Κάθε φορά που η ιστορική μνήμη πλησιάζει αλλοτινές πασχαλιές δεν μπορεί να μη δακρύσει συναντώντας μια τραγωδία που γράφτηκε βραδιά Ανάστασης στο Βιζάρι Αμαρίου , έναν ευλογημένο τόπο που απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο
Αυτό το χωριό σε κερδίζει από την πρώτη ματιά Η πανέμορφη φύση στη μέση του Ασωμαθιανού Κάμπου , σε σαγηνεύει μέσα στην υπέροχη απλότητά της
Όσο για τα κτίσματα που σεβάστηκε ο χρόνος και κυρίως οι κάτοικοι με την φημισμένη αρχοντιά αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής τη Ενετικής περιόδου όπως το palazzo dei Saonazzi ενώ η πληθώρα των βυζαντινών εκκλησιών φανερώνει την βαθειά ευσέβεια των κατοίκων
Για το Βυζάρι ακούσαμε και μάθαμε πολλά από τον εκλεκτό συμπολίτη μας κ. Λεωνίδα Καούνη Κι ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τη γενέτειρα του μεγάλου μας λαογραφου Παύλου Βλαστού
Έτσι όπως περιδιαβαίνεις τα γραφικά δρομάκια , σε περίοπτη θέση σε καλωσορίζει η προτομή του ήρωα που έγινε αφορμή για το ματωμένο αυτό χρονικό που θα ιστορήσουμε , η προτομή του Δράκου Ανυφαντή
Με τη μεγάλη αυτή μορφή ασχολήθηκε ιδιαίτερα η σπουδαία μας λαογράφος Ειρήνη Ταχατάκη Και με τα στοιχεία που παραθέτει σε δημοσίευμά της στην «Πατρίδα» Ηρακλείου συμπληρώνει δική μας ταπεινή αναφορά στο βιβλίο « Ρεθεμνιώτες Ήρωες στην επανάσταση του 1821». Αναφορά που προέκυψε μετά από έρευνα καθώς είχαμε εντυπωσιαστεί από όσα μας είχε πει σε τυχαία μας συνάντηση ο καλός φίλος κ. Νίκος Σιλιγάρδος
Σύμφωνα με τη σπουδαία ιστορική μελέτη, της κ, Ταχατάκη , τη μνήμη και τα ηρωικά κατορθώματα του Ανυφαντή Βυζαριανού διέσωσε ο Μιχ. Λέκκας ή Λεκκομιχελής από το Φουρφουρά, που πέθανε στη Μαθουσάλειο ηλικία των 127 ετών.
Ο ήρωας δεν ανεχόταν τις βδελυρότητες των Αμπαδιωτών Τούρκων που σκότωναν ακόμα και αλλόθρησκους και μέλη της οικογένειάς τους.Για την ιστορία αξίζει να σημειώσουμε ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερη κατηγορία εξαιρετικά αιμοβόρων Τουρκοκρητών της υπαίθρου Κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Αμαρίου, νοτιοανατολικά της Ίδης. Η πλειοψηφία των Τουρκοκρητών ήταν ιδιαίτερα βίαιη και καταβασάνιζε ακατάπαυστα τους Ορθοδόξους. Αρχές του 19ου αιώνα (1812) και μετά από διαμαρτυρίες δεκαετιών του χριστιανικού στοιχείου αλλά και των Οθωμανών πασάδων που υπηρετούσαν στην Κρήτη, εδέησε η Πύλη και έστειλε τον κουρδικής καταγωγής χατζή Οσμάν Πασά με διαταγή να εξολοθρεύσει τους ανυπότακτους γενιτσάρους, πράγμα που σε αρκετά μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Οι Τουρκοκρητικοι του έδωσαν το παρατσούκλι «Παπαγιάννης» θεωρώντας τον Κρυπτοχριστιανό, οι δεν Κρητικοί τον ονόμασαν «Πνίγαρη» αφού οι εκτελέσεις γινόταν δι’ απαγχονισμού.
Αυτούς τους αιμοσταγείς τουρκοκρητικούς δεν άντεχε ο Ανυφαντής Κι αφού δεν γινόταν από τις συνθήκες να τους αντιμετωπίσει διαφορετικά εκπατρίστηκε στη Γαλλία τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βυζάρι με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βυζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί.
Όρκος βαρύς πάνω στα ερείπια
Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.
Έτσι άρχισε η τραγωδία
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
«Φύγετε να σώσετε τις οικογένειές σας»
Ξαφνικά και ενώ εψάλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε.;».
Ξερρίζωσαν την καρδιά του
Όλοι τότε όρμησαν έξω ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Ο Λεκκομιχελής λοιπόν διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού».
Με αυτά τα στοιχεία η κυρία Ταχατάκη συμπληρώνει τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα που αποτελεί καύχημα του Βυζαρίου και οι συγχωριανοί του τον τιμούν ιδιαίτερα όπως του αξίζει