ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΗΘΙΝΟΥ
-Μέχρι τα βαθειά του γεράματα αγωνιζόταν να οδηγήσει τους νέους σε ψηλότερες κορφές
Η επικαιρότητα μας φέρνει στην επιφάνεια μεγάλες μορφές που ασχολήθηκαν με τον αθλητισμό και έγραψαν τη δική τους ιστορία. Θα μπορούσαμε να πλουτίσουμε ένα νέο αφιέρωμα με τις προσωπικότητες αυτές. Από κάποιες αφορμές όμως γίνεται η αρχή. Και ο αθλητισμός στον τόπο μας έχει το δικό του κεφάλαιο ενεργού δράσης.
Για τον αθλητισμό στις αρχές του περασμένου αιώνα υπάρχει μια εξαιρετική εργασία του κ. Κωστή Ηλία Παπαδάκη, που αναφέρει μεταξύ άλλων πως το 1894 εμφανίζεται ο αθλητισμός στο Ρέθυμνο, το οποίο είχε την εποχή εκείνη περίπου 8.000 κατοίκους. Οι άνθρωποι, τότε, δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τον αθλητισμό. Οι εποχές ήταν δύσκολες και είχαν θέσει άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους. Ο αθλητισμός δεν αποτελούσε γι’ αυτούς τόσο απαραίτητη ενασχόληση, όπως συμβαίνει σήμερα. Και αυτοί που ασχολούνταν, δεν αθλούνταν μόνο με ένα είδος αθλήματος, αλλά με διαφορετικά είδη. λ.χ. ένας ποδοσφαιριστής ασχολούνταν ταυτόχρονα και με τον στίβο. Τον κυρίαρχο ρόλο στον αθλητισμό είχαν οι άνδρες, σε αντίθεση με το γυναικείο φύλο, που περιοριζόταν στις οικιακές ασχολίες.
Τη χρονιά 1930 ξεχωρίζει το ποδόσφαιρο ως ένα ιδιαίτερο άθλημα, ενώ όλα τ’ άλλα αθλήματα θεωρούνται γενικά ως ένα και αναφέρονται ως «κλασικός αθλητισμός».
Μετά την κατοχή αρχίζουν και οι αγώνες κολύμβησης.
Κάθε χρόνο, στο Γυμναστήριο της πόλης μας που περιγράψαμε παραπάνω, διοργανώνονταν γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών του Ρεθύμνου. Τις γυμναστικές επιδείξεις παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, οι οποίοι συγκεντρώνονταν από νωρίς στον εσωτερικό χώρο του Γυμναστηρίου. Το εναρκτήριο λάκτισμα έδινε η Μαθητική Ορχήστρα Εγχόρδων Οργάνων. Έπειτα, έβγαιναν στον χώρο των επιδείξεων αρχικά οι μαθήτριες των κατωτέρων τάξεων του Παρθεναγωγείου, έπειτα, με τη συνοδεία βιολιών και μαντολίνων έβγαιναν οι κατώτερες τάξεις τού Γυμνασίου, στη συνέχεια οι ανώτερες τάξεις του Παρθεναγωγείου και οι ανώτερες τάξεις τού Γυμνασίου- πλην της τετάρτης- και, στο τέλος, η Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου.
Αυτά αναφέρει η μελέτη του κ. Παπαδάκη που αξίζει να αναζητήσετε στις «Ρεθεμνιώτικες Αναδρομές».
Από τους σημαντικούς που ανέδειξαν το πνεύμα του ωραίου του μεγάλου και του αληθινού στον τόπο μας και ο Μέγας Κρητολόγος Γιώργης Εκκεκάκης.
Εκτός από το πνεύμα ήξερε να καλλιεργεί και την ωραιότητα της ευγενούς άμιλλας.
Ο αξέχαστος συμπολίτης με το γνώριμο ήπιο χαρακτήρα του είχε καταφέρει να αναπτύξει τις ιδιαίτερες ικανότητες μαθητών του και να τους φέρει σε πολύ καλές θέσεις στο στίβο. Επειδή όμως το έργο του στα Κρητολογικά θέματα είναι τεράστιο γι’ αυτό και έχει παραμεριστεί και αυτή η πλευρά δράσης του. Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να την αναπτύξουμε σε βάθος.
Θεωρούμε όμως χρέος μας σήμερα να μιλήσουμε για ένα ακόμα σπουδαίο άνθρωπο που όσα κι αν έχουν γραφτεί γι’ αυτόν δεν αρκούν για να σκιαγραφήσουν την προσωπικότητά του.
Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Δημήτρη Φρυγανάκη γοητεύτηκα από τη γλυκύτητα ενός ανθρώπου, που ήταν γεμάτος αγάπη.
Μάζευε τα απογεύματα τα παιδιά της γειτονιάς και τους μιλούσε για το αθλητικό πνεύμα πριν τα βάλει σε πρόγραμμα άθλησης δικής του επιλογής.
Ήταν σε βαθειά γεράματα αλλά πάντα γεμάτος σφρίγος και δύναμη αποτέλεσμα μιας ζωής ταγμένης στο λαϊκό άθλημα.
Όταν ζήτησα κάτι από τη ζωή του και με άφησε να δω τα δημοσιεύματα που του είχαν αφιερώσει, κατά καιρούς, έμεινα κατάπληκτη. Στη συνέντευξη που μου είχε δώσει και είχε δημοσιευθεί στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» μου είχε προσδιορίσει το στίγμα της ζωής και της φιλοσοφίας του. Όνειρό του ήταν να ανάψει τη φλόγα στους Ολυμπιακούς που είχε κερδίσει η Αθήνα. Αυτά επανέλαβε αργότερα και στον Μανόλη Παντινάκη που έκανε τη ζωή του Δημήτρη Φρυγανάκη βιβλίο.
Και άξιζε τον κόπο, όπως θα κρίνει όποιος ξεφυλλίσει τη ζωή αυτού του υπέροχου ανθρώπου, που είχε τάξει τη ζωή του στον αγώνα του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού.
Στο κύμα της προσφυγιάς
Με πυξίδα το σχετικό δημοσίευμα του γιου του εκλεκτού λόγιου του Ρεθύμνου Γιώργου, που περιέχεται στο βιβλίο του «Η Ρεθεμνιώτικη πένα και οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής» επιχειρούμε μια μικρή αναφορά στη ζωή αυτού του υπέροχου ανθρώπου.
Ο Δημήτρης Φρυγανάκης ήταν κι αυτός ένας από τους ανθρώπους που έκαναν περήφανη την προσφυγιά.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912. Εύπορη η οικογένειά του έκανε τα πρώτα παιδικά του χρόνια να μοιάζουν παραμυθένια. Δεν του έλειπε τίποτα. Κι ήρθε η καταστροφή του 22 να τυλίξει στη φωτιά μια κοιτίδα πολιτισμού.
Σε κείνο το απελπισμένο ανθρωπομάνι προσπαθούσε να βρει δρόμο σωτηρίας και ο μικρός Δημήτρης με τη μητέρα του και μια αδελφή. Έμειναν πίσω πατέρας και τρία μεγαλύτερα αδέλφια, εθνομάρτυρες της μεγάλης Ιδέας.
Στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης πήρε την πρώτη ανάσα γιατί εκεί τον πέταξε αρχικά το κύμα της προσφυγιάς. Εκεί τον βρήκε και το θλιβερό μαντάτο του χαμού ενός μεγάλου Εθνομάρτυρα. Του Σμύρνης Χρυσοστόμου. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και το ποίμνιό του. Και βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τον εξαγριωμένο όχλο. Σύντομα με άλλα ανθρώπινα κουρέλια, γιατί έτσι τα μεταχειρίζονταν οι «σωτήρες» της προσφυγιάς, πήρε και πάλι το μικρό προσφυγόπουλο το δρόμο της αναζήτησης ενός απάνεμου λιμανιού για να συνεχίσει τη ζωή του.
Απόστολος του αθλητικού ιδεώδους
Ο Δημήτρης είχε πνευματικά ενδιαφέροντα αλλά το εκμαγείο που έκρυβε τα δικά του ινδάλματα ήταν στις αρένες όπου η ευγενής άμιλλα δημιουργούσε τους ήρωες που λάτρευε ο παιδόκοσμος. Εκείνα τα χρόνια που μιλάμε, ακόμα κι ο αθλητισμός του δρόμου, της αλάνας, είχε το φιλότιμο και την ευγένεια που σήμερα μάταια αναζητάς ακόμα και στα μεγάλα σαλόνια. Ας είναι.
Ο αθλητισμός ήταν το «περβόλι» που ξεκούραζε τη σκέψη του Δημήτρη και σιγά-σιγά τού απάλυνε τον πόνο από τις ματωμένες μνήμες του μεγάλου διωγμού.
Αν και δεν βρήκε αμέσως συμπορευτές στη στράτα του αθλητικού ιδεώδους δεν πτοήθηκε. Φρόντισε να δημιουργήσει ο ίδιος, διδάσκοντας παράλληλα και τη χαρά του εθελοντισμού.
Στην οδό Ραδαμάνθυος, κοντά στη Μικρή Παναγία δημιούργησε το φυτώριο νέων αθλητών που ο ίδιος προπονούσε.
Κι όταν ο μικρόκοσμος έπεφτε σε πλήξη και μελαγχολία ο Δημήτρης γινόταν ένας εξαιρετικός καραγκιοζοπαίχτης και μέσα από το θέατρο Σκιών έδινε διεξόδους χαράς και κεφιού σε μικρούς και μεγάλους.
Μέσα από τον αθλητισμό που καλλιεργούσε με συνέπεια ο Φρυγανάκης επιδίωκε να δώσει ελπίδα. Ήταν τα χρόνια δύσκολα. Πείνα και κακοπέραση μάστιζαν τους ανθρώπους. Με τις αθλητικές επιδόσεις του ο Μικρασιάτης πρωταθλητής ήθελε να δείξει τη δύναμη που δεν κρύβεται μόνο στο μυϊκό σύστημα.
Αν θυμηθούμε πόσο είχε επιδράσει στον ψυχισμό των νεοελλήνων ο θρίαμβος της Εθνικής μας στην άρση βαρών, πριν από χρόνια, θα καταλάβουμε πόσο ευεργετική ήταν κάθε δημόσια εμφάνιση του Φρυγανάκη που άρχισε να γίνεται θρύλος στη νεολαία και πρότυπο.
Η βιοπάλη δεν τον γονάτιζε ούτε στο στίβο της ζωής. Ο ιδρώτας του έμεινε σε αμέτρητες διανοίξεις και ασφαλτοστρώσεις δρόμων για 35 και παραπάνω χρόνια. Η εργατικότητά του τον έφερε στα καθήκοντα του εργοδηγού αλλά ποτέ δεν έπαψε να δίνει παραδείγματα στους νεότερους φιλοσοφώντας ακόμα και στις ώρες της πιο σκληρής δουλειάς. Είχε τον τρόπο να εμπνέει τους πάντες, γιατί διέθετε κι αυτή την αρετή εκτός από το χάρισμα του αφηγητή που του είχε προσφέρει αμέτρητες χαρές από ένα φανατικό ακροατήριο μικρών και μεγάλων. Ήταν πάντα κοντά στην πολιτιστική ζωή και πρόθυμος να βοηθήσει σε κάθε μεγάλη διοργάνωση εκδηλώσεων κυρίως του Λυκείου των Ελληνίδων.
Ο Δημήτρης Φρυγανάκης ήξερε να απολαμβάνει ακόμα και τη σκληρή δουλειά εμβαθύνοντας πάντα στην ουσία των πραγμάτων και φιλοσοφώντας πάνω στις αξίες της ζωής.
Τελικός προορισμός το Ρέθυμνο
Τελικά βρέθηκε στο Ρέθυμνο κι έζησε τις στιγμές αγωνίας και ντροπής όσο κράτησε η παρέλαση του ντόπιου πληθυσμού για να δει από κοντά το αξιοθέατο, τους πρόσφυγες. Ήταν περίεργο αλήθεια εκείνο το ανθρωπομάνι που περίμενε να πάρει την τύχη του στα χέρια του μακριά από την κατάντια της επαιτείας. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζητήσει φαγητό. Όποιος μεγάλωσε μέσα στην άνεση διαφορετικά αντιδρά στης συμφοράς τη θύελλα από εκείνο που έχει στερηθεί από την κούνια του τα πάντα. Αλλά ακόμα και στη συμφορά δεν γονάτιζε στη μοίρα.
Συγκλονιστικό είναι αυτό που αφηγήθηκε ο Δημήτρης αργότερα για τον γκαζοντενεκέ.
Εκεί λέει που ήταν στην αποβάθρα του Ρεθύμνου μαζί με τους άλλους περιμένοντας να δουν τι θα κάνουν, πάνω που άρχιζε να γονατίζει η ψυχή σηκώθηκε ένα παλικαράκι κι άρχισε να χτυπά ρυθμικά με ένα ξύλο ένα γκαζοντενεκέ. Αμέσως σηκώθηκαν κάποιοι νεαροί κι άρχισαν να χορεύουν στον ρυθμό. Σε λίγο και άλλοι και άλλοι. Γνωστή μέθοδος για να ξεπερνά ο Μικρασιάτης κάθε αρνητικό συναίσθημα. Μόνο με χορό και τραγούδι έμαθε να παλεύει τη μιζέρια της ψυχής και να ξορκίζει την ανθρώπινη αδυναμία που συνηθίζει να «κλαψουρίζει» στην πρώτη δυσκολία.
Ο Δημήτρης Φρυγανάκης, με την ωριμότητα που άρχισε να σκιάζει την παιδικότητά του, έδωσε προτεραιότητα στον αγώνα για μια αξιοπρεπή διαβίωση, ζήτημα τιμής για κάθε Μικρασιάτη και μετά σαν γνήσιο προσφυγόπουλο αναζήτησε χώρο για το δικό του «περβόλι».
Είναι κι αυτό στάση ζωής για τους γνήσιους Ίωνες. Κόντρα σε κάθε μίζερη σκέψη επιδιώκουν να γεμίζουν δημιουργικά τον χρόνο τους, όταν τελειώνει ο κάματος της μέρας και έχει εξασφαλιστεί ο επιούσιος. Θες μουσική, διάβασμα, συγγραφή, άθληση; Ο χρόνος να μην κυλά άδειος από ενδιαφέροντα κι ό,τι να ‘ναι.
Αυτό είναι το περβόλι που κι αν δεν βρει δημιουργεί κάθε Μικρασιάτης γιατί η λέξη «χασομέρης» είναι γι’ αυτόν η χειρότερη βρισιά.
«Θα είμαι κι εγώ εκεί…»
Αυτό που μισούσε ήταν τα όπλα. Θύμωνε αφάνταστα με τους ανθρώπους που ήθελαν να κάνουν επίδειξη δύναμης με τον τρόπο αυτό. Θα πρέπει να ήταν ο πρώτος που εύστοχα επισήμανε πως το γεμάτο όπλο δείχνει άδειο κεφάλι.
Πίστευε στις δυνάμεις κάθε ανθρώπου κυρίως τις ψυχικές. Αυτή τη θεωρία μετέφερε στην καθημερινότητά του τονίζοντας ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για δυσκολίες χωρίς να έχουνε υπολογίσει σωστά τις δικές μας δυνάμεις.
Αξιώθηκε να κάνει παιδιά που ξεχωρίζουν και για την επιστημοσύνη τους και για την ανθρωπιά τους. Καμάρωνε πάντα γι’ αυτά.
Από τη στιγμή που υπάρχει ευτυχώς η έκδοση που αναφέρεται στη ζωή του Δημήτρη Φρυγανάκη αποφεύγουμε λεπτομέρειες.
Θα σταθούμε μόνο στον θριαμβευτικό επίλογο της ζωής του. Όπως το ονειρευόταν αξιώθηκε να πάρει μέρος στην Ολυμπιάδα που έγινε στη χώρα μας.
Ο Θεός δεν θέλησε να του στερήσει αυτή τη χαρά από τη στιγμή που ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον δοξάζει μέσα από τα έργα και τις ημέρες του. Μέσα από τον εθελοντισμό που είχε κάνει τρόπο ζωής και την προσπάθειά του να προωθεί τα αθλητικά ιδεώδη για να βοηθά τους νέους να βρίσκουν το δρόμο τους.
Έφυγε σε βαθειά γεράματα απολαμβάνοντας μέχρι το τέλος τη στοργή και την αγάπη των παιδιών του. Μας άφησε όμως τις αναμνήσεις του στη βιογραφία του.
«Θα είμαι κι εγώ εκεί…», που έγραψε ο Μανόλης Παντινάκης και εξεδόθη το 2003 εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας τον επόμενο χρόνο.
Είχε πει τότε ανάμεσα στα άλλα: «…Στο Ρέθεμνος ήρθαμε το καλοκαίρι του 1924. Φτάσαμε εδώ με τη μάνα μου και την αδερφή μου τη Μαρίτσα, κοπελούδα αυτή, θα ‘ταν στα 16 της. Στρατοπεδεύσαμε με τους άλλους Σμυρνιούς και Μικρασιάτες στο χώρο που είναι σήμερα η Σχολή της Αστυνομίας. Ήταν άλλοτε γυμναστήριο και δεν υπήρχε καταλληλότερος χώρος για να στεγαστούμε. Ήτανε ο Κώστας ο Βουρλάκης, ο Σκευάκης, οι Πανταζήδες, οι Σιμιτζήδες, οι Σκεπετζήδες, οι Πίσηδες, πολλοί, πολλοί. Ήταν διασκορπισμένοι από πολλές πόλεις της Μικρασίας. Θα ‘μουνα τότε 12 χρονώ…
Μαζί μας ήτανε κι ο Κώστας ο Παπιομύτογλου, που ‘χε πάρει τη Μαρίτσα μας. Δούλευε ο Κώστας στου Κούνουπα το φαρμακείο. Ζούσαμε όλοι μαζί σαν μια οικογένεια.
Δειλά – δειλά, προσπαθούσαμε να μπούμε στη ζωή του Ρεθέμνου. Στην αρχή έκανα παρέα με συμπατριώτες κι άλλους πρόσφυγες. Πρώτοι φίλοι μου ήταν ο Παναγιώτης ο Παπάζογλου, ο Γιώργος και ο Βασίλης Πανταζής, ο λοχαγός ο Πανάγος, ο Νίκος ο Καραμανώλης. Μαζί μοιραζόμασταν τις δυσκολίες και τις λιγοστές χαρές. Τότε αυτή η πολιτεία ήταν το «παντέρμο Ρέθεμνος»….»
Αστείρευτη πηγή δύναμης
Συμβαίνει πολλές φορές να με παίρνει κι εμένα η ζωή «αποκάτω». Και τότε ανασκαλεύω στο αρχείο μου βρίσκω αποκόμματα εφημερίδων με τις νίκες του Δημήτρη Φρυγανάκη, που έκανε τον λαϊκό αθλητισμό ό,τι πιο ευγενικό βίωσαν οι άνθρωποι στον αθλητικό χώρο και σηκώνω το κεφάλι.
Καμιά φορά χαμογελώ στη σκέψη ότι ακόμα και κει στον Παράδεισο που σίγουρα θα βρίσκεται, δεν μπορεί, θα προπονεί τους Αγγέλους, όπως το συνήθιζε στην επίγεια ζωή του.
Και νιώθω να με φτάνει και να με ζεσταίνει ακόμα το αξέχαστο χαμόγελό του σαν να συμφωνεί και να προσυπογράφει τη σκέψη μου.