του
ΒΑΣ. ΛΑΟΥΡΔΑ
Στο αμερικανικό κοινό ο Παντελής Πρεβελάκης έγινε γνωστός μόλις τώρα τελευταία, με το βιβλίο του Kazantzakis and his Odyssey (Simon and Schuster, 1961). Το δοκίμιο αυτό με τη λεπτομερή ανάλυση της Οδύσσειας και την πυκνή έκθεση των ιδεολογικών ρευμάτων που διαμόρφωσαν την πνευματικά προσωπικότητα του Καζαντζάκη είναι υπόδειγμα φιλολογικής εργασίας και θα μπορούσε άνετα να ενταχθεί ανάμεσα στα καλύτερα δοκίμια που έχουν δημοσιευθεί στα αγγλικά για θέμα παρμένο από την ιστορία της λογοτεχνίας. Ο προσεχτικός όμως αναγνώστης μπορεί να δει στο βιβλίο αυτό πέρα από ον εξαίρεται ερμηνευτή ενός λογοτεχνικού κειμένου μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική και καλλιτεχνική προσωπικότητα, ικανή να παρακολουθήσει τον Καζαντζάκη σε όλες του τις φάσεις της απιστίας του και να αντιτάξει στην απιστία αυτή τη δική του πίστη, κερδισμένη μέσα από βαθειά προσωπική αγωνία και από στοχαστική θέα του κόσμου.
Το ιδεολογικό φόντο του δοκιμίου για όταν Καζαντζάκη και το έπος του ο αναγνώστης μπορεί να το δει να σχηματίζεται βαθμιαία μέσα σε ολόκληρο το έργο του Πρεβελάκη, που έχει μια εκπληκτική, για τη σημερινή λογοτεχνία, εσωτερική ανέλιξη.
Το βασικό αυτό γνώρισμά του έργου μαζί με το δικό του credo που αναπτύσσεται προοδευτικά από βιβλίο σε βιβλίο του, αποτελούν και τα δύο τα δύο στοιχεία που έχουν κάνει ήδη τον Πρεβελάκη να είναι ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες στη σημερινή Ελλάδα, και μάλιστα να είναι ένα ωραίο πνευματικό δημιούργημα του νεοελληνικού πολιτισμού. Για όσους εχουν ενδιαφερθεί για τη ιστορία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής λογοτεχνίας από τον Όμηρο έως την εποχή μας, η μελέτη του έργου του Πρεβελάκη έχει ξεχωριστή γοητεία. Παλιές και λησμονημένες έννοιες από τη κλασσική ελληνική λογοτεχνία ξαναπαρουσιάζονται εδώ , μέσα από τα προβλήματα και τις αγωνίες της εποχής μας, και η ελληνική γλώσσα στην όποια είχαν εκφραστεί οι αρχαίοι κλασσικοί , συνεχίζει στο έργο του Πρεβελάκη τη ζωή της, ως μια καινούρια , αλλά και μαζί τόσο παλιά γλώσσα.
Μορφικά αλλά και χρονολογικά το έργο του Πρεβελάκη χωρίζεται σε τρεις σαφείς στην ιδιομορφία τους περιόδους. Η πρώτη είναι η λυρική , η δεύτερη η επική και η τρίτη η τραγική. Τα πρώτα – πρώτα δημοσιεύματα ου Πρεβελάκη που είναι σήμερα 53 χρόνων υπήρξαν τρεις ποιητικές συλλογές, οι «Στρατιώτες» (1928), «Η γυμνή ποίηση «(1939) και «Η πιο γυμνή Ποίηση» (1941). Στο πρώτο από τα έργα αυτά που κρύβει εν σπέρματι πολλά απ’ όσα αργότερα πραγματοποίησε ο συγγραφέας στα μεγάλα του έργα, ο αναγνώστης ξεχωρίζει αμέσως δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά όλης της ύλης της δημιουργίας του, από τη μια μέρα την απέραντη λατρεία του για ο,τι είναι καλύτερα και πληρέστερα ελληνικό, και από την άλλη την αγωνία για τα προβλήματα της εποχής μας.
Η δεύτερη συλλογή , «Η Γυμνή Ποίηση» , εκφράζει την αντίθεση που δημιουργείται μέσα στην ψυχή του νεαρού κρητικού από τα βιώματα του στο νησί του και από όσα έζησε, διάβασε και είδε όταν έφυγε από κει για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Σε κανένα ίσως άλλον από τους συγγραφείς της εποχής μας τα παιδικά χρόνια δεν απέδειξαν τη νομοθετική και ανθρωποπλαστική δύναμη που έχουν για τον Πρεβελάκη . η αρχαϊκή, ασοφίστευτη και περιγεγραμένη κοινωνία της Κρήτης ήταν βεβαία ένα παράγων αυτός καθεαυτό σημαντικός. Αλλά δεν ήταν λιγότερο σημαντική η δύναμή του νέου ποιητή να ιδεί μέσα στην καθημερινή ζωή της Κρήτης, μορφές και αξίες που θα τον συνοδεύουν σε όλη τη ζωή του και που α ωριμάζουνε μαζί με το δικό του εσωτερικό ωρίμασμα.
Στο μακρύ ποίημα «Το Αναστάσιμο Όνειρο» της συλλογής « Η γυμνή Ποίηση» ο Πρεβελάκης μιλάει για την ευδαιμονία που του έδινε η αποκάλυψη των νόμων της φύσεως , που μέσα της άνθισε στα πρώτης χρόνια η ζωή του . ποσό διαφορετικός ήταν ο κόσμος που γνώρισε, όταν έφυγε με τη δίψα της μάθησης στην ξενιτιά το δίδαγμα που έβγαλε από την αν αντίθεση αυτή ήταν ότι αν τα παιδικά βιώματα μπορούσαν να προβληθούμε μέσα από μια ανώτερη πνευματική παιδεία, τότε θα μπορούσαν να ζήσουν ανάμεσα στη αιωνιότητα του πνεύματος .
Το τελευταίο ποιητικό έργο του Πρεβελάκη ήταν «Η πιο Γυμνή Ποίηση» που δόθηκε στη κυκλοφορία όταν είχε αρχίσει πια ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Τα προβλήματα που θα βασανίζανε τον ποιητή στη συλλογή «Η Γυμνή Ποίηση», ξανά γυρίζουν κι εγώ, αλλά πιο πέρα από αυτά , ο αναγνώστης διαβλέπει ότι ο ποιητής αναρωτιέται ποια θα είναι η μοίρα το ατόμου και η μοίρα των ιδεών που συμβολίζει το έθνος του , μέσα στην καταιγίδα που έχει ήδη αρχίσει.
Στα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, μέσα στον κυκεώνα εκείνον των πολιτικοκοινωνικών ιδεών , του μίσους και του αίματος, πολλοί νέοι έλληνες είχαν βρει γαλήνη και παρηγοριά σε ένα βιβλίο που είχε δημοσιεύσει ο Πρεβελάκης το 1938. Το βιβλίο αυτό, «το χρονικό μιας πολιτείας», που γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις και μεταφράστηκε ήδη γαλλικά με ένα ωραίο πρόλογο του Andre Chamson, είναι εξιδανικευμένη έκφραση του Ρεθέμνου, της μικρής πολιτείας στη οποία πέρασε τα πρώτα του χρόνια ο Πρεβελάκης. Από μια άποψη , με το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να συγκριθεί το έργο του Ιβο Αντριτς «το χρονικό του Τραβνικ», αλλα η διαφορά είναι αισθητή. Ο Αντριτς χαίρεται τη γραφικότητα που είχε η ζωή στη γενέτειρά του ενώ ο Πρεβελάκης, πέρα από τη γραφικότητα, που τη χαίρεται και την αποδίδει όχι λιγότερο άξια, συνθέτει τα επί μέρους στοιχεία σε γενικότερες κατηγορίες και φιλοσοφεί επάνω στη ζωή και στο θάνατο των πολιτειών. Η απλή και αρχαϊκή κοινωνία του Ρεθύμνου προβάλλεται ως ιδανική πολιτεία μέσα στην οποία πλάθονται ελεύθεροι άνθρωποι ικανοί να θρυνίσουνε τη ζωή τους με προσωπική ευθύνη παντού όμως, σε όσα λέει ο Πρεβελάκης, ο αναγνώστης διαισθάνεται ένα τόπο μελαγχολίας και πικρίας γιατί η υποδειγματική αυτή πολιτεία μια μέρα, αναπόφευκτα θα τελειώσει τη ζωή της στη γενική τάση της δημιουργία βιομηχανικών μεγαλουπόλεων.
Με το χρονικό
«Το Χρονικό μιας Πολιτείας» είναι η πρώτη έξοδος του συγγραφέα από το χάος όπου θα μπορούσε να τον οδηγήσει ο υποκειμενισμός ποιητών του. Ο στερεός κόσμος που αποκαλύφθηκε με το «χρονικό» περιγράφεται και ερμηνεύεται βαθύτερα σε δύο αλλά βιβλία του Πρεβελάκη, στην «Παντέρμη Κρήτη» και στην τριλογία του «Κρητικού». Και τα δύο αυτά λογοτεχνικά έργα αναφέρονται στους δραματικούς αγώνες των Κρητικών κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αι. , εναντίων των Τούρκων, όπου είχαν υποδουλώσει το νησί από το 1669. Η «Παντέρμη Κρήτη» είναι ειδικότερα αφήγημα της Επαναστάσεως του 1866 και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον πρόλογο στον «Κρητικό». Ο Πρεβελάκης δεν γράφει βέβαια ιστορία . Μένοντας πιστός στα ιστορικά δεδομένα , που τα εγνώριζε από την ελληνική παράδοση της οικογένειάς του από συστατική πολύχρονη μελέτη, προχωρεί πέρα από αυτά και συνθέτει μια θαυμαστή εικόνα ενός λαού που έχει πλαστή από αιώνες μέσα σε μια αδιάφθορη συνοχή φύσης και ιστορίας.
Δύσκολα βρίσκει κανείς σε άλλο συγγραφέα της εποχής μας τέτοια υπέροχη εικόνα ενός συνολικού λαού. Ο Κεντρικός ήρωας αναπτύσσεται και μορφώνεται μέσα στην φύση του νησιού του, με τα διδάγματα ενός λαϊκού πολιτισμού,που έχει τις ρίζες στην αρχαία ιστορία της Κρήτης και στη διδασκαλία του Χριστού , που και ολοκληρώνεται σε άνθρωπο με τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον του δυνάστη.
Με τα στοιχεία αυτά έχουν πλαστεί και οι άλλοι κάτοικοι του νησιού.
Ο κεντρικός ήρωας ξεχωρίζει από τους συμπατριώτες του , γιατί μέσα από τον αγώνα για την ελευθερία της γης του, φθάνει βαθμιαία στη βίωση από τη μια μεριά του νοήματος του οποίου φορέας είναι η πατρίδα του , και από την άλλη του νοήματος του νοήματος της ελευθερίας ως ηθικής δυνάμεως μέσα στα άτομα και στην πολιτεία. Γιαυτό και η ελευθερία της πατρίδα του τότε μόνο θα κατακτηθεί πραγματικά. Όταν εκείνος (ο ήρωας του μυθιστορήματος) γίνει οδηγός για την δημιουργία της εδώδους ολιστείας, μέσα στην οποία ο λαό θα οδηγηθεί σε υψηλότερες από την αυτόχθονα λαϊκό ανθρωπισμό του πολιτιστικές μορφές. Αλλά μέσα στους αγώνες για την ιδεώδη πολιτεία παλεύουνε όχι μόνο ιδέες πολιτικές, αλλά και χαρακτήρες. Έτσι στο τέλος η επική αύτη αφήγηση, μέσα στην όποια περιγράφονται πλήθος από τοπία , από πρόσωπα και επεισόδια, οδηγεί στη τραγωδία, στη μοναξιά του ελεύθερου ατόμου που γυρεύει να ακούσει μέσα από την ατομική του συνείδηση αυτό που πρέπει να πράξει.
Η σύνοψη αυτή των τριών τόμων του «Κρητικού» είναι βέβαια πολύ βραχεία, είναι όμως αρκετή για να δει κανείς πως ο αντιπροσωπευτικός λογοτέχνης της σημερινής Ελλάδος αντιμετωπίζει το καίριο πρόβλημα του ήθους που πρέπει να έχει ένα λαϊκό σύνολο για να μπορεί να είναι έθνος στην ενδεχόμενη παρατήρηση, ότι έχει εξιδανικεύσει τον λαό του, ο Πρεβελάκης πιστεύω ότι θα απαντούσε πως άξιος λογοτέχνης δεν είναι εκείνος που χάνεται μέσα στα φαινόμενα και στις τυχαιόητες της καθημερινής ζωής, αλλά αυτό που μπορεί να δει και να συλλάβει τα σταθερά, αιώνια στοιχεία που προσδιορίζουν και δίνουν νόημα σε όλα τα καθημερινά. Για το σύγχρονο αυτόν Έλληνα Λογοτέχνη θα μπορούσε να ισχύσει η ίδια απάντηση που δίνουν οι μελετητές της αρχαίας τέχνης που παρατηρούνε οτι δεν είναι δυνατόν οι αρχαίοι Ελληνες να ήταν τόσο όμορφοι και τέλειοι όσο τους δείχνουν τα αγάλματά τους. Μπορεί να μην ν ήταν έτσι στην καθημερινή τους ζωή οι αρχαίοι Ελληνες. Ετσι όμως ήθελαν και έτσι επιζητούσαν να είναι. Την απάντηση την είχε διατυπώσει ήδη επιγραμματικά ως κανόνα ο Αριστοτέλης : «ουκ εστιν θνητόν όταν θνητά φρονείν, αλλόσον ενέστιν αθανατίζειν».
Από τα βιβλία του «το Χρονικό μιας Πολιτείας», «Παντέρμη Κρήτη» και «Κρητικός» ο Πρεβελάκης προβάλλεται ως απόστολος ενός αρχαϊκού, αυστηρού, ολοκληρωμένου και ευτυχισμένου ήθους. Αλλά απ’ τον τρίτο τόμο του «Κρητικού» και πέρα, με την είσοδο της συγκρούσεως ελευθέρων προσωπικοτήτων και της από κάθε ελεύθερο άτομο αναζήτησης μέσα στον ίδιο τον εαυτό του εκείνου που είναι σωστό, ανοίγεται ο δρόμος της τραγωδίας.
Δεν είναι όμως πια εδώ ο δρόμος της αρχαίας τραγωδίας. Οντας άνθρωπος του καιρού μας, ο συγγραφέας πονεί τους πόνους της εποχής μας και πάσχει με τα πάθη μας. Το βιβλίο του για τον Καζαντζάκη ειναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παρακολουθήσει τη ζωή και το έργο ενός συγγραφέως που εχει εμπλακεί μέσα σε μια ζούγκλα ιδεών, όπου δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσεις που πρόκειται για γνήσια βιώματα και που πρόκειται για εγκεφαλικές κατασκευές. Οι Κρητικοί των επαναστατικών χρόνων, από μακριά αναστροφή με τη φύση, από την μακραίωνη παράδοση και από τη διδασκαλία της εκκλησίας, εγνώριζαν να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό. Ο ξεριζωμένος όμως από των πατέρων του άνθρωπος της εποχής μας πρέπει να βρει από την αρχή μέσα στη ίδια την ψυχή του , την απάντηση σε κάθε απορία του και πρέπει να σταθεί στην απάντηση αυτή οσοδήποτε και αν του στοιχίζει.
Η αναζήτηση αυτή της αλήθειας στο ίδιο τον εαυτό μας, μέσα από τα αναρίθμητα πλέγματα αισθημάτων και ιδεών που συνθέτουν τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι η αρχή και η βάση της μοντέρνας τραγωδίας.
Αυτός είναι και ο βασικός κόσμος των ιδεών στον οποίο πέρασε ο Πρεβελάκης μετά από τον «Κρητικό».
Δυο χρόνια έπειτα από την έκδοση του τρίτου τόμου του «Κρητικού», ο Πρεβελάκης δημοσίευσε το πρώτο του θεατρικό έργο , τη τραγωδία «Ιερό Σφάγιο», που έχει ως θέμα τις τελευταίες ημέρες και τον θάνατο του Τζουλιάνο Μέδικο, μιας μορφής που είχε απασχολήσει και παλιότερα τον Πρεβελάκη, σε μια σύντομη νουβέλα του δημοσιευμένη το 1939. Η τραγωδία ακολουθεί σχεδόν πιστά τα ιστορικά δεδομένα , αλλά η ερμηνεία της προσωπικότητας του Τζουλιάνο παίρνει εδώ ένα άλλο χαρακτήρα , στις βασικές του γραμμές διαμορφωμένο ήδη από τον τρίτο τόμο του «Κρητικού». Ερμηνεύοντας τον εαυτό του ο ίδιος ο ήρωας του έργου, λέει: «Εχω απορρίψει σαν ρούχο ανώφελο την πίστη, τις δοξασίες και τα είδωλα- όλα τα τυφλοπάνια των δειλών. Και γυρεύω να σκίσω μονάχος μου τα σκότη, να μάθω τι βρίσκεται πίσω από την ταραχή του κόσμου, πιο πίσω από τη ιστορία , ίσαμε την πρώτη Αρχή που έβαλε σε κίνηση τη Μηχανή». Ετσι όμως ο Τζουλιάνο, ο φορέας αυτός της Αναγέννησης, έρχεται σε σύγκρουση με την καθιερωμένης αυθεντίας της Εκκλησίας, και το τίμημα της ύβρεως αυτής, της ύβρεως του ελεύθερου πνεύματος, είναι ο θάνατός του.
Το θέμα της δραματικής μοίρας του ελεύθερου ατόμου ο Πρεβελάκης το ξαναπιάνει και πάλι στη νέα τραγωδία, που δημοσίευσε το 1954, τον «Λάζαρο».
΄Οπως ο Τζουλιάνο αντιμετώπισε την αποκρυσταλλωμένη φιλοσοφία της καθολικής εκκλησίας , έτσι και ο Λάζαρος , όταν γυρίζει πάλι στη ζωή και θέλει να κηρύξει τη διδασκαλία του Χριστού όπως την είδε με τη δική του ψυχή, περνώντας από τη ζωή στο θάνατο και πάλι στη ζωή, βρίσκει αντιμέτωπους τη Ρωμαϊκή εξουσία και την εβραϊκή εκκλησία. Το τίμημα της ύβρεως αυτής, της ύβρεως του ελεύθερου πνεύματος, είναι το ίδιο τίμημα που είχε πληρώσει και ο Τζουλιάνο: ο Θάνατος.
Μια τρίτη τραγωδία , που ο Πρεβελάκης έχει εμπνευσθεί από κάποιες σελίδες τους Dostoievski, αναπτύσσει το ίδιο θέμα της συνειδήσεως που δεν αναγνωρίζει καμία αυθεντία και το προωθεί στις έσχατες συνέπειες του.
Η τραγωδία αυτή, με το τίτλο «τα χέρια του ζωντανού Θεού», διδάχτηκε με επιτυχία στο Βασιλικό θέατρο των Αθηνών στα 1958. ΄Ενας ώριμος άντρας, στρατιωτικός το επάγγελμα, σκοτώνει τη γυναίκα που αγαπά. Τυχαίες περιστάσεις τον προφυλάσσουν από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Και επειδή η συνείδησή του δεν αναγνωρίζει κανένα έθιμο ή ανθρώπινο νόμο, το έγκλημα για κάμποσα χρόνια δεν τον βασανίζει καθόλου. Αλλά το αθώο αίμα κατασταλάζει σιγά, σιγά ίσαμε το βάθος της συνείδησής του και ο ήρωας πέφτει στα χέρια του «ζωντανού Θεού». Μη έχοντας άλλη οδό σωτηρίας , εξομολογείται το έγκλημά του σ’ ένα νεαρό αξιωματικό που του προσέφερε παράδειγμα ηθικής τελειώσεως με το να αρνηθεί να σκοτώσει τον αντίπαλό του σε μια υποχρεωτική μονομαχία. Ο νεαρός αυτός αξιωματικός ονειδίζεται δημόσια και καθαιρείται από τον βαθμό του.
Το μαρτύριο του νεαρού αξιωματικού αποκαλύπτει στον αλύτρωτο εγκληματία το δρόμο του εξιλιασμού: λύτρωση δια του μαρτυρίου.
Ο εγκληματίας αποκαλύπτει το μυστικό του στον νεαρό αξιωματικό, αλλα η ψυχή του τώρα ου μια αγνή συνείδηση γίνεται κοινός της αγωνίας του, σκοτεινιάζει περισσότερο, και καταλήγει να σκοτώσει τον ακούσιο εξομολογητή του. Αλλά όταν η στρατιωτική εξουσία, που αγνοεί τα εγκλήματά του, τον προάγει στην κορυφή της ιεραρχίας, η συνείδησή του αφυπνίζεται και αποκαλύπτει τις αμαρτίες του. Ο ηθικό νόμος τελικά υπερίσχυσε.
Οι τρεις αυτές τραγωδίες αποτελούν ουσιαστικά μια τριλογία, γιατι το πρόβλημα ανάμεσα από διαφορετικά πρόσωπα, από διαφορετικές εποχές και από διαφορετικούς δρόμους, είναι πάντα το ίδιο, η μοίρα της ελεύθερης προσωπικότητας και το νόημα του ηθικού νόμου στη ζωή μας.
Ο Τζουλιάνο και ο Λάζαρος καταστρέφονται μέσα στην ελευθερία τους αλλά ο θάνατος του οδηγεί στην αθανασία του πνεύματος . η εκμηδένιση , εξ ‘αλλου, του Μιχαήλ, του κυρίου ήρωα στο δράμα «τα χέρια του ζωντανού Θεού», σημαίνει το θρίαμβο του ηθικού νόμου, όχι όπως επιβάλλεται από την κοσμική εξουσία αλλά όπως ανακύπτει στην τυραννισμένη από την ενοχή της συνείδηση.
Η σχηματική αυτή περιγραφή των ιδεών που προβάλλει ο Πρεβελάκης στις τρεις τραγωδίες του δεν αποδεικνύει βέβαια την καλλιτεχνική αξία τους. Από την άποψη τούτη δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Πρεβελάκης πρώτη φορά ξαναφέρει την νεοελληνική θεατρική τέχνη στις μεγάλες παραδόσεις της και δίκαια έχει χαρακτηρισθεί ως ο πρώτος γνήσιος θεατρικός συγγραφεύς της νεωτέρας Ελλάδος.
Οι χαρακτήρες των έργων του , οι δραματικές συγκρούσεις και το βαθμιαίο ωρίμασμα του δραματικού μύθου αποκαλύπτουν ένα μεγάλο τεχνίτη, που έχει γυμνάσει το ταλέντο που του έχει χαρίσει ο Θεός επάνω στα μεγάλα πρότυπα της δραματουργίας.
Όταν τα έργα αυτά γίνουν ευρύτερα γνωστά, ένα καινούριο ρίγος θα έχει προστεθεί στο θέατρο της εποχής μας.
Πριν από τρια χρόνια ο Πρεβελάκης , ξαναγυρίζοντας στην πεζογραφία, δημοσίευσε ένα ακόμη μυθιστόρημα. «Ο ήλιος του Θανάτου», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύονται στο τεύχος αυτού του περιοδικού. Ο ίδιος θα το ήθελε, νομίζω ως ανάπαυλα από τη θεώρηση της μοίρας των ελεύθερων ατόμων και ως επιστροφή στο γαλήνιο χώρο της πατρικής του γης, στους βαθιορριζωμένους χωρικούς της Κρήτης, που γνωρίζουν να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό και ζούνε κάτω από το φως του θεού. Αλλα το μυθιστόρημα αυτό θα τολμούσα να το ερμηνεύσω ως προβολή των ίδιων προβλημάτων της τραγικής τριλογίας μέσα στον στέρεο χώρο μια οργανωμένης και βαθιορριζώμενης κοινωνίας ο ήρωας του μυθιστορήματος αυτού μιλάει σε πρώτο πρόσωπο – και είναι από την άποψη τούτη όχι ο ήρωας ενός έπους, αλλά ο ήρωας μιας τραγωδίας. Το θέμα τούτη τη φορά είναι ο θάνατος. Το ίδιο θέμα είχε ήδη προβληθεί και στα άλλα έργα του συγγραφέα, αλλά τούτη τη φορά η σκιά του θανάτου αίρεται αποκαλυπτικά. Οι Κρητικοί που πέφτανε στον πόλεμο, πεθαίνανε γιατι θέλανε να ζήσουνε μεσα σε ελεύθερη πολιτεία.
Ποτέ όμως για τους Κρητικούς ή για όποιους άλλους νεκρούς των πολέμων πραγματοποιήθηκε σ’αυτήν εδώ τη γη η ελεύθερη ιδανική πολιτεία: Ο Τζουλιάνο και ο Λάζαρος πέθαναν διεκδικώντας την ελευθερία της συνείδησής τους. Και ο Μιχαήλ του έργου «τα χέρια του ζωντανού Θεού», πεθαίνει υπακούοντας στον ηθικό νόμο που ανακαλύπτει βαθμιαία η συνείδησή του. Ολοι αυτοί οι θάνατοι είναι θρίαμβος της ζωής, αλλά για πρώτη φορά τώρα στον «Ηλιο του θανάτου» υποδηλώνεται η κατάλυση του θανάτο. Την αποκάλυψη την ακουει ο ήρωας του έργου από τον σοφό δάσκαλό του, καθώς περπατάνε και συζητούνε ήρεμα ένα δειλινό.
«κάποτε είδα παιδιά να παίζουν ξένοιαστα τριγύρω μου. Αν κανένα από αυτά, συλλογίστηκα, μπορούσε να στήσει εδώ μπροστά μου ένα άγαλμα, θα έκρυβε την κεφαλή της Μέδουσας.
- Μα η κεφαλή θ’ απόμενε εκει, ωστόσο.
- Ε αυτό είναι το μόνο που δύνεται ο άνθρωπος! Να κρύψει την κεφαλή της Μέδουσας μ’ ένα Αγαλμα.
- Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα καλά.
- Μη σε νοιάζει . Κάτι θα σου λάχει και σένα που θα σε φωτίσει»
- Αν εννοήσουμε την κεφαλή της Μέδουσας ως τη μοίρα των θνητών και το άγαλμα ως το έργο της τέχνης, μπορούμε να ιδούμε το συμπέρασμα στο οποίο οδηγεί η φιλοσοφία του συγγραφέως: η κατάλυση του θανάτου μόνη δυνατή στον άνθρωπο, είναι η πνευματική δημιουργία.
Ο Παντελής Πρεβελάκης αποτελεί μια από τις πιο εκλεκτές λογοτεχνικές προσωπικότητες που έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη Ελλάς.
Νεότερος όπως είναι, δεν έγινε ακόμη δυνατόν να γνωσθεί ευρύτερα στο εξωτερικό, όπως έγινε ο συμπατριώτης, φίλος του και στα πρώτα χρόνια του πνευματικός του οδηγός Νίκος Καζαντζάκης. Στην Ελλάδα όμως είχε ήδη επιβληθεί από τα πρώτα κι όλας δημοσιεύματά του. Παλαιότερα είχε και ευρεία προβολή στη δημόσια ζωή της χώρας, όταν, μολονότι νεώτατος, διηύθυνε τη Διεύθυνση των Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας.
Τώρα όμως έχει αποσυρθεί από κάθε δημόσια δράση και εκτός από τα μαθήματά του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου διδάσκει την Ιστορία της Τέχνης, δεν έχει καμία άλλη δημόσια δράση. Ζει μόνος του σε ένα απέριττο σπίτι κάτω από την Ακρόπολη και εκτός από ελάχιστους φίλους, τους, τους οποίους βλέπει , είναι ουσιαστικά απρόσιτος σε όλους τους άλλους. Στο γραφείο του, παρατήρησε πολύ σωστά ένας από τους λίγους που τον βλέπουν, πρέπει να μπαίνει κανείς όπως μπαίνει σε μια εκκλησία. Για τους σημερινούς Έλληνες το έργο του, που είναι θησαυρός βγαλμένος από μια μακραίωνη ιστορία του έθνους, είναι ελπίδα και παρηγοριά. Ελπίδα όμως και παρηγοριά και γενικότερα, για τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής μας, η πύρινη πνευματική δημιουργία του, που από τη μια μεριά σκάβει ως τα μύχια των προβλημάτων της εποχής μας και από την άλλη προβάλλει ένα ιδεώδες ζωής που αν χαθεί από τα μάτια μας πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αντικατασταθεί με άλλο.
ΚΡΗΤΗ (Επιθεώρηση ΕΤΕ 1964)