του ε.α. Συνταγματάρχη κ. Χρίστου Σταυρουλάκη
Ολα τα χωριά της περιοχής του Βρύσινα στάθηκαν ηρωικά και αγωνίστηκαν και δοκιμάστηκα πολλές φορές για την πίστη και τη λευτεριά της Κρήτης. Ιδιαίτερα το χωριό Χρωμοναστήρι πρωτεύουσα του Δήμου Βρυσιναίων δοκιμάστηκε περισσότερο απο κάθε άλλο γιατι η εξαιρετική τοποθέτηση που βρίσκεται στα πόδια του βουνού, χρησιμοποιήθηκε κατα τις επαναστάσεις σαν μια προφυλακή στις βορεινές πλαγιές του Βρύσινα.
Και ίσως να μην υπάρχει ούτε οικογένεια εκ των ηρωικών κατοίκων του που να μην πληρωσε ακριβά το φόρο του αίματος.
Στην επανάσταση του ‘66πολλές από τις αρχαιότερες οικογένειες του ξεκληρίστηκαν ολοκληρωτικά. Το Χρωμοναστήρι, όπως οι Ατσιπάδες και η Αμπαδιά ήτανε παντα η φωλιά των τρομερών Γιανιτσαρων επι Τουρκοκρατίας. Ολόκληρη η περιοχή του Βρύσινα ετρομοκρατείτο και υπέφερε τα μεγαλύτερα μαρτύρια, διωγμούς, διαρπαγές και φονικά απο τους σκληρούς και απάνθρωπους Τούρκους του Χρωμοναστηρίου του οποίου ολοι οι άλλοι τούρκοι του Νομου Ρεθύμνης θεωρούσαν σαν πρωτοπαλήκαρα και πράγματι ήταν.
Εδώ ηταν η κατοικία των τρομερών Γιανιτσάρων Μπαρμπαρέζηδων , Τσικλίδων, Χαμουτζάδων, Μαζανών και άλλων αιμοβόρων πρωταθλητών της περιοχής. Γιαυτό και δεν ειναι παράξενο πως οι συνεχείς καταπιέσεις, διωγμοί , τα φονικά και παντός είδους δοκιμασιές απο μέρους των Τούρκων φανάτιζαν και θέριευαν περισσότερο τους Χριστιανούς κατοίκους του χωριού που με μια αφάνταστη εγκαρτέρηση και ηρωισμό κράτησαν πάντα ψηλά το Κρητικό όνομα, αδούλωτο και περήφανο το Εθνικό φρόνημα, και αντιμετώπισαν πάντα παλληκαρίσια τους θηριώδης και αιμοβόρους συντοπίτες των Τούρκους.
Μια διασωζόμενη παράδοση του χωριού αναφέρει οτι κατά την εποχή του Οσμάν Πασσά στα 1812 χάϊδευαν πάνω στις αητοφωλιές του Βρύσσινα 19 ωραιότολμα παλληκάρια που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Γιαννιτσάρων της περιοχής. Η Παράδοση διέσωσε μόνο το όνομα του καπετάνιου των που τον έλεγαν Νικηφόρο. Κάτω απο τη σκέπη και τη προστασία των περίφημων αυτών αρματολών ζούσαν κάπως υποφερτά οι δύσμοιροι ραγιάδες Χριστιανοί γιατι οι Χαϊνιδες πάντα προθυμεροί και σκληροί εκδικητές για κάθε αδικούμενο και καταπιεζόμενο Χριστιανό σκότωναν ανελέητα τους τυράννους και τους κρατούσαν κάτω απο συνεχή απειλή. Φαίνεται οτι και ο ίδιος ο Οσμάν Πασσάς χρησιμοποίησε τους Χαϊνηδες αυτους μαζί με ολους τους άλλους ανυπόταχτους αρματωλούς του Νομού για την εξόντωση των Γενίτσαρων της Ρεθύμνης οπως είχε κάνει πρωτύτερα και στα Χανιά.
Είναι δε ιστορικά ξεκαθαρισμένο το πως οι ασύδοτοι και θρασείς Γιαννίτσαροι της εποχής εκείνης με την παληκαριά και την εγκληματική συνοχή τους αποτελούσαν ενα εξαιρετικά επικίνδυνο στοιχείο ανεξάρτητο που τολμούσε να σηκώνει κεφάλι και σ’αυτή την Τουρική διοίκηση γι αυτό και οι Πασάδες τους κολάκευαν αφού ήταν ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν και να τους δαμάσουν.
Ο Οσμάν Πασσάς όμως σταλμένος επίτηδες απο το Σουλτάνο κατεδίωξε σκληρά και κρέμασε πολλές εκατοντάδες απο αυτούς τους φοβερότερους σε Χανιά και Ρέθεμνος, με τη βοήθεια των Χριστιανών Χαϊνιδων. Οι Χριστιανοί της Κρητης τον αποκάλεσαν “Πνιγάρη”. Οι Τούρκοι ομως του’ χαν δώσει το παρανόμι “Παπαγιάννη” γιατι προστάτευε τους Χριστιανούς. Ολοι οι κάτοικοι του Βρύσινα περιέθαλπαν με καθε τρόπο και λάτρευαν σαν αγίους τους 19 αυτούς ακροβάτες του θανάτου ψάλλοντες τα τραγούδια τους και εξυμνούντες τις παλληκαριές τους.
Μια μέρα που οι Χαϊνιδες λημέριαζαν στη θέση “Πενταλόφι” του Βρύσινα είδαν να τους σιμώνει ενα μπουλούκι απο 30 περίπου Νιζάμηδες που χωρίς να τους αντιληφθούνε ξαρματώθηκαν και κάθησαν κοντά σε μια πηγή να ξαποστάσουν. Ταχείς και αποφασιστικοί οι Χαϊνηδες πέσανε αιφνιδιαστικά σαν γεράκια απανω τους, και τους κατέσφαξαν ολους. Γλύτωσε μονο ενας. Η μοίρα ομως των χιλιοτραγουδισμένων αυτών σταυραητών της Κρήτης ήταν πάντα η ίδια. Ο Θάνατος.
Ετσι κι εδώ μετα απο την ανάκληση του Οσμάν Πασσά και τη καταδίκη του σε θάνατο με διαβολές και ενέργειες των Γιαννιτσάρων του Ηρακλείου οι 19 πανένδοξοι αρματολοί καταδιώχτηκαν συστηματικά και μεσα σε λίγα χρόνια τους είχαν σκοτώσει ολους σε συμπλοκές και δολοφονικές μπροσκάδες.
Τ’ ανυπότακτα λημέρια του Βρύσινα ποτίστηκαν με το αλυκο αίμα των παλληκαριών και με το θάνατο τους ξανάπεσε η περιοχή στην εκδικητική μανία και τον τρόμο των Τούρκων. Η παράδοση λέει πως ενας απο τους Χαϊνηδες μπόρεσε να γλυτώσει σκοτώθηκε ομως κι αυτός μεσα στην επανάσταση του 1821.
Ενα ανέκδοτο δικό μου ριζίτικο εκφράζει αλληγορικά ολο το βαρυστέναχτο πόνο των χριστιανών της περιοχής του Βρίσινα για το χαμό των περίφημων παλληκαριών.
“‘Ηλιε παραπονουμε σου που πας να βασιλέψεις κι αφήνεις σκότος στα βουνά και θλίψη στην ψυχή μας. Και σκέπασεν το Βρύσινα η μάυρη κατσιφάρα πλειο τα γεραδια δε πετούν τ’αηδόνια δε λαλούνε του Νικηφόρου οι Σταυραητοί εις τσουρανους χαθήκαν και οι βήγλες ερημάξανε και οι βρύσες εστερέψαν τα δάσα ξεραθήκανε και κλαίει και θρηνάται, τον ουρανό περικαλεί, στον ήλιο κανει κλήση ρήξεια ακτινες λαμπερές τα κρύσταλλα να λιώσουν να ξεπετάξουν παλι αητοί, φαλκόνια να λαλήσουν οι βρύσες μου να τρέξουνε να πρασινήσ’ ο τόπος κι ο Νικηφόρος να φανεί τσοι βίγλες να βιγλήσει”.
Η λύσσα και ο φανατισμός των Τούρκων του Χρωμοναστηρίου βάσταξε ακόμη κι ως τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κατα δεκάδες αριθμούνται τα θύματα της βαρβαρότητας των και ο θανάσιμος κληρος έπεφτε πάντα πάνω στους καλύτερους. Το χωριο θρύνησε κατα καιρούς πολλούς απο τους διαλεχτούς ανθρώπους του.
Απο οσα εξακριβωμένα γνωρίζουμε μέσα στ’αναλώματα της επανάστασης του 1878 δολοφόνησαν τον εξαιρετικό Νικόλαο Πέρρο. Διακεκριμένο αγωνιστή του 1866 και στο γύρισμα του χρόνου τον γιο του Ηλία Πέρρο ενα παλληκάρι 20 χρόνων. Στα 1885 πήραν απο μέσα απο το σπίτι του μορφωμένο και πλούσιο Προεστό του χωριού Νικόλαο Γάσπαρη και τον έσφαξαν στο δρόμο μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας.
Στα 1895 πάλι, δολοφόνησαν τον αείμνηστο οπλαρχηγό Βογιατζογιώργη σε ενέδρα που του στήσαν στη θέση “Τρόχαλο” που βρίσκεται πάνω απο το χωριό Μύλοι.
Μεσα στην Επανάσταση του 1897 δολοφόνησαν στη θέση Σπήλια -Μαζανό τον Ανδρέα Παπαδάκη η Λεμόνη ενα εξαιρετικό παλληκάρι του χωριού και τον ίδιο χρονο σκότωσαν τον περίφημο Βαγγέλη Σιλβερή κοντά στο χωριό Σελλί και μετά ενα μήνα τον Μύρωνα Τζεδάκη απο τις Πρασσές στη θέση Χατζιδιανά. Κάτω απο μια τέτοια τρομοκρατία κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τη ζωή του. Αλλα και οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι γιατι ποτέ δεν έλειψαν οι διαλεχτοί και άτρομοι Χριστιανοί ν’ ανταποδώσουν με το παραπάνω τα κακουργήματα των Τούρκων. Το ηρωικό κι ανυπόταχτο Χρωμοναστήρι παντα πρώτο στις θυσίες φέρει τιμητικά στην Πινακοθήκη των γενναίων του πολλούς διακεκριμένους αγωνιστές που έπεσαν μαχόμενοι κατα τους αγώνες της Κρητης.
Η Ολοπρόθυμη συμμετοχή των στις επαναστάσεις και ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων του είναι ενδεικτικός του φλογερού πατριωτισμού και του ασίγαστου πόθου των Χρωμοναστηριανών όπως και όλων των Βρυσιναίων για τη Λευτεριά της Κρήτης. Στις πολλές και μεγάλες μάχες που δόθηκαν κατα τις επαναστάσεις στην πολεμική γραμμή που βρίσκεται το χωριό και γύρω απο αυτό πολλές φορές πήραν μέρος στη μάχη οχι μονο οι δυνάμενοι να κρατήσουν τουφέκι άνδρες αλλα και γυναίκες μικρά παιδιά και κορίτσια.
Θα αναφέρουμε εδώ λίγα πολεμικά γεγονότα ιστορικά διαπιστωμένα. Το χωριό καταστράφηκε και πυρπολήθηκε μόνο απο το ‘21 και εδώ τρεις φορές. Μια μέσα στη μεγάλη επανάσταση του 1851 οπότε και οι κάτοικοι σκόρπισαν φιλοξενούμενοι σ’άλλα χωριά, δεύτερη φορά μέσα στη γιγαντομαχία του 1866 όπου αυτή η τοποθεσία του χωριού έγινε κατ’ επανάληψη πεδίο μάχης, και για τρίτη φορά στη επανάσταση του 1878 που ξαναγκρεμίστηκε και ξαναπυρπολήθηκε οτι είχε απομείνει όρθιο απο την προηγούμενη επανάσταση.
Στη μάχη των Ακονιών του Βρύσινα το 1821 σκοτώθηκαν τρεις Χρωμοναστηριανοί εκ των οποίων γνωρίζουμε μονο εναν Κοτζάμπαση. Απο τα 1866 ομως και εδώ ειναι πολλοι οι πεσόντες αγωνιστές Χρωμοναστηριανοί. Στις 20 του Οκτώβρη του 1866 στη μαχη που έδωσε ο Κωροναίος στην ίδια τοποθεσία τ’ Ακόνια, το Κεντρί και το Πέταλο του Βρύσινα έλαβαν μέρος πολλοί χωριανοί μεταξύ των οποίων ο Καπετάν Γιώργης Κοτζάμπασης ο Δικόνιμος Σιλβερής, και ο Μπογιατζηδογιώργης ως απλός ακόμη πολεμιστής μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο και τα ξαδέρφια του Μανώλη, Παναβιώτη και Στελιανό.
Στην επανάσταση του 1866 ειναι βέβαιο πως οι Χρωμοναστηριανοί ακολουθούσαν στις μάχες πάντα συγκεντρωμένοι το Σωμα του Καπετάν Μανώλη Ανδρεαδάκη του θρυλικου Παπά Μαρουλιανού που στρατολογούσε απο τα χωριά του Βρύσινα.
Στην οπισθοχώρηση των Χριστιανών απο τα Ακόνια προς τα ψηλώματα της Καρές τραυματίστηκε ο Παναγιώτης Βογιατζάκης εις δε την άμυνα του Πύργου του Μαρουλά στις 5 Νοεμβρίου του 1866 τραυματίστηκε ο Μανώλης Βογιατζάκης.
Στο περίπτυστο δράμα τ’ Αρκαδίου όταν τα χωριά του Βρύσινα πήραν μέρος γενικότερα, το Χρωμοναστήρι ξαγόρασε με πολλούς θανάτους μια τιμητική διάκριση. Στ’ ολοκάυτωμα βρέθηκαν τέσσερις Χρωμοναστηριανες οικογένειες των Κοτρωνήδων, Γριντάκηδων, Περερουδηδων, και Χατζηδάκηδων. Στο Βορεινό προμαχώνα που βλέπει προς τον Κορέ σκοτώθηκαν κατα την 8η Νοεμβρίου ο Νικόλαος Γρηντάκης, ο Χαράλαμπος Κατετανάκης ή Κοτρωνής, ο Γεώργιος Γασπαρης και ο Αγαθός Δασκαλάκης, την επόμενη δε ημέρα 9 Νοεμβρίου και πρό του ολοκαυτώματος σκοτώθηκαν οι μαχόμενοι Ηλίας, Νικόλας και Μιχαήλ Περάκηδες.
Ο Γιάννης Χατζηδογιάννης ή Ζαμπράκος, ενας Χρωμοναστηριανός περίφημος για τη τόλμη και τη γρηγοράδα του κατόρθωσε να δραπετεύσει δεμένος όπως ήταν μέσα απο τη συνοδεία αιχμαλώτων Τ’ Αρκαδίου κοντά στο χωριό Μέση. Αλλα εκείνοι που στάθηκαν πολύ ψηλότερα σε αυτοθυσία και ηρωισμό ήταν οι πέντε αδελφοί Βογιατζάκηδες Μιχάλης, Μάρκος, Δημήτρης, Αλέξης και Γιάννης μαζί με το θείο τους Μανόλη Βογιατζάκη τον ηρωικό τραυματία του Πύργου του Μαρουλά. Αυτοί αποτελουσαν το περίφημο “εξάρι” της Πηγής οπως ακογόταν τοτε.
Απο αυτούς ο Μιχάλης , ο Δημήτρης και ο Αλεξης μαζί με τον Θείο τους Μανόλη, σκοτώθηκαν μαχόμενοι στο Δυτικό Προμαχώνα τ’ Αρκαδίου στις 8 του Νοεμβρίου υπερασπίζοντες κοντά στο Δημακόπουλο την κύρια Πύλη της Μονής, τη χανιώτικη πόρτα. Τα άλλα δύο αδέρφια ο Μάρκος και ο Γιάννης πήραν μέρος στην περιώνυμη και αφαντάστου ηρωισμού έξοδο του Ντεληδράκου στις 9 του Νοέμβρη κατα του οποίου και οι παράτολμοι 48 πολεμιστές της εξόδου κατεσφράγισαν μέχρι ενός σε μια φρικτή πάλη σώμα προς σώμα αφου κατέκοψαν δύο περίπου εκατοντάδες Τούρκους προς τ’ αμπέλια και τις κουκουναριές. Στην περίφημη επίθεση των Σωμάτων του Παπά Μαρουλιανού, του Τσουδερού και του Βαρδάκη στις 30 του Γενάρη 1868 που έκαμαν για να διώξουν του Τούρκους απο το Χρωμοναστήρι και τους Μύλους πήραν μέρος οι περισσότεροι χωριανοί με επικεφαλής τον Καπετάν Αποστόλη. Εδώ διακρίθηκαν εξαιρετικά για την τόλμη τους ο Κοτζάμπασης και ο Βογιατζογιώργης σε τούτη δε τη μάχη σκοτώθηκε κι άλλος Χρωμοναστηριανός ο Νικόλαος Παπαδάκης.
Σ’ ολες τις μετέπειτα μάχες στην επανάσταση του 1866 πήραν ενεργό μέρος αρκετοί Χρωμοναστηριανοί η δε συμμετοχή τους στη νικηφόρο επανάσταση του 1878 ήταν ακόμη μεγαλύτερη όπως και κατα τον τελευταίο αγώνα του 1896 -97. Μεσα στην επανάσταση του 1878 σκοτώθηκε την 27η Απριλίου στα βορεινά υψώματα του Σελλί απο το σώμα του Παπα Μαρουλιανού κι άλλος Χρωμοναστηριανός ο Γιώργης Αντωνάκης. Στην ίδια μάχη τραυματίστηκε ο Νικόλαος Βογιατζάκης ή Ψαρόγαρος που του μετέφεραν άλλοι συμπολεμιστές του χωριανοί στο χωριό Μύρθιο του Αγ. Βασιλείου.
Μεσα στην ίδια επανάσταση σκοτώθηκε και ο Στελιανός Βογιατζάκης στη θέση Πλακαλώνι του Βρύσινα.
Μετά το σκωτομό του Κοτζάμπαση στα 1878 δόθηκε η καπετανιά του χωριού. Δόθηκε στο Μπογιατζηδογιώργη που αναδείχτηκε αντάξιος διάδοχος παράτολμος και δραστήριος.
Ως εκπρόσωπος των Βρυσιναίων πήρε μέρος στην προεπαναστατική συνεδρία που έγινε στου Βαμου και το κλήμα μέσα στον Οκτώβρη του 1877.
“Στην πρώτη συνεδρίαση που εις του Βάμου εγένη τσ’ωρισεν ο Χατζή – Παπάς που του Κουρνά τη λίμνη. Κι αφού συνεδριάσανε στο κλήμα αποσυρθήκαν και γραφανε επιστολές όσοι παρεβρεθήκαν. Μαντατοφόροι ύστερα στην Κρήτη τσι σκορπούσι κι οι αρχηγοί μας το Λαός στο Κλήμα προσκαλούσι.
Απο τα Ρεθεμνιώτικα επήγ’ ο Πωλαντρέας με τον Ατρουλουδόπαυλο και ο Καπετάν Δυσσέας ο Τσίχλης, ο Πωλόπετρος κι ο καπετάν Βαβούρης Χατζηγρηγόρης ο Γιατρός κι ο Καπετάν Ξυλουρης. Παθερούλιος ο Παυλής κι ο Αποστολογιώργης και του Βρυσίν’ οπλαρχηγός Μπογιατζηδογιώργης. Πάει ο Γιώργης Ζυμπραγός Νίκος ο Τραίτόρος κι ο Αγαθός που το Σελλί κι ο Κώστας απου τ’Ορος”
Ο αείμνηστος Μπογιατζηδογιώργης στάθηκε γενικότερα στη εποχή του εξαιρετικά δραστήριος και ανήσυχος πολεμιστής τόσο ωστε ποτέ δεν εσκόλασε αγωνιζόμενος και ριψοκινδυνεύων ακόμη και στα μεσοδιαστήματα των επαναστάσεων. ΄Ηταν πολύ οξύθυμος, αδάμαστος, και αποφασιστικός. Αλλά συγχρόνως και δίκαιος και μεγαλόψυχος. Συμπορπατώντας στη ζωή και στο θάνατο με τους διαλεχτους και παράτολμους Ρεθεμνιώτες φίλους του Νικόλα Σιράγα, Μηνά Μπογιατζή, Κωστή Καυγαλάκη, Νικόλα Βογιατζάκη, και Νικόλα Αγγελάκη αποτελούσαν ολοι μαζί μια αχώριστη συντροφιά που παντα οι Τούρκοι την έβλεπαν οχι με καλό μάτι,αλλα και την υπολόγιζαν και της φοβούνταν όταν παρενέβαινε για να υπαρασπίσει αδικούμενο Χριστιανό.
Πολλές φορές η αδάμαστη συντροφιά άπλωνε τη δράση της και μέσα σ’αυτή τη Τουρκοκρατούμενη πολιτεία του Ρεθέμνους και σε πολλά περιστατικά η παλληκαρίσια και αποφασιστική διαγωγή τους έδωσε κουράγιο και αναντράνισμα στους καταπιεσμένους Ρεθεμνιώτες.
Ιδιαίτερα κατα την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας μετά τα μικρογεγονότα του 1889 και τ’ αναλώματα της τελευταίας επανάστασης η περίφημη ετούτη συντροφιά είχε καταντήσει φόβος και τρόμος των Τούρκων που μεταχειρίστηκαν πολλά για να τους εξοντώσουν και περισσότερο να τους εξευμενίσουν και να τους ησυχάσουν χωρίς όμως να το κατορθώσουν.
Οι παλαιότεροι Ρεθεμνιώτες έχουν πολλά να διηγηθούν για τον άτρομο χαρακτήρα και τη πατριωτική συμπεριφορά και δράση των αδάμαστων αυτών Κρητών.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΔΟΓΙΩΡΓΗ
ΟΙ Τούρκοι ζητώντας την αφορμή να βγάλουν από τη μέση τον πάντα ανυπότακτο Μπογιατζηδογιωργη, την βρήκαν όταν οι Δημογέροντες του χωριού, ο Γερο Συβερης, ο Παπα Μελέτιος Γιαννακάκης, και ο ίδιος ο Μπογιατζηδογιώργης αρνηθήκανε να δεχτούν αγροφύλακα της Κοινότητας διορισμένο αυθαίρετα απο τον αιμοβόρο Γιανίτσαρο Μπαρμπαρέζο ο οποίος στις μαρτυρίες που του έκαναν έλεγε κατα τρόπο προσβλητικό “ο Τουρκος Γεκνοιμης που σας εδιώρισα Γκιαούρηδες αυτός θα είναι ο αγροφύλακας σας ή το θέλετε ή δεν το το θέλετε και με το καλό και με το κακό”.
Αυτά έλεγε και ο αφένταγας Μπαρμπαρέζος, ενας απο τους αγριότερους και φανατικότερους Οτουρκους προύχοντας του Χρωμοναστηρίου. Αλλα ο αείμνηστος Καπετάν Γιώργης κι ο Σιλβέρης δεν ήταν απο κεινους που μπορουσαν να ανεχθούνε προσβολές και να κιοτέψουνε στις απειλές του μισητού Μπαρμπαρέζου και για να το αποδείξουνε διόρισαν τον Τούρκο Γεντίμη το συγχωριανός τους Μχάλη Φανουργάκη. Ατυχώς ο Μπογιατζογιώργης σαν πρόεδρος του χωριού με την παράτολμη τούτη πράξη του υπέγραψε και ο ίδιος την καταδίκη του. Αυτή ήταν η αφορμή για ν’ αποφασίσουν την εξόντωση του ο Μπαρμπαρέζε μαζί με άλλους φανατικούς Τούρκους. Του έστησαν πολλές ενέδρες, με βαλτούς Τούρκους δολοφόνους που δείλιαζαν όμως να τον σκοτώσουν γιατι και ο καπετάν Γιώργης γνωρίζοντας την απόφαση τους έπερνε τα μετρα του αποφασισμένος να πληρωθεί ακριβά τη ζωή του.
Κι ομως δεν το κατώρθωσε τελικά ν’αποφύγει τις δολοφονικές σφαίρες των τυράννων. Μια μέρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1895. Οταν κατα τις απογευματινές ώρες περνουσε απο την τοποθεσία “τραχαλο” που βρίσκεται πανω απο το χωριό Μύλοι ενεδρύοντας ο ίδιος ο Μπαρμπαρέζος μαζί με τον αιμοβόρο Τούρκο Χαμουτζή απο τα Καπεδιανά και τον γυναικαδελφό του Χρουνσή τον πυροβόλησαν αιφνιδιαστικά με ομοβροντία και τον σκότωσαν. Αυτό ήταν το τέλος του γενναίου οπλαρχηγού Γεωργίου Κ. Βογιατζάκη. Οι Χριστιανοί του χωριού αφού πρώτα κήδευσαν τον αγαπημένο τους νεκρό, συνέστησαν στο μοναχογιό του σκοτωμένου αείμνηστο Παναγιώτη να φύγει απο το χωριό κι ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν κάθε άλλη ενδεχόμενη απόπειρα των Τούρκων. Οι Τουρκικές αρχές οπως συνέβαινε πάντα έκλεισαν τα μάτια χαριζόμενες στους γνωστούς δολοφόνους. Το αίμα ομως του αδικοσκωτομένου νεκρού γύρευε εκδίκηση και σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα του τόπου και μάλιστα οταν οι δολοφόνοι ήηταν μισητοί Τουρκοι δυνάστες ο κλήρος του εκδικητή έπεφτε πάνω στο γιο του Παναγιώτη που ορκίστηκε να πάρει το αίμα του πίσω πριν περάσουν τα σαράντα του μνημοσύνου του πατέρα του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡ. ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ
Μεσα σε τουτη την αγιασμένη απο τη θυσία περιοχή του Βρύσινα μεσα σε τουτη την ολοδιάφανη ατμόσφαιρα τη φωτοπλημμυρισμένη απο τις Ελευθερίας το αιώνιο φως γεννήθηκε κι ανατράφηκε ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης προ 83 χρόνων οταν ακόμη η ηχώ της τιτανομαχίας του 1866 αντιλαλούσε ζωηρά στις αιματόβρεχτες πλαγιές του χιλιοτραγουδισμένου βουνού.
Γεννημα θρέμμα μια πολύκλαδης γενιάς αγωνιστών που με δίκια περηφάνεια έφερνε ψηλά το τίμιο όνομα της Κρήτης ξαγορασμενο με πολλές θυσίες για τη Λευτεριά της. Γαλουχημένος με το αδούλωτο φρόνημα των Κρητικών της εποχής του, που είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε εμείς σήμερα έκλεινε μέσα στην ψυχή του ολο το φλογερό πόθο της Λευτεριάς κι όλο το βαρυστέναχτο πόνο της οικογενείας του για το σκοτωμό του ηρωικού πατέρα του απο τους Τούρκους. Ετσι αναθρεμμένος με τις ιερές παραδόσεις της Κρήτης ξεπετάχτηκε μικρός ακόμη με το όπλο στο χέρι πανέτοιμος για την κάθε θυσία κι άξιος για αν φανεί χρήσιμος στην αγωνιζόμενη πατρίδα του. Τα ψυχικά κα σωματικά του προσόντα ο Τίμιος χαρακτήρας του δυνάμωναν περισσότερο την αντρειωσύνη του. Μετά το σκοτωμό του πατέρα του ο αείμνηστος Παναγιώτης αρματώθηκε και πήρε το βουνό. Η Προεπαναστατική εκείνη εποχή του 1895 ηταν ευνοϊκή για το σκοπό του στη αρχή τραβήχτηκε στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς του Αποκορώνου όπου και άλλοι πολλοί ανυπόταχτοι Κρητικοί γύριζαν αρματωμένοι και παρέμεινε κοντά στη συγγενική του οικογένεια των Σταυρουλήδων. Οι Τούρκοι το έμαθαν και το ισχυρό καρακόλι της Αργυρουπόλεως πήρε διαταγή να συλλάβει τον ένοπλο Χαϊνη Παναγιώτη που γύριζε τώρα στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς τη Ροδαρέ και την Ντέμπλα με τη συντροφιά του Ασηγωνιώτη Σταυρουλογιώργη του περίφημου σημαιοφόρου του αρχηγού Πετρομάρκο.
Εκει χαϊνεψε ενα μήνα και μια νύχτα στο τέλος του Οκτωβρη του 1895 βρέθηκε με τον Ασηγωνιώτη στο Βρύσινα κοντά στην τοποθεσία που βρίσκεται το πανάρχαιο Μοναστήρι της Κεράς. Εκεί κάλεσε κρυφά τους φίλους και συγγενείς του Ηλία Βογιατζάκη, Βαγγέλη Σιλβερη, Ανδρέα Λεμόνη και Βαγγέλη Κοτζάμπαση, νέους τοτε και φλογερούς πατριώτες.
Στη σύσκεψη που έκαναν αποφασίστηκε να κατέβουν στο Χρωμοναστήρι ενα βράδυ και να σκοτώσουν όσους Τούρκους και αν εύρισκαν στο Καφενείο του Χωριου.
Οι Δημογέροντες όμως γερο Σιλβερης, Παπά Μελέτης και οι άλλι ψυχραιμότεροι χωριανοί που απέστρεψαν μπροστα στον κίνδυνο να ξεκληρίσουνε ύστερα οι Τούρκοι ολους τους Χριστιανούς του χωριου και συμβούλεψαν τον Παναγιώτη να εκδικηθεί σε μοναχιασμένους Τούρκους στον ίδιο τόπου που σκότωσαν τον πατέρα του. Αυτό και εγινε την ίδια μερα του μνημοσύνου του Μπογιατζηδογιώργη ο Παναγιώτης με τα ξαδέρφια του Ηλία Βογιατζάκη, Αντρέα Λεμόνη και τον Ασηγωνιώτη έστησαν μπρσκάδα στην ίδια τοποθεσία “Τράχαλο” πληροφορημένοι πως θα περνουσε απο εκεί πηγαίνοντας προς τους Μυλους ο αιμοβόρος κι απαίσιος φονιάς Μπαρμπαρέζος με συνοδεία και .αλλους Τουρκους ορτάκηδες του. Κατα κακή ομως τύχη δεν πέρα ο Μπαρπαρέζος παρά ενας άλλος Τούρκος Αγάς που τον έλεγαν Τσίκλη. Κι ο Τσικλης φάνηκε καβαλάρης στ’ άλογο του ξεπετάχτηκε ο Παναγιώτης λέγοντας “Ετοιμάσου να πλερώσεις Αγά το αίμα του σκοτωμένου Μπογιατζή”! Ο Τσίκλης του απάντησε “Βάλαϊ Παναγιώτη δε φταίω εγώ πατέρα σου”. Αυτό πρόφτασε να πει ο Τουρκος που τον είχαν τόσο ξαπλωσει νεκρό στο έδαφος δύο σφαίρες του αειμνήστου εκδικητή. Μολις έμαθαν τον φόνο του Τσίκλη έξαλλοι απο την οργή οι Χρωμοναστηριανοί Τούρκοι πήραν τα όπλα κι έτρεξαν να σκοτώσουν τη φαμίλια των Μπογιατζήδων. Δεν βρήκαν ομως κανένα γιατι οι συνετοί Χριστιανοί προβλέποντες τα επακόλουθα είχαν εγκαίρως φυγαδεύσει την οικογένεια των Βογιατζήδων στο Ρέθυμνο στο συγγενικό σπίτι του Εμπόρου Ζαχαριουδάκη.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης μετα το φονικό του Τούρκου κατέφυγε πάλι στα ορη της Ασή Γωνιάς με τη συντροφιά πάντα του ξαδέρφου το Σταυρουλογιώργη. Στα όρη της Γωνιάς έμεινε ασφαλής κι ύστερα πέρασε στο χωριό Αντάνασσο του Αμαρίου όπου γνωρησε και τη γυναίκα που στεφανώθηκε. Για το φόνο του Τουρκου Τσικλη κατηγορήθηκαν μαζί με τον Παναγιώτη και οι Βογιατζάκηδες Ηλίας, Νικόλαος και Κωνσταντίνος αλλα μετά την επανάσταση του 1896-97 δόθηκε αμνηστεία και γλύτωσαν.
Αντάξιος συνεχιστής των ηρωικών παραδόσεων της γενιάς του ο αείμνηστος της Παναγιώτης βρέθηκε πάνοπλος φλογερός στην επανάσταση του 1896. Χαϊνεύοντας ακόμη ακολουθησε το επαναστατικό Σώμα του Καπετάν Κανάκη Δεληγιαννάκη και έλαβε μέρος σ’ ολα τα επαναστατικά γεγονότα του Ρεθύμνου. Στη μάχη του Ατσιπόπουλου στις 15 Φλεβάρη του 1897 που δόθηκε στις θέσεις βιολί Χαράκι Τζαγιάκο και Γάλλου.
Στη συμπλοκή του Ιουνίου 1897 στα Γουλεδιανά στην Τοποθεσία Ονιθέ όταν Ρέμπελοι Τουρκοκρητικοί με την προστασία Τουρκικού αποσπάσματος Στρατου σκότωσαν λίγους άμαχους Χριστιανούς και πήρα μαζί τους 350 πρόβατα του χωριού. Στη Μάχη της Τράπεζας κοντά στον Κάστελλο στις 23 Ιουλίου όπου σκοτώθηκε ο γενναίος οπλαρχηγός του Κάστερη Γιώργης Τσικινάς. Στην ίδια μάχη τραυματίστηκε στο πόδι και ο Αση Γωνιώτης Σταυρουλογιάννης ξάδερφος του Παναγιώτη Βογιατζάκη που με πολλούς κόπους και κινδύνους μαζί μ’ ενα Κοτζάμπαση μετέφεραν τον τραυματία στην Ασή Γωνιά περνώντας από βουνό σε βουνό τα δύσκολα περάσματα. Οπως και ο πατέρας του πάντα παράτολμος και ανήσυχος για τη Λευτεριά της Κρητης βρέθηκε κατα το 1905 απο τους πρώτους στην Επανάσταση του θερίσσου στο πλευρό του μεγάλου αρχηγού Ελευθερίου Βενιζέλου που τον ακολούθησε ύστερα πιστά αφοσιωμένος σ’ολο το μάκρος της ζωής του και σε όλες τους τις Εθνικές Εξορμήσεις. Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και οι ωραιότολμοι Κρήτες αγωνιστές κατάθεσαν τα τιμημένα απο τον αγώνα όπλα τους ευτυχίσαντες να δουν τη Λευτεριά του Τόπου, σεμνά και αθόρυβα ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης αποτραβήχτηκε κι αυτός στην ειρηνική περισυλλογή κι ανασυγκρότηση της φαμίλιας του ύστερα απο τόσες δοκιμασίες τόσες στερήσεις και καταστροφές του πολέμου.
Ο Δημος Βρυσιναίων εκτιμώντας τις πολλαπλές υπηρεσίες και το σταθερό χαρακτηρα του ανέδειξε Δήμαρχο του πολλές φορές μέχρι του 1911. Οπότε μπήκε στη Δημόσια υπηρεσία των τελωνείων Κρητης όπου και υπηρέτησε μέχρι της αποστρατείας του κατα τρόπο υποδειγματικό και έντιμο. Απο το 1918 παρέμεινε οικογενειακώς στην Αθήνα διακρινόμενος πάντα για την καλοσύνη του στις Χριστιανικές αρετές του και το σεμνό και φλογερό πατριωτισμό του. Υπόδειγμα ενάρετου οικογενειάρχη ανάθρεψε πατριαρχικά τη φαμίλια του και μπορεί να δοκίμασε ολες τις πίκρες της ζωής πήρε ομως κι ολες τις χαρές βλέποντας τα παιδιά του καλά και αγαπημένα άξια με προκοπή αποκαταστημένα και πάνω απ’ολα αληθινά παιδία της Κρητης. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ μου μια τυχαία συνάντηση μας τις πρώτες ημέρες του Νοέμβρη του 1940.
Ηταν οι δύσκολες ημέρες του αγώνα της Πίνδου, οι αποφασιστικές εκείνες ώρες όταν ολες οι καρδιές των Ελλήνων χτυπούσαν δυνατά συντεριασμένες μέσα στην αγωνιά και την απόγνωση την αμφιβολία και την ασύγκριτη αυτοθυσία του στρατού των συνόρων, αμηνόμενου βήμα προς βήμτα του πατρώου εδάφους και αγωνιζόμενου σώμα με σώμα για την ανατροπή των επιδρομέων με επικεφαλής τον απαράμιλλο και μαρτυρικό συνάδελφο του Συνταγματάρχη Δαβάκι.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης με συνόδυσε ως το σταθμό Λαρίσης όπου το τμήμα μου επιβιβαζόταν βιαστικά για το μέτωπο. Ανάμεσα στα τραγούδια και το υπέροχο φρόνιμα των στρατιωτών έβλεπα να φουσκώνουν απο υπερηφάνια τα στήθη του παλιού αγωνιστή. μ’αποχαιρέτησε με τα λόγια “Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας παιδί μου”. Και οταν ύστερα απο ενα σκληρό και νικηφόρο αγώνα, άδικη μοίρα του εθνους μας έφερε πίσω ήττημένους νικητές συνέπεσε να τον ξανασυναντήσω περίλυπο στο καφενείο “Βυζάντιο” όπου συχναζε. Με συνόδευαν δύο φίλοι αξιωματικοί περισσότερο ίσως καταβεβλημένοι απο μένα και με ολοφάνερο το παράπονο για τον άδικο χαμό του ένδοξου εκείνου αγών μας . Δε με ξεχώρισε στην αρχή και μόνο οταν του μίλησα και με αναγνώρησε ένιωσα να ματωνει η πατριωτική του ψυχή κι είδα τα δάκρυα ν’αυλακώνουν το γεροντικό του πρόσωπο.
Μας αγκάλιασε και μας φίλησε ολους. Κι απάνω στην ώρα βρήκε αν μας πει λίγα θερμά λόγια παρηγοριάς. “Να είστε, μας είπε υπερήφανοι γιατι εσείς πράξατε στο ακέραιο το καθήκον σας προς την Πατρίδα και την δοξάσατε”. Και παλι δάκρυσε. Απο τοτε δεν τον ξανα είδα παρα άλλη μια φορα΄κατα την επιστροφή μου απο τον αγώνα της Μέσης Ανατολής στις αρχές του 1946. Παντα όμως με συγκινούσαν τα πατριωτικά του συναισθήματα και πάντα καμάρωνα τη γέρικη μα λεβέντικη κορμοστασιά του.
Αυτός ηταν κι ετσι έζησε ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης του οποίου τελούμε τώρα ευλαβικό μνημόσυνο στον τόπο γέννησης του με την παράκληση όπως ο Θεός αναπαύσει την ψυχή του. Γεννήθηκε κι αναθράφηκε μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς και τους πολέμους και δοκίμασε όλες τις στερήσεις και τα ιδροκόπια της δύσκολης εκείνης εποχής. Γι’ αυτό με ενα σπάνιο χαρακτήρα σταθερό και αλύγιστο στις δοκιμασίες της ζωής του αντιμετώπιζε πάντα με θάρρος και σύνεση.
Ηταν γεμάτος απο πατριωτικό παλμό, απέραντη αγάπη για την πατρίδα του, και αληθινή λατρεία για την Κρήτη που την κληροδότησε και στα παιδιά του.
Εφυγε απο τον Κοσμο αυτό ευτυχισμένος περιστοιχιζόμενος απο τους αγαπημένους του και εκτιμώμενος απ όλους εκείνους που τον γνώρησαν. Καο ο μοναδικό καημός του θα ήταν οτι πέθανε μακριά απο την αγαπημένη του Κρήτη χωρίς να ξαναδεί τον τόπο που γεννήθηκε και για στερνή φορά να χαϊδέψουνε τα μάτια του τα ανυπόταχτα κατατόπια και την περήφανη ομορφάδα του Βρύσινα.
Ηταν ενας αληθινός Κρητικός. Και τουτος ο τίτλος πρέπει να ειναι ξκο μεγαλύτερος γιατί αυτός και μόνο ξεμετρά όλα τα αξιώματα και τις διακρίσεις κι όλου του κόσμου τις τιμές. Ξαγοράζεται ομως πανάκριβα. Και γιαυτό θα πρέπει να απονέμεται μόνο σε εκείνους που ίσιοι και αλύγιστοι περπατούνε τη στράτα της μνήμης και φέρνουνε ψηλά κι αντάξια το Κρητικό όνομα.
Ας ειναι αιωνία του η Μνημη του.
Ο Παναγιώτης Γ. Βογιατζάκης με τους συντρόφους του στην Επανάσταση “1896-97
Παναγιώτης Γ. Βογιατζάκης αγωνιστης του Βρύσινα 1895-1879
Γιώργιος Βογιατζάκης – Οπλαρχηγός Βρυσινναών 1878