησε νέα οικογένεια με τον Ι-ωάννη Απανωμεριτάκη.
Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το ιστορικό του Ολοκαυτώματος της Λαμπινής. Η γενναία Κρητική ψυχή προτίμησε τον τίμιο θάνατο από τον τούρκικο εξευτελισμό.
Με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο συμπεριφέρονταν οι δυνάμεις της τούρκικης κατοχής στην Κρήτη. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά του Henry Morgentaou (στις αρχές του 19ου αιώνα), πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία τονίζει τα εξής
« Οι Τούρκοι λαός πρωτόγονος, βάρβαρος, αιμο-διψής, θρασύδειλος, χαμερπής, ευτελής, μικρό-ψυχος και ελεεινός. Ούτε βιβλία, ούτε ποιητές, ούτε τέχνη, ούτε αρχιτεκτονική, ούτε πόλεις οι-κοδόμησε. Ό,τι απέκτησαν ήταν κλεμμένο και το υποβάθμισαν…»
Εμείς οι σημερινοί Έλληνες, 179 χρόνια μετά, έχουμε χρέος να θυμόμαστε και να τιμούμε τη θυσία των προγόνων μας. ‘Εχουμε ανάγκη από τέτοια ηρωικά πρότυπα, για να μπορέσουμε να κρατήσουμε, να διασώσουμε, ό,τι είναι δυνατόν από την ταυτότητά μας. Από τα ιδανικά του γένους μας, από την ίδια μας την ψυχή.
Σήμερα, που οι ισχυροί της Γης δεν κρατάνε τα προσχήματα αλλά υπερασπίζονται τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπου και όποτε τους συμφέρει και τα καταπατούν, όταν η υπεράσπισή τους έρχεται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις τους, είναι επιτακτική ανάγκη, να αναδεικνύουμε και να προβάλλουμε τις Ηρωικές μορφές των προγόνων μας και να τις υψώνουμε ως Σύμβολα γνήσιου πατριωτισμού, αληθινού αγώνα και αυτοθυσίας.
Τιμή και Δόξα στους Ήρωες
της Λαμπινής
Τιμή και Δόξα στους Ήρωες
της Κρήτης.