ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΑΚΗΣ

Κρητική Επιθεώρηση 14/04/1982

Ο επικήδειος του Κώστα . Απανωμεριτάκη

Αλησμόνητε μας Γρηγόρη, αν ήμουνα προληπτικός θα σου λεγα πως, σε βρήκε η κακιά ώρα, γιατί πέθανες Τρίτη μέρα και δεκατρείς του μήνα. Αν ήμουν μυστικιστής, θα σου λεγα πως, το μαρτύριο σου άρχιξε με την Εβδομάδα των Παθών. Κι αν ήμουνα ποιητής, θα σου λεγα πως, μ’ ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στα χέρια σου, πας να μηνύσεις την Ανάσταση στον Άδη!

Μα σήμερα δεν είμαι, και δε θέλω να είμαι τίποτε απ’ αυτά κι από τ’ άλλα. Μα θέλω να είμαι, πρώτα ένας φίλος, κι ύστερα ένας αδερφός. Ένας αδερφικός φίλος κι ένας πολυφίλητος αδερφός, που έλαβε το θλιβερό χρέος, μαζί με τον τελευταίο ασπασμό να σου δώσει και τον ύστερο αποχαιρετισμό.

Γρήγορα μας εμίσεψες, Γρηγόρη μας! Μα είναι για μας μια φτωχή παρηγοριά, πως ο θάνατος ήτανε λύτρωση στην τρίμερη σταύρωση σου. Πως η καταδίκη της αρρώστιας σου, δεν επρόλαβε να φτείρει τη σερπετή λεβεντιά σου, να μαράνει τη σεμνή ομορφιά σου. Γιατί ήσουν και πρωτολεβέντης και πεντάμορφος. Στα χρόνια της ανθισμένης νειότης σου, εσύ ‘σουνε το φιόρι του Ρεθέμνου. Τόσο που, οι λάτρεις κι οι λάτρισσες του αρχαίου κάλλους, σε φημίζανε Απόλλωνα και σ’ ονοματίζαν Ερμή… Μα δεν ήσουνα μονάχα ωραίος. Ήσουνα και πάγκαλλος και καλός. Γιατί, η ωραιότητα της μορφής σου, αντανακλούσε την καλωσύνη της ψυχής σου. Κι αυτή σου την καλωσύνη τη σκόρπιζες αφειδώλευτα, όχι μόνο σε γνωστούς, φίλους κι εδικούς, αλλά και σε ξένους. Και δεν ήτανε μόνο το γλυκό σου χαμόγελο και το ζεστό σου αγκάλιασμα,δεν ήτανε μόνο ο καλός σου λόγος κι ο αβρός σου τρόπος. Ήτανε, προπάντων η καλή σου διάθεση, κι η σπλαχνική σου πρόθεση να βοηθήσεις, όσο μπορείς, το χειμαζόμενο συνάνθρωπο σου. Πάρα πολλές φορές συμπαραστάθηκες βοηθός και στάθηκες αρωγός σ’ εκείνους που είχαν την ανάγκη σου και γύρευαν τη συντρομή σου. Κι όχι μονάχα τότε που είχες ένα πόστο στην πολιτεία, σα δημοτικός σύμβουλος, και κατείχες μια θέση στην κοινωνία, σαν εταίρος και μέτοχος μιας ανθούσας βιομηχανίας, μα και τότε που ήσουν φτωχός και κατατρεγμένος, σας πρόσφυγας και εξόριστος στ’ Ανάπλι.

Η πάνδημη συρροή, που συνοδεύει την εκφορά σου, επιμαρτυρεί την εχτίμηση που έτρεφεν η Πόλη μας στο πρόσωπο σου κι επιβεβαιώνει την αναγνώριση σου από τους πολίτες της. Πολλοί απ’ αυτούς ξέρουνε να πουν καλύτερ’ από μένα για τη δράση σου και τη δραστηριότητα σου, την πολεμική και την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική. Εμένα, δεν εγκρίνει ο χρόνος, και δεν αφήνει ο πόνος, να το κάνω. Γι’ αυτό, συγχώρεσε με, αδερφέ μου, αν εμίλησα τόσο φτωχά για τις πλούσιες χάρες σου, και τόσο φτηνά για τον ατίμητο χαρακτήρα σου. Εκείνα που λόγιαζα να σου πω ακόμη, τούτη τη στιγμή, τα πνίγουνε οι λυγμοί, και γίνουνται τα λόγια μοιρολόγια, που καταλήγουνε στην ίδια λυγρή και πικτή επωδό: Γρήγορα μας εμίσεψες, Γρηγόρη μας! Άμε στο καλό, ακριβέ μας. Σε στολίζομε με τα δροσερά λουλούδια του Επιτάφιου που τα ραίνουν τα δάκρυα μας, σα στάλες Απριλιάτικης βροχής. Μέσα στο λουλουδισμένο φέρετρο σου, δε φαντάζεις πια σαν αρχαίος Θεός, μα μοιάζεις σαν πανάρχαιος θνητός: ένας κοιμισμένος χλωμός Ενδυμίωνας, ένας νεκρός ωχρός Άδωνις, που κατεβαίνει στον Άδη! Ο Σταυρωμένος Χριστός ας σε πάρει μαζί του στο χλοερό κήπο του Παραδείσου. Κι ο Αναστημένος Χριστός, να σ’ ανασταίνει κάθε χρόνο, τούτες τις άγιες ημέρες, και να σε ξαναφέρει στη μνήμη μας, μαζί με τα πουλιά και τα λουλούδια της Άνοιξης!…

Αφήστε μια απάντηση