ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
-Πολύτιμη πηγή για τον ερευνητή η «Αυτοβιογραφία» του
Είναι πολλές οι προσωπικότητες των Γραμμάτων που κατάγονται από το Ρέθυμνο. Από τις σημαντικότερες μορφές πάντως θα πρέπει να ήταν ο Εμμανουήλ Γενεράλης, διαπρεπής φιλόλογος, γυμνασιάρχης και συγγραφέας, αν κρίνουμε από τους λόγιους του τόπου μας που ασχολήθηκαν με το έργο του και την τεράστια εκπαιδευτική του προσφορά.
Γιος του περίφημου παπα-Γιώργη που υμνεί ο Σπύρος Μαρνιέρος, ο Εμμανουήλ Γενεράλης γεννήθηκε στο Γερακάρι το 1860.
Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στο χωριό του, στο Μέρωνα, στο Άνω Μέρος, και στο Μοναστηράκι. Συνέχισε στο Ρέθυμνο όπου ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον Ευθύμιο Βερνάρδο. Εργάστηκε για ένα χρόνο δάσκαλος, το 1876 και το 1877 πήγε στην Αθήνα όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Υπηρέτησε ως σχολάρχης στο Αμάρι, το 1881 αλλά η ακόρεστη δίψα του για μάθηση τον οδήγησε στην Αθήνα, όπου πήρε το πτυχίο του το 1885 και το διδακτορικό του το 1886.
Πρωτοδιορίστηκε με τον τίτλο αυτό στη Νεάπολη και αργότερα ήρθε στο Ρέθυμνο. Έμεινε δέκα χρόνια και μετά υπηρέτησε στα Χανιά στην Τρίπολη, και στην Έδεσσα.
Διετέλεσε βουλευτής Αμαρίου το 1889 και το 1894. Το 1896 ήταν Γραμματέας της εν Αθήναις Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής. Άφησε πληθώρα εκδοτικού έργου που έχει αρχειοθετήσει υποδειγματικά και παρουσιάζει στην ιστοσελίδα του ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου.
Ο Εμμανουήλ Γενεράλης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους επιφανέστερους Κρήτες φιλολόγους με πολυσχιδή υπερπεντηκονταετή δράση. Παράλληλα με την άσκηση του εκπαιδευτικού του έργου και την πολιτική του δραστηριότητα, ανέπτυξε και αξιόλογη πολιτιστική και κοινωνική δράση. Διετέλεσε πρόεδρος του Θεατρικού Συλλόγου Ρεθύμνης «Αι Μούσαι», γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης, γραμματέας της Κεντρικής των Κρητών Επιτροπής στην Αθήνα, πρόεδρος του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνης και του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «Ο Χρυσόστομος», διευθυντής των Χανιώτικων περιοδικών Χριστιανικόν Φως και Κρητικά και τέλος πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Πέθανε στα Χανιά το 1943.
Η αξιολόγηση των κειμένων του
Τα κείμενά του, σημειώνει ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες. Στα αυτοτελή έργα, στα δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά και τέλος στα λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη.
Στα δημοσιεύματα σε εφημερίδες υπάρχει μεγάλη διασπορά τόσο χρονική όσο και σε αριθμό εντύπων. Συγκεκριμένα τα κείμενά του σε εφημερίδες καλύπτουν μια περίοδο σχεδόν 60 χρόνων με το πρώτο το 1883 στον Νέο Ραδάμανθυ, την πρώτη εφημερίδα του Ρεθύμνου, που εξέδιδε ο Στυλιανός Καλαϊτζάκης και το τελευταίο το 1941 στην εφημερίδα Κρητική Επιθεώρησις του Ρεθύμνου.
Αναφορικά με τον αριθμό των εφημερίδων στις οποίες δημοσίευσε κείμενά του ο Γενεράλης, αυτές ξεπερνούν τον αριθμό των πενήντα, των οποίων ο κύριος όγκος, όπως είναι φυσικό, είναι κρητικές. Όμως παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διασπορά δημοσιευμάτων και σε εφημερίδες εκτός Κρήτης, ακόμη και εκτός Ελλάδος. Έτσι βρίσκουμε δημοσιεύματά του σε εφημερίδες των Αθηνών κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Επίσης το 1897 δημοσιεύει κείμενά του σε δύο εφημερίδες της Τήνου. Ακόμη βρίσκουμε δημοσιεύματά του σε εφημερίδες της Έδεσσας και του Βόλου το 1919 και 1920 αντίστοιχα και σε δύο εφημερίδες της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου το 1909.
Όσον αφορά στις εφημερίδες της Κρήτης, τα περισσότερα δημοσιεύματα είναι σε εφημερίδες των Χανίων και ακολουθούν του Ρεθύμνου και τέλος του Ηρακλείου. Η χωροταξική κατανομή των δημοσιευμάτων έχει άμεση σχέση, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, με τον τόπο κατοικίας του Γενεράλη, γι’ αυτό και η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιευμάτων είναι σε Χανιώτικα και Ρεθεμνιώτικα έντυπα, αφού σ’ αυτούς τους δύο τόπους έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1890, μεγάλο μέρος της οποίας Γενεράλης έζησε στην Αθήνα, τα κείμενά του δημοσιεύθηκαν σε Αθηναϊκά έντυπα. Επίσης όταν το 1897 βρέθηκε ως πρόσφυγας επί επτάμηνο στην Τήνο, όπως προαναφέρθηκε, δημοσίευσε κείμενά του σε τοπικές εφημερίδες.
Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ειδολογική κατηγοριοποίηση των δημοσιευμάτων του Γενεράλη, βλέπουμε ότι προηγούνται σε αριθμό τα δημοσιεύματα με πολιτικό περιεχόμενο που φτάνουν τον αριθμό 69, και ακολουθούν 55 ιστορικά, 42 νεκρολογίες, 37 επιστολές, 30 εκπαιδευτικά, 24 λόγοι, 22 επετειακά κείμενα, 11 βιβλιοκρισίες και 11 λαογραφικά κείμενα.
Τα κείμενά του στον Τύπο ο Γενεράλης τα δημοσιεύει είτε επωνύμως, είτε ψευδωνύμως, είτε ανωνύμως.
Αρθρογραφεί με πάθος
Ο Γενεράλης σημειώνει σε δική του αναφορά ο φιλόλογος και συγγραφέας κ. Θεόδωρος Πελαντάκης, αρθρογραφεί με πάθος και ζητά αξιοκρατία στη στελέχωση των νέων υπηρεσιών και δικαιοσύνη για το Ρέθυμνο, «πόλη των Γραμμάτων». Μάταια όμως. Ιδρύει η Κρητική Πολιτεία ένα Γυμνάσιο στο Ηράκλειο και άλλο ένα στα Χανιά, στο δε Ρέθυμνο «Επτατάξιον Δημοτικήν Σχολήν».
Αμέσως ξεσηκώθηκε η κοινωνία του Ρεθύμνου για τον εμπαιγμό. Ο Γενεράλης διασώζει και το όνομα του Ρεθεμνιώτη που ξεσήκωνε την κοινωνία με κωδωνοκρουσίες (Χαραλ. Σταματάκης). Τα τηλεγραφήματα, τα υπομνήματα, οι διαμαρτυρίες, τα δημοσιεύματα είχαν ως συνέπεια να ιδρυθεί στο Ρέθυμνο Προγυμνάσιον (= Τρεις τάξεις. Το Γυμνάσιον είχε τότε τέσσερις τάξεις).
Πρώτος διευθυντής αυτού του Προγυμνασίου Ρεθύμνου ορίστηκε δικαιωματικά ο Εμμανουήλ Γενεράλης. Το 1901 τα Προγυμνάσια μετονομάζονται σε Ημιγυμνάσια (=Τέσσερις τάξεις). Από αυτή την εποχή έχομε επίσημη ίδρυση, αφού υπάρχει μορφή κρατικής υπόστασης (Κρητική Πολιτεία) με παρουσία των ξένων-μεγάλων δυνάμεων. Από αυτό το Προγυμνάσιον σώζεται το αρχείο, που είναι διαφωτιστικό.
Για όλες τις λειτουργίες-συστάσεις τάξεων Γυμνασίου από το 1885 δεν υπάρχουν σχετικά βιβλία αρχείου (γενικός έλεγχος, βιβλίο πράξεων…), επειδή είχαμε ακόμη τουρκοκρατία. Όλα όσα είχαν γραφεί με ονόματα μαθητών και διδασκόντων έχουν χαθεί ή δεν έχουν βρεθεί-δημοσιοποιηθεί. Ευτυχώς η Αυτοβιογραφία του Γενεράλη ρίχνει αρκετό φως σ’ αυτή τη μαρτυρική εποχή της Κρήτης και της εκπαίδευσης.
Από τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία πρώτη φορά γίνονται γνωστά και τεκμηριώνονται: με κάποια ονόματα μαθητών, διδασκόντων, Σχολικής Επιτροπής, διδάκτρων, βιβλίων, μαθημάτων… συνάγεται ότι ο Εμμανουήλ Γενεράλης είναι ο θεμελιωτής της γυμνασιακής εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο.
Σημαντική η «Αυτοβιογραφία» του
Η Αυτοβιογραφία του Γενεράλη, ένα χειρόγραφο 878 σελίδων που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα, ο σοφός συγγραφέας της γράφει αναμνήσεις του από τη ζωή του, αλλά και από την πορεία της Κρήτης από επανάσταση σε επανάσταση μέχρι να ξημερώσει η 1-1-1914 και να ενωθεί με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα, οριστικά και αμετάκλητα.
Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο με πληροφορίες και για τη ζωή των χριστιανών και μουσουλμάνων (Τουρκοκρητικών), για την κοινωνική ζωή, για την οικονομική ζωή, για την εκπαίδευση και για πλήθος άλλο θεμάτων της ζωής από το 1860-1917.
Αναφέρεται για παράδειγμα, στο σχολείο (Δημοτικό) του χωριού του (Γερακάρι) του Μέρωνα, του Μοναστηρακίου (Ελληνικό Σχολείο ή Σχολαρχείο) στα Γυμνάσια της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο σπούδασε, εργαζόμενος παράλληλα.
Για το Δημοτικό Σχολείο αναφέρει λεπτομέρειες, άγνωστες μέχρι σήμερα, πληροφορίες για την εποχή πριν τη γνωστή μας πλάκα, στην οποία μάθαμε να γράφομε τα πρώτα γράμματα οι παλιότεροι. Έτσι σχηματίζομε μια αμυδρή ιδέα και εικόνα του πως λειτουργούσαν τότε τα Δημοτικά Σχολεία, όσα ελάχιστα υπήρξαν τη δεκαετία 1860. Αξίζει να θυμηθούμε ότι στην Κρήτη είχαμε τουρκοκρατία μέχρι το 1898, έπειτα είχαμε την Κρητική Πολιτεία μέχρι 31-12-1913.
Ιδιαίτερα μπορεί να γίνει λόγος για κάποιες ελευθερίες που δόθηκαν στους Κρητικούς-προγόνους μας σε τρεις φάσεις: Το 1856, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (από τότε η Κριμαία ήταν μήλον της Έριδος), το 1868 (κατά την μεγάλη Κρητική επανάσταση) και το 1878 με τη λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας (η οποία περιλήφθηκε ως παράρτημα στη διεθνή συνθήκη του 1878, πολύ σημαντική για την Ευρώπη.
Μετά από τη Σύμβαση της Χαλέπας υπήρξαν σημαντικές ελευθερίες για τους Κρητικούς: να ιδρύουν συλλόγους, να εκδίδουν εφημερίδες, να εκλέγουν βουλευτές, να χρησιμοποιείται η Ελληνική γλώσσα ισότιμα με την τουρκική κ.α.
Αυτό ήταν πρωτόγνωρο, πολύ σημαντικό για τους Κρητικούς, που ένοιωσαν ελεύθεροι και συνασπίστηκαν, δηλαδή εχωρίστηκαν σε δύο κόμματα: τους Καραβανάδες και τους Ξυπόλυτους, αντίστοιχα με τους Τρικουπικούς και Δεληγιαννικούς της άλλης Ελλάδος. Στην πρώτη, δεκαετία, κέρδιζαν συνεχώς στις εκλογές οι Καραβανάδες, στην Κρητική Βουλή και έγιναν οι ουσιαστικοί νομείς της εξουσίας κοντά στους Τούρκους κατακτητές.
Το 1888 πλειοψήφησαν για πρώτη φορά οι Ξυπόλυτοι. (Τότε βγήκε για πρώτη φορά βουλευτής ο Βενιζέλος στα Χανιά και ο Γενεράλης στην επαρχία Αμαρίου).
Αφήνομε όμως τις πολιτικές εξελίξεις και επιστρέφομε στα εκπαιδευτικά, όπως τα γράφει στην Αυτοβιογραφία του ο Εμμανουήλ Γενεράλης: έβγαλε τις δύο τάξεις του Ελληνικού Σχολείου Μοναστηρακίου και τη Γ’ τάξη στο Ρέθυμνο, το 1878. Στο Ρέθυμνο όμως, όπως σε όλη την Κρήτη, δεν υπήρχε Γυμνάσιο τότε! Οι ελάχιστοι που ήθελαν να τελειώσουν το Γυμνάσιο και να προχωρήσουν στο Πανεπιστήμιο, πήγαιναν στο εξωτερικό. Η Ελλάδα-Αθήνα ήταν εξωτερικό για τους Κρητικούς.
Ο Γενεράλης ήταν από τους ελάχιστους τολμηρούς και τυχερούς-φιλομαθείς που τελείωσε και το Γυμνάσιο στην Αθήνα και το Πανεπιστήμιο, και το 1885 επέστρεψε στο Ρέθυμνο.
Στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί το Παγκρήτιον Γυμνάσιον (στο Ηράκλειο το 1883 και στη Νεάπολη Λασιθίου το 1884 το β’ στη σειρά Γυμνάσιο στην Κρήτη). Υπενθυμίζω ότι είχαμε ακόμη τουρκοκρατία στην Κρήτη. Ο Γενεράλης, του οποίου η φήμη, ως πολύ μορφωμένου και δραστήριου, είχε προτρέξει της άφιξής του στο Ρέθυμνο, τον Σεπτέμβρη του 1885 (ήταν μόλις 25 ετών) σε συνεννόηση με τους τοπικούς παράγοντες έστησε Α’ τάξη Γυμνασίου στο Ρέθυμνο και ήταν ο μοναδικός καθηγητής της. Οδηγό είχε το πρόγραμμα του Γυμνασίου της ελεύθερης Ελλάδας και δίδαξε: Ελληνικά, Λατινικά, Ιστορία, Μαθηματικά και Φυσική Ιστορία. Θρησκευτικά δίδαξε ο Επίσκοπος και Γαλλικά ο Κ. Πετυχάκης.
Ήταν μια τάξη, που άφησε εποχή και έβγαλε έναν πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Νικόλαος Παπαδάκης από τις Βρύσες Αγ. Βασιλείου).
Έτσι άρχισε με θριαμβευτικό τρόπο η Γυμνασιακή εκπαίδευση στο Ρέθυμνο. Το επόμενος έτος (1886) συστήθηκε Α’ Γυμνάσιο και στα Χανιά, «επίσημα», όπως στο Ηράκλειο και στη Νεάπολη Λασιθίου.
Το 1886-87 ο Γενεράλης δίδαξε στο Γυμνάσιο Νεάπολης Λασιθίου, στη Β’ τάξη. Εκεί πήγαν και μερικοί (ίσως όλοι) που τους είχε μαθητές στο Ρέθυμνο κατά το προηγούμενο σχολικό έτος. Και αυτό το μαθαίνομε από την Αυτοβιογραφία του Γενεράλη.
Το 1887-88 ο Γενεράλης είναι πάλι στο Ρέθυμνο και διδάσκει στη Β’ τάξη του Γυμνασίου. Τον απέλυσαν. Χωρίστηκε η κοινωνία στα δύο, επειδή οι μαθητές πήγαν στην τάξη του απολυμένου Γενεράλη. Επαναπροσλήφθηκε (5-12-1887) και συνέχισε την Β’ τάξη κανονικά.
Το 1888-89. Ο Γενεράλης είναι διευθυντής του τριταξίου Γυμνασίου Ρεθύμνου. Γίνονται εκλογές και εκλέγεται βουλευτής Αμαρίου με τους Ξυπόλυτους. Το σχολείο λειτουργεί κανονικά με άλλον φιλόλογο. Η ζωή όμως και η ησυχία διαταράχθηκε από τους Καραβανάδες βουλευτές, που για πρώτη φορά έχασαν την πλειοψηφία στην Κρητική Βουλή. Συγκεκριμένα, κατέθεσαν ψήφισμα στη Βουλή ζητώντας την ένωση με την Ελλάδα, έφυγαν από τα Χανιά και έκαμαν δική τους βουλή στον Στύλο Αποκορώνου. Αυτό ήταν που περίμεναν οι Τούρκοι: Κήρυξαν στρατιωτικό νόμο. Κατάργησαν δηλαδή όλα τα προνόμια που είχαν δοθεί το 1878 με τη Σύμβαση της Χαλέπας και άρχισαν διωγμοί, φόνοι, ληστείες, κατοχή χειρότερη από κάθε προηγούμενη φάση. Οι Βουλευτές, ανάμεσά τους ο Βενιζέλος, ο Γενεράλης και όλοι οι Ξυπόλυτοι (Φιλελεύθεροι) αλλά και οι Καραβανάδες (Συντηρητικοί), φυγαδεύονται στην Αθήνα.
Η κατάσταση στην Κρήτη είναι ανώμαλη, επί πολλά χρόνια, κάτω από τον στρατιωτικό νόμο που επέβαλαν οι κατακτητές. Για τη λειτουργία των Σχολείων -και ιδιαίτερα του Γυμνασίου, το οποίο θεμελίωσε ο Γενεράλης- δεν σώζονται στοιχεία για να ξέρομε αν ήταν συνεχής ή αν διακόπηκε κάποιους μήνες ή χρόνια.
Από την Αυτοβιογραφία μαθαίνομε, ως από μοναδική πηγή, ότι το 1890-91 ο Γενεράλης είναι πάλι καθηγητής της Β’ τάξης του Γυμνασίου Ρεθύμνου και το 1891-92 είναι διευθυντής και καθηγητής της Γ’ Γυμνασίου. Ο Γενεράλης εφαρμόζει κρυφά τους κανονισμούς λειτουργίας των Γελασίνων της Αθήνας. Το Γυμνάσιο Ρεθύμνου αναγνωρίζεται από το Ελληνικό κράτος.
Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ανώμαλη στην Κρήτη; Στρατιωτικός νόμος, φόνοι χριστιανών από Τούρκους και Τούρκων από χριστιανούς, ενωμένους σε μικρές ομάδες με αδελφοποιία. Οι χριστιανοί επιμένουν, όπως ήταν φυσικό, να ισχύσουν τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί το 1878. Γι’ αυτό κάνουν και εκλογές αντιπροσώπων (βουλευτών) κάθε δυο χρόνια. Το 1894 εκλέγεται Αντιπρόσωπος της επαρχίας Αμαρίου ο Γενεράλης. Κανένα όφελος όμως, αφού ο Τούρκος πασάς δεν συγκαλεί τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτή η ανώμαλη κατάσταση χειροτερεύεται κάθε χρόνο. Ο Γενεράλης, όπως και πλήθος Κρητικών, φεύγει ο ίδιος δήθεν για τη Σμύρνη (για να διδάξει στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή), αλλά κατευθύνεται στην Αθήνα και από τον Σεπτέμβριο 1897-Νοέμβριο 1898 υπηρετεί ως διευθυντής στο Γ’ Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο) Πλάκας-Αθήνας.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από μελέτη Χάρη Στρατιδάκη
Με αφορμή την κυκλοφορία της «Αυτοβιογραφίας» του Γενεράλη σε σχετικό του δημοσίευμα ο κ. Χάρης Στρατιδάκης σημειώνει μεταξύ άλλων:
Το Ρέθυμνο έχει να αναφερθεί συντεταγμένα στο εκλεκτό τέκνο του από το έτος 1931, όταν είχε δώσει μια ιστορική διάλεξη με θέμα «Η παιδεία εν τω τμήματι Ρεθύμνης επί Τουρκοκρατίας». Ας μου επιτραπεί εδώ να σημειώσω το όνομα του προσκαλέσαντος για τη διάλεξη: δεν ήταν άλλος από τον Μάνο Τσάκωνα, έναν ευπατρίδη του Ρεθύμνου και πολιτικό αντίπαλο του Εμμανουήλ Γενεράλη, σε μια εποχή, -την τελευταία πρωθυπουργία του Εθνάρχη-, που τα πολιτικά πάθη ήταν ιδιαίτερα οξυμένα. Θεωρώ ότι και μόνο το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή τιμήθηκε με πρόταση ενός άσπονδου κατά τα άλλα πολιτικού εχθρού, αποτυπώνει το ήθος της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Η ιστορική εκείνη διάλεξη δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Βήμα» Ρεθύμνου και είχα την τιμή να την αναδημοσιεύσω με διορθώσεις και σχόλια στο βιβλίο «Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο κατά τον 19ο αιώνα».
Απολαμβάνοντας τις εργασίες αυτές στις οποίες αξίζει να προστεθεί μια ακόμα του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, αξιολογούμε και θαυμάζουμε το πνευματικό ανάστημα του Εμμανουήλ Γενεράλη, του οποίου γνωρίζουμε μόνο την οδό που του έχει αφιερωθεί κι ας ήταν από τους στυλοβάτες της πνευματικής ζωής του τόπου μας.