του Χάρη Στρατιδάκη

Το Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνου με την ευκαιρία του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας στις 8 Μαρτίου μου ζήτησε να δώσω μια σχετική διάλεξη ιστορικού περιεχομένου. Ανταποκρίθηκα με μια ομιλία και με παράλληλη προβολή με το θέμα «Δασκάλες του Ρεθύμνου που σμίλευσαν συνειδήσεις και κατέλιπαν αγαθή μνήμη». Μια περίληψή της παραθέτω σήμερα στο φιλόξενο «Ρέθεμνος».
Η πρώτη δασκάλα που υπηρέτησε την δημόσια εκπαίδευση της πόλης μας ήταν η Αικατερίνη Σαουνάτσου. Πριν από 170 ακριβώς χρόνια, την 1η Απριλίου του 1845, είχε κληθεί να διδάξει τις επίσης πρώτες μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Ρεθύμνης. Ήταν αδερφή δυο μελών της Φιλικής Εταιρείας, του Γρηγορίου και του Γεωργίου Σαουνάτσου, εμπόρων και των δύο. Η Αικατερίνηπαντρεύτηκε τον γιατρό Μιχαήλ Λαζαρόπουλο, ανιψιό του επισκόπου Ρεθύμνης Ιωαννίκιου (από το 1826 μέχρι το 1838, στη φωτογραφία η επιτύμβια πλάκα του), γι’ αυτό και αναφέρεται στις αρχειακές πηγές με το επώνυμο του συζύγου της, της οικογένειας δηλαδή Λαζαρόπουλου.
Στο εύλογο ερώτημα πού είχε μάθει γράμματα, η προφανής απάντηση είναι ότι θα πρέπει να μαθήτευσε δίπλα στον μετέπειτα θείο της, του οποίου το κοσμικό όνομα ήταν Ιωάννης Μεταξάς Λαζαρόπουλος. Ήταν ακριβώς ο εξαιρετικός ελληνοδιδάσκαλος που ο αυστριακός περιηγητής FranzSieber είχε συναντήσει έκπληκτος προεπαναστατικά το 1817 στο Ρέθυμνο να διδάσκει από Αρχαία Ελληνικά μέχρι Τριγωνομετρία Τέτοια παιδεία είχε λοιπόν η πρώτη δασκάλα του Ρεθύμνου, η Αικατερίνη Λαζαρόπουλου. Η Αικατερίνη Λαζαρίδου εξακολούθησε να διδάσκει τα κορίτσια του Ρεθύμνου μέχρι τουλάχιστον το 1851. Να σημειώσουμε ότι ο αριθμός των μαθητριών της ήταν μεγάλος, για τα σημερινά δεδομένα, 66 την πρώτη χρονιά και 65 τη δεύτερη, όχι μόνο από την πόλη αλλά και από χωριά του τότε διαμερίσματος Ρεθύμνου.
Αφήνοντας πίσω την πρώτη Ρεθεμνιώτισσα δασκάλα και τις μαθήτριές της και πριν κάνουμε ένα άλμα στον χρόνο μισού αιώνα για να φτάσουμε σε μια άλλη δασκαλομάνα του Ρεθύμνου, αναφέρουμε κατά σειρά τα ονόματα των γνωστών διδασκαλισσών που μεσολάβησαν: Ειρήνη Παδουβάκη, Παρασκευή Περάκη, Μαρία Σισιοπούλα, Ίδα Ναδίρη, Μαρία Βάθη, Χριστοδουλοπούλα, Αγλαΐα Βισβίδη, Ειρήνη Μπαντουβαλάκη, Αμαλία Φουρναράκη, Ελένη Λαμπάκη και Μελιδονιώτισσα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μαζί μ’ αυτές και η νηπιαγωγός Ασπασία Μοσχάκη, που διηύθυνε από το 1884 μέχρι το 1889 το νηπιαγωγείο της δημοτικής εφορείας Ρεθύμνου και η Μαρία Βύλου, που διηύθυνε από το 1890 το νηπιαγωγείο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης.
Η Αμαλία Μανουσάκη, η «κυρία Αμαλία» του Ρεθύμνου, είχε γεννηθεί στην Πηγή μέσα στην επανάσταση του 1878. Σπούδασε ως πρόσφυγας στην Αθήνα, στα Αρσάκεια Σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, από τα οποία αποφοίτησε το 1891 με δίπλωμα δασκάλας. Το 1893 διορίστηκε στο Δημοτικό Σχολείο της Καρύστου, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 1894 μέχρι και τον Μάιο του 1896 υπηρέτησε στο Παρθεναγωγείο Ρεθύμνου. Κατά την επανάσταση του 1897 κατέφυγε και πάλι στην Αθήνα, όπου, εργαζόμενη ως γραμματέας της Ένωσης Ελληνίδων, θέση που της εξασφάλισε με τη μεσολάβησή της η Καλλιρρόη Σιγανού-Παρρέν, μπόρεσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα της Αικατερίνης Λασκαρίδου στο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών. Στη συνέχεια ίδρυσε διτάξιο ιδιωτικό σχολείο με προσαρτημένο νηπιαγωγείο στη συνοικία Ψυρρή της Αθήνας αλλά μετά από δύο μήνες επανήλθε στο Ρέθυμνο και ανέλαβε τη διεύθυνση του μέχρι τότε δημοσυντήρητου νηπιαγωγείου, που για έξι μήνες χρηματοδοτήθηκε από τις ρωσικές αρχές.
Από το φθινόπωρο του 1899 μέχρι και τον Ιούνιο του 1901 η Μανουσάκη ίδρυσε και λειτούργησε με το ίδιο προσωπικό ιδιωτικό νηπιαγωγείο. Η οικονομική ένδεια, όμως, της εποχής, φαίνεται ότι καταδίκασε και την προσπάθεια αυτή. Η Μανουσάκη το διέλυσε και προτίμησε να διοριστεί δασκάλα στα Περιβόλια. Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Μουσουλμανικό Παρθεναγωγείο Ρεθύμνου και υπηρέτησε εκεί ως υποδιευθύντρια μέχρι το 1905. Τότε μετατέθηκε στο Ατσιπόπουλο, όπου και υπηρέτησε μέχρι το τέλος Ιουνίου του 1906, οπότε υπέβαλε παραίτηση για να νυμφευτεί τον Κωνσταντίνο Ζαννιδάκη από τον Κάστελλο. Ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για άδεια ίδρυσης νέου ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου. Το εκπαιδευτήριο αυτό διηύθυνε μέχρι το θάνατό της. Λειτουργούσε με το όνομα «Αθηνά» και στεγαζόταν στο γνωστό οίκημα της οδού Όλγας και σήμερα Τσουδερών. Από τις αίθουσές του νηπιαγωγείου πέρασε μεγάλο μέρος των γόνων της γενιάς της εμπορικής τάξης και των δημοσίων υπαλλήλων του Ρεθύμνου. Η Αμαλία Μανουσάκη-Ζαννιδάκη πέθανε το 1947. Το Ρέθυμνο θα την θυμάται πάντα με αγάπη και τρυφερότητα.
Θα σταθούμε για λίγο εδώ για να θυμηθούμε και το Ρέθυμνο που συχνά ξεχνάμε, παρότι πλειοψηφικό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, των Ρεθυμνομουσουλμάνων και Ρεθυμνομουσουλμανίδων, για να αποδώσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής και στις δικές του δασκάλες. Οι Μουσουλμάνοι της πόλης του Ρεθύμνου διέθεταν σχολείο αρρένων προπαιδευτικό, σχολαρχείο και γυμνάσιο. Για τα κορίτσια διέθεταν μόνο προπαιδευτικό πενταετές σχολείο.
Ας αποδώσουμε λοιπόν φόρο τιμής και σ’ εκείνες τις ξεχασμένες γυναίκες, που βγήκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τους γυναικωνίτες, πέταξαν τις μπούργκες και με απλές μαντίλες σπούδασαν για εννέα τουλάχιστον χρόνια και στη συνέχεια προσπάθησαν να ανοίξουν ορίζοντες και στις ομόφυλές τους. Μία από αυτές ήταν η Φατουμέ Κουμαριτάκη, που έχοντας υπηρετήσει κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα στο Μουσουλμανικό Παρθεναγωγείο ζητούσε με την αίτηση, από την οποία πήραμε στη φωτογραφία την υπογραφή της, να αναπληρώσει την επίσης Ρεθυμνομουσουλμάνα Κιμουλέ Πρασανάκη, η οποία προφανώς είχε μνηστευτεί, λίγο πριν το τέλος του σχολικού έτους 1899-1900.
Στη συνέχεια θα σταθούμε στη Χρυσή Αθανασιάδου, μια καθηγήτρια αυστηρότατη στα ήθη, που όμως σμίλευσε συνειδήσεις και θεμελίωσε ισχυρά την εκπαίδευση των Ρεθυμνίων γυναικών. Από μια άλλη σκοπιά μάλιστα απέδειξε ότι οι γυναίκες μπορούν να είναι όχι μόνο εξίσου και περισσότερο μορφωμένες από τους άνδρες αλλά και ότι μπορούν να έχουν πολιτική συνείδηση τόσο ισχυρή, ώστε να υφίστανται και εξορίες. Το όνομά της αποκατέστησε οπωσδήποτε η Μαρία Τσιριμονάκη, από τα πονήματα της οποίας και αντλούμε τα σχετικά στοιχεία. Η Χρυσή Αθανασιάδου υπήρξε αριστούχος Αρσακειάδα, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Διδασκαλείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και ευρεία γλωσσομάθεια. Διετέλεσε καθηγήτρια και διευθύντρια στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ρεθύμνου επί σειρά ετών, σε σημείο που να ταυτίζεται με αυτό. Είχε έντονη βασιλική πολιτική τοποθέτηση, γι’ αυτό και είχε εξοριστεί στην Αθήνα.. Την περίοδο όμως εκείνη δεν έμεινε αργή, αλλά διετέλεσε διευθύντρια του Αμαλίειου Οικοτροφείου Θηλέων, που είχε ιδρυθεί το 1855 με σκοπό να περιθάλψει και να φροντίσει τα παιδιά που έμειναν ορφανά εξαιτίας της θανατηφόρου επιδημίας χολέρας που έπληξε εκείνη την εποχή την χώρα και κυρίως την Αθήνα. Η Χρυσή Αθανασιάδου πέθανε το έτος 1971, αφήνοντας μια εικόνα ιδιορρυθμίας, η οποία όμως αποκρύπτει τους αγώνες της για τη μόρφωση των κοριτσιών του Ρεθύμνου, ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο, και για την εξύψωση της κοινωνικής και πολιτικής τους υπόστασης.
Προχωρώντας στη γραμμή του χρόνου φτάνουμε στον Μεσοπόλεμο και στη Λιλίκα Νάκου, μια καθηγήτρια που υπηρέτησε για πολύ λίγο την εκπαίδευση του Ρεθύμνου, άφησε όμως βαθειά τα ίχνη της στην κοινωνία της πόλης, της οποίας τον καθωσπρεπισμό κλόνισε συθέμελα. Υπήρξε σημαντικότατη προσωπικότητα των γυναικείων γραμμάτων. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη Γενεύη, παίρνοντας παράλληλα μαθήματα πιάνου. Συνέχισε τις σπουδές της στην εκεί Φιλοσοφική σχολή και μετά στο Παρίσι στη Σορβόνη, με γαλλική φιλολογία. Εργάστηκε σε γαλλικούς εκδοτικούς οίκους και ήρθε σε επαφή με σοσιαλιστικούς κύκλους, όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς διανοούμενους, όπως τον Romain Rolland και τον Henri Barbusse. Κατόπιν αυτών επέστρεψε με όνειρα στην μεσοπολεμική Ελλάδα, για να βρεθεί εν έτει 1934 καθηγήτρια Ωδικής στη μικρή μας πόλη. Εδώ συνέβησαν όλα τα ωραία, τα οποία μας περιγράφει, με έμφαση ασφαλώς αλλά και με απέραντη τρυφερότητα, στην «Κυρία Ντορεμί». Να σημειώσουμε ότι η Λιλίκα Νάκου μεταπολεμικά αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και λάμπρυνε τα γυναικεία γράμματα, ελληνικά και γαλλικά, με 16 τουλάχιστον βιβλία.
Θα αφήσουμε όμως οριστικά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που τότε ονομαζόταν μέση, για να ξαναγυρίσουμε στην προσχολική, που τότε λεγόταν νηπιακή, με την αείμνηστη σε αρκετούς από εμάς Μαρία Αλεφαντινού. Υπήρξε η δεύτερη νηπιαγωγός του δημόσιου νηπιαγωγείου του Ρεθύμνου, που είχε ιδρυθεί το έτος 1930, μετά την Αθηναία Μαρία Βύλου. Η Μαρία Αλεφαντινούανέλαβε το νηπιαγωγείο, που τότε στεγαζόταν στο προσαρτημένο στο 3ο δημοτικό σχολείο κτήριο, το έτος 1945, σε ηλικία 20 χρόνων. Έμεινε γνωστή για την αγάπη της για τα νήπια, των οποίων κυριολεκτικά διετέλεσε δεύτερη μητέρα. Έμεινε επίσης γνωστή για τις πρωτοπόρες παιδαγωγικές της αντιλήψεις, όχι μόνο σε επίπεδο συμπεριφοράς στην τάξη αλλά και σε μεθόδους προσέγγισης της γνώσης και επίτευξης της πρώτης ανάγνωσης. Πέθανε πρόωρα το έτος 1963.
Πλησιάζοντας στο σήμερα θα κάνουμε μια στάση για την αείμνηστη σε πολλούς Μαρία Σταμαθιουδάκη. Είχε γεννηθεί στο Ζουρίδι, ένα χωριό με μεγάλη εκπαιδευτική παράδοση και ελληνικό σχολείο στα τέλη του 19ου αιώνα. Φοίτησε κι αυτή στο Αρσάκειο και κατέκτησε παράλληλα τη γαλλική γλώσσα. Υπηρέτησε σε σειρά σχολείων της ρεθυμνιώτικης υπαίθρου: στην Κούφη, στην Αρχοντική, στην Επισκοπή Ρεθύμνης, στη Βιράν Επισκοπή και στο Μπαλί. Έκλεισε τη σταδιοδρομία της στο σχολείο της κυρίας Αμαλίας, ως Μαρία Γκαγκαουδάκη. Ο μελετητής του έργου της Γιώργος Εκκεκάκης θεωρεί ότι ήταν η πρώτη συστηματική Ρεθεμνιώτισσα κρητολόγος. Εργασίες της είχαν δημοσιευτεί σε τοπικές εφημερίδες και στα περιοδικά «Κρητικός Αστήρ» και «Προμηθεύς ο Πυρφόρος». Ο πρόωρος θάνατος του συζύγου της και η ευθύνη για την ανατροφή και τη μόρφωση των θυγατέρων της τής στέρησε τη δυνατότητα για περισσότερα δημοσιεύματα..
Θα μου επιτρέψετε μετά από τις αναφορές στις επτά παραπάνω δασκάλες που σημάδεψαν την πόλη του Ρεθύμνου να κλείσω την ομιλία μου με μία όγδοη, στις ανώνυμες δασκάλες της ρεθεμνιώτικης υπαίθρου, εκείνες που την εκπολίτισαν, ξοδεύοντας ενέργεια από εκείνη που αφαιρούσαν εξ ιδίων. Φόρος τιμής λοιπόν και στις μονοθεσίτισσες δασκάλες, όπως αυτή της φωτογραφίας το έτος 1929 στους Κούμους, που με εργασία πρωινή και απογευματινή αλλά και Σαββατιάτικη και με εκκλησιασμό τις Κυριακές, χωρίς ίχνος εποπτικών μέσων, σε άδεια κυριολεκτικά από έπιπλα αλλά και σε κρύα διδακτήρια, εγγραμμάτισαν γενιές χωριατόπαιδων και σμίλευσαν χιλιάδες ψυχών. Παράλληλα ανέβασαν θεατρικές παραστάσεις και συγκέντρωσαν λαογραφικό, τοπωνυμικό, ακόμα και σπηλαιολογικό υλικό. Φόρος τιμής στις κοπελίτσες αυτές που έφταναν απροστάτευτες στη ρεθεμνιώτικη ύπαιθρο, αδύναμες, απομονωμένες, ορατές απ’ όλους, στόχοι μερικές φορές κακόβουλης γλώσσας ζηλόφθονων ανθρώπων αλλά και συχνότατοι στόχοι απαγωγής.
Ποιος άραγε εκτός από τις ίδιες θα μπορούσε να περιγράψει τις αγωνίες τους να μάθουν γράμματα στα σχολιαρόπαιδα, υπό την φόβο των επιθεωρητών της εποχής, απομονωμένες σε χωριά στα οποία δεν έφτανε δρόμος, μακριά από τις οικογένειές τους; Δασκάλες που είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα, που στα χωριά που υπηρετούσαν δεν μπορούσαν βέβαια να ικανοποιηθούν και που μέχρι το 1912 απολύονταν αυτοδίκαια αν παντρεύονταν ή μνηστεύονταν; Κι αργότερα, όταν απέκτησαν το δικαίωμα αυτό, όταν παντρεμένες με ένα ή δύο παιδιά έμεναν μ’ αυτά στο γραφειάκι του σχολείου, τραβώντας νερό με τον κουβά από το πηγάδι και προσπαθώντας απελπισμένα να διαχωρίσουν την προσωπική από την επαγγελματική τους ζωή. Φόρος τιμής για τις δασκάλες που έμπαιναν στην τάξη ετοιμόγεννες, με την κοιλιά κυριολεκτικά στο στόμα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα για πρόσληψη νομαρχιακών, των σημερινών αναπληρωτών, και τα παιδιά τους δεν ήθελαν να μείνουν ούτε μέρα χωρίς δασκάλα.
Μέσα σ’ αυτές ιδιαίτερη αναφορά θα άξιζε στις δασκάλες μικρασιατικής καταγωγής, που τοποθετήθηκαν σε σχολεία ιδρυμένα ως προσφυγικά, στο 3ο της Σοχώρας αλλά και στην Αγία Τριάδα και στο Ξηρό Χωριό, που εκτός από τον δικό τους πόνο έπρεπε να παρηγορούν κι εκείνον των μαθητών τους, συχνότατα «ορφανών πατρός», ή, όπως στο παρατιθέμενο σχολικό Ενδεικτικό «πατρός αιχμαλώτου», που έρχονταν στο σχολείο πεινασμένα, ξυπόλυτα, ταλαιπωρημένα, με το σώμα συνταρασσόμενο μερικές φορές από ελώδεις πυρετούς και το πρόσωπο σημαδεμένο από το φύμα της Ανατολής, το γνωστότερο ως «χανιώτικο».
Ας τιμήσουμε συμβολικά τις γυναίκες εκπαιδευτικούς αυτές στο πρόσωπο της Στρατονίκης Ουγιάρογλου, όπως και τις άλλες τις επώνυμες, την Αικατερίνη Σαουνάτσου, την Αμαλία Μανουσάκη, τη Φατουμέ Κουμαριτάκη, τη Χρυσή Αθανασιάδου, τη Λιλίκα Νάκου, τη Μαρία Αλεφαντινού και τη Μαρία Σταμαθιουδάκη. Όλες τους, αυστηρές ή επιεικείς, ανεκτικές ή απόλυτες, στάθηκαν δασκάλες και μανάδες μαζί των μαθητών και μαθητριών τους και κατέλιπαν σε μας τους επιγόνους την αγαθότερη κληρονομιά.