ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΑΚΛΙΑ
– ΑΪ κερά γειτόνισα.. Εμαγέρεψες;
– Δε σ’εχομε μαθημένη Κόπιασε.
– -Δεν κατέω γή να μπω γη όϊ γιατι ‘ χω και γω το τσικάλι στεμένο και
φοβούμε μη «βαλ’ ο κάτης τον πόδα του».
– Να μωρέ.. Λέεις η πρώτη φορά είναι απου τσουκνιάζει το φαί;.
– Ναι μα εμένα ο γέρος μου είναι ψιλής ορθάς αυγό και δεν τρώει
τσουκνισμένο μαγέρεμα ανεν τονε χρουσώσεις.
– Μπρε για το θεό.. εγώ με το τσουκνισμένο φαϊ αναθράφηκα κι όϊ μόνο
τσουκνισμένο παρά κι’ αμουχλιασμένο απου την πολημερία.
– Το ψωμί εδά ναι μα ως κι αν οϊ αμουχλιασμένο φαί.
– Εγω παλι δεν το θέλω αμουχλιασμένο ψωμί γιατι λένε πως όποιος το
τρώει κάνει ψείρες.
– Εφαγα το γω κι εξανάφαγα μα δεν είδα να καμω ψείρες.
– Οϊ του δαιμόνου το φρουτικό και εφάγανέ με ζωντανή την κακομοίρα.
– Πώς πάνε μπρε τα μαμούνια; Εμένα το μαυροέρημο φοβούμαι πως δε
θα ξετελέψει. Μα η κουβέντα δεν τελειώνει . Ηρθα μπρε να μου δώσεις
την κάρσα σου και τα παπούτσια σου απ’ εχω ταχιά στραθιά.
– Λε; Για που;
– Ως τσ’ άλλης θα πάω απου δεν τζ’ ακούει και πρέπει να ετοιμάζεται να
ξεμπουργάρει μπλειό και ντρέπομαι πως δεν έχω παπούτσια και
κάρτσα παστρικιά.
– Μα θα τρυπήσουνε καημέχαρη
– Οϊ μη φοβάσαι εγώ αλαφροπατώ σαν τον κάτη και δε θα ξεσκίσω το
πετσί. Ελα μπρε κι εγώ θα σου δώσω ταχυά ότι να σου τύχει τίβοτσι
στραθιά το σάκκο μου.
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 1965