«Η ΑΠΟΘΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ»
Του Γιάννη. Παπιομύτογλου
Στα 130 χρόνια που μεσολάβησαν από το Ολοκαύτωμα, είδαν το φως δεκάδες δημώδη και έντεχνα ποιήματα αφιερωμένα στο Αρκάδι. Η διασπορά τους σε πολλά έντυπα, ελληνικά και ξένα, καθιστά δυσχερή τον εντοπισμό, την καταγραφή και εντέλει τη συνολική έκδοσή τους, όπως έχει προταθεί κατά καιρούς[1]. Η πληθώρα των ποιημάτων είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αν αναλογισθεί κανείς το μέγεθος της θυσίας, η οποία προκάλεσε εύλογη συγκίνηση όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στην Ευρώπη και Β. Αμερική.
Το ποίημα που δημοσιεύεται εδώ είναι κατά πάσα πιθανότητα αδημοσίευτο, δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί η πιθανότητα να έχει δημοσιευτεί και να λανθάνει σε κάποιο έντυπο του περασμένου αιώνα. Το χειρόγραφο του ποιήματος βρίσκεται στο αρχείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης, στον φάκελο του Ι.Δ. Καλομενόπουλου και φέρει αριθμό 67. Απαρτίζεται από 21 στροφές των τεσσάρων στίχων και καταλαμβάνει έξι σελίδες χαρτιού «κατρ-ριγέ» διαστάσεων 29×23 εκ.
Στα εύλογα ερωτήματα: πού γράφτηκε, πότε γράφτηκε και από ποιόν γράφτηκε, μόνο στο πρώτο μπορούμε να απαντήσουμε με σιγουριά, και τούτο επειδή στον κολοφώνα του ποιήματος υπάρχει η ένδειξη «Εν Κεφαλληνία», πράγμα που καταδεικνύει την προέλευση του ποιήματος[2].
Όσον αφορά το πότε γράφτηκε, τόσο ο τύπος της γραφής όσο και το είδος του χαρτιού μας επιτρέπουν να το τοποθετήσουμε με ασφάλεια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με terminus post quem, βέβαια, το 1866. Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι ο ποιητής στην τελευταία στροφή εκφράζει την πεποίθηση ότι η θυσία του Αρκαδιού θα καρποφορήσει και το έθνος θα ευρεθή ενωμένο υπό κοινήν πατρίδα και θρησκεία, πράγμα που σημαίνει πως όταν γραφόταν το ποίημα, η Κρήτη δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί.
Όμως η παρακάτω υπόθεση, αν ισχύει, προσδιορίζει με ακρίβεια τον χρόνο σύνθεσης του ποιήματος. Συγκεκριμένα στο αρχείο του Ι.Δ. Καλομενόπουλου, όπου βρέθηκε το στιχούργημα, υπάρχουν αρκετά έγγραφα σχετικά με το μνημόσυνο των ολοκαυτωθέντων, που τελέσθηκε στο Αρκάδι και στο Ρέθυμνο στις 8 Νοεμβρίου 1885[3], πράγμα που δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο Ι.Δ. Καλομενόπουλος ήταν μέλος της οργανωτικής επιτροπής του μνημοσύνου[4]. Αν δεχθούμε ότι το ποίημα ανήκει σ’ αυτήν την ενότητα των εγγράφων και ότι πιθανόν είναι ένα από τα ποιήματα που απαγγέλθηκαν[5] εκείνη την ημέρα, τότε προσδιορίζεται ως πιθανότερος χρόνος σύνθεσης ή τουλάχιστον πρώτης απαγγελίας του ποιήματος το 1885.
Και ερχόμαστε στο τελευταίο και σημαντικότερο ερώτημα που αφορά την ταυτότητα του ποιητή. Δύο είναι τα στοιχεία που υπάρχουν, τα οποία όμως δεν δίνουν σαφή και συγκεκριμένη απάντηση στο πρόβλημα. Το πρώτο είναι η ένδειξη «Εν Κεφαλληνία», που, όπως προανέφερα, υπάρχει στον κολοφώνα του ποιήματος, και η οποία μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι ο ποιητής είναι Κεφαλλονί- της ή ότι είναι κάτοικος Κεφαλλονιάς. Το άλλο στοιχείο είναι ότι ο ποιητής υπογράφει το ποίημα με τα αρχικάΣ.Γ.Δ. Είναι γενικά αποδεκτό ότι στις περιπτώσεις τριών αρχικών το πρώτο αναφέρεται στο όνομα, το δεύτερο στο πατρώνυμο και το τρίτο στο επώνυμο. Με βάση αυτό το σκεπτικό προσπάθησα να ταυτίσω τα πιο πάνω αρχικά με κάποιον ποιητή Επτανήσιο και ειδικότερα Κε- φαλλονίτη. Παρ’ όλη την έρευνα, όμως, τόσο στις ιστορίες και ανθολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας όσο και στις σχετικές βιβλιογραφίες[6], δεν κατόρθωσα να εντοπίσω επτανήσιο λογοτέχνη που το όνομά του να συμπίπτει με τα αρχικά Σ.Γ.Δ.[7] Ίσως πρόκειται για κάποιον ελάσσονα ποιητή της Επτανησιακής Σχολής, που λόγω υπερβολικής μετριοφροσύνης αποφεύγει να υπογράψει το ποίημα.
Το στιχούργημα, που όπως είπαμε αποτελείται από 21 στροφές των τεσσάρωνστίχων, είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα της εποχής με αρκετά στοιχεία της καθαρεύουσας. Το μέτρο είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και η ομοιοκαταληξία πλεχτή. Κατά τη μεταγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτότυπου.
Ἡ Ἀποθέωσις τοῦ Ἀρκαδιοῦ
Φωτιά ἀκούω στά στήθια μου· Λαύρα στά σωθικά μου
Ὅσῳ νά πλέξω τ’ Άρκαδιοῦ, ἀμάραντο στεφάνι.
Μέ λόγια θεῖα οὐράνια· ὡς πιθυμᾶ ἡ καρδιά μου,
π’ ἀκτίδας δόξης, πάντοτε, ὡς ἥλιος νά βγάνῃ!
5 Τοῦ Ἀρκαδιοῦ, π’ ἐξέπληξε, Ἀνατολή και Δύσι,
Μέ τήν αὐτοθυσία του· μέ τήν παλληκαριά του.
Κι’ ὅπου, μνημεῖο ἔνδοξο κι’ αἰώνιο θ’ ἀφήσῃ,
πρός δόξαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τ’ ἀθάνατ’ ὄνομά του!
Στήν Κρήτη, τότε, ὡς χείμαρος, ἡ στάσις ἐπροχώρει.
10 Πλήν καί ὁ Τοῦρκος ἥσυχος κι’ ἀμέριμνος δέν στέκει.
Αἱ πόλεις, τά περίχωρα, κατέφευγον στά ὄρη
καί μόνον ὅσ’ ἠδύναντο, ἁρπάζαν τό τουφέκι.
Καταστροφή καί θάνατον κι’ ἀπό τά δύο μέρη
εἶχον εἰς τήν σημαία τους, ὡς σύνθημα γραμμένο!
15 Ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό ποῦ βρίσκετο δέν ξεύρει
καί ὁ πατέρας τό παιδί, λογιάζει σκοτωμένο!
Ἡ φρίκη αὐτή κι’ ἡ σύγχυσις καί τῆς σκλαβιᾶς ὁ τρόμος,
ὡς χίλια γυναικόπαιδα στό Μοναστήρι στέρνει,
κι’ ἄς ἦτον ζόρκα[8] κι’ ἄσιτα καί μακρινός ὁ δρόμος…
20 Αὐτό, πλήν, ὡς φιλόστοργος, μητέρα τά λαβαίνει.
Καί κάνει, εὐθύς, ἀπόφασι νά μή τά ἐγκαταλείψῃ,
σέ γιαταγάνι τούρκικο σ’ ἀράπικο μαχαίρι·
Εἰμή, ἀφοῦ προτήτερα, κι’ Αὐτό μαζή ἐκλείψῃ
κι’ ἀφοῦ, στούς Τούρκους, τά σκυλιά, καταστροφή ἐπιφέρῃ!
25 Τόπε καί δέν ἀρνήθηκε, τήν πρώτη άπόφασί του!
Τρεῖς ’μέραις ἐπολέμουνε μέ δεκαφτά χιλιάδες!
Κι’ εἶχε, διακόσιους μοναχά, πρός ὑπεράσπισί του!
Καί μόλον τοῦτο, ἐκούρασαν, καί Τούρκους καί πασάδες!
Πλήν, ὅ,τι ὁ νοῦς ἐζήταε, δέν τὄθελε κι’ ἡ τύχη!
30 Τά ὅπλα τους ἀνάψανε κι’ ἔμειναν σ’ ἀχρηστία!
Καί κάπου, κάπου ἐρίπτετο μιά σφαῖρα από τά τείχη,
Ποῦ φεύγοντας, λές κι’ ἔλεγε «βοήθα Παναγία»!
Toτ’ ἦτο ποῦ τά Τούρκικα, κανόνια, εἶχον γκρεμίσει
Μέρος τοῡ τείχου· κι’ ἤρχισαν, φωνάζοντες, νά μπαίνουν:
35 «Σάς ἀμνηστεύουμε παιδιά και μή κανείς χτυπήσει».
Καί τρέχουν στό προαύλιο καί τή σημαία τους σταίνουν.
Κι’ ὅμως τ’Ἀρκάδι ἀκοίμητο, μέ τή θρησκεία ἀντάμα,
τ’ ἀθῶα ἐκεῖνα πλάσματα, ὅσῳ μπορεῖ στηρίζει…
Ἡ μάνα ἐζήτα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα!
40 Κι’ ὁ γέρωντας, ὁ Ἡγούμενος, μ’ ἕνα δαυλό γυρίζει.
Καί σάν τά σκόρπια πρόβατα τά περισιμαζώνει·
Καί μ’ ἕνα χαμογιέλιο του, π’ ὄχι, δέν ἐξηγεῖται,
τούς ἔλεγε γλυκά, γλυκά: Κανείς δέν σᾶς σκλαβώνει.
Ἀρκεῖ νά πῆτε, μοναχά, τό θειό πῶς προτιμεῖτε.
45 Ὡς τ’ ἄκουσαν τά μάτια τους, ἀστράψαν στά ἐδικά του!
Καί ναί, φωνάζουν, στό Θεό, ναι στόν Θεό πατέρα,
ὁδήγησέ μας τά φτωχά! Κι’ ἐκεῖ στά γόνατά του,
γιά τή γλυκιά πατρίδα μας, νά κλαῖμε νύχτα ’μέρα.
Τ’ ὄπαν, κι’ εὐθύς ἐγήνηκε! Ν’ ἁγιάση ἐκειό τό χέρι!
50 Μέσ’ τό μπαρούτι, τό δαυλό, ἀτάραχος βουτάει!
Καί μιά βροντή, έσκοτίνιασε, τό ζωογόνο ἀέρι,
π’ ὄλεγες, καί δαιμόνια, ἡ Κόλασις ξερνάει!
Καί βρέχει… Βρέχει σώματα· λόγχαις· σπαθιά· τουφέκια·
Βρέχει ποδάρια· κεφαλάς· κονίσματα· στασίδια·
55 Βρέχει μπαλάσκαις Τούρκικαις κι’ ἀράπικα γκελέκια[9],
βρέχει λιθάρια ἀνάμιχτα, μ’ αἵματα και ξεσκλίδια[10]!
Βρέχει μανάδες ποὔχανε, τά βρέφη ἀγκαλιασμένα,
ὡς νἄθελαν, οἱ δύστυχες, νά τά βυζάξουν πάλι.
Βρέχει κορμιά Ἀράπικα καί Τούρκικα ἑνωμένα
60 πασσάδες χρυσοστόλιστους, άλλά χωρίς κεφάλι!
Καί βρέχει ἄτια Ἀράπικα πέταλα· σαλιβάρια[11].
Βρέχει τσατίρια[12] πράσινα· τσατίρια χρυσωμένα.
Βρέχει σημαίας, ποὔτανε, στημέναις σέ κοντάρια.
Κάρρα· πολεμοφόδια· κανόνια συντριμμένα!
65 Ὦ Μοῦσα! Σύ ποῦ μ’ ἔπιασες κι’ ἄλλη φορά ἀπ’ τό χέρι,
καί μ’ ἔκαμες σέ θάλασσαις καί σέ στεργιαίς ν’ ἀνθέξω,
Σύ, δόσμου τώρα δύναμι και κάμεμε ξιφτέρι[13]
καί μέ τή φαντασία μου, σ’ ἄγνωστους κόσμους τρέξω,
Κι’ εὕρω λουλούδια ἀθάνατα λουλούδια τιμημένα.
70 Λουλούδια ποῦ νά ἐκφράζουνε «πατρίδα καί Θρησκεία».
Ποῦ νἄχουνε στά φύλλα τους, μ’ ἀδάμαντας, γραμμένα:
«Ζήτω Ἀρκάδι ξακουστό! Ζήτω ἐλευθερία».
Καί πλέξω τό ἀμάραντο, π’ ἐπιθυμῶ στεφάνι!
Πλήν τί θωρῶ ἀντίκρυ μου; Τί βλέπω ἀπέναντι μου;
75 Ἄν ὄχι φῶς, τί εἶν’ αὐτό, στούς οὐρανούς π’ ἐφάνη;
Κι’ ἦτον ἡ Μοῦσα, ποὔρχετο, εἰς τήν παράκλησί μου!
Καί λέγει: «Τί άμάραντα λουλούδια μοῦ γυρεύεις;
Τί θέλει ἡ φαντασία σου, κι’ ἐμπρός σ’ ἐμένα στέκει;
Ἄν γιά τ’ Ἀρκάδι, στέφανο, νά ἐργασθῇς σκοπεύεις,
80 Εκεῖνο ἀποθεώθηκε! καί μή προβῇς παρέκει».
Κι’ εἶπα. Ἀς ἦναι τοῦ Θεοῦ τ’ ὄνομα δοξασμένο!
Γιατί μιά ’μέρα, τ’ Ἀρκαδιοῦ, ἡ τόλμη κι’ ἡ θυσία,
θέ νά καρποφορίσουνε καί θά εὑρεθῇ ἑνωμένο,
τό Ἔθνος μου, ὑπό κοινήν, πατρίδα καί θρησκεία.
Ἐν Κεφαλληνίᾳ
Σ.Γ.Δ.
[1] Σχετική πρόταση έχουν καταθέσει οι: α) Ιωάννης Π. Μαμαλάκης, Προετοιμασία του εορτασμού της εκατονταετηρίδος από τής εκρήξεως της επαναστάσεως του 1866-69, Πεπραγμένα του Α’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ’, σ. 155, β) Γεώργιος κ. Σπυριδάκης, Δημώδη άσματα και λαϊκά ποιήματα περί την πυρπόλησιν της μονής Αρκαδίου, Πεπραγμένα του Β’ Διεθνούς Κρητο- λογικού Συνεδρίου, τ. Δ’, σ. 437 και 476 γ) Γεώργιος Κουρμούλης, Πρακτικά καταληκτηρίου συνεδρίας, Πεπραγμένα του Β’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Δ’, σ. 476-477.
[2] Η επανάσταση του 1866 και ιδιαίτερα η ολοκαύτωση του Αρκαδιού προκάλεσαν αίσθηση και συγκίνηση στην Κεφαλλονιά, όπως αποδεικνύουν οι διάφορες εκδηλώσεις για ενίσχυση του Κρητικού Αγώνα και οι εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί με θέμα την Επανάσταση. Βλ. ενδεικτικά: Π. Βεργωτή,Εθνεγερτήριον. Αι εισπράξεις εις ωφέλειαν των Κρητών, εν Κεφαλληνία 1866. — Π. Βεργωτή, Εμβατήριον εις τον Κρητικόν Αγώνα, εν Αργοστολίω 1866. — Π.Ε. Ιατρίδου, Εν επεισόδιον του Κρητικού Αγώνος, εν Κεφαλληνία 1866. — Επ. Γ. Αννίνου, Η πτώσις του Αρκαδίου, εν Κεφαλληνία 1866. — Π. Βεργωτή, Προς τους αγωνιζομένους Κρήτας, Λογοδοσία του Γραμματέως της Φιλοδραματικής Εταιρείας Κεφαλληνίας περί της υπέρ αυτών παραστάσεως, εν Κεφαλληνία 1866. — Θεοδώρου Πεφάνη, Εν βλέμμα επί του Κρητικού Αγώνος (Εκδίδοται προς όφελος των ενταύθα Κρητικών οικογενειών), εν Κεφαλληνία 1867. —Εκθεσις της επιτροπής περί των προς συντήρησιν των εδώ προσφύγων, εν Κεφαλληνία 1868. — Επ. Γ. Αννίνου, Ο εθελοντής της Κρήτης, εν Κεφαλληνία 1869. — Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου, Η Κρητοφίλη και τα τρία λεμονάνθια, εν Κεφαλληνία 1870.
[3] Γι’ αυτό το μνημόσυνο, που ήταν από τα λαμπρότερα που τελέστηκαν ποτέ για το Αρκάδι και μάλιστα υπό καθεστώς δουλείας, βλ. εφ.Αρκάδων Ρεθύμνης φ. 50 (26-10-1885), 52 (9-11-1885) και 54 (23-11 -1885), Διονυσίου Μαραγκουδάκη, Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι, [Αθήνα] 1996, σσ. 221-230, και Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, Ο θεατρικός σύλλογος Ρεθύμνης «Αι Μούσαι» 1884-1886,Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 40 (1984), σσ. 377-385.
[4] Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, που ονομάζονταν Έφοροι, ήταν οι Ι.Ν. Βούλγαρης, Εμμ. Γενεράλις, Χαράλ. 1. Φραγάκης και Εμμ. Σ. Παπαδάκης. Για τον Ιωάννη Δ. Καλομενόπουλο βλ. νεκρολογίες στις εφ. Τύπος Ρεθύμνης, φ. 527 (8-2-1934) και Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1191 (9-2-1934).
[5] Συγκεκριμένα η εφημερίδα Αρκάδιον οτο φύλλο της 9-11-1885 αναφέρει: …τέλος ανέβη εις το βήμα ο ευφάνταστος νέος και φοιτητής της Νομικής Γεώργιος Μάρκου Σκουλούδης και απήγγειλε θούρια, άτινα τόσον ενεθουσίασαν ώστε πολλάκις προσεκλήθη επί του βήματος ίνα απαγγείλη νέας στροφάς.
[6] Βλ. Emile Legrand, Bibliographie Ionienne, Paris 1910 και Nakis Pierris, Bibliographie Ionienne: Supplements a la description raisonnee.., Athenes 1966.
[7] Ούτε η σχετική έρευνα στις βιβλιοθήκες της Κεφαλλονιάς είχε κάποιο αποτέλεσμα. Πάντως ευχαριστώ τους συναδέλφους των Δημοσίων Βιβλιοθηκών Αργοστολίου και Ληξουρίου για τη βοήθειά τους.
[8] Ζόρκα = γυμνά.
[9] Γκελέκι ή γελέκι = γιλέκο.
[10] Ξεσκλίδια = κομμάτια από ανθρώπινα μέλη.
[11] Σαλιβάρι ή σαλβάρι = είδος φαρδιάς βράκας.
[12] Τσατίρι = τσαντίρι, σκηνή.
[13] Ξιφτέρι ή ξεφτέρι = είδος γερακιού.