Γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1926 στη Λαμπινή. Ήταν ο έκτος στη σειρά από επτά αδέλφια μιας οικογένειας που είχε έμβλημα πάντα τις παραδόσεις του τόπου μας.
Όπως συνέβαινε σε κάθε σπίτι εκείνα τα πέτρινα χρόνια κάθε παιδί έπρεπε να προσφέρει προσωπική εργασία για να βγουν πέρα οι δουλειές για να υπάρχει ψωμί στο τραπέζι.
Αγαπούσε τη γνώση και ο πρωτοξάδελφός του Κώστας Απανωμεριτάκης ο δάσκαλος και μεγάλος ποιητής τον προετοίμασε κατάλληλα κι έτσι πέρασε το κατώφλι του Γυμνασίου. Δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Ο πόλεμος τον υποχρέωσε να γυρίσει στο χωριό.
Στις 20 του Μάη 1941 πήρε την απόφαση με τον επιστήθιο φίλο του Μιχάλη Γ. Σηφάκη να κατεβούνε στη μάχη. Εκείνος με ένα τούρκικο Μαρτίνι με 50 σφαίρες και φίλος του με ένα κοντό γκρανάκι με 30 σφαίρες. Κι ήρθε η Αντίσταση του λαού μας για να δείξει τα θερμά του πατριωτικά αισθήματα.
Έπαιρνε μέρος σε επικίνδυνες αποστολές χωρίς να δειλιάσει. Κάποτε τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Δεν κατάφεραν όμως να του αποσπάσουν ούτε λέξη.
Εκεί που πόνεσε αφόρητα ήταν στον Εμφύλιο. Υπηρετούσε στη Χωροφυλακή και δεν άντεχε να βλέπει τον αδελφικό αλληλοσπαραγμό. Τραγικές οι περιγραφές που κάνει στις σελίδες του βιβλίου του.
Από τη Χωροφυλακή απολύθηκε τα Χριστούγεννα του 1949 μόλις είχε τελειώσει ο Εθνοκτόνος πόλεμος. Ως τραυματίας, βάσει του νόμου 1836/51 διορίστηκε αγροτικός διανομέας στο Σπήλι. Έπρεπε να εξυπηρετήσει 16 χωριά με τα πόδια ή με άλογο. Τι πέρασε και τότε. Πάλευε με τα στοιχεία της φύσης. Αλλά τον παρηγορούσε το βλέμμα εκείνων που έπαιρναν το γράμμα τους. Η ευγνωμοσύνη που ακτινοβολούσε στο λόγο και στην ευχαριστία τους. Ένοιωθε ευτυχισμένος γιατί γεφύρωνε αποστάσεις με την υψηλή αποστολή του που ένοιωθε πάντα σαν λειτούργημα. Μετά από 9 χρόνια μετατάχθηκε ως αστικός διανομέας και ήρθε στο Ρέθυμνο. Η ζωή του έκτοτε άρχισε να καλυτερεύει, παρά το γεγονός ότι ελάχιστοι διανομείς έπρεπε να καλύπτουν όλη την πόλη.
Ένας επιτυχημένος γάμος
Ο γάμος του με μια αρχοντοπούλα τη Μαρία Κουνδουράκη ήταν η καλή του μοίρα. Δημιούργησε μια εξαιρετική οικογένεια με παιδιά που τον τίμησαν με την πρόοδό τους και δικαίωσαν τον κόπο του να τα αποκαταστήσει με τον καλύτερο τρόπο.
Απέκτησε πέντε παιδιά. Την Ελένη, την Αναστασία, τη Σμαράγδη, την Ειρήνη και τον Νικόλαο.
Αυτά του χάρισαν 14 εγγόνια και τρία δισέγγονα.
Και συνδικαλιστής
Σαν ενεργός πολίτης δεν μπορούσε να μην ασχοληθεί με το συνδικαλισμό.
Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Ταχυδρομικών Υπαλλήλων του νομού, λαμβάνοντας μέρος σε πολλά συνέδρια και εντεταλμένο μέλος στην Πανελλήνια Ομοσπονδία που εδρεύει στην Αθήνα.
Επίσης διετέλεσε μέλος στο Δ.Σ. του συλλόγου Πολυτέκνων με πρόεδρο τον καθηγητή Δαφέρμο, αντιπρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της ενορίας Μασταμπά από την αρχή μέχρι την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Γραμματέας στον Μουσικοχορευτικό Σύλλογο «Σταυραετοί Κρήτης» μέλος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας. Ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του ενεργό μέλος του Συλλόγου Οπλιτών και Αξιωματικών Χωροφυλακής, του Συλλόγου Συνταξιούχων ΕΛΤΑ και των πολιτικών συνταξιούχων, ενώ διέπρεψε και στον αθλητισμό. Σε πανελλήνιους αγώνες βάδην του 1997 έλαβε και μετάλλιο.
Οι διακρίσεις του όμως ήταν πολλές περισσότερες, όπως έβλεπες στους τοίχους του σπιτιού του. Παράσημο της Εθνικής Αντίστασης, Μετάλλιο ανδραγαθίας για τη Μάχη της Κρήτης και το μετάλλιο επ’ ανδραγαθία της Χωρφυλακής που έλαβε το 1946.
Ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης ήταν και ο τελευταίος των προξενητάδων. Το ρεκόρ του μάλιστα να κάνει ευτυχισμένα πάνω από 200 ζευγάρια έγινε και θέμα στην εφημερίδα «Έθνος» των Αθηνών το 1993 από τη Μαρία Γύπαρη. Όλα αφιλοκερδώς φυσικά με βασική επιθυμία να ζήσουν κι άλλοι όπως ο ίδιος έναν ευτυχισμένο γάμο.
Ένας αφοσιωμένος φίλος
Οι φιλίες του, καθώς ήταν τόσο κοινωνικός, κρατούσαν χρόνια. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει όμως στη φιλία του με έναν Αυστριακό που γεννήθηκε κάτω από τραγικές συνθήκες.
Ο Αυστριακός είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από τους αντάρτες και ο Δημήτρης είχε πάρει εντολή να τον εκτελέσει. Εκείνος όμως δεν το άντεξε. Και τον άφησε να φύγει.
Μετά από πολλά χρόνια ο Αυστριακός ήρθε στην Κρήτη και αναζήτησε τον Δημήτρη. Η συνάντησή τους έγινε κάτω από εξαιρετικά φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα.
Έτσι διατηρήθηκε αυτή η φιλία με τον Michael Wieser που ερχόταν για πολλά χρόνια οικογενειακώς και περνούσαν αξέχαστες στιγμές αναπολώντας το παρελθόν και απολαμβάνοντας το παρόν.
Ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης ήταν και ευσεβέστατος. Ήταν ο κτήτορας στην ανέγερση του Ιερού Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λαμπινή, ενώ πρόσφερε πάντα τις υπηρεσίες του και στον ενοριακό του ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Μασταμπά. Κάθε χρόνο στη γιορτή των Ισαποστόλων ετοίμαζε γιορτή στο χωριό. Ευκαιρία να σμίξει με φίλους και γνωστούς και να πιούνε μαζί ένα κρασί. Ήταν ο πραγματικός μερακλής που διακρινόταν για τη γενναιοδωρία και την ανοικτή του καρδιά.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του μας έδωσε το απόσταγμα της πολυσήμαντης ζωής του σε ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, με τίτλο «Η πορεία μιας ζωής» τα έσοδα από την πώληση του οποίου διατέθηκαν για φιλανθρωπικό σκοπό.
Στο βιβλίο αυτό εκτός από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του αναφέρθηκε και σε συμπολίτες που διέγραψαν μια φωτεινή πορεία και σ’ αυτόν έλαχε το θλιβερό καθήκον να τους νεκρολογήσει.
Φανατικός συλλέκτης ιστορικών κειμένων
Διατηρούσε ένα υποδειγματικό αρχείο με αποκόμματα εφημερίδων από άρθρα που είχαν ιστορικό ενδιαφέρον ή ανέφεραν κάτι για τον Βενιζέλο που λάτρευε.
Φαινόμενο εργατικότητας μέχρι τα βαθειά του γεράματα ασχολείτο με την αγροτική του περιουσία. Δέντρα, χωράφια, αμπέλια, κήπους, ζώα τα φρόντιζε με συνέπεια και χωρίς να δυσανασχετήσει από τα προβλήματα που του δημιουργούσε το βάρος του χρόνου.
Μελίρρυτος είχε πάντα το κάλεσμα στα χείλη σε φίλους και γνωστούς για έναν καφέ, ένα κρασί. Ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης ήταν γενναιόδωρος, άρχοντας στα έργα και στην συμπεριφορά του.
Μιλήσαμε λίγες μέρες πριν. Είχα πάντα την έγνοια του, γιατί τον ξεχώριζα πάντα για την ευγένεια και την ανθρωπιά του. Έδειχνε καταβεβλημένος από τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Φρόντιζε όμως χάρις και στη στοργή της πολύτιμης κας Μαρίας της αφοσιωμένης συντρόφου του να τα ξεπερνά. Χάρηκε που με άκουσε όπως πάντα και ξεκίνησε να σχολιάζει την αναχώρηση του καλού του γείτονα Γιώργη Εκκεκάκη.
Που να το ήξερε πως δεν θα αργούσε να πάει να τον ανταμώσει.
Αν και είχε κλείσει θεωρητικά τον κύκλο της ζωής του ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης άφησε ένα κενό φεύγοντας. Ήταν μια φωτεινή παρουσία από αυτές που σπάνια συναντάς πια όσο βυθιζόμαστε σε μια δίνη απώλειας ηθικών αξιών και ανάγκης μόνο για αυτοπροβολή και προσωπικό όφελος. Μια τραγική πραγματικότητα που αρχίζουμε να την αποδεχόμαστε πια χωρίς καμιά διάθεση να μιμηθούμε τη στάση ζωής ανθρώπων όπως ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης με κείνο το γλυκύτατο χαμόγελο που νόμιζες πως δεν θα βασιλέψει ποτέ.